Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιτόκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επιτόκια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Είναι οι τραπεζίτες τα «κακομαθημένα παιδιά» της ελληνικής οικονομίας;

    «Σε νέα μείωση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τέταρτη φορά από την αρχή του έτους. Μετά τη μείωση, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο καταθέσεων) διαμορφώνεται στο 3% από 4% που ήταν στις αρχές του 2024».

    Η συγκεκριμένη είδηση που προέρχεται από τη χθεσινή (Πέμπτη 12/12/24) επικαιρότητα πέρασε σχεδόν στα ψιλά της εσωτερικής ειδησεογραφίας από τη στιγμή που η επίπτωσή της στη μικροοικονομική πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι στη σφαίρα της εικασίας.

    «Υποτίθεται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων περίπου 400 χιλιάδων πολιτών», ήταν το σχόλιο με το οποίο συνόδευαν την είδηση ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδησεογραφικοί ιστότοποι.

    Ο τόνος ήταν στο ρήμα «υποτίθεται» διότι, κακά τα ψέματα, ουδείς ανέμενε να κάνουν οι τράπεζες αυτό που έκαναν όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα. Τότε με το που γινόταν γνωστή η απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα προχωρούσαν αυθωρεί και παραχρήμα στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων με τα οποία χρεώνουν τους δανειολήπτες. 

    Όσοι έχουμε στεγαστικά επιτόκια με κυμαινόμενο επιτόκιο το ξέρουμε πολύ καλά. Δεν προλάβαινε να φθάσει η πληροφορία από τη Φρανκφούρτη ότι συνεδρίασε το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αναπροσαρμόσει τα επιτόκια. Με ρυθμό… «ομοθυμαδόν» μάλιστα, αγνοώντας πλήρως τους κανόνες του ανταγωνισμού και τους υποτιθέμενους θεσμούς προστασίας των καταναλωτών.

    Είναι εξοργιστικό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε στη φάση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση των κάθε λογής δανείων γίνεται σχεδόν με αυτόματο τρόπο πιο αλμυρή για τους δανειολήπτες, σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να μειώσει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις του δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ευρωπαϊκό σύστημα. 

    Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί την ελληνική εξαίρεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες χρεώνουν τους δανειολήπτες τους να είναι μακράν η μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Το δυστύχημα είναι ότι στις μέρες μας η απληστία των τραπεζιτών δεν περιορίζεται στο spread καταθέσεων και χορηγήσεων. Από το αναβαλλόμενο φόρο, που τους δόθηκε με αποφάσεις περισσότερων της μιας κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, έως τις οριζόντιες προμήθειες που επιβάλλουν στους πολίτες, οι οποίοι εκόντες άκοντες υποχρεώνονται από τις κρατικές αρχές να συναλλάσσονται μέσω των τραπεζών, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

    Τι και αν ουσιαστικά χρεωκόπησαν την περίοδο του Μνημονίων και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν με χρήματα των φορολογουμένων; Τα κεφάλαια αυτά εξανεμίστηκαν. Προφανώς διότι στις άφρονες αποφάσεις των διοικούντων τους, που δάνειζαν χωρίς υγιή τραπεζικά κριτήρια, δόθηκε οριζόντια ασυλία η οποία ήταν σαν να μπήκε σφουγγάρι στις ευθύνες. 

    Το αποτέλεσμα ήταν, λίγο ως πολύ να εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη και τώρα στο τιμόνι των τραπεζών τα ίδια πρόσωπα που τις χρεοκόπησαν. Πρόσωπα τα οποία δεν αρκεί ότι δεν πλήρωσαν για τις παλαιές τους «αμαρτίες», αλλά αποθρασυμένοι πλέον αμείβονται πλουσιοπάροχα με «μπόνους» που οι ίδιοι αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και τα οποία δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δικαιούνται επειδή επέδειξαν κάποια αξιομνημόνευτη διοικητική ικανότητα.

    Μιλάμε για προκλητικές αμοιβές που είναι τόσο υψηλές ώστε να προκαλούν τη μήνη ακόμη και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τόσο με την τωρινή ιδιότητα του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και με την προηγούμενη, αυτή του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, ήταν από εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους για να μείνει όρθιο το -κατά τα άλλα «αμαρτωλό»- εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

    Για κάποιον περίεργο λόγο, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια και πιο πολύ η σημερινή κυβέρνηση δείχνουν να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες όπως συμπεριφέρονται οι γονείς τα «κακομαθημένα παιδιά» τους που πιστεύουν ότι παραστράτησαν και θέλουν «κανάκεμα» για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Άλλοτε με υποτιθέμενα «γαλλικά» και άλλοτε με παραινέσεις για να δείξουν λίγο καλό πρόσωπο. 

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανοχή την οποία απολαμβάνουν παρά τα τόσα προκλητικά «παραστρατήματα» που έχουν συσσωρευθεί. Εκτός όλων των άλλων, έχουν μειώσει το προσωπικό τους στο ναδίρ και τα καταστήματα στο μη περαιτέρω, ταλαιπωρώντας αφάνταστα τους πολίτες τους με άθλιες διαδικτυακές υπηρεσίες δήθεν εξυπηρέτησης πελατών που αν υπήρχαν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας του καταναλωτή θα τους είχαν εξοντώσει στις ποινές και στα πρόστιμα. 

Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι ασύμμετρες προμήθειες που χρεώνουν και τις οποίες πρέπει να περιμένουμε την Κυριακή και την ομιλία του πρωθυπουργού στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού για να μάθουμε πόσο θα μειωθούν από το… 2025. 

    Γιατί αλήθεια; Και, πολύ περισσότερο, ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όταν αφέθηκαν να καταρρεύσουν τόσες άλλες -μικρές και μεγάλες- επιχειρήσεις από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας που δεν άντεξαν στην κρίση; 

    Μόνον τα εσαεί «κακομαθημένα παιδιά» αξίζουν τη διάσωση και τον εξασφαλισμένο πλουτισμό με πολιτικές αποφάσεις; Τι είδους, άραγε, καπιταλισμός είναι αυτός και που αλλού εφαρμόζεται; 

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η… χαρά για την «τιμωρία» της κυβέρνησης

            Σκέτη θλίψη προκαλούσε στον κάθε καλοπροαίρετο περιηγητή του διαδικτύου η χαιρέκακη διάθεση με την οποία πάμπολλοι συνέλληνες –και προεξάρχοντες… μέλλοντες κυβερνήτες- αντιμετώπιζαν τη βίαιη αντίδραση που επεφύλαξαν τις τελευταίες ημέρες οι αδυσώπητες αγορές, αφενός, στη σπουδή της κυβέρνησης να σαλπίσει έξοδο από το Μνημόνιο, πριν οι εταίροι και δανειστές ανάψουν το απαιτούμενο «πράσινο φως» και, αφετέρου,  στα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή.
            Είναι ειλικρινά απορίας άξιον το απροσμέτρητο εύρος της μικρόνοιας που μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο πολλούς που με περισσή ευκολία επέχαιραν για το γεγονός ότι κατακρημνιζόταν επί τριήμερο το ελληνικό Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα εκτινάσσονταν στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λες και αυτά –και ιδιαίτερα το δεύτερο- ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν κάποιους άλλους και όχι τους χειμαζόμενους από την παρατεταμένη έλληνες πολίτες.
            Μπορώ να αντιληφθώ τη χαρά από την οποία θα μπορούσε να καταληφθεί ο οποιοσδήποτε φαντασιώνεται το επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού ή ονειρεύεται την επικείμενη έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης για την εφαρμογή της… αταξικής κοινωνίας. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να καταλάβω πως το σκληρό, σκληρότατο μάθημα των αγορών που πήραν αυτές τις μέρες οι κυβερνώντες μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση σε όσους ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν στους υπουργικούς και άλλους θώκους εξουσίας μέσα από τις εκλογές, τις οποίες επιθυμούν να γίνουν άμεσα.
            Δεν χρειάζεται, θαρρώ, πολλή σοφία για να αναγνωρίσει κανείς ότι από τα δύο αυτά βίαια φαινόμενα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση του Χρηματιστηρίου και την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού, ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνον οι ισχυροί του χρήματος, αλλά ο κάθε έλληνας πολίτης –ναι, ακόμη και ο σημερινός άνεργος!- που εν τέλει θα πληρώσει, αργά ή γρήγορα, τα αυξημένα τοκοχρεολύσια που θα βρει η Ελλάδα όταν αποφασίσει να βγει και να δανειστεί για να καλύψει τις ανάγκες της. 
            Μόνον όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν, παραγνωρίζουν ότι μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες από τις εποχές της αυτάρκειας και του οικονομικού αντιπραγματισμού και χωρίς συνδιαλλαγή με τις αγορές σύγχρονες οικονομίες και μάλιστα ευρωπαϊκού τύπου, όπως, τουλάχιστον, διακηρύσσουν τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξουν.    
            Αν, λοιπόν, οι περιώνυμες αγορές επεφύλαξαν αυτή τη στάση έναντι της συγκεκριμένης ελληνικής κυβέρνησης, δημιουργώντας έναν όλο και πιο ασφυκτικό κλοιό που –κακά τα ψέματα- ξεκίνησε την επομένη της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο που δειλά τέθηκε ζήτημα διαζυγίου με το ΔΝΤ και κορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες που πήγε να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα προσεγγίσει το στόχο των 180 βουλευτών για την προεδρική εκλογή, εύκολα, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι θα συμβεί στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον που μια άλλη κυβέρνηση όχι μόνον θα βιάζεται – πολύ περισσότερο από τη σημερινή- να βγει από το Μνημόνιο, αλλά επιπλέον θα απαιτεί και διαγραφή –μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους- του χρέους.
Ξέρω ότι είναι διόλου δημοφιλείς επισημάνσεις όπως οι παραπάνω, επειδή διαφόρων ειδών πολιτικάντηδες –ορισμένοι από τους οποίους κάθονται και τώρα στα κυβερνητικά έδρανα- καλλιέργησαν και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι τάχατες είναι ζήτημα «τσαμπουκά» και μόνο η τιθάσευση των αγορών, ούτως ώστε να εξακολουθήσουν να μας δανείζουν χωρίς εμείς να καλύπτουμε τις προηγούμενες υποχρεώσεις μας.
Επειδή, όμως, προσωπικά με θλίβει -περισσότερο και από την τυφλή χαιρεκακία για την «τιμωρία» της κυβέρνησης, που βλέπω γύρω μου- το πάθημα της χώρας μου που ξαναβρέθηκε μέσα σε λίγες μέρες με επιτόκια χρεοκοπίας, ευελπιστώ ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα το μετατρέψει σε μάθημα και για τους νυν αλλά και για τους επόμενους κυβερνώντες.