Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λίστα Πέτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λίστα Πέτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Ψηφίζουν Έφη, αλλά το πνεύμα τους το οδηγεί ο…. «Παυλάρας»

Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει αλλού, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, αλλά στη χώρα μας ενδημεί μια μεγάλη κατηγορία μέσων ενημέρωσης και δημοσιολόγων που δεν περιορίζονται στην αποστολή τους που είναι να μεταδίδουν ή να σχολιάζουν τα γεγονότα, τις ειδήσεις και ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω μας.

Το ενδιαφέρον τους, σχεδόν εμμονικά, είναι στραμμένο στον σχολιασμό της συμπεριφοράς των άλλων μέσων ενημέρωσης. Δεν αρκούνται, για παράδειγμα, στην πεποίθηση που μπορεί να έχουν -και είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους!- ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνες για τις πυρκαγιές και, όπως ισχυρίζονται, κακώς κάνει εκκενώσεις μέσω του 112. Εκείνο το οποίο κυρίως τους απασχολεί και σε αυτό εστιάζουν όλη τους την επικριτική διάθεση είναι γιατί τα «συστημικά», όπως αρέσκονται να τα χαρακτηρίζουν, μέσα ενημέρωσης δεν ακολουθούν την ίδια «γραμμή».

Με την ίδια μανία με την οποία καταφέρονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια κατά των «βοθροκάναλων», επειδή μετέδιδαν τις δημοσκοπήσεις, που καταδείκνυαν την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα εγκαλούν τους –«πετσοταϊσμένους», κατ΄ αυτούς- επαγγελματίες της ενημέρωσης για τον τρόπο που καλύπτουν την τρέχουσα επικαιρότητα η οποία, εκ των πραγμάτων, κατακλύζεται από την επέλαση των πύρινων μετώπων που κατακαίουν τα ελληνικά δάση.

«Ναι, αλλά γιατί τα κανάλια και τα ραδιόφωνα δεν έχουν 24ωρη κάλυψη;», είναι ο, εν μέσω θέρους και διακοπών για πολλούς εργαζόμενους, ισχυρισμός των -συνήθως άκαπνων- σχολιαστών. Οι οποίοι, κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, υποστηρίζουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε υπαινικτικά ότι όλοι οι άλλοι έχουν πάρει γραμμή από την κυβέρνηση να «κρύβουν την πραγματικότητα». Παραβλέπουν, φυσικά, (ή, μάλλον, κάνουν πως παραβλέπουν) ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν το καλύτερο βούτυρο για το δικό τους ψωμί.

Χωρίς αμφιβολία, αν ήταν αληθινές οι καταγγελίες τους για απόκρυψη γεγονότων, θα είχαν χρυσή ευκαιρία να αποκαλύψουν εκείνοι όλη την αλήθεια και να κερδίσουν την αποκλειστικότητα στο αναγνωστικό, στο ραδιοφωνικό και στο τηλεοπτικό κοινό. Φανταστείτε την απήχηση που θα είχε ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός, μια εφημερίδα ή ένα site που θα αποκάλυπτε πραγματικά και αποκλειστικά «όσα όλοι οι άλλοι κρύβουν».

Σε μια τέτοια κατάσταση, τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης θα είχαν χρεωκοπήσει. Και θα ήταν ζήτημα μόνο λίγων εβδομάδων το πότε θα έβαζαν λουκέτο, όση βοήθεια και αν τους παρείχε «το σύστημα». Ενώ αυτοί που θα αποκάλυπταν την… κρυμμένη αλήθεια θα ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας και της αναγνωσιμότητας.

Αν και την πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το κοινό, που έχει κριτήριο επιλογής για τα μέσα που του δίνουν ενημέρωση και όχι «fake news» και «wishful thinking» (ευσεβείς πόθους, ελληνιστί) είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, όποιος δεν καταγγέλλει ως μέγιστη υποκρισία την… αξυρισία του Κικίλια «σίγουρα τα έχει πιάσει». Ενώ όποιος διανοηθεί να θυμίσει ότι ο Τσίπρας που είχε υποσχεθεί να μείνει επί των επάλξεων την… έκανε για το Αμέρικα «είναι απολύτως εξωνημένος».

Η αλήθεια είναι ότι στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης, που συνέπεσαν με την άνθηση της διαδικτυακής ενημέρωσης, η οποία έδωσε στον κάθε πικραμένο που αγόραζε ένα smart phone ίσα «δικαιώματα» μετάδοσης και σχολιασμού ειδήσεων με τους επαγγελματίες του κλάδου, δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα μεγάλο κοινό που ήθελε εύκολες δικαιολογίες για τα δεινά που επέπεσαν επί των κεφαλών των Ελλήνων.

Ήταν ένα κοινό που προτιμούσε τις εύπεπτες θεωρίες συνωμοσίας για τις ευθύνες των άλλων. Και το οποίο απέστρεφε το βλέμμα έκλεινε τα αυτιά σε κάθε αναφορά που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τον ίδιο στους υπαίτιους της κρίσης. 

Οι ξένοι, οι δημοσιογράφοι (σ.σ.: θυμηθείτε το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι…», που δονούσε τους δρόμους και τις πλατείες), αλλά και όσοι κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν στρατόπεδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την οικονομική δυσπραγία, την εκτίναξη της ανεργίας και τη συρρίκνωση των εισοδημάτων -σχεδόν- όλων μας.

Παρόλο που τα τελευταία χρόνια μειώθηκε σημαντικά το συγκεκριμένο κοινό, η λαϊκίστικη τοξικότητα με την οποία εμποτίστηκε η ελληνική κοινωνία ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί. Γι΄ αυτό και τη βλέπουμε να παραμένει διάχυτη γύρω μας και να εκφράζεται με πολλούς τρόπους και από πολλές κατευθύνσεις.

Είναι, για παράδειγμα, απολύτως χαρακτηριστικές οι επιθέσεις που δέχθηκε αυτές τις μέρες η υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ Έφη Αχτσιόγλου, επειδή εξέφρασε την αυτονόητη αλήθεια προτρέποντας τους «συντρόφους» της «να μην αδικούμε τους δημοσιογράφους», έτσι ώστε «ούτε και εκείνοι να μας αδικούν…».

Με προεξάρχοντα τον γνωστό και μη εξαιρετέο διαπρύσιο… μαχητή του πληκτρολογίου Παύλο Πολάκη, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι θα… συνεχίσει να «αδικεί», εκατοντάδες ή ίσως και χιλιάδες στελέχη, μέλη και φίλοι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξιφούλκησαν κατά των όσων είπε η Αχτσιόχλου.

Είναι προφανώς πάνω – κάτω οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν τον περασμένο Μάρτιο και δεν άφησαν τον Αλέξη Τσίπρα να διαγράψει τον «αψύ Σφακιανό» που είχε επιδοθεί σε… «προγραφές» δημοσιογράφων, δικαστών και θεσμικών παραγόντων οι οποίοι δεν ήταν αρεστοί στον ίδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε αρχηγός του πλήρωσαν στις πρόσφατες εκλογές βαρύ τίμημα -και- εξαιτίας της υπαναχώρησης στη διαγραφή Πολάκη.

Φαίνεται, όμως, ότι το εναπομείναν εκλογικό σώμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ εμφορείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ιδέες της βολικής στοχοποίησης των μέσων ενημέρωσης και των εργαζομένων σε αυτά. Γι΄ αυτό και ουδείς από τους τέσσερις υποψηφίους αρχηγούς δεν αντέδρασε στους ισχυρισμούς του Πολάκη, τον οποίο φαίνεται ότι, όπως έκανε και ο Τσίπρας, ουδείς θέλει να βρει απέναντί του.

Επειδή, προφανώς, ο επονομαζόμενος από τους υποστηρικτές του και… «Παυλάρας», έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών στρατευμάτων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τον διατήρησαν, έστω οριακά, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλα -ακόμη και οι δημοσκοπήσεις που κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να μην αμφισβητούν πια- δείχνουν ότι η κ. Αχτσιόγλου θα είναι η νέα αρχηγός στην Κουμουνδούρου. Στην παρούσα φάση δείχνει να διστάζει να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους οπαδούς του «Παυλάρα». Και δικαίως ίσως, λένε κάποιοι, αφού χρειάζεται ψήφους για να εκλεγεί στην ηγεσία.

Αν, όμως, συμβιβαστεί μέχρι τέλους με όσους διακατέχονται από το πολάκειο πνεύμα της τυφλής και δαιμονολογικής σύγκρουσης με τα μέσα ενημέρωσης και τους εργαζομένους σε αυτά, θα κερδίσει ίσως ευκολότερα την εσωκομματική κούρσα. Περπατησιά, όμως, υποψήφιας πρωθυπουργού αποκλείεται να αποκτήσει χωρίς να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις και νοοτροπίες.

Υ.Γ.: Α, και για την ιστορία, ώστε να μην έχουν διάφοροι αυταπάτες, θέλω να θυμίσω ότι πριν από τις νικηφόρες για εκείνον εκλογές του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας δεν συναντήθηκε μόνον στα κρυφά με την περιβόητη πλέον «γάτα Ιμαλαΐων». Ήρθε και στο «Θέμα» και φωτογραφήθηκε μαζί μας στα φανερά. Παρά τα όσα ακολούθησαν όταν έγινε πρωθυπουργός…

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Ας μη μας κουνούν το δάκτυλο…

Την περασμένη Τρίτη έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροέδρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των (επαν)εκλεγέντων ήταν και δύο Έλληνες ευρωβουλευτές: η Εύα Καϊλή από το Κίνημα Αλλαγής και ο Δημήτρης Παπαδημούλης από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκαν τα μέσα ενημέρωσης ήταν εντελώς διαφορετικός. Η πλειονότητα των μέσων -στην Ελλάδα και διεθνώς- στάθηκε στην εκλογή από τον πρώτο γύρο της Εύας Καϊλή και έγραψε ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη δέκατος τρίτος και σχεδόν… καταϊδρωμένος, αφού χρειάστηκε να γίνουν τρεις κατά σειράν ψηφοφορίες μέχρις ότου καταφέρει να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Αντιπρόεδρος με το 75% των ψήφων της Ευρωβουλής», πανηγύριζαν το ίδιο βράδυ και την επόμενη μέρα τα προσκείμενα στην αξιωματική αντιπολίτευση μέσα τα οποία κάτω από την φωτογραφία του κ. αντιπροέδρου προσέθεταν: «Μεγάλη προσωπική επιτυχία». Εννοείται του κ. Παπαδημούλη. Μέσα στο κείμενο εύρισκε κανείς πιο κάτω, κάτι ως ειρήσθω εν παρόδω, ότι είχε εκλεγεί και η Καϊλή χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για το σε ποιον γύρο συνέβη αυτό και ούτε αν η σειρά κατάταξης της ήταν ή όχι επιτυχία της. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ίδιο γεγονός. Και εξίσου βέβαιον είναι ότι δεν θα είναι και η τελευταία. Είτε πρόκειται για κάτι τόσο ανούσιο, όπως το προκείμενο με την οριακή εκλογή του κ. Παπαδημούλη, είτε για πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, «βλέπουν» με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους πολίτες – αναγνώστες, τηλεθεατές και ακροατές- που τα παρακολουθούν και τα προτιμούν ή δεν τα προτιμούν.

Υπό αυτή την έννοια, το ποιες ειδήσεις μεταδίδει ένα μέσο ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο τις αξιολογεί και τις μεταδίδει είναι θέμα που σχετίζεται άμεσα με την αναγνωσιμότητα, την ακροαματικότητα και τη θεαματικότητα που έχει. Αν διαστρεβλώνει τα γεγονότα ή τα παρουσιάζει με τους παραμορφωτικούς της κομματικής ή όποιας άλλης προπαγάνδας, το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα που θα έχει είναι να το εγκαταλείψει το κοινό του. Το έργο το έχουμε δει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και θα το δούμε και στο μέλλον.

Οι αυταπόδεικτες αυτές αλήθειες, οι οποίες ισχύουν σε ολόκληρη την υφήλιο από τη ημέρα που η μετάδοση των πληροφοριών έπαψε να γίνεται από στόμα σε στόμα και μετατράπηκε σε επαγγελματική υπόθεση, αμφισβητούνται εντόνως την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας από ένα συγκεκριμένο «σύστημα» το οποίο δεν μπορεί να ανεχθεί τη διαφορετική άποψη ή να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί κάποιος να σκέπτεται αλλιώς χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί προϊόν διαστρεβλωτικής ιδιοτέλειας. Επειδή ενδεχομένως όσοι σκέπτονται έτσι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια ή έχουν ως πρότυπο την ομοιομορφία που επιβάλουν αυταρχικά καθεστώτα. 

Στα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ όποιο μέσο ενημέρωσης ή μεμονωμένος δημοσιογράφος διανοούνταν να ασκήσει κριτική, την επόμενη στιγμή καθίστατο στόχος με ανοίκειους χαρακτηρισμούς που εκτοξεύονταν εναντίον του. Αποκορύφωμα της απόπειρας ποδηγέτησης ήταν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες, όπως και η Εξεταστική Επιτροπή για τα οικονομικά των μέσων ενημέρωσης στην οποία οι κλήσεις για κατάθεση έγιναν με επιλεκτικά κριτήρια και προφανή στόχο να εκτεθούν όσοι καλούνταν προς εξέταση.

Οι εξαιρέσεις που έγιναν ήταν κραυγαλέες, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον γνωστό εκδότη που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, άφησε πίσω του μια αμύθητης αξίας περιουσία που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εμφανή επαγγελματική του δραστηριότητα. Παρότι υπήρξαν πολλές αφορμές (λίστα Lagarde, Panama Papers, διαφημιστική δαπάνη των προηγούμενων χρόνων κ.ά.) που μπορούσαν να κάνουν τις ελεγκτικές αρχές να ασχοληθούν μαζί του, έμεινε μέχρι τέλους στο απυρόβλητο ίσως γιατί ως κήνσορας της επιστροφής στη δραχμή δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή για την ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία. 

Η πραγματική επιδίωξη, άλλωστε, ήταν άλλη. Έπρεπε πάση θυσία να ενοχοποιηθούν και να αφανιστούν όλοι όσοι πήγαιναν κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της περιόδου. Και προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, όλα τα μέσα ήταν επιτρεπτά. Με ψευδομάρτυρες, όπως οι δήθεν «προστατευόμενοι» στην υπόθεση Novartis, που οι καταθέσεις τους έβλεπαν το φως της δημοσιότητας σε φίλια μέσα πριν καν δοθούν, και με κάθε είδους απίθανες κατασκευές, όπως οι διαβόητες κρύπτες με τα στοιχεία πίσω από τις γυψοσανίδες του ΚΕΕΛΠΝΟ, δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν μεθόδους που παρέπεμπαν ευθέως σε πολιτικό υπόκοσμο. 

Το αδιαμφισβήτητο φιάσκο στο οποίο οδηγήθηκαν η μια μετά την άλλη οι υποτιθέμενες «καθαρτήριες» απόπειρες της περιόδου 2015-2019, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέτισαν τους εμπνευστές του διαχωρισμού των ΜΜΕ σε αρεστά και μη. 

Αντί μετά τις εκλογές να αλλάξουν ρότα και να δουν πόσο τους κόστισε ο φαντασιακός κόσμος στον οποίο ζούσαν όταν ήταν «στα πράγματα», συνεχίζουν ακάθεκτοι την ίδια κοντόφθαλμη στρατηγική. 

Η εμφανής δημοσκοπική τους κακοδαιμονία εξακολουθεί να αποδίδεται στον (…αργυρώνητο) ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Έτσι κάθε φορά που τα τελευταία επισημαίνουν τις άβολες αλήθειες οι οποίες ανακύπτουν από την τρέχουσα επικαιρότητα, επικρίνονται ως «πετσωμένα». Μια τουλάχιστον αστεία επίκριση αν λάβει κανείς υπόψη του τα πραγματικά μεγέθη της περιλάλητης «λίστας Πέτσα» με την οποία υποτίθεται ότι η σημερινή κυβέρνηση καταφέρνει να ελέγξει το τοπίο της ενημέρωσης. 

Το γεγονός ότι τα μέσα που υιοθετούν τις δικές τους προσεγγίσεις βολοδέρνουν, επειδή δεν βρίσκουν ακροατήριο, ούτε που τους απασχολεί. Αμετανόητοι, συνεχίζουν να κουνούν απειλητικά το δάχτυλο, παρόλο που τους παίρνουν όλο και λιγότεροι στα σοβαρά…