Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ψυχραιμία, τρεις βδομάδες έμειναν…



Είναι μεγάλο ευτύχημα που η προεκλογική περίοδος που ξεκίνησε είναι μικρής διάρκειας, γιατί με την τροπή που έχει πάρει, ήδη από την αρχή της κούρσας, η κομματική αντιπαράθεση, αν τραβούσε εις μάκρος, δεν είμαι βέβαιος ότι θα τον γλυτώναμε τον… εμφύλιο.
Ευτύχημα, ίσως, αποτελεί και το γεγονός ότι η χρονική περίοδος που στήνονται οι κάλπες, δηλαδή, μέσα στο καταχείμωνο, αποτρέπει τις ανοιχτές εκδηλώσεις και έτσι θα έχουμε αυτό που έχει αποκληθεί -και πολλές φορές στο παρελθόν είχε κατακριθεί- «εκλογές του καναπέ» που περιορίζουν τις μετακινήσεις και άρα και τις επαπειλούμενες συγκρούσεις των «κομματικών στρατών».
Το ξέχειλο, άλλωστε, πάθος που εκπέμπεται από τα τηλεοπτικά πάνελ και, πολύ περισσότερο, από το Διαδίκτυο, που εξασφαλίζει και την ανωνυμία, οδηγεί πιο εύκολα στην… εκτόνωση, ενώ αν έβγαινε στους δρόμους και τις πλατείες, δεν είναι βέβαιο ότι θα έμενε μόνο στα… διχαστικά λόγια.
Παρακολουθώντας, μάλλον από επαγγελματική διαστροφή, τον απηνή πόλεμο που μαίνεται στα social media, αρκετές φορές αναρωτιέμαι για το προφίλ των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από τόσους ψευδώνυμους, κατά κύριο λόγο, «λογαριασμούς» και βρίσκονται σε διαρκή θέση μάχης για να σχολιάσουν αρνητικά, να επιτεθούν, να βρίσουν, να χυδαιολογήσουν.
Τι δουλειά, άραγε, να κάνουν όλα αυτά τα λεγόμενα «τρολ»; Πως εξασφαλίζουν τα προς τα ζην; Και, προπάντων, τι είναι εκείνο που τους κάνει να είναι τόσο (προσ)κολλημένοι στην παθιασμένη προσπάθειά τους όχι για να παρουσιάσουν κάτι θετικό που έχουν κάνει ή έχουν να πουν οι ίδιοι, αλλά για να επικρίνουν, να κατακρίνουν, να επιτεθούν στον «αντίπαλο», να τον εκθέσουν και, ει δυνατόν, να τον εξοντώσουν.
Εντάξει, κάποιους «επαγγελματίες» του είδους, τους καταλαβαίνει κανείς εύκολα, ακόμη και όταν φορούν τη… «δημοσιογραφική» τήβεννο ως άλλοθι για την απόλυτη κομματική τους προσήλωση. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι; Βγάζουν «μεροκάματο»; Ή σκοτώνουν την ώρα τους με… ψηφιακή εκτόνωση; Θυμάμαι ένα σύνθημα που ήταν γραμμένο παλαιότερα σε έναν τοίχο και έλεγε: «Εκτονωθείτε, η ψυχανάλυση κοστίζει». Λέτε να είναι οπαδοί αυτού του δόγματος;
Όπως και να έχει, πάντοτε τη ζωή και την Ιστορία την κινούσαν τα συμφέροντα και οι νοοτροπίες. Άλλοτε χωριστά, αλλά, τις περισσότερες φορές, από κοινού. Το ίδιο, προφανώς, συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση. Ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύμπλεγμα συμφερόντων και ιδεοληπτικών εμμονών φαίνεται να είναι εκείνο που καθοδηγεί όλο αυτό το φαινόμενο.
Μιλάμε, βεβαίως, για ένα φαινόμενο, το οποίο δεν περιορίζεται μόνον στις προεκλογικές περιόδους, αλλά, ειδικά σε αυτές, γνωρίζει μεγάλες… δόξες. Ας είναι. Τρεις εβδομάδες απομένουν ως τις 25 Ιανουαρίου. Θα το αντέξουμε. Με λίγη ψυχραιμία παραπάνω. Και, κυρίως, με την ελπίδα να είναι τέτοια η ετυμηγορία της κάλπης που να μη χρειαστεί να πάμε σε νέες εκλογές.
Αν και αυτή τη φορά, όπως το 2012 που πήγαμε σε δεύτερη αναμέτρηση για να σχηματιστεί κυβέρνηση, δεν τελειώσουμε «μια και έξω», τότε… αλλοίμονό μας. Δεν μας σώζει τίποτε. Και, σε μια τέτοια περίπτωση τα αφιονισμένα διαδικτυακά «τρολ», που θα ξεσαλώσουν, θα είναι, πιθανότατα, το μικρότερο κακό που μπορεί να μας έχει συμβεί…

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Οι αυτάρεσκες αυταπάτες του κ. Κουβέλη



Δεν χρειάζεται να είναι γίνει κανείς κυνικός για να αναγνωρίσει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό της μάχης για τα πολιτικά αξιώματα που –διαχρονικά και μάλλον διατοπικά- αποτελεί ένα πολύ σκληρό «άθλημα», το οποίο δεν διέπεται, τις περισσότερες φορές, από κανόνες καλής συμπεριφοράς και αστικής ευγένειας.
Στις προεκλογικές περιόδους, ειδικότερα, και, πολύ περισσότερο, όταν τα διακυβεύματα της εκλογικής επερχόμενης αναμέτρησης αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας, η αδυσώπητη μάχη δίνεται με ακόμη μεγαλύτερη σκληρότητα και χωρίς αβροφροσύνες. Το δόγμα που επικρατεί, είτε αφορά ανταγωνισμούς κομμάτων είτε διαμάχες προσώπων, είναι ένα: «ο θάνατος σου, η ζωή μου». 
Ο Φώτης Κουβέλης είναι ένας πολύ έμπειρος πολιτικός. Και, εξ αυτού, είναι μάλλον βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος μετήλθε ή όχι αθέμιτων πρακτικών κατά την πολυετή πολιτική του διαδρομή, τουλάχιστον έχει γνώση του τρόπου με τον οποίο παίζεται το «παιχνίδι». Εκείνος που έχει το «πάνω χέρι» τα θέλει όλα δικά του. Αντιθέτως, όποιος δεν διαθέτει διαπραγματευτική δύναμη είτε υποχωρεί και δέχεται τους όρους του ισχυρού είτε αποχωρεί και πάει σπίτι του...
Υπό αυτή την έννοια, δεν κατανοώ γιατί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, όπως διαβάζω δεξιά και αριστερά, παραπονείται στους συνεργάτες του ότι «τον εξαπάτησαν» από τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν δέχονται τους όρους τους οποίους θέτει ο ίδιος για την εκλογική συνεργασία ανάμεσα σε ένα κόμμα που τα στελέχη του πιστεύουν ότι καλπάζει ακάθεκτο για την  αυτοδύναμη διακυβέρνηση και σε ένα άλλο που όλοι βλέπουν ότι ψυχορραγεί.
Δεν έχει γίνει λεπτομερώς γνωστό τι ειπώθηκε στη συνομιλία που είχε με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, πριν από την εκλογή Προέδρου και ποιες διαβεβαιώσεις έλαβε. Αλλά, ό,τι και αν ειπώθηκε, πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθεί ο κ. Κουβέλης ότι η ισχύς που διέθετε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου, όταν ήταν επικεφαλής μιας κοινοβουλευτικής ομάδας που είχε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, δεν υφίσταται πλέον;
Και μόνο το γεγονός ότι από την Κουμουνδούρου τρέναραν την ανακοίνωση της συνεργασίας για μετά την τρίτη ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή, που ήταν βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα έτρεχαν γοργά, έπρεπε να αποτελέσει για τον κ. Κουβέλη ένα ισχυρό προειδοποιητικό σήμα. Το ότι δεν τον αποκαλούσαν, πλέον, «Τσιριμώκο» ή «Καρατζαφέρης της Αριστεράς», δεν συνιστά επαρκή λόγο για να θολώσει η κρίση του.
Φαίνεται, όμως, ότι το προειδοποιητικό σήμα που εξέπεμπε η καθυστέρηση δεν έφθασε ποτέ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως δεν είχε φθάσει και το μήνυμα της ηχηρής λαϊκής αποδοκιμασίας για τα «μπρος πίσω» της ηγετικής ομάδας της ΔΗΜΑΡ που συνιστούσε το συντριπτικό 1,2% της ευρωκάλπης του περασμένου Μαΐου.
Όπως και να έχει, πάντως, γίνεται μάλλον σαφές ότι με το διαφαινόμενο ναυάγιο της επανασύνδεσης της ΔΗΜΑΡ με τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να καταρριφθούν αναδρομικά οι αυτάρεσκες αυταπάτες με τις οποίες πορεύτηκε ο κ. Κουβέλης τα τελευταία τέσσερα χρόνια που οι πολιτικές συγκυρίες του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Εγκατέλειψε τον «αντιευρωπαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ, την άνοιξη του 2010, που η χώρα συγκλονιζόταν από την έναρξη της εφαρμογής του Μνημονίου. Οδήγησε τον τόπο σε δεύτερες εκλογές, αρνούμενος, μετά την αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, να κάνει, ίσως και με καλύτερους όρους, αυτό που έκανε ενάμιση μήνα αργότερα, συμμετέχοντας στην τρικομματική συγκυβέρνηση που σχηματίστηκε τον Ιούνιο.
Έφυγε από την κυβέρνηση, σχεδόν πριν συμπληρωθεί χρόνος από τη συγκρότησή της, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει πολιτικοί του φίλοι συμμετείχαν κανονικά στη διανομή των οφιτσίων με το απαράδεκτο σύστημα «4-2-1». Ενώ ο ίδιος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ούτε για την αθέτηση της, ούτως ή άλλως, γενικόλογης προγραμματικής συμφωνίας ούτε για την αντιθεσμική λειτουργία της κυβέρνησης που οι αποφάσεις της λαμβάνονταν από τους τρεις αρχηγούς και όχι από το υπουργικό συμβούλιο.
Υπονόμευσε όλες τις προσπάθειες για την ενότητα της Κεντροαριστεράς, στην οποία, κατά τα άλλα, τοποθετούσε το κόμμα του, διεκδικώντας να είναι ο εν Ελλάδι εκπρόσωπος των ευρωσοσιαλιστών. Και μετά την ήττα των ευρωεκλογών, αντί να αναλάβει την ευθύνη για το δυσμενές αποτέλεσμα, επεδίωξε και πέτυχε την παραμονή του στην ηγεσία της υπό διάλυση ΔΗΜΑΡ.
Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο, μετέβαλε επανειλημμένα τη θέση του για την προεδρική εκλογή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, ακόμη και όταν διαβεβαίωνε ότι δεν ενδιαφερόταν προσωπικά για το αξίωμα, και παίρνοντας, εν τέλει, την απόφαση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές για να ανοίξει, όπως έλεγε, ο δρόμος για «προοδευτική διακυβέρνηση».
Δικαίωμά του προφανώς. Όπως, φυσικά, είναι και… δικαίωμα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να του ζητούν «δήλωση (αντιμνημονιακής) μετανοίας» για να του επιτρέψουν να μπει στα ψηφοδέλτια τους, κατερχόμενος, αυτός ο παρ΄ ολίγον Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με «σταυρό» για να μετρηθεί και η «πραμάτεια» που φέρνει πίσω.        
Αν υπάρχει ένα επιμύθιο σε όλα αυτά είναι ότι η περίπτωση του κ. Κουβέλη αποτελεί αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε case study. Μια περίπτωση που θα πρέπει να μελετηθεί εις βάθος από πανεπιστημιακά τμήματα της Πολιτικής –και όχι μόνον- Επιστήμης για να διακριβωθεί πως οι αυτάρεσκες αυταπάτες μπορούν να καταστρέψουν έναν πολιτικό που έδειχνε και θα μπορούσε να πάει ψηλά.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

«Αντίο» στη Βουλή των «Τατσόπουλων»



          Εκλογές, λοιπόν! Εκλογές, οι οποίες -από πολλές απόψεις- μπορεί να αποδειχθούν λυτρωτικές για τους πολίτες και τον τόπο, αφού το νοσηρό κλίμα που είχε κατακλύσει την πολιτική ατμόσφαιρα δεν πήγαινε άλλο. Απειλούσε με ασφυξία την ίδια τη Δημοκρατία που έχει άμεση ανάγκη από νέο οξυγόνο το οποίο, ας ελπίσουμε, θα δώσει η λαϊκή ετυμηγορία, όποια κι αν είναι αυτή.
          Για τη Βουλή, εξάλλου, που διαλύεται δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί να κλάψουν. Ήταν, κατά γενική ομολογία, μακράν η χειρότερη κοινοβουλευτική σύνθεση των τελευταίων δεκαετιών. Μια Βουλή με πρωτόγνωρες μορφές κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών που αναδείχθηκαν μέσα από τις διαδικασίες της βίαιης διάλυσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η πρώτη μνημονιακή διετία.
          Δίπλα στους λίγους σοβαρούς και επιμελείς παλαιούς και νέους κοινοβουλευτικούς, βρήκε –με τη λαϊκή ψήφο, βεβαίως, βεβαίως!- έδρανο κάθε ακραίας καρυδιάς καρύδι. Σεσημασμένοι υπονομευτές του κοινοβουλευτισμού, που παραπονούνταν επειδή η Μερτσέντες που τους παραχώρησε η Βουλή έκαιγε πολλή βενζίνη. Κλασικοί συνωμοσιολόγοι. Παραδοσιακοί λαϊκιστές. Θρασύτατοι αμοραλιστές. Πολιτικοί γυρολόγοι. Κούφιοι θορυβοποιοί. Αδίστακτοι καιροσκόποι. Επαγγελματίες καβγατζήδες. Πρόσωπα χωρίς ηθικούς φραγμούς και δίχως κανένα σεβασμό σε αρχές και αξίες.
          Το γεγονός και μόνον ότι σχεδόν ένας στους 10 –ή για την ακρίβεια 28 στους 300- εγκατέλειψαν στη διάρκεια μιας θητείας μόλις δυόμισι ετών την παράταξη με την οποία εξελέγησαν, χωρίς ούτε ένας να φιλοτιμηθεί να παραδώσει την έδρα του, είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό δείγμα της γενικευμένης κατάπτωσης των πολιτικών ηθών την οποία βιώσαμε το διάστημα που παρήλθε από τις εκλογές του 2012.
          Ένα από τα «δείγματα» αυτής της κατάπτωσης είναι η περίπτωση του απερχόμενου βουλευτή Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος αφού ενσωματώθηκε σε ένα άλλο, νέο, κόμμα, το Ποτάμι, παρίστανε τον άσπιλο και αμόλυντο και διατεινόταν ότι τάχατες ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος με το οποίο εξελέγη, του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καθύβριζε νυχθημερόν.
          Με σχεδόν μηδενικό ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έργο, αλλά με υψηλές επιδόσεις στους καβγάδες με συναδέλφους του, κυρίως μέσω του facebook, αλλά και μέσα από τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, εμφανιζόταν ως τάχατες ανεξάρτητος, απολαμβάνοντας, όμως, όλα τα επιπλέον προνόμια του συγκεκριμένου status και ισχυριζόμενος ότι δεν ψηφίζει Πρόεδρο της Δημοκρατίας επειδή δεσμευόταν, δήθεν, από τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
          Ο άνθρωπος που πρώτος εισήγαγε, πριν από πολλούς μήνες, στο πολιτικό λεξιλόγιο τη λέξη «αργυρώνητος», δίνοντας τη σκυτάλη τους θιασώτες των θεωριών περί «κουμπαράδων», υποστήριζε πως ακολουθεί το πρώην κόμμα του για να μην του αποδοθεί κατηγορία περί «χρηματισμού», αλλά συνάμα υπέγραφε κείμενα για συναινετική προεδρική εκλογή, όπως πρότεινε το νέο του κόμμα.
          Ο ισχυρισμός ότι τάχατες η υπογραφή του είχε την αίρεση της συμφωνίας και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνον για αφελείς. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συναινέσει στην παράταση της θητείας της Βουλής δεν θα το έκανε επειδή αυτό προτάθηκε από πολιτικά διαμετρήματα σαν τον κ. Τατσόπουλο, που απολύτως καιροσκοπικά επιχειρούσε να είναι… «και τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ».
          Το άρθρο 60 του Συντάγματος που ορίζει ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», μάλλον δεν το έχει υπόψη του ο εν λόγω Εθνοπατέρας. Ίσως γιατί η λέξη «συνείδηση» πρέπει να είναι άγνωστη για τον πάλαι ποτέ συγγραφέα που έχει καταλήξει σχολιαστής στα social media.
          Γιατί, αν είχε συνείδηση και στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν θα κατέφευγε –μέσω facebook, φυσικά…- σε ένα απίστευτο λιβελογράφημα κατά του υποφαινόμενου, χρησιμοποιώντας μπουρδολογικές μυθοπλασίες που ουδόλως σχετιζόταν με το ρεπορτάζ στο «Θέμα της Κυριακής» που υποτίθεται ότι ήθελε να αποκρούσει και να στηλιτεύσει. Ήταν ένα ρεπορτάζ με εκτιμήσεις κοινοβουλευτικών για τα 12 πρόσωπα που θα μπορούσαν να ψηφίσουν τον Σταύρο Δήμα στην τρίτη ψηφοφορία για να μη προκηρυχθούν οι, προεξοφλημένες κατά το επίμαχο κείμενο, πρόωρες εκλογές.
Δεν παρεξηγήθηκαν ο Βύρων Πολύδωρας, ο Μίμης Ανδρουλάκης και οι υπόλοιποι που αναφερόταν στο ίδιο ρεπορτάζ, αν και ήταν εξ εκείνων που από την αρχή είχαν ξεκάθαρη θέση και είχαν αποφύγει τις… «δηθενιές». «Παρεξηγήθηκε» ο ευφάνταστος κ. Τατσόπουλος, ο οποίος, -παλιά του κόσκινο, προφανώς- νόμισε ότι βρήκε ευκαιρία για να στήσει έναν ακόμη καβγά ώστε να γίνει θόρυβος γύρω από το όνομά του, υποστηρίζοντας –ήδη από το απόγευμα του Σαββάτου που η εφημερίδα δεν είχε κυκλοφορήσει καλά, καλά- πως το δημοσίευμα τον εμφάνιζε ότι την ώρα της ψηφοφορίας σκόπευε να πάει –άκουσον, άκουσον, διαστροφή!- για… κατούρημα!
Ας μου επιτραπεί, λίγο πριν κλείσω, να επισημάνω κάτι “επί προσωπικού”. «Διακονώ» το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ τα τελευταία 29 χρόνια. Έχω γνωρίσει πολλούς πολιτικούς και αρκετούς πολιτικάντηδες. Δεν έχω αντιδικήσει ποτέ μέχρι σήμερα με κανέναν σε προσωπικό επίπεδο. Έχω καταγράψει, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, γεγονότα και καταστάσεις. Έχω ασκήσει κριτική σε φαινόμενα και πρόσωπα. Και, φυσικά, έχω δεχθεί κριτική, κάποτε και διαμαρτυρίες. Αυτό που μου «έλαχε» με τον φαντασιόπληκτο κ. Τατσόπουλο, το ανοίκειο ύφος του και τα άθλια υπονοούμενά του, τα οποία επ΄ ουδενί αντιστοιχούν στο «επίμαχο» δημοσίευμα, δεν έχει το προηγούμενό του. Είναι, μάλλον, σημείο των καιρών. Και του «νέου» πολιτικού ύφους και ήθους που θέλει, υποτίθεται, να σαρώσει τον «παλαιοκομματισμό». (Να τον χαίρεται ο Σταύρος Θεοδωράκης!).
«Αντίο», λοιπόν, στη Βουλή που διαλύθηκε. «Αντίο» στη Βουλή των Τατσόπουλων. Με την ελπίδα στην επόμενη να υπάρχουν λιγότεροι. Γιατί η Βουλή δεν είναι χώρος για καβγάδες και για να… μυρίζουν οι βουλευτές παλτά. Είναι χώρος πολιτικού διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης, διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει η σύνθεση και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις ζωές όλων μας.