Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Να πέσει… χαρτούρα στον Αχμέτ με το μπουζούκι



Ένα από τα πλέον εμβληματικά χαρακτηριστικά για τα οποία διακρίνονται οι νυν κυβερνώντες και πιθανότατα θα τους το πιστώσει ο ιστορικός του μέλλοντος είναι η λεξιπλαστική ικανότητα που επιδεικνύουν όταν χρειάζεται να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα και να την αντικαταστήσουν με έναν φαντασιακό κόσμο τον οποίο βλέπουν μόνον οι ίδιοι.
Είναι, μάλιστα, τόσο απόλυτοι στον τρόπο με τον οποίο  διατυπώνουν τους πρωτότυπους –όχι μόνο λεξιλογικά- ισχυρισμούς τους, ακόμη και όταν είναι σε πλήρη αντίθεση με όσα αμέσως πριν είχαν υποστηρίξει οι ίδιοι, που μένει άναυδος όποιος θέλει να προσεγγίσει τα πράγματα με την κοινά παραδεκτή λογική.
Ξεκινώντας από την ανυπέρβλητη λεξιπλασία, δεν μπορώ να μη δηλώσω έκθαμβος από τα νέα επίπεδα, εφάμιλλα αν όχι υπέρτερα  από εκείνα του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, που κατακτά ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης, ο οποίος, προκειμένου να περιγράψει τα όσα διημείφθησαν τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, κατασκεύασε μια ολοκαίνουργια δικιά του λέξη για την περίσταση: τη λέξη «συμπλησίαση».
«Μετά από δυόμισι μήνες συζητήσεων είχαμε συμπλησίαση πάνω σε πρακτικά θέματα και αυτό είναι το πρώτο θετικό», δήλωσε το πρωί της Τρίτης, λίγες ώρες μετά το τέλος της ευρωτουρκικής συνάντησης για το Προσφυγικό που, εν μέσω οξύτατων αντιπαραθέσεων, μετέθεσε τις αποφάσεις για την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της 17ης Μαρτίου.
«Δεν καταλήξαμε, διότι οι προτάσεις της Τουρκίας ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές για την πλειονότητα των κρατών, δεν υπήρχε διπλωματική προετοιμασία και υπήρχαν αντιδράσεις», απεφάνθη ο κ. Ξυδάκης, επιχειρώντας να συνταυτισθεί με  τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος λίγες ώρες νωρίτερα είχε υποστηρίξει ότι «η Τουρκία είναι αλήθεια ότι ήρθε με δελεαστικές προτάσεις στη Σύνοδο, αιφνιδιάζοντας πολλούς».
Ποιοι «δελεάστηκαν» και ποιοι «αιφνιδιάστηκαν», δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει ο κ. Τσίπρας. Ίσως επειδή δεν θα του ήταν καθόλου εύκολο να διαλέξει τη μια ή την άλλη πλευρά, όταν, μάλιστα, ήταν γνωστό ότι ο ίδιος είχε αποκλειστεί από συνάντηση που είχαν κάνει μια μέρα νωρίτερα ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, η  Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο προεδρεύων της Ένωσης Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε.
Ουδόλως, ωστόσο, φάνηκε να πτοείται ο κ. Τσίπρας από την απομόνωση που του επιφύλαξαν, αν κρίνει κανείς από το ότι στις δηλώσεις του υποστήριξε πως «το συμπέρασμα είναι ότι σε αυτή τη Σύνοδο, όχι μόνο δεν απομονώθηκε η Ελλάδα, αλλά αντιθέτως, απομονώθηκαν οι χώρες εκείνες που ήθελαν να απομονώσουν την Ελλάδα». Ποιοι είναι αυτοί που απομονώθηκαν, παραμένει άγνωστο και φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας το κρατάει κρυφό και σε εκείνους και σε μας.
Ο ηγέτης της χώρας της οποίας όλοι ανεξαιρέτως οι βόρειοι γείτονες (Αλβανία, ΠΓΔΜ και Βουλγαρία) προχώρησαν σε συνοριακούς αποκλεισμούς, έμεινε με την εντύπωση πως «στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν να δημιουργηθούν τείχη απέναντι σε αυτούς που χτίζουν τείχη». Τείχη βέβαια που είναι αόρατα και τα βλέπει μόνον ο κ. Τσίπρας, γιατί για όλους τους άλλους τα μόνα απολύτως ορατά είναι εκείνα που εγκλωβίζουν μέσα στην ελληνική επικράτεια χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότεροι.
Με τούτα και με πολλά άλλα, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι ο ίδιος, θεωρώντας μάλλον μετριοπαθή τη «συμπλησίαση» του υπουργού του, αυτοανακηρύχθηκε σε νικητή της Συνόδου. «Θέλω να επισημάνω ότι σε σχέση με τις αρχικές μας επιδιώξεις, αυτές δηλαδή που από κοινού χαράξαμε ως στόχους στη σύνοδο των πολιτικών αρχηγών την προηγούμενη Παρασκευή (σ.σ.: ξέρετε, εκεί που συνάντησε την «τρόικα εσωτερικού»), έχουμε ουσιαστικά πετύχει τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των στόχων».
Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν αξίζει τον κόπο να παραθέσει κανείς μία προς μία τις αποφάσεις του περίφημου κοινού ανακοινωθέντος των αρχηγών που συμμετείχαν στη σύσκεψη της 4ης Μαρτίου. Αρκεί πιστεύω η επισήμανση ότι το πρώτο από τα πέντε αιτήματα, που, κατά τους Έλληνες ηγέτες, «οφείλει η ΕΕ» να ικανοποιήσει, ήταν «να επιβάλει σ' όλα, ανεξαιρέτως, τα Κράτη-Μέλη της τον πλήρη σεβασμό των υποχρεώσεών τους, ως προς τον δίκαιο και αναλογικό επιμερισμό των Προσφύγων, καθιστώντας σαφές ότι μονομερείς ενέργειες δεν είναι επιτρεπτές και ότι όσοι τις επιλέγουν θα έχουν τις ανάλογες συνέπειες».
Είδε κανείς να γίνεται λόγος στις Βρυξέλλες για οποιαδήποτε συνέπεια σε όσους από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αρνούνται να πάρουν πρόσφυγες στο έδαφός τους; Δεν νομίζω. Όσο για τα υπόλοιπα που, σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, «πετύχαμε τη σαφή αναφορά στην ουσιαστική ενίσχυση της μετεγκατάστασης (relocation) προσφύγων από την Ελλάδα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως και για τα περί επικαιροποίησης των συμφωνιών με την Τουρκία για «fast track επανεισδοχή, ώστε να μειωθούν ουσιαστικά οι ροές», στην πράξη θα φανεί αν θα γίνει κάτι από όλα αυτά. Ή θα μείνουμε στα μπουζούκια και στα τριαντάφυλλα της Σμύρνης που μια χαρά άλλοθι έδωσαν στο καθεστώς Ερντογάν που φιμώνει τα μη αρεστά μέσα ενημέρωσης.
Το μόνο θετικό, πάντως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας δείχνει πλέον –και ας μην το παραδέχεται- να συνειδητοποιεί τις συνέπειες από την αλλοπρόσαλλη μεταναστευτική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνησή του, διακηρύσσοντας ότι όποιος έρχεται στην Ελλάδα πρέπει, ανεξαρτήτως αν είναι πρόσφυγας ή απλός οικονομικός μετανάστης, να εξασφαλίζει άσυλο και απρόσκοπτη πορεία προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Μόνον που το συνειδητοποίησε αργά και αφού νωρίτερα μας έκλεισαν τα σύνορα και –εκών άκων- έγινε ο ίδιος άθυρμα στις διαθέσεις της Άνγκελας Μέρκελ, η οποία για τους δικούς της λόγους ήθελε για κάποιο διάστημα ανοιχτά σύνορα, αλλά δεν τα θέλει πια. Με αποτέλεσμα πλέον η Ελλάδα από ελκυστικός προορισμός στο τράνζιτ προς την υπόλοιπη Ευρώπη, που ήταν τους τελευταίους 14 μήνες, να γίνεται έρμαιο στις ορέξεις του Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος θέλει να παίζει το μπουζούκι και να χορεύουν όχι μόνον ο κ. Τσίπρας αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι, που θα χρειαστεί να του πετάξουν πολλή… χαρτούρα για να αλλάξει σκοπό και να αποφασίσει να μαζέψει κάποιους από τους διακινητές που αυξάνουν το ΑΕΠ της γείτονος.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Περίγελως του κάθε… Φίτσο(υλα)!



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στην αλά Μπεν Χουρ πολύωρη τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στην αρχή της εβδομάδας να… ψέγει τον αυστριακό σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν, μου ήρθε στο νου ένα περιστατικό από εκείνα που καταρρίπτουν μια ακόμη αυταπάτη από τις δεκάδες -ή μήπως εκατοντάδες και βάλε;- που έφεραν την Ελλάδα στη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται και επιτρέπει στον κάθε Σλοβάκο πολιτικάντη, όπως ο πρωθυπουργός τους Ρόμπερτ Φίτσο, να μας λοιδορεί. 
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 και απείχαμε μόνον λίγες ημέρες από την ευόδωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου να χρησιμοποιηθεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο –ποιος θυμάται τις περιβόητες απόπειρες δωροδοκίας του Χαϊκάλη και της Ξουλίδου;- η προεδρική εκλογή για να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά και να προκληθούν πρόωρες εκλογές που όλοι προεξοφλούσαν ότι θα τις κέρδιζε, όταν ο κ. Τσίπρας επισκέφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο συνάντησε εκεί ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα και σε πείσμα των χλιαρών διαψεύσεων που ακολούθησαν, ιδιαίτερα φιλικός έναντι του επισκέπτη του, τον οποίο προειδοποίησε σχεδόν για όλα όσα ακολούθησαν. Κατά βάση τον προέτρεψε να μην βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός αφού «έτσι κι αλλιώς, θα γίνεις κάποια στιγμή», όπως του είπε. Και όταν ο κ. Τσίπρας τού απάντησε, μάλλον αφελώς, ότι «θα τα καταφέρουμε έτσι που να μη χρειαστεί να γίνει τίποτε από όλα αυτά», ο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης έγινε λιγάκι πιο ωμός: «Αγόρι μου, δεν έχεις καταλάβει. Θα σε γ… με το που θα αναλάβεις», τον προειδοποίησε.
Ξέρετε ποιο ήταν το αντεπιχείρημα του κ. Τσίπρα, σύμφωνα με όσα είχαν διαρρεύσει από αυτή την τόσο «προφητική» συνάντηση; «Μα έχω φίλους στην Ευρώπη, που θα με βοηθήσουν». Και όταν ο συνομιλητής του τού ζήτησε να κατονομάσει ορισμένους, ο εν αναμονή πρωθυπουργός ανέφερε το όνομα του κ. Φάιμαν «που είναι σοσιαλιστής». Η αντίδραση του Βενιζέλου ότι «ναι, αλλά πρωτίστως είναι αυστριακός», δεν φαίνεται να τον έπεισε.
Τη συνέχεια την ξέρουμε για τον «φίλο Βέρνερ», όπως αποκάλεσε τον αυστριακό καγκελάριο στη συνέντευξη της Δευτέρας ο αφελέστατος κ. Τσίπρας, ο οποίος μας είπε με άλλα λόγια ότι μόλις τον συναντήσει θα του πει ότι δεν μας «εξηγήθηκε καλά». Λες και οι διεθνείς σχέσεις ήταν ποτέ θέμα αστικής ευγένειας και όχι ζήτημα εξυπηρέτησης, αποκλειστικά και μόνον, του εθνικού συμφέροντος που εκπροσωπεί ο εκάστοτε στοιχειωδώς σοβαρός ηγέτης ακόμη και όταν εκπροσωπεί την πλέον ανυπόληπτη χώρα.
Με τέτοιες ιδεοληπτικού τύπου αφελείς προσεγγίσεις, φθάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να έχουμε γίνει ο περίγελως του κάθε κ. Φίτσο(υλα), που προσβάλει την Ελλάδα ξέροντας ότι η απαράδεκτη στάση του δεν θα τύχει έμπρακτης αποδοκιμασίας όχι μόνον στο εσωτερικό της δικής του επικράτειας, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στις οποίες έχει, ως φαίνεται, χαθεί κάθε συμπάθεια και κάθε σεβασμός για τη χώρα μας.
Πριν βιαστούμε, ωστόσο, να καταφύγουμε σε κανένα καινούργιο απονενοημένο διάβημα απόσυρσης και του πρεσβευτή μας στην Μπρατισλάβα, όπως βλακωδώς πράξαμε με την επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας μας στη Βιέννη, θα ήταν ίσως καλό να αναρωτηθούμε τι ήταν εκείνο που έκανε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό να προειδοποιεί τον έλληνα ομόλογό του –και μαζί όλους εμάς- ότι «θα υπάρχει μόνο ένα hotspot και αυτό θα λέγεται Ελλάδα».    
Οι εύκολοι αφορισμοί, όπως, π.χ., αυτός στον οποίο κατέφυγε η ΝΔ, υποστηρίζοντας ότι «είναι απαράδεκτο χθεσινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπήκαν σε αυτήν παρακαλώντας την Ελλάδα για στήριξη, να προκαλούν με εχθρικές, άθλιες δηλώσεις, τους Έλληνες», είναι καλοί για εσωτερικοί κατανάλωση, αλλά δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο της καταρράκωσης του κύρους της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Η βολική, άλλωστε, θεωρία του «είμαστε έθνος ανάδελφον» μόνον ηττοπαθή αισθήματα μπορεί να καλλιεργήσει, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί πολλάκις. Δεν κομίζει, εξάλλου «γλαύκα εις Αθήνας» όποιος υποστηρίζει ότι οι συμμαχίες στη βάση του κοινού συμφέροντος είναι εκείνες που κινούσαν και κινούν τον κόσμο.
 Αφόρητες γενικότητες του τύπου «χρειάζεται να κινητοποιηθούμε όλοι στην Ε.Ε., ώστε να δοθεί αποτελεσματική απάντηση στην προσφυγική κρίση», όπως αυτές του κ. Τσίπρα μπορεί να ηχούν ευχάριστα στα αυτιά ορισμένων. Πλην, όμως, η ευχαρίστηση που προκαλούν μάλλον περιορίζεται μόνον σε εκείνους που δεν θέλουν να παραδεχθούν τη μεγάλη αλήθεια που είπε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι, δηλαδή, «μας κυβερνούν πρόσωπα ανόητα που θεωρούν ότι από εδώ από την Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν το καθεστώς της Ε.Ε.».
Με τέτοια μυαλά και τέτοιες ιδέες, ας μην απορούμε γιατί, μετά τις τράπεζες, μας έκλεισαν και τα σύνορα. Και, αντ΄ αυτού, ας προετοιμαστούμε για τα ακόμη χειρότερα, που, με την πορεία που έχουμε πάρει, δεν θα αργήσουν.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χάσαμε τους συμμάχους, μας έμειναν οι «προστάτες»



            Πιο απομονωμένη διπλωματικά και περισσότερο ταπεινωμένη εθνικά, από όσο είναι σήμερα, η χώρα μας δεν πρέπει να έχει υπάρξει στο παρελθόν, ίσως από την εποχή της εθνικής Παλιγγενεσίας. 
Ακόμη και στις πλέον «ανώμαλες» περιόδους, όπως η χουντική επταετία, βρέθηκαν στη διεθνή σκηνή καθεστώτα, όπως εκείνα της Αλβανίας του Χότζα ή της Κίνας του Μάο, που για τους δικούς τους λόγους αναβάθμισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, σπάζοντας την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ιδίως μετά την υποχρεωτική αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έμελλε, δυστυχώς, στις μέρες μας, η Ελλάδα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η χώρα που στο πρόσφατο παρελθόν κατήγαγε τεράστιες διπλωματικές νίκες, πετυχαίνοντας υψιπετείς στόχους, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε πείσμα της λυσσώδους αντίδρασης της Άγκυρας, να μετατραπεί στον απόλυτο διπλωματικό παρία της Ευρώπης των «28» που κανείς δεν τον υπολογίζει, ούτε δεν τον σέβεται, μηδέ τον υπολήπτεται.
Και μπορεί το περασμένο καλοκαίρι να μας την «χάρισαν», αναβάλλοντας τα προχωρημένα σχέδια να μας διώξουν από την ευρωζώνη και ενδεχομένως από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τώρα που οι ολέθριοι –όχι μόνον από την δική μας πλευρά- χειρισμοί του Μεταναστευτικού δημιούργησαν μια τεράστια βόμβα η οποία απειλεί τη συνοχή χωρών και την παραμονή στην εξουσία κυβερνήσεων, όλα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα να μας τη «ξαναχαρίσουν».
Μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι για τη μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο «hotspot», όπως ευσχήμως μας έπεισαν να αποκαλούμε τα ατελείωτα «τσαντίρια» τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να στήνουμε για να φιλοξενήσουμε –εκόντες, άκοντες- τις μυριάδες των απελπισμένων από τη μισή Ασία και την άλλη μισή Αφρική που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος ως πέρασμα προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» τους.
Το πιο απογοητευτικό στην ούτως ή άλλως απελπιστική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων, που πολλοί, εκτός από την κυβέρνηση, βλέπαμε να έρχεται αργότερα ή γρηγορότερα, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα χωρίς να έχει στο πλευρό της ούτε έναν πραγματικό σύμμαχο. Αντιθέτως, όλοι, μα όλοι, οι βαλκάνιοι γείτονες συντονίστηκαν με την Αυστρία, η οποία αποκτά ρόλο ρυθμιστή των ευρωπαϊκών που ούτε την εποχή του Μέτερνιχ  δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Που είναι, άραγε, εκείνες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για την «Συμμαχία του Ευρωπαϊκού Νότου»; Τι απέγιναν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για «την Ευρώπη που αλλάζει εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ»; Προφανώς χάθηκαν μαζί με την δήθεν «υπερήφανη διαπραγμάτευση» που είχε ως επικεφαλής τον –σχεδόν κατά γενική ομολογία, πλέον-ανεκδιήγητο πρώην  υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρώτος πέτυχε την απομόνωση της χώρας στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Με συγχωρείτε, αλλά όταν προκαλείς τον Σλοβένο ή τον Σλοβάκο, ο οποίος, αν και φτωχότερος, συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας σου, επειδή ανήκει στην ευρωζώνη, γιατί να σε σεβαστεί ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος, ιδίως όταν στον τελευταίο κλείνεις και τα σύνορα επειδή έχεις αγροτικές κινητοποιήσεις; Πολύ περισσότερο δεν θα σε σεβαστεί η πολιτική τάξη της ΠΔΓΜ που βρήκε με τη μεταναστευτική κρίση τη χρυσή ευκαιρία που χρόνια αναζητούσε για να αναδείξει γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
Κακά τα ψέματα, είτε από άγνοια των πραγμάτων είτε από ιδεοληπτικές εμμονές, η σημερινή κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τις τύχες της χώρας, δεν επεδίωξε τη σύναψη αποδοτικών συμμαχιών. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς για δήθεν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εκείνο που πραγματικά κυνήγησαν οι διπλωματικοί ινστρούχτορες της σημερινής κυβέρνησης ήταν η σύναψη σχέσεων «προστασίας».
Αρχικώς στράφηκαν εκτός Ευρώπης, πλην, όμως, όταν ναυάγησαν νωρίς – νωρίς τα όνειρα για κινέζικες πιστώσεις και ρωσικές προκαταβολές, το έριξαν στις γονυκλισίες προς τον Ομπάμα. Για να καταλήξουν να σέρνονται πότε πίσω από την Μέρκελ και πότε τον Ολάντ, αγνοώντας όλους τους άλλους μικρότερους Ευρωπαίους «παίκτες». Αντί, λοιπόν, να ανοίξουν εδώ και καιρό απευθείας διαύλους με τους γείτονες μας, εναπέθεσαν όλες τις ελπίδες στους «προστάτες».
Από αυτούς περιμένουν τώρα να μας… λυπηθούν και να πιέσουν τους γείτονες μας να ανοίξουν τα σύνορα και τους λοιπούς Κεντροευρωπαίους να δεχθούν να πάρουν στο έδαφός τους μερικούς από τους χιλιάδες των μεταναστών που με αμείωτη ένταση θα εξακολουθήσουν να έρχονται στην Ελλάδα, επειδή εδώ είναι πολύ καλύτερα από τις χώρες τους και αρκετά καλύτερα από την Τουρκία.
Μέχρι το ΝΑΤΟ, που οι σημερινοί κυβερνώντες ήθελαν μέχρι πρότινος τη διάλυσή του, δέχθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της λογικής της «προστασίας», να αναλάβει τα ηνία στο Αιγαίο, κάτι που επί σειρά δεκαετιών ήταν αδιανόητο να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση. Παρά ταύτα, όμως, τα αποτελέσματα και αυτού του απελπισμένου διπλωματικού χειρισμού δεν άλλαξαν τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η χώρα εξαιτίας της άφρονος πολιτικής που ακολουθήθηκε τον περασμένο χρόνο.
Αλλά, πως μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό στην εξωτερική πολιτική, όταν οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν συμμαχίες ούτε καν στο εσωτερικό που έχουν δίπλα τους τόσο «πρόθυμους» -μέχρι παρεξηγήσεως…- συμπαραστάτες, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης;
Αντί να αδράξουν την ευκαιρία της συναίνεσης που τους προσφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβερνώσα παρέα του επιλέγουν τα διχαστικά ψεύδη και τις αλαζονικές απειλές. Είναι σαφές ότι αδιαφορούν αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Και, προφανώς, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στη ζημιά την οποία προκαλούν στον εθνικό και κοινωνικό κορμό.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

«Δημοσιογραφία» από τη Βουλγαρία του Ζίφκοφ



            «Τί δημοσιογραφία, δηλαδή, μαθαίνατε εσείς στη Βουλγαρία, αφού εκεί όλα τα μέσα μεταδίδουν τις ίδιες ακριβώς ειδήσεις;», ήταν η απορία που απηύθυνε δημοσιογράφος, η οποία είχε πάει να πιάσει δουλειά σε ένα από τα δημοτικά ραδιόφωνα που άνοιγαν σαν τα μανιτάρια στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80.
            Γυναίκα με τσαγανό το οποίο είχε αποκτήσει από τη σκληρή βιοπάλη, μέρος της οποίας ήταν και η θητεία της σε μια από τις μεγάλες εφημερίδες της εποχής, έθεσε το επίμαχο ερώτημα προς νεότερο συνάδελφό της, ο οποίος με «όχημα» τις σπουδές που είχε κάνει στη γειτονική χώρα, όταν ακόμη ήταν στα πράγματα το κομμουνιστικό καθεστώς του Τοντόρ Ζίφκοφ, είχε αναλάβει προϊστάμενος παρότι δεν διέθετε την παραμικρή εμπειρία από ρεπορτάζ.
            Τη συγκεκριμένη ιστορία που τη λέγαμε, χάριν παιδιάς, συχνά στις παρέες της εποχής, διασκεδάζοντας με τα «κομματόσκυλα» και την αντίληψή τους για την ενημέρωση, θυμήθηκα τούτες τις μέρες με αφορμή απόψεις κυβερνητικών στελεχών όπως ο αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Χριστόφορος Βερναρδάκης που ισχυρίστηκε ότι «μια από τις μεγάλες παθογένειες της Δημοκρατίας είναι η αυτονόμηση των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης».
Ακούγοντάς τον, η πρώτη μου σκέψη ήταν να αισθανθώ λύπη για τους φοιτητές τους οποίους δίδαξε τα προηγούμενα χρόνια προτού να αναλάβει κυβερνητικά αξιώματα, καθώς –εκτός από γνωστός δημοσκόπος- ο επί της Δημόσιας Διοίκησης αρμόδιος υπουργός υπήρξε διδάσκων σε τμήματα Πολιτικής Επιστήμης τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Κρήτης και τη Θεσσαλονίκης.
Φανταστείτε από τι ιδέες μπορεί να εμφορούνται αυτά τα παιδιά αν έμαθαν από τον πανεπιστημιακό δάσκαλό τους ότι η Δημοκρατία στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην Αμερική είναι σε κίνδυνο επειδή τα μέσα ενημέρωσης είναι «αυτονομημένα».
Όποιο λεξικό και αν ανοίξει κανείς, εύκολα διαπιστώνει ότι τα αντίθετα του επιθέτου «αυτονομημένος» και του ρήματος «αυτονομούμαι» είναι ο «εξαρτημένος» και το «εξαρτούμαι». Και μόνον από έναν που αδυνατεί να χειριστεί την ελληνική γλώσσα θα μπορούσε να αναμένει κάποιος να χαρακτηρίζει ως «παθογένεια» τα πρώτα, δηλαδή τα «αυτονομημένα» ΜΜΕ, και ως υγιή κατάσταση την επικράτηση των δεύτερων, των «εξαρτημένων».    
Υπό αυτή την έννοια, καλοπροαίρετα θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι ο κ. Βερναδάκης ίσως δεν είχε απόλυτη αίσθηση των πραγμάτων όταν έλεγε όσα είπε, παρόλο που αυτή τη φορά δεν βρισκόταν ενώπιον κομματικού ακροατηρίου, όπως είχε γίνει πρόσφατα, όταν χρειάστηκε να διαψεύσει τον ίδιο του τον εαυτό για κάποιες ανεπίτρεπτες για μέλος της κυβέρνησης παραδοξότητες που είχε εκφράσει ως… διαπρύσιος κήνσορας κατά της «διαπλοκής».
Πληροφορούμαι, ωστόσο, ότι εξερχόμενος της κοινοβουλευτικής αίθουσας, στην οποία εξέφρασε τις καινοφανείς θεωρίες περί καθυπόταξης των «αυτονομημένων» ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, τού ζητήθηκαν διευκρινίσεις από δημοσιογράφους οι οποίοι σκέφθηκαν ότι ο κ. υπουργός μπορεί και πάλι να μην εκφράστηκε καλώς και να χρειαζόταν να διορθώσει τα λεγόμενά του. Αντί άλλης αντίδρασης, όμως, εκείνος περιορίστηκε να απορήσει με την… απορία των δημοσιογράφων.
Αν το… καλοσκεφθεί, πάντως, κανείς σωστά απόρεσε ο κ. Βερναρδάκης, αφού οι απόψεις του, όσο και να ακούγονται καινοφανείς, συνάδουν απολύτως με τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης την οποία κλήθηκε να υπηρετήσει.
Είναι, σε κάθε περίπτωση, πλήρως συμβατές με τις πρωτοβουλίες του υπουργού Επικρατείας Νίκου Παπά, ο οποίος, στο όνομα της καταπολέμησης της «διαπλοκής», περιορίζει τον αριθμό των αδειών που θα χορηγηθούν σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Όπως και με τις εξαγγελίες ότι θα πάρουν σειρά τα ραδιόφωνα ή τις απειλές ότι θα ακολουθήσει η καθιέρωση διαδικασιών ελέγχου για τους ενημερωτικούς ιστότοπους του Διαδικτύου.
Μοιάζει γελοίο που συμβαίνουν όλα αυτά στη χώρα μας σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η αμερικανική εταιρία Apple αντιπαρατίθεται δημόσια με την κυβέρνηση των ΗΠΑ δημοσιοποιώντας την άρνησή της να ενδώσει στο FBI, το οποίο, στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας, απαιτούσε πρόσβαση στο λειτουργικό των τηλεφωνικών συσκευών (iPhone) που κατασκευάζει.
Σκεφθείτε ότι σε μια τέτοια εποχή, που στο διεθνές στερέωμα η τάση είναι προς την ενίσχυση της αυτονομίας της ενημέρωσης και προς την απόλυτη κατοχύρωση της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων του κάθε πολίτη, στη χώρα της… φαιδράς πορτοκαλέας κατέχουν κυβερνητικούς θώκους θιασώτες… Ερντογάν-ειων φαντασιώσεων για έλεγχο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και καθυπόταξη του Διαδικτύου. 
Δεν θυμάμαι, δυστυχώς, ποια ήταν η απάντηση την οποία είχε δώσει ο βουλγαροσπουδαγμένος «δημοσιογράφος» για το πρόγραμμα σπουδών που είχε παρακολουθήσει στη γειτονική χώρα. Ούτε ξέρω αν έκανε κατόπιν κανονική καριέρα στα μέσα ενημέρωσης, αντιλαμβανόμενος ότι στις δυτικές δημοκρατίες, όπως ήταν και παραμένει η Ελλάδα, ισχύουν άλλες αρχές από εκείνες που ο ίδιος διδάχθηκε την περίοδο των σπουδών του.
Αν έμεινε στα παλαιά, πάντως, δεν θα μου προκαλούσε έκπληξη να μάθαινα ότι είναι ένας από τους πολλούς στο κυβερνητικό επιτελείο –υπουργούς, συμβούλους υπουργών, προπαγανδιστές, συντάκτες non paper κ.ο.κ.- που ονειρεύονται τη μέρα που θα καταφέρουν να επιβάλουν σε όλα τα μέσα ενημέρωσης να μεταδίδουν τις ίδιες ακριβώς ειδήσεις, δοξολογώντας την κυβέρνηση και τους αξιωματούχους της. Μόνον που μάλλον θα απογοητευθεί. Όπως εικάζω ότι απογοητεύθηκε όταν πληροφορήθηκε ότι έπεσε ο Ζίφκοφ.