Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Στρεψόδικη αντιπολίτευση στην… πραγματικότητα


Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει ακούγοντας και διαβάζοντας τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο με αρκετή καθυστέρηση κατατέθηκε αυτές τις μέρες στη Βουλή επιχειρώντας να θέσει κάποιους κανόνες στις πορείες και στις διαδηλώσεις που γίνονται στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.
Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.
Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.
Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.
Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.
Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.
Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Ατελείωτος παρακρατικός «βόρβορος»*


Το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας με τον πρώην υπουργό Νίκο Παπά που κατέθεσε στην Προανακριτική Επιτροπή ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνής συνιστά, χωρίς υπερβολή, την επιτομή της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και συνάμα αποτελεί αναμφισβήτητο μνημείο απροσμέτρητης φαυλότητας που όμοιό του δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία.
Μόνον οι εκφράσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ένας υπουργός εκλεγμένης κυβέρνησης, φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζει κυνικά «μαγαζί» την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει, όπως και ο τρόπος που συνομιλεί με έναν ιδιώτη επιχειρηματία, τον οποίο αποκαλεί με τη πασίγνωστη ελληνική λέξη με τα τρία «α», λες και είναι παιδικοί φίλοι, αναδύουν τέτοια χυδαιότητα που είναι αδύνατο να την προσπεράσει κάποιος.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ο παρακρατικός «βόρβορος», ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από την επίμαχη συνομιλία Παπά - Μιωνή, όπως και από τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ που έφεραν στο φως τα «Παραπολιτικα», δείχνει πόσο αδίστακτη υπήρξε η στενή ηγετική παρέα της κατ΄ όνομα «πρώτη φορά αριστερής διακυβέρνησης». Μπροστά τους ορρωδούν και οι μεγαλύτεροι συνωμότες του υποκόσμου, αφού εμφανίζονται διατεθειμένοι να μετέλθουν οποιαδήποτε αθλιότητα θα μπορούσε να συμβάλει στη μακροημέρευση της παρουσίας τους στην εξουσία και να επαυξήσει τα ωφελήματα που απολάμβαναν σαν… να μην υπήρχε αύριο.  
Ξεχείλιζαν από αλαζονεία και δεν υπολόγιζαν κανέναν και τίποτε. Έκαναν τα στραβά μάτια σε παρανομίες τις οποίες ήξεραν και ομολογούσαν. Αρκεί να μην θιγεί το… «μαγαζί» τους. Οργάνωναν σκευωρίες για να εξουθενώσουν τους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας αν εκείνους τους οποίους στοχοποιούν έχουν υποπέσει σε κάποια παρασπονδία ή είναι εντελώς αθώοι. Εύρισκαν δήθεν κρύπτες με στοιχεία και φαντασιωνόταν έρευνες και συλλήψεις το FBI. Ήθελαν πάση θυσία «στοιχεία» για τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι, τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, χωρίς να πολυνοιάζονται αν έχει υποπέσει σε κάτι επίμεμπτο.
Στο καλοπροαίρετο ή μη ερώτημα, για το κατά πόσο είναι λογικό να γίνονται δεκτά ως αληθή τα καταγγελλόμενα από τον κ. Μιωνή και όχι ο αντίλογος του κ. Παπά, η απάντηση είναι προφανής. Διότι το πολιτικό συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει τόσο βεβαρημένο παρελθόν στην εφαρμογή παρακρατικών μεθόδων που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών ούτε για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η οποία, άλλωστε, αποτελεί ένα συμπίλημα πολλών υποθέσεων που διασυνδέονται μεταξύ τους και έχουν κοινό πρωταγωνιστή πίσω από την κουίντα τον αρχηγό της ΕΥΠ επί Κώστα Καραμανλή που έγινε αρμόδιος για τη δικαστική διαφάνεια επί Αλέξη Τσίπρα…
Κακά τα ψέματα, όμως, όσο και αν ο πρώην εισαγγελέας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος αποτελεί  το μοιραίο πρόσωπο που φαίνεται να μεθόδευσε τα μύρια όσα για να συνδέσει τη λεγόμενη «λίστα Λαγκάρντ» και την απόπειρα να στριμωχτούν ο Σταύρος Παπασταύρου και ο Σάμπυ Μιωνής με το σκάνδαλο Novartis και την προσπάθεια να καταστραφούν οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όπως οι Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος, Άδωνις Γεωργιάδης, Ανδρέας Λοβέρδος, κ.ά., οι ηγετικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είχαν συνάψει σχέση αδελφοποιτών πολύ πριν ανέβουν στην εξουσία.
Η γενική πρόβα για το αλισβερίσι ανάμεσα στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και στο κόμμα του Πάνου Καμμένου έγινε τον Δεκέμβριο του 2014 όταν λίγα 24ωρα πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στον ΣΥΡΙΖΑ ηθοποιός Λάκης Λαζόπουλος βγήκε σε τηλεοπτικό πρωινάδικο για να υποστηρίξει ότι ήταν γνώστης απόπειρας δωροδοκίας του ομότεχνού του –τότε- βουλευτή των ΑΝΕΛ Παύλου Χαϊκάλη προκειμένου να ψηφίσει τον Σταύρο Δήμα που πρότειναν τα συγκυβερνώντα κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Σε πείσμα των απειλών του Πάνου Καμένου, αλλά και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, κατά της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, απεδείχθη τελικά ότι η όλη υπόθεση δεν ήταν παρά μια κακοσκηνοθετημένη φάρσα. Σύντομα, άλλωστε, ξεχάστηκε και ποτέ ξανά δεν μίλησε κανείς γι΄ αυτήν. Ο στόχος είχε επιτευχθεί, αφού το πολιτικό σκηνικό πήρε φωτιά. Οι βουλευτές που αμφιταλαντεύονταν να ψηφίσουν υπέρ του Σταύρου Δήμα φοβήθηκαν τη ρετσινιά του αργυρώνητου. Η ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή απέβη, φυσικά, άκαρπη. Και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την προσφυγή στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 με τα γνωστά αποτελέσματα.
Περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, όμως, εκείνο που πέτυχε η εργαλειοποίηση της υποτιθέμενης «δωροδοκίας Χαϊκάλη» ήταν να φέρει κοντά –στην πραγματικότητα να ταυτίσει- δύο αδίστακτες λαϊκίστικες κομματικές παρέες που ξεπήδησαν μέσα από τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή. Και οι οποίες, όπως έδειξε η συνέχεια, ήταν διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν και για να διατηρήσουν την εξουσία.
Μαζί έκαναν «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος. Μαζί ψήφισαν το νέο Μνημόνιο. Μαζί οργάνωσαν τις μικρές και μεγάλες σκευωρίες με τις οποίες πίστευαν ότι θα διαιωνίσουν την εξουσία. Και αν τους χώρισε κάποια στιγμή η συμφωνία των Πρεσπών και αυτό έγινε με στόχο να συνεχίσουν τη συγκυβέρνησή τους. Μόνον που είχε τελειώσει πλέον ο χρόνος τους και ο παρακρατικός «βόρβορος» που άφηναν πίσω τους είχε αρχίσει να υποψιάζει αρκετούς πολίτες.
Τώρα, με όσα έρχονται στο φως, γίνονται τα επίσημα αποκαλυπτήρια. Και έπεται συνέχεια…        
*«Βόρβορος», σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η λάσπη με ακαθαρσίες και δυσοσμία που εμφανίζεται στον πυθμένα υδάτινων εκτάσεων. Μεταφορικά η λέξη αποδίδει την έσχατη ηθική κατάπτωση και διαφθορά.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

«Δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε», παραμένουν… ΣΥΡΙΖΑίοι


Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο γίνεται λόγος για «αγορασμένες ειδήσεις» και εμφανίζονται συλλήβδην οι δημοσιογράφοι να… κυνηγούν το χρήμα που τους μοιράζει η κυβέρνηση.
Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς είναι διότι στο συγκεκριμένο σποτ αποτυπώνεται ανάγλυφα όλη η αντιδημοκρατική νοοτροπία της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως τη βιώσαμε την περίοδο διακυβέρνησης από τους διαβόητους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Την εχθροπάθεια και τη μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίζονταν όσοι δημοσιογράφοι δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στην εξουσία τους; Τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου με τα οποία στοχοποιούνταν προσωπικά όσοι υπέγραφαν ρεπορτάζ που δεν ήταν της αρεσκείας των ενοίκων του πρωθυπουργικού γραφείου; Τον αποκλεισμό των μη αρεστών μέσων από το δικαίωμα υποβολής ερώτησης στο πλαίσιο της ΔΕΘ;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς θυμίζοντας την Εξεταστική για τα δάνεια των ΜΜΕ, στην οποία κλήθηκαν επιλεκτικά πρόσωπα μόνον και μόνον για να εκτεθούν στα μάτια της κοινής γνώμης, την απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού στα μέσα που προασπίζονταν την ανεξαρτησία τους, το διαβόητο πόρισμα του Ινστιτούτου για τον αριθμό των καναλιών που χωρούν τάχατες στο φάσμα των συχνοτήτων ή τον απροκάλυπτο  εξοβελισμό από τις τηλεοπτικές οθόνες καναλιών που χαλούσαν το αφήγημα ότι «αφού πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε και την εξουσία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά και οι περιπτώσεις αυτές που μαρτυρούν τη μανία με την οποία επιχειρούσαν να ελέγξουν την ενημέρωση είναι απλώς ενδεικτικές και αφορούν περιστατικά που είναι παγκοίνως γνωστά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους υπόγειους εκβιασμούς και τις παρασκηνιακές ίντριγκες μέσω των οποίων εξέφραζαν τη δυσανεξία τους στην κριτική που τους ασκείτο ή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη μονολιθικότητα στην προσέγγιση της ειδησεογραφίας, εξουθενώνοντας κάθε αντίθετη άποψη. Όποιος δεν ακολουθούσε τη γραμμή που χάραζαν τα non paper των προπαγανδιστικών μηχανισμών που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν «πράκτορας του εχθρού».   
Έχοντας, πλέον, μετακομίσει στην Κουμουνδούρου, οι ίδιοι αυτοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να κάνουν το μόνο που ξέρουν να κάνουν: να μοιράζουν τη γραμμή που έρχεται από πάνω και να προσπαθούν να την επιβάλλουν σε όλα τα μέσα και με όλες τις μεθόδους. Όσοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις δεν έχουν πρόβλημα. Όσοι δεν εννοούν να γίνουν… συνεργάσιμοι, υφίστανται τις συνέπειες, κυρίως μέσω της συκοφάντησης, αφού δεν έχουν πια στη διάθεσή τους άλλα μέσα αθέμιτου ελέγχου.
Είναι άκρως χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα με την περιβόητη «Παπαδημούπολη» που έφερε στο φως το «Θέμα», αποκαλύπτοντας με στοιχεία ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια 15 ακίνητα σε υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας προκειμένου να τα νοικιάσει, μέσω ΜΚΟ, σε μετανάστες και πρόσφυγες. Μη μπορώντας να αντιδράσει αλλιώς, ο ίδιος ο κ. Παπαδημούλης ξιφούλκησε κατά της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να πείσει ότι το κυβερνών κόμμα ήταν πίσω από το δημοσίευμα που είχε τις υπογραφές τριών επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Αλλά και η ηγεσία της Κουμουνδούρου, δεν πήγε πίσω. Μπορεί να χρειάστηκε χρόνο για να αποδοκιμάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του στελέχους του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στην προσφιλή τακτική της κατασκευής εχθρού. Μαθαίνουμε από τις επίσημες διαρροές ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αφού θεώρησε το «θέμα λήξαν», επειδή ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε ότι θα διαθέσει σε… αγαθοεργίες τα καθαρά κέρδη από τις ενοικιάσεις σε ΜΚΟ και μετανάστες, συμπλήρωσε:
«Από εδώ και στο εξής, οποιαδήποτε αναπαραγωγή του θέματος συνιστά μονάχα αντιπερισπασμό της ΝΔ στην προσπάθειά της να κρύψει και να συμψηφίσει τα πραγματικά οικονομικά σκάνδαλα εκατοντάδων εκατομμυρίων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε». Ήρθε, δηλαδή, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει με πέντε ημέρες καθυστέρηση τις δικαιολογίες και τις αιριάσεις του κ. Παπαδημούλη για «δάκτυλο της ΝΔ».
Ε, αυτή ακριβώς τη νοοτροπία αποπνέει και το σποτ με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να χλευάσει την καμπάνια για το «Μένουμε σπίτι». Αναζητώντας άλλοθι για τη συνεχή δημοκοπική υποχώρηση που υφίστανται κατά τον ένα χρόνο που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στοχοποιούν τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Επειδή αυτό είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν.
Στην περίπτωσή τους ισχύει ο αφορισμός του Ταλεϋράνδου μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων ότι «δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε». Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΣΥΡΙΖΑϊκή ηγεσία, όσες στροφές προς το Κέντρο και αν ανακοινώνει, όσα προσωνύμια και αν προσθέτει στον τίτλο τους –όπως το βαρύγδουπο «Προοδευτική Συμμαχία»- παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με την ίδια αντιδημοκρατική νοοτροπία που της επέτρεπε να συνεργάζεται με την Ακροδεξιά και να στήνουν από κοινού σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και όποιον αντιτίθετο στην εξουσία τους. 
Υ.Γ.: Και για όποιον έχει απορία γιατί στοχοποιούνται οι δημοσιογράφοι και όχι οι ιδιοκτήτες των μέσων -που στο τέλος τέλος είναι εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα από την καμπάνια του «Μένουμε στο Σπίτι»- η απάντηση ίσως βρίσκεται στην γνωστή ιστορία με τη «γάτα των Ιμαλαίων». Ο μεγάλος αρχηγός συναντάται κρυφά με τους ιδιοκτήτες των μέσων και αν «τα βρουν» έχει καλώς. Αν όχι, τότε υπάρχει η στοχοποίηση και η απειλή του λουκέτου, αναλόγως με το σε πόσο δύσκολη θέση είναι ο «αντίπαλος».