Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Τρέμε κορωνοϊέ τώρα που μπήκε στη μάχη και το… ΣΥΚΕΑΑΠ

Η ατομική ευθύνη, σε συνδυασμό αναμφισβήτητα με τον φόβο, απεδείχθη σε καθοριστικό παράγοντα για τον χαμηλό δείκτη μετάδοσης του κορωνοϊού που παρατηρήθηκε στη χώρα μας τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της πανδημίας της Covid-19.

Η πλειονότητα των Ελλήνων τήρησε όντως τα μέτρα που επέβαλαν οι αρχές. Αποτελεί, όμως, αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι αίφνης οι συμπατριώτες μας μεταμορφώθηκαν σε έναν λαό ο οποίος συνειδητοποίησε ευρέως την ανάγκη για επίδειξη κοινωνικής υπευθυνότητας.

Αν ήταν, άλλωστε, έτσι, δεν θα βλέπαμε γύρω μας τόσο συχνά φαινόμενα αντικοινωνικής συμπεριφοράς σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής: από τα σκουπίδια που δεν μας ενοχλεί εφόσον είναι στην αυλή του γείτονα έως την οδηγική συμπεριφορά στους δρόμους και από τις άναρχες διαδηλώσεις των πενήντα ατόμων που παραλύουν τη ζωή στις πόλεις έως το περιβόητο «γρηγορόσημο» το οποίο κάποιοι δίνουν και κάποιοι παίρνουν για να παρακάμπτεται η προτεραιότητα.

Όσο αλήθεια και αν είναι πως δεν μπορεί να υπάρχει ένας ελεγκτής δίπλα από κάθε πολίτη, εξίσου αληθές είναι ότι χωρίς τον έλεγχο και την απειλή της κύρωσης να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια όλων μας είναι αδύνατο να υπάρξει συμμόρφωση των πάντων. Αν θέλουμε, άλλωστε, να είμαστε ειλικρινείς και να μην βαυκαλιζόμαστε, κρυβόμενοι πίσω από το δάκτυλό μας, οι συνειδητοί πολίτες –και στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως- αποτελούν μειοψηφία.

Χωρίς, λοιπόν, τους εκτεταμένους ελέγχους που διενεργούνταν την περίοδο του lockdown, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν είχαμε τα θετικά αποτελέσματα που επέφερε ο εγκλεισμός στα σπίτια μας. Διότι, κακά τα ψέματα, οι απόπειρες να παραβιαστούν οι περιοριστικοί κανόνες ήταν πάμπολλες τόσο από κάποιους που αναζητούσαν παραδρόμους για να ξεφύγουν από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια ή τα εξοχικά τους όσο και από άλλους που δεν έχαναν ευκαιρία να καταστρατηγούν τα παραθυράκια με το delivery και το take away.

Στην πορεία του χρόνου, δυστυχώς, οι έλεγχοι ατόνησαν. Όποιος μπει σε λεωφορείο ή σε ένα ταξί διαπιστώνει ότι η υποχρεωτικότητα στη  χρήση της μάσκας, αλλά και τα κενά καθίσματα στα οχήματα και στους συρμούς, έχουν καταργηθεί στην πράξη. Η χρήση της μάσκας επαφίεται στον… πατριωτισμό του επιβάτη, ενώ οι σημάνσεις για τα καθίσματα που δεν πρέπει να κάθεται κανείς έχουν εξαφανιστεί.

Έτσι κι αλλιώς αποτελούν πλέον μακρά ανάμνηση οι πομπώδεις ανακοινώσεις του υπουργού Υποδομών Κώστα Καραμανλή ότι από τη Δευτέρα 4 Μαΐου σε όλους τους σταθμούς τους μετρό που θα έχουν ανταπόκριση με λεωφορεία θα είναι παρόντες οι «βοηθοί επιβατών», οι οποίοι θα καθοδηγούν και θα συμβουλεύουν το επιβατικό κοινό για το πως πρέπει να κινείται. Μόλις έφυγαν οι κάμερες, έφυγαν και οι «βοηθοί». Έτσι οι επιβάτες των λεωφορείων κάνουν ό,τι νομίζουν ερήμην του οδηγού ο οποίος αρκείται στο να μη ανοίγει η πόρτα που είναι δίπλα του και να μην καλύπτονται τα καθίσματα που είναι ακριβώς πίσω του.

Την ίδια διαπίστωση της απόλυτης χαλάρωσης στην εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων κάνει και όποιος βρεθεί στην πλειονότητα των σούπερ μάρκετ, ακόμη και των φαρμακείων. Η χρήση μάσκας από το προσωπικό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όσο για τα εστιατόρια και τις καφετέριες, το μέτρημα των αποστάσεων από τραπέζι σε τραπέζι σταμάτησε αφότου δεν επαναλήφθηκε η επίσκεψη -συνοδεία τηλεοπτικών συνεργείων και με τις μεζούρες ανά χείρας- που πραγματοποίησε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης σε καταστήματα της Καλλιθέας.

Η δουλειά των υπουργών βεβαίως δεν είναι να μετρούν αποστάσεις στα τραπέζια και ούτε να κάνουν ελέγχους. Με ή χωρίς κάμερες. Δουλειά τους είναι κάθε πρωί που πάνε στο γραφείο να ζητούν ενημέρωση για το πόσα συνεργεία ελέγχου έχουν βρει στους δρόμους. Και το βράδυ της ίδιας μέρας να έχουν μια εικόνα για τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν. Τέτοια εικόνα, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει. Και αν υπάρχει, δεν βγαίνει προς τα έξω έτσι ώστε να λειτουργήσει παιδευτικά.

Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι τα όργανα ελέγχου είναι τόσα πολλά που χάνεται η ευθύνη για το ποιος ελέγχει τι. Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ελέγχους διενεργούν η Αρχή Διαφάνειας, η Ελληνική Αστυνομία, η Δημοτική Αστυνομία (στην Αθήνα, τουλάχιστον, όταν περισσεύει κόσμος από τη φύλαξη του «Μεγάλου Περίπατου») καθώς και το Λιμενικό. Τι τελευταίες μέρες μάθαμε ότι με το ίδιο αντικείμενο ασχολείται και το άγνωστο μέχρι πρότινος «Συντονιστικό Κέντρο Εποπτείας της Αγοράς  και  Αντιμετώπισης του Παραεμπορίου» (ΣΥΚΕΑΑΠ) της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων».

Η εμπειρία έχει δείξει πως όσο περισσότεροι ελεγκτικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στο ίδιο αντικείμενο, τόσο πιο αναποτελεσματικοί είναι οι έλεγχοι που διενεργούνται. Κάτι, δηλαδή, σαν τις «πολλές μαμές», που, όπως λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία, «βγάζουν τυφλό το μωρό». Δεν αποκλείεται, όμως, ο εμπνευστής του ΣΥΚΕΑΑΠ να έχει βρει το μυστικό υπερόπλο που θα… εξαφανίσει τον κορωνοϊό.     

        Υ.Γ: Αργά το απόγευμα της Τετάρτης και ενώ μόλις είχε ολοκληρωθεί η σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου που συγκάλεσε ο πρωθυπουργός για να ζητήσει την εντατικοποίηση των ελέγχων και την αυστηρή εφαρμογή των υφιστάμενων μέτρων, στο κέντρο της Αθήνας έκαναν την εμφάνισή τους αστυνομικοί οι οποίοι έμπαιναν στα λεωφορεία ελέγχοντας τη χρήση μάσκας. Στοιχηματίζετε για το πόσες μέρες θα κρατήσει;

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός


            Ο «ξεσηκωμός» των κατοίκων του Βελιγραδίου που υποχρέωσε την πολιτική ηγεσία της Σερβίας να υπαναχωρήσει και με την ουρά στα σκέλια να ακυρώσει το νέο lockdown που είχε προαναγγείλει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανασχέσει την τεράστια έξαρση του κορωνοϊού, αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι ο λαϊκισμός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εξάπλωσης της πανδημίας.
            Θα θυμάστε, φαντάζομαι, στην αρχή της υγειονομικής κρίσης ότι σημαίνοντα στελέχη της εγχώριας αξιωματικής αντιπολίτευσης –με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον αρχηγό της Αλέξη Τσίπρα- επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν την αυταπόδεικτη σημασία που είχαν στην εξέλιξη της λοίμωξης στην Ελλάδα, αφενός, η έγκαιρη λήψη μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση και, αφετέρου, η εμπιστοσύνη την οποία έδειξαν οι πολίτες στην υπεύθυνη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ενημέρωση  που είχαν από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά.
            Το βασικό «επιχείρημα» που προέβαλαν για να διατηρήσουν τη μίζερη κριτική που ασκούσαν ήταν ότι εξίσου καλά με τη χώρα μας ήταν η κατάσταση που διαμορφωνόταν και στις χώρες που βρίσκονται στα βόρεια σύνορά μας, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, αλλά και η Σερβία. Αγνοώντας ότι η Ελλάδα δεν είναι συγκρίσιμη με τους γείτονες της, καθώς είναι ανοιχτή στον κόσμο όσο καμία άλλη χώρα της περιοχής, κατασκεύαζαν απίθανες θεωρίες περί –άκουσον, άκουσον- του… βαλκανικού DNA το οποίο, για ανεξήγητους λόγους, απεδείχθη, υποτίθεται, ανθεκτικό στους ιούς!
            Το μεγάλο ευτύχημα είναι ότι τους ασύστατους αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν απείχαν από αντίστοιχες συνωμοσιολογικές θεωρίες που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ιού, ουδόλως τις ενστερνίστηκαν οι Έλληνες. Εξ αυτού προφανώς σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες αξιολογούν θετικά την κυβέρνηση, ενώ δεν κάνουν το ίδιο με την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς, παρά τα εμφανή προβλήματα της οικονομίας, η πλειονότητα έχει εδραία πεποίθηση ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα αν ήταν στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ.
            Το δυστύχημα, από την άλλη, είναι ότι τις λαϊκίστικης έμπνευσης θεωρίες περί… κοροϊδοϊού υιοθέτησαν μάλλον οι βόρειοι γείτονες μας. Με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να ζουν εφιαλτικές ώρες εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται τα κρούσματα αλλά και οι θάνατοι από την πανδημία. Οι θρησκευτικές τελετές στις οποίες συμμετείχαν ανεξέλεγκτα οι πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες των βαλκανικών χωρών, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές περιόδους στις οποίες βρέθηκαν αυτό το διάστημα η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι ήταν οι μεγαλύτερες αφορμές για το ξέσπασμα της πανδημίας.
            Ειδικά στη Σερβία, η κύρια ευθύνη, όπως όλα δείχνουν, ανήκει στον λαϊκιστή Πρόεδρο της χώρας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος όχι μόνον χαλάρωσε αλλά μάλλον κατήργησε όλα τα περιοριστικά μέτρα κατά τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης που έγιναν στις 21 Ιουνίου. Έφθασε μέχρι του σημείου να επιτρέψει την παρουσία οπαδών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα στο κλασικό ντέρμπι της 10ης Ιουνίου ανάμεσα στις δημοφιλείς ομάδες Παρτιζάν και Ερυθρός Αστέρας να βρεθούν στις κερκίδες του σταδίου του Βελιγραδίου 20.000 άτομα.    
Το αποκαλούμενο «Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα», του οποίου ηγείται ο αμφιλεγόμενος κ. Βούτσιτς, έκανε δέκα μέρες αργότερα εκλογικό περίπατο, συγκεντρώνοντας ποσοστό άνω του 63% σε μια αναμέτρηση, πάντως, από την οποία απείχαν οι μισοί ψηφοφόροι. Παρά την εμβληματική, ωστόσο, νίκη του απεδείχθη ότι δεν είναι παρά ένας ηγέτης που δεν χαίρει σεβασμού στη χώρα του. Οι Σέρβοι οι οποίοι είδαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τον ίδιο τον Πρόεδρο της χώρας και τους συνεργάτες του –ορισμένοι από τους οποίους ανακοινώθηκε μετά τις εκλογές ότι νόσησαν- να μην τηρούν κανένα μέτρο προφύλαξης, αντέδρασαν βίαια όταν έγινε γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης να επαναφέρει το lockdown.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι μπορεί το κόμμα του κ. Βούτσιτς με τις λαϊκίστικες επιλογές του να πέτυχε να αποσπάσει την ψήφο όσων Σέρβων που πείστηκαν να πάνε στην κάλπη, επ΄ ουδενί, όμως, δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, όπως τουλάχιστον έδειξε η προσπάθεια των διαμαρτυρόμενων διαδηλωτών να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο που κατέληξε με την υπαναχώρηση της κυβέρνησης. Η σέρβικη ηγεσία συμβαίνει να είναι δεξιάς απόχρωσης, αλλά –μη νομίζετε…- η συμπεριφορά της δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες λαϊκίστικες κυβερνήσεις του πλανήτη.
Από τον Τραμπ ως τον Μπολσονάρου και από τον Τζόνσον έως τον Ερντογάν, όλοι οι λαϊκιστές ηγέτες της υφηλίου ακολούθησαν λίγο ως πολύ το ίδιο μοτίβο. Στην αρχή αμφισβήτησαν τη σημασία της πανδημίας, καθυστερώντας να λάβουν τα μέτρα που πρότειναν οι ειδικοί. Στη συνέχεια έτρεχαν πανικόβλητοι να περιορίσουν τη ζημιά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει και με τα μηνύματα που μετέφεραν στους πολίτες του για τον πραγματικό κίνδυνο από τη νόσο. Αλλά και πάλι η σπουδή τους να αλλάξουν ρότα δεν ήταν επειδή μετανόησαν, βλέποντας το φως το αληθινό, αλλά μάλλον διότι αισθάνθηκαν ότι οι εξελίξεις θα τους κόστιζαν τον θώκο τους.
Συνοψίζοντας, λοιπόν και ενθυμούμενοι και τη δική μας περιπέτεια των προηγούμενων χρόνων, ας παραδεχθούμε, παραφράζοντας ένα παλαιότερο σύνθημα, ότι… ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός!

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Στρεψόδικη αντιπολίτευση στην… πραγματικότητα


Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει ακούγοντας και διαβάζοντας τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο με αρκετή καθυστέρηση κατατέθηκε αυτές τις μέρες στη Βουλή επιχειρώντας να θέσει κάποιους κανόνες στις πορείες και στις διαδηλώσεις που γίνονται στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.
Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.
Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.
Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.
Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.
Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.
Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.