Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Η παραδοχή των αστοχιών είναι μόνον η αρχή

 

«Στο ίδιο έργο θεατές», θα ήταν ίσως ο καταλληλότερος τίτλος για να περιγραφούν τα όσα ακολούθησαν την πρόσφατη επέλαση του χιονιά στην Αττική. Οι αντιδράσεις, άλλωστε, για τις επιπτώσεις που έχουν οι φυσικές καταστροφές (πλημμύρες, φωτιές, έντονες βροχοπτώσεις, κλπ) είναι τόσο προβλέψιμες που δεν εντυπωσιάζουν για τίποτε άλλο παρά μόνο για την εναλλαγή των ρόλων της οποίας γινόμαστε μάρτυρες.

Οι φίλοι της (εκάστοτε) κυβέρνησης σπεύδουν να μεγιστοποιήσουν την ένταση των φυσικών φαινομένων με προφανή στόχο να ελαχιστοποιήσουν το μερίδιο της ευθύνης που αναλογεί στους κυβερνώντες. Ενώ οι οπαδοί της (εκάστοτε) αντιπολίτευσης υποβαθμίζουν τις απρόβλεπτες συνθήκες και τους αστάθμητους παράγοντες που προκαλούν τα προβλήματα και την ταλαιπωρία των πολιτών με σκοπό να υπερτονίσουν την ανικανότητα των κυβερνώντων.

Το ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον λεγόμενο «κρατικό μηχανισμό» και οι οποίοι καλούνται να μπουν στη μάχη για να αποτρέψουν τις καταστροφές είναι κατά βάση οι ίδιοι. Διότι μπορεί με την αλλαγή της κυβέρνησης να αλλάζουν οι ηγεσίες πολλών υπηρεσιών, όπως είναι, π.χ., η Πυροσβεστική ή η Πολιτική Προστασία, ο στελεχιακός κορμός τους παραμένει ίδιος και απαράλλακτος. Και αν είναι ανεκπαίδευτος και αναποτελεσματικός τη μια περίοδο, αποκλείεται να μεταμορφωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη σε… καλοκουρδισμένη μηχανή.

Ένα ευχερές παράδειγμα που καταδεικνύει ότι τα προβλήματα είναι… ξεροκέφαλα και δεν εννοούν να υπακούσουν στις εναλλαγές των κυβερνήσεων αποτελεί το φαινόμενο που ζήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με τα χιλιάδες κλαδιά δένδρων τα οποία υπό το βάρος του χιονιού έσπασαν κάνοντας σε αρκετές περιοχές της Αττικής τους δρόμους απροσπέλαστους και προκαλώντας πολύωρες διακοπές στην ηλεκτροδότηση εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών.

Κακά τα ψέματα, τα ακλάδευτα δένδρα και τα απροστάτευτα δίκτυα ηλεκτροδότησης δεν είναι αποτέλεσμα μιας πρόσκαιρης αμέλειας. Αποτελούν, αντιθέτως, προϊόν διαχρονικής έλλειψης μέριμνας για προληπτική δράση και συντήρηση του περιορισμένου δασικού πλούτου της χώρας μας ο οποίος δεκαετίες τώρα έχει αφεθεί στην τύχη του. Και, υπό αυτή την έννοια, δύσκολα μπορεί κάποιος από τους ασκούντες την εξουσία -χθες ή σήμερα- να παραστήσει τον αναμάρτητο ή να ισχυριστεί ότι επί των ημερών του ήταν ή είναι όλα καλώς καμωμένα.

Οι διαπιστώσεις, ωστόσο, της διαχρονίας των ευθυνών μπορεί να μη δίνουν έρεισμα στην τωρινή αντιπολίτευση να ασκεί την κριτική που άσκησε τούτες τις μέρες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθούν άλλοθι για τη σημερινή κυβέρνηση. Άλλωστε, αν οι πολίτες ήταν συμβιβασμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση δεν θα είχαν ψηφίσει υπέρ της κυβερνητικής αλλαγής πριν από δεκαεννέα μήνες.

Και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το ίδιο θα κάνουν –θα ψηφίσουν δηλαδή ξανά υπέρ της κυβερνητικής αλλαγής- αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, αφού το μόνο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουν είναι να… μαυρίζουν όσους αθετούν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν όταν είναι στην αντιπολίτευση.

Η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας διαδεχθεί την πιο ανίκανη και ερασιτεχνική κυβερνητική ομάδα που γνώρισε ο τόπος τις τελευταίες δεκαετίες, δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες ακόμη και σε ψηφοφόρους οι οποίοι δεν της έδωσαν την ψήφο τους στην τελευταία βουλευτική κάλπη.

Η ελληνική κοινωνία εξέφρασε με έντονο τρόπο την απαξία της για το γεγονός ότι κατά τα τεσσεράμισι χρόνια της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης ο πήχης είχε πέσει τόσο πολύ χαμηλά σε βαθμό ώστε υπουργοί οι οποίοι προΐσταντο υπηρεσιών που είχαν την ευθύνη για εκατόμβη νεκρών να δηλώνουν ξεδιάντροπα ότι… έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν το εύρισκαν.

Χωρίς να λείπουν οι ουκ ολίγες εξαιρέσεις, με πιο χαρακτηριστική την κοροϊδία για την δήθεν έγκαιρη απονομή των συντάξεων, επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης δεν αποτελεί γενικό κανόνα η καταδικασμένη στη συνείδηση των πολιτών νοοτροπία της συνεχούς απόπειρας να συγκαλυφθούν οι ευθύνες για λάθη και παραλείψεις.

Σε αυτό, άλλωστε, οφείλεται πιθανότατα και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, παρά τη σωρεία των προβλημάτων με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι, προσώρας διατηρούν αλώβητο –αν δεν το έχουν αυξήσει κιόλας!- το πολιτικό κεφάλαιο που τους έφερε στην εξουσία.

Είναι χαρακτηριστικό και πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρωθυπουργός δεν αρνήθηκε το αλαλούμ που προκλήθηκε στη διάρκεια της πρόσφατης χιονόπτωσης, εκφράζοντας και τη δυσφορία του για την αλληλομετάθεση ευθυνών ανάμεσα στις υπηρεσίες που είχαν την ευθύνη να προλάβουν την ταλαιπωρία των πολιτών που έμειναν εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους χωρίς ηλεκτρικό και νερό.

Ακόμη και αν θεωρηθεί επικοινωνιακός ελιγμός, η παραδοχή των αστοχιών συνιστά μια καλή αρχή. Μια αρχή, όμως, που για να πείσει τους πολίτες για την ειλικρίνεια των προθέσεων της είναι επιτακτική ανάγκη να συνοδεύεται από τις απαραίτητες απτές πράξεις που να αλλάζουν την δυσμενή πραγματικότητα.

Αν, για παράδειγμα, η επόμενη έντονη χιονόπτωση βρει και πάλι ακλάδευτα τα δένδρα που μπερδεύονται με τα καλώδια της ηλεκτροδότησης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κάποιος ότι καμία παραδοχή λάθους ή αστοχίας δεν θα καταφέρει να αποτρέψει την σπατάλη του συσσωρευμένου πολιτικού κεφαλαίου και την αναπόδραστη πορεία προς τη φθορά.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Υγεία ή οικονομία; Υπάρχει δίλημμα;

 

Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.

«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.

Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται.

Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.

Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι.

Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.

Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.

Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση.

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.

Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας.

Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο.

Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Δεν αρκεί μόνον «να πέσει φως»

 

Συμπληρώνονται αισίως δύο εβδομάδες αφότου η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου πήρε τη γενναία απόφαση να μιλήσει δημοσίως για την κακοποίηση που υπέστη από έναν άνθρωπο ο οποίος, με βάση τα καταγγελλόμενα, έκανε κατάφωρη κατάχρηση της εξουσίας την οποία διέθετε.

Η καταγγελία της γνωστής αθλήτριας έδωσε το έναυσμα για να ανοίξουν και άλλα στόματα και να έρθει στο φως μια ατελείωτη σωρεία αποτρόπαιων περιστατικών που η κοινωνία μας προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρύβουν βεβιασμένα τα σκουπίδια κάτω από το χαλί με σκοπό να δείξουν ότι διατήρησαν «καθαρό» τον χώρο ευθύνης τους.

Λίγοι είναι εκείνοι που, κακά τα ψέματα, μπορεί να ισχυριστούν ότι έπεσαν από τα σύννεφα με όσα ακούστηκαν και γράφηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τόσο για τα φαινόμενα με τις κάθε είδους κακοποιήσεις όσο και για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις οι οποίες εκτείνονται σε πολλούς τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής: από το θέατρο ως τη δημοσιογραφία, από την τηλεόραση έως τα υπουργικά γραφεία και ακόμη παραπέρα.

Παρά ταύτα είναι απορίας άξιο ότι, πέρα από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις αγανάκτησης που ακούστηκαν στην αρχή και περιορίστηκαν στις καταγγελίες για τα τεκταινόμενα στον χώρο της ιστιοπλοΐας, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία οργανωμένη θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αφενός για να κολαστούν τα εγκλήματα που μπορεί να αποδειχθούν και αφετέρου για να οριοθετηθούν κανόνες συμπεριφοράς που ενδεχομένως να συμβάλουν, αν όχι να μπει ένα τέρμα, τουλάχιστον στον περιορισμό του φαινομένου.

Με λύπη, άλλωστε, διαπιστώνει κανείς την παγερή αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες οι θεσμοί της οργανωμένης Πολιτείας. Όπως και οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών. Που είναι, για παράδειγμα, οι πολυποίκιλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί, αλήθεια, τόσο ηχηρή σιωπή; Οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν βρήκαν να τις αφορά όλος αυτός ο θόρυβος;

Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές; Τι κάνουν άραγε; Γιατί δεν κινητοποιήθηκαν αυτεπαγγέλτως για να καλέσουν, έστω, καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενους για να δώσουν καταθέσεις; Ακόμη και αν καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα καταγγελλόμενα στερούνται βάση αληθείας ή εμπίπτουν σε παραγραφή, το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο.

Αν το κάνουν, τότε οι καταγγελλόμενοι θα ξέρουν ότι την επόμενη φορά που κάποιος ή κάποια θα τους καταγγείλει σε χρόνο που δεν θα εμπίπτει σε παραγραφή, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ενώ οι καταγγέλλοντες θα ξέρουν ότι βρήκαν, τουλάχιστον, ένα ευήκοον ους. Έτσι ώστε την επόμενη φορά οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται εύκολη λεία στα χέρια των εξουσιαστών τους οι οποίοι θα μείνουν στο απυρόβλητο όποιο έγκλημα και αν διαπράξουν;

Λίαν προσφάτως αποκτήσαμε και υφυπουργό αρμόδιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον άκουσε κανείς να παίρνει θέση; Να ανακοινώνει κάποια επικείμενη θεσμική παρέμβαση; Μια παραγγελία για δικαστική έρευνα; Μια ημερίδα; Ένα συνέδριο; Τη σύσταση, έστω, μιας Επιτροπής που να μελετήσει το σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα το οποίο ανεδείχθη και να αποφανθεί αν είναι όλα καλά στο δικαιικό μας σύστημα ή αν χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις για την άρση της ατιμωρησίας;

Υπό αυτές τις συνθήκες, δυστυχώς η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι οι θεσμοί της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη έτοιμοι να θέσουν το χέρι της επί τον τύπον των ήλων. Η αρχική μεγάλη αγανάκτηση για όσα υπέστη η Σοφία Μπεκατώρου, δυστυχώς, περιορίζεται. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός σήριαλ με κουτσομπολίστικο περιεχόμενο που δίνει τροφή στις αναλόγου επιπέδου αδηφάγες στήλες των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης.

Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων δεν περιορίστηκε μόνον στις δημοσιεύσεις των καταγγελιών των θυμάτων. Το περίφημο πλέον «#metoo» ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έμειναν απλώς εκεί. Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν και οι πρωταγωνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.

Όπως και να έχει, πάντως, σε ό,τι αφορά τα καθ΄ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να συμφωνούμε οι περισσότεροι στη γενικόλογη διαπίστωση – ευχή περί της ανάγκης «να πέσει άπλετο φως». Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την επιβεβλημένη κάθαρση. Την κάθαρση που θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τα θύματα της κακοποίησης. Πρωτίστως, όμως, την κάθαρση που, αν μη τι άλλο, με τη δύναμη της απαξίας θα δημιουργήσει προηγούμενο για όποιον μελλοντικά διανοηθεί να επαναλάβει αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις. 

Υ.Γ.: Ισχυρισμοί του τύπου «γιατί τα θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια;», «εμένα δεν με παρενόχλησε κανείς, επειδή δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα» ή «όλα γίνονται για λόγους αντεκδίκησης» ελέγχονται ως παντελώς ανυπόστατοι. Και, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούν αφελή άγνοια όταν δεν υποκρύπτουν ενοχική υποκρισία.