Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υγεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υγεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Ο λαϊκισμός του κλειδαρά, δέκα χρόνια μετά την… κατάργηση των Μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο»

Όσοι έχουμε ξεροσταλιάσει -και ο γράφων είναι ένας εξ αυτών- στις ουρές των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ για να παραλάβουμε κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα υψηλού κόστους για λογαριασμό δικό μας ή οικείου προσώπου μας, είμαστε δύσπιστοι ότι θα περιοριστεί έστω και κατ΄ ελάχιστον η ταλαιπωρία που υφίστανται τόσοι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια κατά τα οποία ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης διάγει την τρίτη κατά σειράν θητεία του στο υπουργείο Υγείας.

Φαντάζομαι ότι την ίδια δυσπιστία αισθάνονται και όλοι όσοι έχουν κατά καιρούς ακούσει τις διαπιστωτικές καταγγελίες αρμοδίων για τις «ουρές της ντροπής» στις οποίες στήνονται καρκινοπαθείς και άλλοι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα για να προμηθευτούν τα σκευάσματα που τους παρατείνουν τη ζωή. Όπως και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι θα βρεθεί λύση για να περιοριστεί η ταλαιπωρία τους με μέτρα όπως η κατ΄ οίκον διανομή των συγκεκριμένων φαρμάκων.

Είναι μια εύλογη δυσπιστία η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι ο ΕΟΠΥΥ ο μόνος δημόσιος φορέας καταταλαιπώρησης των Ελλήνων πολιτών. Σε πείσμα, άλλωστε, των νέων εργαλείων που αφειδώς παρέχει στις μέρες μας η ψηφιακή τεχνολογία, η εξυπηρέτηση των πολιτών από αρκετούς φορείς, όχι μόνον του Δημοσίου, αντί να διευκολύνεται, γίνεται συχνά ολοένα και πιο δυσχερής.

Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να επικοινωνήσετε και να μιλήσετε με κάποιον άνθρωπο στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για να ζητήσετε κάποια διευκρίνιση προκειμένου να ανταποκριθείτε σε υποχρέωσή σας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση έμπειρου λογιστή, ο οποίος να γνωρίζει τα διαδικτυακά «κατατόπια», είναι σχεδόν αδύνατον να βρει άκρη ο απλός φορολογούμενος πολίτης. Ο οποίος, αν έχει πιστέψει κιόλας τις εξαγγελίες για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) από το ελληνικό Δημόσιο, βιώνει την απόλυτη ψυχρολουσία.

Ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στις τράπεζες, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις εταιρίες ενέργειας και τηλεφωνίας, που μπορεί να μην ανήκουν πλέον στο Δημόσιο, αλλά διατηρούν πολλές από τις παθογένειες του κρατικού τους παρελθόντος. Πολύ περισσότερο που οι περισσότεροι εξ αυτών, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, έχουν μειώσει δραματικά το προσωπικό, που τις περισσότερες φορές είναι ανεκπαίδευτο, ενώ έχουν μειώσει τα σημεία εξυπηρέτησης των πελατών τους. Με αποτέλεσμα να χάνουν οι πολίτες άπειρες εργατοώρες σε χρονοβόρες τηλεφωνικές αναμονές και σε μάταιες απόπειρες να «συνεννοηθούν» με κακοσχεδιασμένα συστήματα δήθεν αυτόματης εξυπηρέτησης.

Το σύστημα των ραντεβού που καθιερώθηκε την περίοδο της πανδημίας όχι μόνον δεν άλλαξε με το πέρας της υγειονομικής κρίσης, αλλά πλέον μονιμοποιήθηκε και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για να καθυστερεί σε τυραννικό βαθμό η εξυπηρέτηση πελατών, καταναλωτών και συνδρομητών. Με πρόσχημα ότι «δεν υπάρχουν διαθέσιμα ραντεβού για να εξυπηρετηθείτε γρηγορότερα» φθάσαμε να χρειάζεται να περάσουν εβδομάδες ακόμη και για να ανοίξει κάποιος έναν απλό τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για τη σκοπιμότητα που είχαν οι ακτιβιστικές ενέργειες του υπουργού Υγείας να καλέσει κλειδαρά για να ανοίξουν οι πόρτες του φαρμακείου του ΕΟΠΥΥ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που παρέμενε κλειστό εξαιτίας της απουσίας του προσωπικού  και να… παρηγορεί τους ταλαιπωρημένους ασφαλισμένους κερνώντας τους καφέδες. Πιστεύει, άραγε, κάποιος στη. Κυβέρνηση ότι με τέτοιους λαϊκισμούς μπορεί να πειστεί η κοινή γνώμη ότι γίνεται σοβαρή προσπάθεια για να καταπολεμηθούν τα εκτεταμένα κρούσματα διοικητικής αποδιοργάνωσης;

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στα πράγματα το 2019 επειδή υποσχέθηκε να απαλλάξει τους Έλληνες από τους κούφιους μεγαλόστομους λαϊκισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίοι είχαν πάρει την εξουσία -αύριο, 25.1, συμπληρώνεται η δέκατη επέτειο της διαβόητης «πρώτης φοράς Αριστερά»- με την αστεία υπόσχεση ότι θα καταργούσαν τα Μνημόνια «με έναν νόμο και με ένα άρθρο». Απότοκο, άλλωστε, των Μνημονίων, που φυσικά ποτέ δεν καταργήθηκαν, είναι η προμήθεια των φαρμάκων υψηλού κόστους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ που επιβλήθηκε ως μέτρο που κατέτεινε στην περιστολή της ανεξέλεγκτης εκτίναξης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε προηγηθεί.  

Τα ευρήματα μιας πλειάδας ερευνών, που είναι υπόψιν της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας, δείχνουν ότι η κοινή γνώμη αισθάνεται πλέον μεγάλη αποστροφή κάθε φορά που ακούει εξαγγελίες οι οποίες έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν χωρίς να έχουν υλοποιηθεί. Οι Έλληνες πολίτες έχουν κουραστεί από τα «μεγάλα λόγια». Απαιτούν ειλικρίνεια και, προ παντός, αποτελεσματικότητα. Θέλουν απτά έργα και όχι σόου με κλειδαράδες για το τηλεοπτικό θεαθήναι.

Όλοι, εξάλλου, θυμόμαστε που κατέληξαν το 2015 οι καθημερινές προσχεδιασμένες αντιπαραθέσεις που είχε έξω από τα νοσοκομεία με την -και τότε, όπως και σήμερα- υποτιθέμενη «συμμαχία της μιζέριας» ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σαμαρά που δεν ήθελε να του «φάει τη δόξα» ο τροϊκανός Πόουλ Τόμσεν. Με αυτά και με άλλα πολλά, μπορεί η κυβέρνηση που συμμετείχε να καταβαραθρώθηκε, ο ίδιος όμως έχτισε «καριέρα» κατεβαίνοντας για αρχηγός της ΝΔ και αναλαμβάνοντας στη συνέχεια αντιπρόεδρος του κόμματος.

Τώρα που προσέλαβε και… κλειδαράδες μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεκλειδώσει την πόρτα που δεν μπόρεσε να ανοίξει όταν ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τις αρχηγικές του βλέψεις. Οπότε, αν δεν του υποδείξει κάποιος -και αυτός είναι μόνον ένας- ότι οι λαϊκισμοί προσελκύουν μόνον τους φανατικούς οπαδούς και απωθούν όλους τους σκεπτόμενους πολίτες, ο λογαριασμός θα πληρωθεί σωρευτικά. Όπως έγινε το 2015 με την κυβέρνηση Σαμαρά και το 2019 με την κυβέρνηση Τσίπρα.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Από πότε η αντιπολίτευση υποχρεούται να υπερψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια;

    Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της συμπολίτευσης, δηλαδή της κυβέρνησης και όσων την στηρίζουν, είναι να εισάγει και να ψηφίζει νομοσχέδια, ενώ ο ρόλος της αντιπολίτευσης, δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που δεν μετέχουν στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τις πράξεις και τις παραλείψεις των κυβερνώντων και στην ανάδειξη των δικών τους εναλλακτικών προτάσεων.

    Με άλλα λόγια, στις ώριμες δημοκρατίες τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η κυβέρνηση κυβερνά και η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται. Ως εκ τούτου, όπως δεν νοείται «αντιπολιτευόμενη κυβέρνηση» και γι΄ αυτό δεν μπορεί να παραμένουν στους θώκους τους υπουργοί οι οποίοι καταψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι ακριβώς δεν νοείται και «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» η οποία να υποχρεούται να υπερψηφίζει τις κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που φθάνουν στη Βουλή. 

    Ο κανόνας που ισχύει, εδώ και πολλούς αιώνες στο διεθνές πεδίο και σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν στα καθ΄ ημάς, είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση εισάγει στο Κοινοβούλιο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της αρεσκείας της επιδιώκοντας το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος για την κοινωνία προκειμένου να πιστωθεί πολιτικά κέρδη. Στον αντίποδα, τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης επιχειρούν να αναδείξουν τις αρνητικές πτυχές των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων, προκειμένου να πείσουν ότι, αν βρίσκονταν εκείνοι στις θέσεις εξουσίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική.  

    Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κριτής είναι η κοινωνία, δηλαδή το εκλογικό σώμα, που πείθεται από την επιχειρηματολογία είτε των κυβερνώντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έκαναν το καλύτερο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, είτε των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι αντιτείνουν ότι υπήρχε και άλλος εναλλακτικός δρόμος, τον οποίο καλούνται να υποδείξουν αν θέλουν να γίνουν πειστικοί. 

    Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες στη δική μας κοινοβουλευτική παράδοση είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία.

    Οι λόγοι για τους οποίους καταψηφίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί με τη σημαία κομμάτων τα οποία η λαϊκή ετυμηγορία κατέταξε στην αντιπολίτευση, ποικίλλουν. Και δεν περιορίζονται κατ΄ ανάγκην στις ιδεολογικές αποκλίσεις από τις κυβερνητικές εισηγήσεις.

    Αν, για παράδειγμα, μια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται να διορθώσει προηγούμενη αστοχία της ίδιας πλειοψηφίας, η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να μην την υπερψηφίσει για να καταδείξει την παλινωδία του υπουργού που την εισηγείται ή για να αναδείξει την αναποτελεσματικότητα του ίδιου ή του προκατόχου του. 

    Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί.

    Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει. 

    Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον δυσανάλογος με την πραγματικότητα και την κοινοβουλευτική μας παράδοση ο θόρυβος τον οποίο σήκωσε τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης για τη στάση που τήρησε στη Βουλή η αντιπολίτευση έναντι των νεών νομοθετικών ρυθμίσεων για τον -περιβόητο πλέον- προσωπικό γιατρό. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς εναντίον του συγκεκριμένου θεσμού για να αρνηθεί να ψηφίσει τη πρόταση του κ. Γεωργιάδη. Αρκεί ίσως να σταθμίσει το γεγονός ότι ο εισηγητής υπουργός έχει θητεύσει άλλες δύο φορές στον ίδιο θώκο. 

    Και, παρόλο που η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση -ποιος θυμάται το «δεν θα αφήσω τον Τόμσεν να μου πάρει την δόξα»;-, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια.

    Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι προς αρωγή του νυν υπουργού Υγείας προσέτρεξε και ο εκ των προκατόχων του Θάνος Πλεύρης, ο οποίος ξιφούλκησε με το ίδιο πάθος κατά της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα (;) ότι νόμος για τον προσωπικό γιατρό ψηφίστηκε και επί υπουργίας του, το 2022. 

    Αντί, όμως, ο νυν και ο τέως υπουργός να αναγνωρίσουν με συστολή τη δικαιολογημένη επιφύλαξη της αντιπολίτευσης για το αν θα επιτύχει ο θεσμός που απέτυχε παταγωδώς πριν από δύο χρόνια, όπως και παλαιότερα που και πάλι είχε ψηφιστεί νόμος ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επέλεξαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της «ενοχοποίησης» της αντιπολίτευσης που λέει «όχι σε όλα».

    Σε κάθε πρίπτωση, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «παρών», ενώ άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψήφισαν τα άρθρα για τον προσωπικό γιατρό και τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης απογευματινά χειρουργεία δεν έχει κάποια ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή τους. Και το ένα και άλλο ψηφίστηκαν, κατά τα κοινοβουλευτικά θέσμια, από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και το ζητούμενο είναι πλέον αν, πως και πότε θα εφαρμοστούν.

    Εφόσον, η εφαρμογή των δύο αυτών σημαντικών μέτρων αποδειχθεί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος, επιτυχής στην πράξη, η… δόξα θα ανήκει ακέραια στον Άδωνι Γεωργιάδη και την κυβέρνηση που είναι καιρός να αντιληφθούν ότι από πουθενά δεν προκύπτει υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υπερψηφίζει τα νομοσχέδια τους. 

    Έχει παρέλθει, άλλωστε, η εποχή που ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελούσε το σταθερό άλλοθι για κάθε κυβερνητική αστοχία. 

    Η σημερινή κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και διαθέτει επαρκές -θετικό και αρνητικό- παρελθόν για το οποίο αξιολογείται καθημερινά. 

    Οπότε όταν έρθει η ώρα της κάλπης θα κριθεί για τα δικά της πεπραγμένα και όχι για τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινεί στις πρωτοβουλίες της και να ψηφίζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εκείνη εισηγείται.


Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Η μεταρρυθμιστική ορμή κόλλησε στα αβαθή της πεπατημένης

Ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε την πραγματικότητα με δύο -φανταστικές μεν, πλην όμως όχι και τόσο εξωπραγματικές- σκηνές που αποτυπώνουν την συνήθως αγεφύρωτη απόσταση η οποία διαχρονικά χωρίζει τα μεγάλα λόγια από τα δυσανάλογα πενιχρά έργα.

Σκηνή πρώτη: Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και οι συνεργάτες τους κάθισαν τις προηγούμενες ημέρες γύρω από ένα τραπέζι για να καταλήξουν στα τελικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο. Το έφεραν από δω, το έφεραν από εκεί, το ισοζύγιο δεν έκλεινε. Έλειπαν από το έσοδα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 606 εκατ. ευρώ. Το brain storming που ακολούθησε δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.

Ώσπου κάποιος -από τους φανταστικούς, όπως προείπαμε- συνδαιτυμόνες- θυμήθηκε τη θηριώδη φοροδιαφυγή για την οποία είχε μιλήσει προεκλογικά αλλά και τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος είχε μιλήσει για την αναγκαία μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος που θα ήταν μια από τις μεγάλες προτεραιότητες της νέας τετραετίας την οποία με τόση άνεση εξασφάλισε το κυβερνών κόμμα στις κάλπες του Μαΐου και του Ιουνίου.

«Ναι, αλλά η φορολογική μεταρρύθμιση θέλει μακρόπνοο και συνεκτικό σχέδιο για να αποφέρει έσοδα στο Δημόσιο και εμείς τώρα καιγόμαστε να κλείσουμε τον προϋπολογισμό που πρέπει να στείλουμε στους Ευρωπαίους», είπε ο κυνικός της ομήγυρης. Ο ίδιος θύμισε ότι στη χώρα μας συζητάμε σχεδόν από την αρχή της μνημονιακής περιόδου, πάνω από μια δεκαετία δηλαδή, για την ολοκλήρωση της διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές μηχανές, καθώς και την καθολική επέκταση του myDATA, έτσι ώστε να εκδίδονται ηλεκτρονικά τιμολόγια. 

Κάποιος άλλος παρατήρησε ότι η εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων έχουν μετατεθεί πάμπολλες φορές. Άλλωστε επεσήμανε ότι και τώρα γίνεται λόγος για τους πρώτους μήνες του 2024, προκαλώντας τον ψίθυρο του διπλανού του: «Ας το δούμε ως το επόμενο καλοκαίρι και πάλι ευχαριστημένοι θα είμαστε…». 

Από το προφανές αδιέξοδο επιχείρησε να τους βγάλει ο παλαιότερος όλων που είχε δει να συντάσσονται προϋπολογισμοί και προϋπολογισμοί, χωρίς οι συντάκτες τους να πολυνοιάζονται για την εφαρμογή τους. «Τώρα βέβαια με τους Ευρωπαίους πάνω από το κεφάλι μας δεν μπορούμε να βάλουμε το γενικό και αόριστο για “πρόσθετα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής” που έβαζαν όλες ανεξαίρετα οι κυβερνήσεις του παρελθόντος. Οπότε πρέπει να επιβάλλουμε επιπλέον φόρους ή να κόψουμε δαπάνες», κατέληξε. 

«Η κυβέρνηση αυτή έχει δεσμευτεί ότι μόνον θα μειώνει και δεν θα αυξάνει φόρους», αντέδρασε ο πολιτικός που προήδρευε της σύσκεψης. «Εκτός αν πρόκειται για φοροφυγάδες…», συμπλήρωσε και άρχισε να διαβάζει από ένα σημείωμα που του ενεχείρησε συνεργάτης του: «Σήμερα το 71% των ελεύθερων επαγγελματικών εμφανίζουν εισόδημα κάτω από 10.920 ευρώ, δηλαδή χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, οι μισοί (47%) πληρώνουν φόρο έως 1.000 ευρώ τον χρόνο και το 27% πληρώνουν από 1.000 έως 3.000 ευρώ».

Η λύση που τελικά επιλέχθηκε ήταν πιο απλή και από το… «αβγό του Κολόμβου». Όποιος ελεύθερος επαγγελματίας δηλώνει εισοδήματα που υπολείπονται του ετήσιου κατώτατου μισθού με τον οποίο αμείβεται ένας εργαζόμενος, θα θεωρείται a priori φοροφυγάς. Ενώ για όποιον ξεπερνάει το πλαφόν των 10.920 ευρώ, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Με άλλα λόγια, στο εξής όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα μπουν στην προκρούστεια κλίνη της οριζόντιας επιβολής φόρου επί τεκμαρτών εισοδημάτων που στο παρελθόν αυτοί που σήμερα τα επιβάλλουν τα θεωρούσαν… επάρατα.

Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, «σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών, οι 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας, λόγω μείωσης του τέλους επιτηδεύματος. Οι 124.000 δεν θα έχουν ούτε επιβάρυνση ούτε ελάφρυνση. Και οι υπόλοιποι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας». 

Δεν μοιάζει και πολύ… μεταρρυθμιστικό το μέτρο, το οποίο είχαν υιοθετήσει και άλλοι παλαιότερα. Φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο… ευφάνταστοι όσο το τωρινό οικονομικό επιτελείο που δεν δυσκολεύεται να βαφτίσει μεταρρύθμιση πρωτοβουλίες που ανασύρει από το χρονοντούλαπο..  

Σκηνή δεύτερη: Μερικά οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα από εκεί που συνεδρίαζε το οικονομικό επιτελείο, μια ακόμη πολυδιαφημισμένη μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία, το νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων στους φορείς του Δημοσίου, κολλούσε επίσης στα… αβαθή της πεπατημένης. 

Στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών, που ψηφίστηκε από τη Βουλή, ο αριθμός των διοικούντων που υποτίθεται ότι θα επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και διαφάνεια περιορίστηκε δραστικά, ο ρόλος του ΑΣΕΠ περιθωριοποιήθηκε και έγινε μάλλον διακοσμητικός ενώ η προφορική συνέντευξη μπορεί να αλλάξει τα αποτελέσματα των υπολοίπων δοκιμασιών. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, τον τελευταίο λόγο πριν το διορισμό θα τον έχουν τα κυβερνητικά στελέχη, που θα βαθμολογούν τους υποψηφίους προτείνοντας τρεις για να επιλέξει έναν εξ αυτών ο αρμόδιος υπουργός.

Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, οι παρασκηνιακές αντιδράσεις με τις οποίες έγιναν δεκτοί οι αρχικοί κυβερνητικοί σχεδιασμοί για πλήρη «αποπολιτικοποίηση» του Δημοσίου. Οι κομματικές «ομάδες πίεσης» αποδεικνύονται πολύ ισχυρότερες από την υποτιθέμενη μεταρρυθμιστική ορμή της κυβέρνησης και οι σημερινοί υπουργοί, όπως και οι προηγούμενοι, δεν δείχνουν διάθεση να απεμπολήσουν το δικαίωμα να διορίζουν τα «δικά τους παιδιά». 

Δεν είναι τυχαίο που ο υπουργός Υγείας Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σχεδόν σε κάθε μια από τις επισκέψεις που πραγματοποίησε από το καλοκαίρι και έπειτα σε νοσοκομεία όλης της χώρας έφευγε καρατομώντας κάποιον από τις διοικήσεις τους. Με δεδομένη την κατάσταση που επικρατεί στα περισσότερα από αυτά, αν συνέχιζε τις περιοδείες του θα έμενε ακέφαλη η πλειονότητα των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Ο ίδιος έχει πολύ μικρή συνάφεια με τον γαλάζιο κομματικό μηχανισμό και, ως εκ τούτου, θεωρητικώς τουλάχιστον, διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία για να κάνει αξιοκρατικές επιλογές όταν κάποια στιγμή θα ανοίξουν οι σχετικές διαδικασίες.

Αφού, λοιπόν, η μεταρρυθμιστική ορμή «κόλλησε», ας επενδύσουμε στις εξαιρέσεις των τυχόν μεταρρυθμιστών που απέμειναν -στην επαναπαυμένη στο 41%- κυβέρνηση. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Ένα άλλο μοντέλο για την προεκλογική αντιπαράθεση

 

Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον ισχυρισμό τον οποίο ο υποφαινόμενος διατύπωσε την περασμένη Τρίτη όταν, στο Συνέδριο για την Υγεία που διοργάνωσαν το «Θέμα» και το site «ygeiamou», απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό είπα -περισσότερο χαριτολογώντας- ότι το… ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές.

Με όσα, άλλωστε, βλέπουμε να διαδραματίζονται γύρω μας, εύκολα θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το ερώτημα ήταν ενδεχομένως εκ του περισσού, αφού όλα μαρτυρούν ότι, ανεξαρτήτως διαψεύσεων, πλησίστιοι οδηγούμαστε στις κάλπες οι οποίες, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα στηθούν στις αρχές του επερχόμενου φθινοπώρου.

Εκείνο, ωστόσο, με το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να διαφωνήσει κανείς είναι ότι τον βασικότερο λόγο για τον οποίο επιβάλλεται να μην βραδύνουν οι επόμενες εκλογές συνιστά η ένταση με την οποία διεξάγεται η προεκλογική αντιπαράθεση, που έχει ήδη ξεκινήσει. Ένταση που προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερη έξαρση των πολωτικών φαινομένων που κάνει κάθε εχέφρονα να αναρωτιέται αν αξίζει τον κόπο η συντήρηση ενός τέτοιου κλίματος το οποίο μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάσσει τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο, πολύ περισσότερο, στα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών.

Δεν ξέρω πόσοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν το προαναφερθέν Συνέδριο για την Υγεία, αλλά ειλικρινά όσοι το έκαναν είχαν μια πολύ καλή ευκαιρία να ακούσουν από πρώτο χέρι τις απόψεις των δύο βασικών διεκδικητών της διακυβέρνησης για κρίσιμα θέματα που άπτονται της καθημερινότητας των πολιτών και της ποιότητας ζωής που δικαιούνται να απολαμβάνουν. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκαν και τέθηκαν υπό τη βάσανο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ξετυλίγοντας με τον τρόπο που ο καθένας θεώρησε καταλληλότερο, τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξής τους.

Αξίζει ίσως να σταθούμε το πρωτοσέλιδο που είχε την επόμενη μέρα η ανήκουσα στον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα «Αυγή» υπό τον εύηχο τίτλο: «Δύο κόσμοι για την Υγεία». Μπορεί οι… καλοί συνάδελφοι, οι οποίοι συνηθέστατα εμφανίζονται ως διαπρύσιοι κήνσορες της δεοντολογίας, να παρέλειψαν να αναφέρουν τους διοργανωτές του Συνεδρίου (είναι γνωστό άλλωστε ότι το «Θέμα» είναι γι΄ αυτούς… ανύπαρκτο, αλλά και εμάς ποσώς μας απασχολεί η… εκτίμηση που -δεν- μας έχουν), πλην όμως η εκδήλωσή μας τους έδωσε την ευκαιρία να μοιράσουν το πρωτοσέλιδο τους στα δύο μεταφέροντας στο αναγνωστικό τους κοινό όσα οι ίδιοι απεκόμισαν από τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρακολουθώντας τις εργασίες του Συνεδρίου και τα όσα ενδιαφέροντα ακούστηκαν όχι μόνον από τους δύο συγκεκριμένους πολιτικούς αρχηγούς αλλά και από μια σειρά ειδικούς επιστήμονες από την πρώτη γραμμή της μαχόμενης Ιατρικής, πολιτικά στελέχη, πανεπιστημιακούς και συνδικαλιστές, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί θεματικές εκδηλώσεις αυτού του είδους να μην αποτελούν μοντέλο για τη διεξαγωγή της προγραμματικής αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Φαντασθείτε τις παραμονές των εκλογών αντί για τις πολυδάπανες περιοδείες των στελεχών τους, τα οποία επισκέπτονται χώρους στους οποίους στην πραγματικότητα συγκεντρώνονται αποκλειστικά και μόνον οπαδοί τους που προσέρχονται για να τους επευφημήσουν, χωρίς καν να ακούν τα λεγόμενα τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι αποφασισμένοι να τους ψηφίσουν, να οργανώνονταν εκδηλώσεις στις οποίες θα ακούγονταν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για βασικά θέματα ενδιαφέροντος των πολιτών, όπως οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, οι προτεραιότητες στην Παιδεία και στην Άμυνα, η κατανομή των κοινωνικών δαπανών, κ.ά.

Αν οι απόψεις των πολιτικών δυνάμεων εκφράζονταν με τη νηφαλιότητα με την οποία, παρά τις εκατέρωθεν εντονότατες διαφωνίες, εξέφρασαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας τις θέσεις τους για την Υγεία, το κέρδος θα ήταν μεγάλο και για τους πολίτες, που θα πήγαιναν περισσότερο ενημερωμένοι στις κάλπες, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό δυναμικό της χώρας που θα έβλεπε την αξιοπιστία του να αυξάνεται κατακόρυφα. 

Διότι είναι βέβαιο ότι, με εξαίρεση του φανατικούς όλων των πλευρών, η υπόλοιπη κοινωνία δεν αρέσκεται στις κραυγές και στις κόντρες άνευ ορίων. Αντιθέτως προτιμά τον νηφάλιο διάλογο, ακόμη και αν αυτός διανθίζεται από διαφωνίες και σκληρή αντιπαράθεση.

Γνωρίζω ότι σε κάποιες -όχι πολλές είναι αλήθεια- ευρωπαϊκές χώρες, οι θεματικές τηλεμαχίες αποτελούν συνήθεια που βρίσκει ανταπόκριση στους πολίτες. Στη χώρα μας απέχουμε πολύ από την κατάκτηση μιας τόσο υψηλής κορυφής στην κλίμακα του λεγόμενου πολιτικού πολιτισμού. 

Γι΄ αυτό και δεν είμαι ούτε αφελής ούτε… αιθεροβάμων ώστε να πιστέψω πως, ως δια μαγείας και από τη μια στιγμή στην άλλη, θα μπορέσουμε να γίνουμε Δανία ή Σουηδία και να μάθουμε να συζητούμε πολιτικά χωρίς οι συζητήσεις μας να καταλήγουν σε καβγάδες και κόντρες από τους οποίους δεν βγάζει νόημα κανείς.

Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι, προϊόντος του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Οι ακραίες διχαστικές λογικές που επανήλθαν -με ευθύνη πολλών- στο προσκήνιο στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, που ξέσπασε το 2010, σιγά σιγά υποχωρούν και δημιουργούν την ελπίδα ότι μπορεί να μην αργήσει η ώρα που θα ισχύσουν τα λόγια του ποιητή (Γιάννη Ρίτσου), σύμφωνα με τα οποία: «…Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε, ήσυχα - ήσυχα κι απλά…».

Πότε μπορεί να γίνει αυτό; Άγνωστο. Αλλά, όπως όλα δείχνουν, σίγουρα όχι πριν από τις επόμενες εκλογές…

 

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Υγεία ή οικονομία; Υπάρχει δίλημμα;

 

Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.

«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.

Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται.

Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.

Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι.

Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.

Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.

Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση.

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.

Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας.

Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο.

Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Όταν τελειώσει ο εφιάλτης…


Πολλά μπορεί να πει κανείς για αυτόν τον μάλλον μακρόσυρτο εφιάλτη που βιώνει ο πλανήτης από τη μια άκρη του ως την άλλη με την επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού. Η μόνη βεβαιότητα, ωστόσο, είναι πως, όταν αργά ή γρήγορα θα τελειώσει, τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως ήταν προτού να ενσκήψει αυτή η τεράστια δοκιμασία στην οποία υποβαλλόμαστε όλοι μας ανεξαιρέτως.
Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας δοκιμασία η οποία τείνει να μετατρέψει τον πλανήτη σε μια απέραντη φυλακή, στην οποία εκούσια ή ακούσια μπαίνουμε όλοι: πλούσιοι και φτωχοί, πατρίκιοι και πληβείοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, θρησκευόμενοι και άθεοι, αριστεροί και δεξιοί, βόρειοι και νότιοι, αφεντικά και υπάλληλοι.
Οι χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, τις οποίες είναι σφόδρα πιθανό ότι θα θρηνήσουμε παγκοσμίως, η μικρότερη ή μεγαλύτερη ταλαιπωρία που θα υποστούν τα εκατομμύρια, ενδεχομένως, των συνανθρώπων που θα νοσήσουν από τον ιό, όπως και οι ανυπολόγιστες ακόμη ζημιές, τις οποίες θα καταγράψουν οι περισσότεροι κλάδοι της οικονομίας, είναι οι προφανείς αρνητικές συνέπειες για τις οποίες όλοι πλέον μιλούν και, άλλοι έγκαιρα και άλλοι με χαρακτηριστική καθυστέρηση, σπεύδουν να προλάβουν.
Την ίδια ώρα, όμως, οι εξίσου σημαντικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι βαθιές αλλαγές, οι οποίες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα επιβάλλονται βιαίως στην προσωπική και στην επαγγελματική ζωή των περισσότερων εξ ημών, είναι αδύνατο να προβλεφθούν. Η έκταση των εξωγενών παρεμβάσεων στην καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Υδρογείου, μπορεί εν τέλει να αποδειχθεί μεγαλύτερη και από εκείνη που συνέβη στη διάρκεια του δύο Παγκοσμίων Πολέμων του προηγούμενου αιώνα.
Άλλωστε, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν υποχρεωθεί τόσο πολλοί άνθρωποι να κλειστούν στα σπίτια τους από την απειλή ενός αόρατου εχθρού. Μεγάλους λοιμούς έζησε και άλλες φορές η ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει, όμως, κανένα προηγούμενο με τόσο εκτεταμένη υποχρεωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής και εργασίας των ανθρώπων, όπως αυτός που επιβάλλεται αυτή την περίοδο στη μια μετά την άλλη τις χώρες όλου του κόσμου.
Η δημοσιογραφική γραφίδα φαντάζει πολύ αδύναμη για να προδιαγράψει τα «αχαρτογράφητα νερά» στα οποία έχουμε βρεθεί να κολυμπούμε όλοι μας. Μόνον ερωτήματα μπορεί να θέσει. Ερωτήματα τα οποία μάλλον θα αργήσουν να απαντήσουν και οι εκπρόσωποι μιας σειράς επιστημονικών κλάδων, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι ψυχίατροι, οι πολιτικοί επιστήμονες και τόσοι άλλοι, που θα χρειαστεί να εμπλακούν σε αυτή την ιδιαίτερη περιπέτεια στην οποία έχει εισέλθει η ζωή του ανθρώπινου είδους.
Ποιο, για παράδειγμα, είναι το αύριο των οικογενειών που εκόντες άκοντες ζουν ως έγκλειστοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια; Ποια διάσταση θα πάρει το μεγάλο πρόβλημα της αποτρόπαιας ενδοοικογενειακής βίας, όταν οι βαλλόμενοι άνθρωποι δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τις εστίες τους έστω και για τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να δώσουν «τόπο στην οργή»;
Αλλά και ευρύτερα: Πόσον καιρό θα κάνουν να σηκώσουν κεφάλι και να ξαναβγούν από τις κρυψώνες τους οι ημιμαθείς του Διαδικτύου που λάνσαραν ένα σωρό ανόητες θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση του ιού; Πόσο θα μετανοήσουν για την ευκολία των απόψεών τους οι φανατικοί αρνητές του δημόσιου συστήματος υγείας;
Ποια θα είναι η τύχη λαϊκιστών πολιτικών, όπως ο Μπόρις Τζόνσον, ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που καθυστέρησαν να πάρουν μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας στις χώρες τους επειδή είχαν εμπιστοσύνη στο… DNA των λαών τους και όχι στην επιστημονική κοινότητα που προειδοποιούσε για τα επερχόμενα δεινά;
Ας οπλιστούμε λοιπόν με υπομονή και κουράγιο. Ο εφιάλτης κάποια στιγμή θα τελειώσει. Και, όπως συνέβη αρκετές φορές με τραγωδίες του παρελθόντος, μαζί με τις πολλές ζημιές είναι σίγουρο ότι θα αφήσει πίσω του και αρκετά «κέρδη».
Ο φονικότατος, για παράδειγμα, πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να τερμάτισε την «Μπελ Επόκ», κατήργησε όμως τις προϋπάρχουσες αυτοκρατορίες στην Ευρώπη και ανέδειξε νέα έθνη που ήταν καταπιεσμένα, ενώ γέννησε τον υπερρεαλισμό στην Τέχνη και έδωσε το έναυσμα για σειρά από νέες επιστημονικές ανακαλύψεις σε πολλούς τομείς.
Αντιστοίχως, ο φρικαλέος δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έκλεισε το κεφάλαιο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου που βίωνε πριν το ξέσπασμά του ο τότε κόσμος και εγκαινίασε τη μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης, ανάπτυξης και διάχυτης –οικονομικής και όχι μόνον- ευημερίας που γνώρισε ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του πλανήτη.
Με τη σοφία που τους διέκρινε οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Και το πιθανότερο είναι ότι το τέλος του εφιάλτη, που δεν ξέρουμε ακόμη πόσο θα κρατήσει, θα μας βρει, αν όχι όλους, σίγουρα τους περισσότερους, πιο σοφούς και πιο προσγειωμένους.
Τηρώντας, λοιπόν, όλους τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής, που θα μας βοηθήσουν να φέρουμε πιο κοντά το τέλος του εφιάλτη, ας αισιοδοξήσουμε ότι το αύριο που θα έρθει μαζί του θα είναι σίγουρα πιο ευοίωνο. Να είμαστε υγιείς, να το απολαύσουμε!