Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπούκουρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπούκουρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Φτωχαίνουν οι λέξεις κι ο κατήφορος δεν βρίσκει πάτο!



Φαρσοκωμωδία, ιλαροτραγωδία, τραγέλαφος, τσίρκο, θέατρο σκιών, ευτελισμός, ξεπεσμός, ξεφτίλα, ξετσιπωσιά, εκτροπή, κατάπτωση. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο πλούτο από ουσιαστικά τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να χαρακτηρίσει τα πολιτικά φαινόμενα που ζούμε αυτή την περίοδο.
Μεγάλη είναι και η ποικιλία των επιθέτων που μπορεί να επιστρατευθούν για τον ίδιο σκοπό: πρωτοφανές, μοναδικό, καινοφανές, ανεπανάληπτο, ανεκδιήγητο, απερίγραπτο και αρκετά ακόμη παρόμοια τα οποία κατά βούληση μπορεί οιοσδήποτε να υιοθετήσει.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι όλα αυτά τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι, εν τέλει, πολύ φτωχά για να μπορέσουν να αποδώσουν παραστατικά τις άνευ προηγουμένου εξελίξεις που διαμορφώνονται στο πολιτικό σκηνικό. Οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να περιγράψουν την αλληλουχία των πρωτόγνωρων επεισοδίων που διαδέχεται το ένα το άλλο.
Αν για το ψέμα ισχύει ο αφορισμός του Γιόζεφ Γκέμπελς σύμφωνα με τον οποίο «όσο πιο τερατώδες είναι, τόσο πιο πιστευτό γίνεται», έτσι και σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο και παρασκήνιο φαίνεται να ισχύει ότι, όσο πιο υπερβολικό είναι αυτό που θα πουν ή θα κάνουν οι κυβερνώντες, τόσο μειώνονται τα ανακλαστικά αντίδρασης της αντιπολίτευσης αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας.
Το άρθρο 60 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Είναι μια εν πολλοίς αυτονόητη πρόνοια, η οποία –η αλήθεια είναι ότι- έχει πολλές φορές κακοποιηθεί, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν γνώρισε τόσο κραυγαλέα και απροσχημάτιστη καταστρατήγηση.
Αναφέρομαι, προφανώς, στο γεγονός ότι έξι από τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, που θεωρητικώς δεν τους ενώνει τίποτε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, αφού έχουν εκλεγεί με τέσσερα διαφορετικά κόμματα, συντονίστηκαν και ανενδοίαστα υπέγραψαν παρόμοιες επιστολές με τις οποίες δηλώνουν απερίφραστα ότι η ψήφος τους πρέπει να προσμετράται στην κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς καν να ερωτώνται αν συμφωνούν με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου, θεματοφύλακας, κατά τα άλλα, του θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τον οποίο ορκίστηκε να υπηρετεί, όχι μόνον αποδέχθηκε τις επιστολές των  έξι βουλευτών, αλλά τις χρησιμοποίησε και ως «επιχείρημα» για να υποστηρίξει ότι από κοινοβουλευτική σκοπιά «ναι, μπορούμε να πάμε Οκτώβριο σε εκλογές».
Δεν τον προβλημάτισε τον κ. Νίκο Βούτση η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, ίσως γιατί και ο ίδιος, με την ιδιότητα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψε, όπως και όλοι οι ομοϊδεάτες συνάδελφοι του, δήλωση με την οποία «δεσμεύονται ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες».
Δεν φάνηκε, μάλιστα, ούτε καν να τον απασχόλησε το πλέον απίστευτο που είναι ότι δύο από τους έξι επιστολογράφους βουλευτές ανήκουν σε κοινοβουλευτική ομάδα, τους ΑΝΕΛ, που –καλώς ή κακώς- δεν είναι πλέον στη συμπολίτευση, αλλά έχει περάσει στην αντιπολίτευση.
Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν λόγος για την έκπτωση των πολιτικών και κοινοβουλευτικών ηθών. Εκείνοι, μάλιστα, που χρησιμοποιούσαν τους πλέον αυστηρούς τόνους για να ασκήσουν κριτική στους παρεκτρεπόμενους, συμβαίνει να είναι όσοι σήμερα όχι μόνον σφυρίζουν αδιάφορα για μείζονος σημασίας φαινόμενα πολιτικής έκπτωσης, αλλά βρίσκουν και δικαιολογίες.
Το πιο αστείο, όμως, και συνάμα εξοργιστικό είναι ότι την ίδια ώρα παριστάνουν τους «προοδευτικούς» και τους «σοσιαλδημοκράτες», δατεινόμενοι ότι οδηγούν τη χώρα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, και ξορκίζουν, υποτίθεται, την αβεβαιότητα για την οποία πληρώνει βαρύ τίμημα η ελληνική οικονομία, όπως έδειξε το υψηλότατο επιτόκιο με το οποίο πρόσφατα δανείστηκε η χώρα.
Μεμονωμένοι βουλευτές με τα χαρακτηριστικά του Παπαχριστόπουλου, της Μεγαλοοικονόμου, του Ζουράρη, αλλά και του Δανέλλη, ενδεχομένως και του Αμυρά ή του Ψαριανού, θήτευσαν και σε προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές παλαιότερα έχει ακουστεί ο αφορισμός ότι «αυτή η Βουλή είναι χειρότερη από όλες τις προηγούμενες».
Ο υποφαινόμενος είχε υποστηρίξει από αυτή εδώ τη στήλη κάτι αντίστοιχο, όταν στο τέλος του 2014 διαλύθηκε με τα γνωστά τερτίπια του ΣΥΡΙΖΑ στην προεδρική εκλογή η Βουλή που είχε σχηματιστεί μετά τη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012. Ποιος ξεχνάει τον μεταμεληθέντα χρυσαυγίτη Στάθη Μπούκουρα που έκλαιγε μετανοιωμένος στο βήμα της Βουλής; Ή τον ηθοποιό Παύλο Χαϊκάλη και την «απόπειρα εξαγοράς του» για να ψηφίσει Σταύρο Δήμα; 
Ποτέ, ωστόσο, στο παρελθόν δεν έχει υπάρξει τέτοιος… συνωστισμός προσώπων που δεν σέβονται ούτε τον θεσμό που υπηρετούν, ούτε τους ψηφοφόρους που τους εξέλεξαν, ούτε καν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αθετώντας προκλητικά τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι από την τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, η οποία προέκυψε από εκλογές χωρίς σταυρό και στη διάρκεια της είχαμε μεγάλες μεταστροφές, με πλειάδα προσώπων τα οποία «άλλαξαν φανέλα», δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που να παρέδωσε την έδρα του όταν διαφώνησε ή πέρασε σε άλλο στρατόπεδο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι ο κατήφορος στον οποίο έχει μπει η πολιτική ζωή της χώρας δεν έχει βρει ακόμη τον πάτο του. Γι΄ αυτό και είναι δύσκολο να βρει κανείς σε μια τόσο πλούσια γλώσσα, όπως είναι η ελληνική, τις κατάλληλες λέξεις για να αποτυπώσει όλα όσα ζούμε. Και τα χειρότερα που, ίσως, μας περιμένουν ακόμη.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι


Πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου επέλεξαν να αντιπαρατεθούν με την αξιωματική αντιπολίτευση παραπέμποντας στα γεγονότα του 1963 και στο τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη.
Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ η υπογραφή της συμφωνίας με τη γειτονική ΠΓΔΜ έδωσε το έναυσμα στους κυβερνητικούς προπαγανδιστές να γυρίσουν και πάλι το ρολόι του χρόνου πίσω στη δεκαετία του ’60, παραλληλίζοντας το «όπου φύγει φύγει» των συνεργατών του Πάνου Καμμενου με την…  «Αποστασία» του 1965.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αναλογίες που επιχειρήθηκαν ήταν παντελώς ανιστόρητες, αφού ούτε η επίθεση στον Μπουτάρη προσομοιάζει με τη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε το φυλλορρόημα των βουλευτών των ΑΝΕΛ μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο γεγονός με την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου και τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή.
Παρά ταύτα οι κυβερνώντες επιμένουν στους ισχυρισμούς τους που είναι βέβαιο ότι προκαλούν καγχασμό ακόμη και στους ελάχιστους εναπομείναντες φανατικούς οπαδούς τους.
Για την τακτική τους αυτή υπάρχουν δύο ερμηνείες: Η μία θέλει να είναι προϊόν απόγνωσης καθώς η καταφυγή στο παρελθόν είναι μια βολική λύση για όσους δεν διαθέτουν στη φαρέτρα τους πειστικά επιχειρήματα για να αντιπαρατεθούν για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας,.
Η δεύτερη ερμηνεία που δίδεται στην εμμονή των κυβερνητικών στην τακτική της παρελθοντολογίας σχετίζεται με τα γνώριμα στοιχεία των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις, τις θέσεις και τις απόψεις των ανθρώπων που με τόση ευκολία βρέθηκαν πριν από τριάμισι χρόνια στην εξουσία.
Αφού επιβραβεύτηκαν όταν έλεγαν στους πολίτες ότι «οι δανειστές θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», γιατί να μην υποστηρίξουν τώρα ότι συντόνισαν τις δυνάμεις τους ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ για να ανατρέψουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να κάνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό;
Όταν η πλειονότητα των Ελλήνων επικρότησε τον ισχυρισμό του Αλέξη Τσίπρα ότι «εμείς θα χτυπάμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν», γιατί να μην πιστέψουν κάποιοι τον Πάνο Καμμένο που καταγγέλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι «κινδυνεύει το Πολίτευμα» από την επίσκεψη στο γραφείο ενός βουλευτή του δύο – τριών κουκουλοφόρων από τις τάξεις των φιλοκυβερνητικών «αντεξουσιαστών»;
Κακά τα ψέματα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήρθαν στην εξουσία υποτιμώντας βάναυσα τη νοημοσύνη των ανθρώπων που τους ψήφισαν. Και αυτό, όπως φαίνεται, είναι το μόνο που ξέρουν. Και το μόνο που μπορούν να κάνουν. Πανηγυρίζουν για πράγματα, όπως η διευθέτηση του χρέους, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπονται αφού τα υποτιθέμενα επιτεύγματά τους είναι κατώτερα και των υποσχέσεων και των προσδοκιών τους.
Διακηρύσσουν την υποτιθέμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια την ίδια ώρα που υπογράφουν ταπεινωτικές υποχρεώσεις για αέναη επιτροπεία. Τους βάζουν οι δανειστές να ψηφίσουν και να ξαναψηφίσουν τις επερχόμενες νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο κι εκείνοι δεν έχουν πρόβλημα να υποσχεθούν ψευδώς πως δεν θα εφαρμοστούν.
Δεν δυσκολεύονται ακόμη και να καταφύγουν σε παρανοϊκά σχήματα όπως η δήθεν ικανοποίηση της απαίτησης των ΑΝΕΛ να ψηφιστεί από 180 βουλευτές η συμφωνία των Πρεσπών για να μπορέσουν να την καταψηφίσουν ο Πάνος Καμμένος και οι βουλευτές του χωρίς να ρίξουν την κυβέρνηση!
Είναι ζήτημα κοινής λογικής να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής περί τα κοινοβουλευτικά θέσμια ότι, δεδομένων των συσχετισμών, ο μόνος τρόπος για να περάσει η συμφωνία –με τη συνδρομή ή μη διάφορων «προθύμων» από την αντιπολίτευση- και να μην πέσει η κυβέρνηση είναι να εγκριθεί η συμφωνία από την πλειοψηφία των παρόντων. Να μην τεθεί, με άλλα λόγια, ζήτημα αυξημένης πλειοψηφίας που ούτως ή άλλως δεν προβλέπεται.
Ο,τιδήποτε άλλο -και σίγουρα η αποδοχή από το Μέγαρο Μαξίμου της απαίτησης των ΑΝΕΛ για αυξημένη πλειοψηφία- οδηγεί σχεδόν αυτομάτως στην πτώση της κυβέρνησης. Ισχύει, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που υποτίθεται ότι επιδιώκουν οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι ισχυρίζονται με απύθμενο θράσος ότι δεν ψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας επειδή θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ώστε να μην περάσει, τάχατες, η συμφωνία την οποία υπέγραψαν και υποστηρίζουν με σθένος οι κυβερνητικοί τους εταίροι, οι ΣΥΡΙΖΑίοι.
Αν αναρωτιέστε γιατί τα λένε όλα αυτά, ενώ ξέρουν ότι πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα έρθουν αντιμέτωποι με τις νέες αυτές ψευδαισθήσεις που προσπαθούν να καλλιεργήσουν στην κοινή γνώμη, η απάντηση είναι μάλλον απλή: Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι.    

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».