Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ο χρόνος είναι χρήμα, όπως και το... «χασομέρι»



Αν όλα αυτά που ζούμε τα τελευταία εικοσιτετράωρα δεν είναι μέρος μιας «ενορχηστρωμένης δραματοποίησης», όπως θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι καλοπροαίρετοι (ή μήπως αθεράπευτα αφελείς;), τότε μάλλον βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιστορικών διαστάσεων φάρσα που συνιστά το γεγονός ότι οι άνθρωποι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι τύχες της χώρας δεν έχουν μόνον άγνοια κινδύνου αλλά είναι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθούν οι διαρκείς παλινωδίες και οι πελώριες αντιφάσεις για την -υποτίθεται- επερχόμενη συμφωνία η οποία, κατά την ελληνική πλευρά, τη μια στιγμή είναι “ολοένα και πιο κοντά” και την επομένη διαπιστώνεται ότι τις δύο πλευρές χωρίζει ένα απροσμέτρητο χάος; Δικαιολογούνται, άραγε, να εμφανίζονται έκπληκτοι για την τροπή που έχουν λάβει οι -ούτω καλούμενες- «διαπραγματεύσεις» όταν έχει προηγηθεί το κείμενο της 20ής Φεβρουαρίου στο οποίο αποτυπώθηκε με ενάργεια η ένθεν κακείθεν βούληση;
Αν, όντως, στους τέσσερις μήνες που πέρασαν από εκείνη την πρώτη καταγραφή των επιδιώξεων ή και επιθυμιών της μιας και της άλλης πλευράς, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αναλύσει την διαμορφωμένη -και εν πολλοίς γνωστή από το παρελθόν- πραγματικότητα, είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να υπάρξει θετική κατάληξη στο εναπομείναν ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο που έχει οδηγήσει το πολύμηνο «χασομέρι» στο οποίο επιδόθηκε -ή παρασύρθηκε;- η δική μας πλευρά.
«Ο χρόνος είναι χρήμα» και, δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση η συγκεκριμένη ρήση δεν είναι «σχήμα λόγου». Το παιχνίδι της καθυστέρησης, ανεξαρτήτως του ποιος το επέβαλε -η ελληνική πλευρά υπαινίσσεται ότι το έκαναν οι άλλοι, αλλά από «έξω» όλες οι ευθύνες επιρρίπτονται στην Αθήνα- κοστίζει ακριβά. Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι το κόστος δεν επιμερίζεται στις δύο πλευρές, αλλά σχεδόν μονομερώς πίπτει επί των κεφαλών μας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο «λογαριασμός» των μέτρων που θα συνοδεύουν τη νέα «μνημονιακή», ή όπως αλλιώς αποκληθεί, συμφωνία, αντί να μειώνεται από τις ατέρμονες «υπερήφανες», τάχατες, διαπραγματεύσεις, μάλλον αυξάνει μέρα με τη μέρα, με τη δικαιολογία ή το πρόσχημα ότι, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, όλοι σχεδόν οι οικονομικοί δείκτες έχουν χειροτερεύσει.
Η κυβέρνηση δείχνει να είναι απολύτως εγκλωβισμένη στην ίδια την πλανεύτρα ρητορική της, για την οποία όσα ελαφρυντικά και αν της δοθούν για τον τρόπο που την άσκησε προεκλογικά, είναι απορίας άξιον γιατί δεν προσπαθεί να την προσαρμόσει τώρα που όλα τα αδιέξοδα είναι μπροστά της. Κανείς εχέφρων, εξάλλου, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. οδηγείται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό ακόμη και αν όλως αιφνιδίως η πλευρά των εταίρων και δανειστών αποφασίσει να δεχθεί στο σύνολό τους τις πιο πρόσφατες προτάσεις της δικής μας πλευράς που μόλις το τελευταίο δεκαπενθήμερο πήραν συγκεκριμένη μορφή.
Αν μέχρι πρότινος είχαν το «άλλοθι» της άγνοιας και έλεγαν -πριν αλλά και μετά τις εκλογές- όσα έλεγαν κατά των αντιπάλων τους και υπέρ των συμμαχιών που εκείνοι θα συγκροτούσαν για να... αλλάξουν τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας, τώρα πλέον δεν δικαιούνται να προβάλουν τους ίδιους ισχυρισμούς. Δοκίμασαν τους Ρώσους, «έπαιξαν» με τους Αμερικανούς, έφθασε η χάρη τους και στη Λατινική Αμερική, πλην, όμως, στο τέλος με τους Ευρωπαίους κάθισαν, έστω καθυστερημένα στο ίδιο τραπέζι.
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και στην Ευρώπη θα παραμείνει. Για πολλούς και αρκετών ειδών λόγους. Κυρίως, όμως, επειδή έχει αποδειχθεί ότι εκεί είναι το συμφέρον της, τόσο της ίδιας ως χώρας όσο και των πολιτών της. Γι΄ αυτό ακριβώς και οι τελευταίοι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες των προηγούμενων χρόνων και εκείνες που προοιωνίζεται ότι έχουμε ακόμη μπροστά μας, παραμένουν πλειοψηφικά θιασώτες της ευρωπαϊκής κατεύθυνσης, απορρίπτοντας τις «Σειρήνες» του δήθεν αξιοπρεπούς απομονωτισμού.
Αν, λοιπόν, πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του εννοούν όσα λένε και, στο μεταξύ, διδάχθηκαν κάτι από όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά τους το τελευταίο πεντάμηνο, δεν έχουν παρά να τερματίσουν μια ώρα αρχύτερα το επικίνδυνο παιχνίδι στο οποίο -εκόντες ή άκοντες- παίζουν υπό τον φόβο του πως θα γίνει δεκτή η συμφωνία στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι κυβερνώντες λένε ότι είναι κοντά σε συμφωνία και έχουν συμβιβαστεί με τους στόχους που αυτή θα υπηρετεί, ας μη δεχθούν όσα τους προτείνονται (ΕΚΑΣ, ΦΠΑ στο ρεύμα, κ.ά.). Ας φροντίσουν, όμως, να κάνουν τις δικές τους αντιπροτάσεις που να είναι ουσιώδεις και να ξεπερνούν το σύνηθες... μπαλαμούτι «θα βρούμε έσοδα από την καταπολέμηση της... διαφθοράς και τις... άδειες των τηλεοπτικών καναλιών».
Ο χρόνος τρέχει. Και τρέχει αποκλειστικά και μόνον εις βάρος μας. Εκτός πια και αν πιστεύει κανείς ότι η ύφεση, η κατάρρευση των δημοσίων εσόδων και η διαρροή των τραπεζικών καταθέσεων είναι εξίσου βλαπτικά φαινόμενα και για τους «έξω». Αν είναι έτσι, ας τους... τιμωρήσουμε συνεχίζοντας το «χασομέρι».

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ…»



Διαβάζοντας το κυβερνητικό non paper που έγραφε ότι «η επιλογή της κ. Έλενας Παναρίτη, ως εκπροσώπου της χώρας στο ΔΝΤ, έγινε συλλογικά» και πρόσθετε ότι «οι απόψεις (sic!) που ακούστηκαν ότι την επέβαλε ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», μου ήρθε στον νου ο ανυπέρβλητος στίχος του Διονύση Σαββόπουλου στο άσμα υπό τον –τόσο ταιριαστό στην περίσταση- τίτλο «Σημαία από νάιλον».
«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ, ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό», τραγουδάει εδώ και κάμποσες δεκαετίες ο πολυαγαπημένος «Νιόνιος». Και είμαι περισσότερο από βέβαιος ότι η μεγάλη πλειονότητα από όσους σήμερα μας κυβερνούν θα το έχουν τραγουδήσει πολλάκις και θα έχουν απολαύσει ιδιαίτερα το ρεφρέν του που έχει ως εξής: «Σημαία από νάιλον υψώνουμε σημαία πλαστική, ο κόσμος δεν έχει τίποτε να χάσει και τίποτε να βρει»!
 Είναι ίδιον των κάθε λογής εξουσιών να καταφεύγουν στα –όχι πάντοτε λεγόμενα «κατά συνθήκη»- ψέματα. Το φαινόμενο γνωρίζει έξαρση όταν, προϊόντος του χρόνου, οι κυβερνώντες αντιλαμβάνονται ότι οι προσδοκίες που καλλιέργησαν συγκρούονται με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, με τη σημερινή κυβέρνηση είναι ότι για τη δική της σύγκρουση με την πραγματικότητα δεν χρειάστηκε να περάσει καθόλου χρόνος. Με αυτή καθεαυτή την ανάληψη της διακυβέρνησης, οι υπερφίαλες προεκλογικές υποσχέσεις βρήκαν απέναντι τους την πραγματικότητα. Και πως, άλλωστε, θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ακόμη και μετά τις εκλογές κάποιοι απερίσκεπτα (;) σάλπιζαν την κατάργηση του Μνημονίου «με ένα μόνο και με ένα άρθρο».
Με λίγα λόγια, η πορεία της σημερινής κυβέρνησης ήταν εξ αρχής υπονομευμένη, όχι από τους πολιτικούς αντιπάλους τους, όπως διατείνονται ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, αλλά από το βασικό ψέμα περί αυτόματης κατάργησης του Μνημονίου με το οποίο διεκδίκησαν και κέρδισαν τις εκλογές.
Το βασικό αυτό ψέμα αποτελεί από ό,τι φαίνεται και τη γενεσιουργό αιτία για τα τόσα πολλά άλλα ψέματα που λέχθηκαν και εξακολουθούν να λέγονται στους λίγους μήνες αυτής της αλλοπρόσαλλης –και μόνον από το γεγονός της συγκατοίκησης στα υπουργεία ακροδεξιών και ακροαριστερών- διακυβέρνησης.
Από τα πιο μικρά, όπως το πόσο κοστίζουν και ποιος πληρώνει τα υπερατλαντικά ταξίδια του υπουργού Εθνικής Άμυνας, έως τα πιο μεγάλα, όπως είναι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους δεν επέρχεται η συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, που επιχειρούν να την αποδώσουν στις διαφωνίες των άλλων, διαπιστώνεται μια απαράμιλλη προσήλωση στις υπεκφυγές, στα ψέματα και εν γένει στην άρνηση της πραγματικότητας, ακόμη και όταν η τελευταία βοά.
Υπό αυτή την έννοια, ίσως να μην είχε και τόσο μεγάλη αξία η επισήμανση των ψεμάτων γύρω από τον ορισμό της κυρίας Παναρίτη ως εκπροσώπου στο ΔΝΤ και την ανάκλησή του έπειτα από περίπου 40 ώρες. Δεν θα ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που ο κ. Βαρουφάκης θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τις κραυγαλέες αντιφάσεις του οι οποίες φαίνεται να αποτελούν για εκείνον αυτό που λέγεται «έξις, δευτέρα φύσις».
Το συγκεκριμένο ψέμα, ωστόσο, μοιάζει να είναι οριακό, γιατί διατυπώνεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία κατά την οποία ενώ η κυβερνητική ηγεσία έχει στην πραγματικότητα προετοιμαστεί για την αποδοχή της επώδυνης μνημονιακής συμφωνίας, διστάζει να κάνει το τελευταίο και αποφασιστικό βήμα προς την υπογραφή επειδή φοβάται τις εσωκομματικές αντιδράσεις.
Γι΄ αυτό και χρειάστηκε –με τη φράση «συλλογικά»- να επιμεριστεί σε περισσότερους το κόστος από το φιάσκο της επιλογής Παναρίτη και να αναλάβει ένα μεγάλο μέρος της ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προκειμένου, από τη μια, να ικανοποιηθούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ήθελαν εναγωνίως ένα εξιλαστήριο… «μνημονιακό» θύμα και, από την άλλη, να κατευναστεί ο Γ. Βαρουφάκης για να μην τα τινάξει όλα στον αέρα τις παραμονές της πολυαναμενόμενης συμφωνίας.
Καθώς, λοιπόν, «πολλά ήταν τα ψέματα που είπαμε ως εδώ…», κατά πως άδει ο Σαββόπουλος, νομίζω ότι κανείς δεν θα διαφωνήσει μαζί του με τη συνέχεια που λέει «…ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό». Ποια αλήθεια; Ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Και όσο νωρίτερα το αποφασίσουμε, τόσο το καλύτερο. Για όλους μας.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Τα δίκια της Ζωής



            Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 που επί προεδρίας Αθανασίου Τσαλδάρη  άρχισε, ως δήθεν αντίδοτο στον ασύδοτο κομματισμό, να εφαρμόζεται ο θεσμός της ακρόασης από το Κοινοβούλιο προσώπων τα οποία προτείνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση για να στελεχώσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό διευθυντικών θέσεων σε φορείς του δημοσίου, ελάχιστες ήταν οι φορές που δικαιώθηκαν οι εμπνευστές της εισαγωγής στην Ελλάδα μιας -μάλλον- ξένης προς τις εγχώριες... παραδόσεις συνήθειας.
            Μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις ακατάλληλων προσώπων που «κόπηκαν» κατά τη διαδικασία της ακρόασή τους. Προσωπικά, έχοντας παρακολουθήσει εκατοντάδες συνεδριάσεις κοινοβουλευτικών Επιτροπών με αυτό το αντικείμενο, σε εποχές που όχι μόνον δεν τύγχαναν απευθείας μετάδοσης από το Κανάλι της Βουλής, αλλά και εμείς οι δημοσιογράφοι ίσα που τους αφιερώναμε ένα μονοστηλάκι, θυμάμαι μόλις δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ικανοποιήθηκε η κυβερνητική βούληση: μια παλαιότερη, με έναν αμερικανοτραφή, αν θυμάμαι καλά, μάνατζερ που είχε απαντήσει ότι ήταν στις προθέσεις του να... λιώσει σα μυρμήγκια τους εργαζομένους που θα είχαν αντιρρήσεις στους σχεδιασμούς του, και μια πολύ πρόσφατη με την... ψεκασμένη κυρία που αυτοαποσύρθηκε (;) όταν έγιναν γνωστές οι πεποιθήσεις της για τα αμερικανοκατευθυνόμενα κουνούπια.
            Ακόμη και αν υπολογίσει κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ο θεσμός της ακρόασης λειτούργησε αποτρεπτικά, τουλάχιστον ως προς τον περιορισμό φαινομένων του παρελθόντος που σε δημόσια αξιώματα ανελίσσονταν πρόσωπα που δεν διέθεταν ούτε καν τα τυπικά προσόντα διορισμού, πάλι το αποτέλεσμα της εφαρμογής... αλά ελληνικά του θεσμού της ακρόασης, πόρρω απέχει από την αίγλη και την περιωπή που έχει κατακτήσει σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα. Και πρωτίστως στο αμερικανικό, σύμφωνα με το οποίο ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που ασκούν εξουσία -από τους υπουργούς έως τους ανά την υφήλιο πρέσβεις- περνούν από τη βάσανο της ακρόασης από τη Γερουσία.
            Στην Ουάσιγκτον μπορεί να περάσουν εβδομάδες και μήνες προτού οι προτεινόμενοι από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ πάρουν το «πράσινο φως» του νομοθετικού σώματος για να αναλάβουν καθήκοντα. Στην... απομίμηση που ισχύει εδώ και δυόμισι δεκαετίες στη χώρα μας, η καθυστέρηση ολίγων ημερών, όπως αυτή που προκάλεσε η Πρόεδρος της Βουλής στον διορισμό της νέας διοίκησης της ΕΡΤ, θεωρείται τεράστιο γεγονός. Βλέπετε, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού, στη δική μας «παράδοση» η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από τις βουλές της κυβέρνησης.
            Το σύνηθες και το “κανονικό” ήταν και παραμένει αναλλοίωτο: Μέσα σε λίγα λεπτά οι βουλευτές της συμπολίτευσης καλούνται να επικυρώνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπως αυτές φθάνουν στη Βουλή για έγκριση με μόνη τη συνοδεία ενός ψευτοβιογαφικού του προτεινόμενου το οποίο σπανίως μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν -πόσω μάλλον να ξεψαχνίσουν- οι βουλευτές που μετέχουν στις Επιτροπές ακροάσεων και στο τέλος καλούνται να εκφράσουν γνώμη. Αν, μάλιστα, ο προτεινόμενος είναι για θέση  με προνόμια, όπως, π.χ., η δυνατότητα εξυπηρετήσεων, συχνά οι βουλευτές διαγκωνίζονται σε ύμνους για τα προσόντα και τις ικανότητες του.
            Υπό αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες του παρελθόντος, όχι μόνον του απώτερου αλλά και του πολύ πολύ πρόσφατου, ξένισε πολλούς και προκάλεσε πλημμυρίδα σχολίων η διαδικασία την οποία επέβαλε η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου κατά την ακρόαση των προσώπων που θα στελεχώσουν τη νέα διοίκηση της ΕΡΤ. Τόσο η χρονική διάρκεια της συνεδρίασης που ξεπέρασε τις εννέα ώρες, όσο και η επίμονη μεθοδικότητα με την οποία η Πρόεδρος της Βουλής εξέτασε τον επαναδιορισθέντα στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης Λάμπη Ταγματάρχη, υπήρξαν φαινόμενα εντελώς ασυνήθιστα για τα εγχώρια κοινοβουλευτικά θέσμια.
            Από κεκτημένη, μάλλον, ταχύτητα, ου μην αλλά και από προκατάληψη, αμφότερα -η μεγάλη διάρκεια και τα πιεστικά ερωτήματα- έγιναν αντικείμενα ψόγου προς την κυρία Κωνσταντοπούλου, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ήταν αφορμή, αν όχι προς έκφραση επαίνου, για την αλλαγή της νοοτροπίας που επιβάλει στη Βουλή ρόλο απλού επικυρωτή των κυβερνητικών αποφάσεων.  
            Γιατί, κακά τα ψέματα, σε οποιαδήποτε ουσιώδη ελεγκτική διαδικασία, όπως ήταν οι επίμαχες ακροάσεις, όσα επιβαλλόταν να ρωτηθούν, ήταν η κυρία Κωνσταντοπούλου εκείνη που τα ρώτησε. Εκείνη έθεσε το ζήτημα της ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων του κ. Ταγματάρχη. Εκείνη επέμεινε να πάρει απαντήσεις για τον πρότερο βίο και την προηγούμενη πολιτεία του στην ΕΡΤ που τον είχε φέρει αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη. Εκείνη ανέδειξε την κοντή μνήμη του προτεινόμενου που δεν θυμόταν αντίστοιχη ακρόαση στη Βουλή πριν από μόλις τρία χρόνια.
            Αν, μάλιστα, είχε αφήσει στην άκρη τη μονομερή προσήλωση στον διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με το πως αντέδρασαν μετά την “μαύρη” 11η Ιουνίου 2013, ίσως να είχε αποδειχθεί άψογη στα συγκεκριμένα καθήκοντα της και να είχε δώσει νόημα και ουσία σε μια προσχηματική κοινοβουλευτική διαδικασία που απαιτεί αμεροληψία και τιθάσευση των εσωτερικών παρορμήσεων και των προσωπικών παθών.
            Δυστυχώς, όμως, δεν το έκανε. Και είναι κρίμα που έτσι δεν δικαίωσε συνολικά τη στάση που τήρησε στην περί ής ο λόγος ακρόαση. Γιατί δεν μπορεί, την ίδια ώρα που «βασάνισε» -και πολύ σωστά- τον Λ. Ταγματάρχη, να παρακάμπτει την παντελή έλλειψη διοικητικής εμπειρίας από τον προτεινόμενο για την προεδρία της εταιρίας Διονύση Τσακνή και να περιορίζεται να εκφράσει «χαρά και τιμή» που ψηφίζει υπέρ του, μόνον και μόνον επειδή είχε συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στο «λουκέτο».
            Έτσι, παρόλο που είχε πολλά δίκια, η πείσμων πρόεδρος της Βουλής, ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα απώλεσε στον βωμό των προσωπικών της παθών. Κρίμα για την αρχή. Θα έχει, όμως, και άλλες ευκαιρίες. Για να αποδείξει ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν στήθηκε μόνον για την «εμβληματική» ΕΡΤ και αποκλειστικά για τον διευθύνοντα σύμβουλο της, ο οποίος, καλώς ή κακώς, αποτελεί προσφιλής στόχος για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο.