Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλιάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλιάτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Η προεκλογική… τούρλα και οι τερατογενέσεις



            Οι προεκλογικές περίοδοι κρύβουν συχνά μεγάλες παγίδες, κυρίως για τους πολιτευόμενους με τα κόμματα εξουσίας, τα οποία, όταν δεν έχουν σαφείς και προσδιορισμένες προγραμματικές θέσεις, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο σε κάθε υποψήφιο που κυνηγάει τον σταυρό να διατυπώνει -είτε από άγνοια ή από διάθεση να μη δυσαρεστήσει κανέναν- τη δική του προσωπική άποψη επί παντός του επιστητού.
            Με αφορμή μια σειρά από απίθανες εξαγγελίες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται τις τελευταίες ημέρες ο δημόσιος διάλογος, θυμήθηκα τον απίστευτο ανταγωνισμό που είχε ξεσπάσει πριν από τις κάλπες του 2004 για τη μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που υπηρετούσαν τότε στο Δημόσιο.
Το ζήτημα είχε ανακινηθεί από την ηγεσία της τότε ελάσσονος αντιπολίτευσης, δηλαδή του Συνασπισμού, που, επικαλούμενη το ευρωπαϊκό δίκαιο, ισχυριζόταν ότι έπρεπε να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και εργαζόμενοι με ελάχιστη προϋπηρεσία που είχαν προσληφθεί για συγκεκριμένο έργο που στο μεταξύ είχε εκλείψει.
            Αρχικά, μάλιστα, τα δύο, τότε, κόμματα εξουσίας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε, και η Νέα Δημοκρατία, που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάπως διστακτικά στην υιοθέτηση του αιτήματος. Όχι από πολιτική συστολή, αλλά γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχαν ψηφίσει από κοινού την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, που προέβλεπε, πλέον, ρητά την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί χωρίς τα κριτήρια που καθόριζε το ΑΣΕΠ.
            Το Σύνταγμα και οι περιορισμοί του, όμως, αποδείχθηκαν… λεπτομέρειες μόλις τη σκυτάλη πήραν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων εξουσίας αναγνώριζαν το «δίκαιο» των συμβασιούχων στη μονιμότητα, παρότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν προσληφθεί από το «παράθυρο» και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Στο παιχνίδι μπήκαν και οι ίδιοι οι αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Καραμανλής, που διαγκωνίστηκαν επίσης ποιος θα υποσχεθεί τις περισσότερες μονιμοποιήσεις. Το ότι ήταν άγνωστο πόσοι ακριβώς ήταν οι προς μονιμοποίηση συμβασιούχοι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος με το οποίο επιφορτιζόταν το δημόσιο από το συλλήβδην «βόλεμα», ούτε που απασχόλησε κανέναν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε μετά τις εκλογές, προσπάθησε με διάφορα προσκόμματα να περιορίσει τον αριθμό των μονιμοποιήσεων, αλλά η βεντάλια των προεκλογικών υποσχέσεων είχε ανοίξει τόσο πολύ, που ήταν, πλέον, αδύνατον να μπει φρένο ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις προσώπων που είχαν διοριστεί στην αρχή συμβασιούχοι και κατόπιν μόνιμοι με πλαστά δικαιολογητικά.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιμείνουν πεισματικά οι τροϊκανοί στην ανάγκη μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων για να αναζητηθούν οι φάκελοι όσων μονιμοποιήθηκαν και να ελεγχθούν τα στοιχεία που είχαν υποβάλει, ώστε να απολυθούν κάποιοι λίγοι ως «επίορκοι» για να πάψουν να πιέζουν οι… άκαρδοι δανειστές.
Ο λογαριασμός από τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό της προεκλογικής περιόδου του 2004 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επέπεσε επί των κεφαλών μας με ό,τι ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Εκείνο, όμως, το σκληρό πάθημα, που δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε, δυστυχώς, το τελευταίο, δεν φαίνεται να έγινε μάθημα αφού τα ίδια φαινόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται…
Πάρτε το παράδειγμα με τον ΕΝΦΙΑ και τη σύγχυση που προκαλούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που για να γίνουν φιλολαϊκότεροι από τους κυβερνητικούς υπόσχονται την κατάργησή του φόρου, χωρίς, όμως, κανείς τους να είναι σε θέση να πει πότε και πως θα πάψουμε να τον πληρώνουμε. Η έλλειψη, από τη μια, σαφούς εναλλακτικού σχεδίου και η άγνοια, από την άλλη, που γίνεται προφανής από το γεγονός ότι λίγοι δείχνουν να ξέρουν ότι οι εναπομείνασες δύο δόσεις του συγκεκριμένου φόρου αφορούν υποχρέωση του 2013, ενώ από την άνοιξη θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για το 2014, οδηγεί τραγελαφικές δηλώσεις.
Ανάλογα με τη διάθεση από την οποία διακατέχεται ή την «πίεση» που δέχεται από τους συνομιλητές του, το κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που συνεντευξιάζεται λέει «το κοντό του και το μακρύ του». Κάποιοι κρύβονται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες για «Σεισάχθεια». Άλλοι «κλείνουν το μάτι» σε όσους, αν και έχουν, δεν πληρώνουν, αδιαφορώντας ότι αυτό τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό που οι ίδιοι θα κληθούν να διαχειριστούν. Οι πιο «γαλαντόμοι» τάζουν την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την υποκατάστασή του από νέο φόρο επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, το ύψος της οποίας, όμως, το προσδιορίζει ο καθένας κατά βούληση.
Αν ήταν μόνον ο ΕΝΦΙΑ, ίσως να ήταν μικρό και το συνολικό κακό. Η γενική πλειοδοσία σε ό,τι ακούγεται ευχάριστα κα το προεκλογικό «στρογγύλεμα» των θέσεων ώστε να ικανοποιούνται… όλοι ή, τέλος πάντων, όσο γίνεται περισσότεροι, επεκτείνεται, δυστυχώς, σχεδόν παντού. Και, φυσικά, δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ένα στρογγύλεμα και μια πλειοδοσία που τη συναντάμε  από την ευρυχωρία των διαβεβαιώσεων ότι δεν θα περιοριστεί το κυνήγι, ή, πολύ περισσότερο, τα συνεχή μπρος - πίσω για την παράταση του Μνημονίου, έως, ακόμη χειρότερα, τη… νέα «Κυριακή της Ορθοδοξίας» που κήρυξε, αιφνιδίως, ο Αντώνης Σαμαράς αναστηλώνοντας τις εικόνες στο δημαρχείο Φιλιατών, που, από ό,τι ξέρω, -γιατί είναι η γενέτειρά μου- κανείς («εικονομάχος» ή άλλος) δεν τις είχε κατεβάσει…
Υπομονή και κουράγιο για τις δέκα μέρες της προεκλογικής τούρλας που απομένουν. Και ελπίδα να αποφύγουμε τις επαπειλούμενες τερατογενέσεις.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Τα ταξί, οι βάρκες και οι παλαιοί νομάρχες



            Με τους πρώην νομάρχες Θεσπρωτίας τα «έβαλε» ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου που συζητούσε το ζήτημα με τις έδρες των ταξί. “Ξεσπάθωσε”, κατηγορώντας τους ότι, με «ρουσφετολογικά κριτήρια», αφενός έδιναν αφειδώς άδειες για ταξί και αφετέρου ενέκριναν τη μεταφορά της έδρας τους από τις ακριτικές περιοχές των Φιλιατών στην περιοχή πέριξ της Ηγουμενίτσας.

Το ζήτημα φαίνεται να είναι όντως υπαρκτό, στην αριθμητική του διάσταση τουλάχιστον, καθώς στον παλαιό δήμο Ηγουμενίτσας υπάρχει, πλέον, υπερπληθώρα ταξί, που έρχεται σε κραυγαλέα δυσαναλογία με το πληθυσμιακό κριτήριο που ίσχυε για την έκδοση νέων αδειών και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά την περιβόητη «απελευθέρωση» του επαγγέλματος των αυτοκινητιστών ταξί.

Ειδικότερα, στο δημοτικό διαμέρισμα της Ηγουμενίτσας υπάρχουν 30 ταξί και άλλα επτά στα κοντινά χωριά, ενώ με βάση την αναλογία του πληθυσμού δεν θα έπρεπε  να είναι περισσότερα από 20. Συνολικά στον νέο “καλλικρατικό” δήμο Ηγουμενίτσας κινούνται 52 ταξί, στον δήμο Σουλίου Παραμυθιάς 32  (κι εδώ το πληθυσμιακό κριτήριο είναι υπερκαλυμμένο), ενώ στο δήμο Φιλιατών ο αριθμός τους περιορίζεται στα 17, εκ των οποίων τα 10 είναι στην πόλη και μόλις επτά στις δεκάδες παλαιές κοινότητες της ενδοχώρας του δήμου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον παλαιό δήμο Σαγιάδας που εξυπηρετείται από μόλις ένα ταξί.

Δεν ξέρω αν αυτή η υπερπληθώρα, συνδυασμένη με την ανισοκατανομή, είναι αποτέλεσμα των «ρουσφετιών» που έκαναν οι παλαιοί νομάρχες της Θεσπρωτίας. Αρμόδιοι είναι οι ίδιοι να απαντήσουν στον κ. Καχριμάνη, ο οποίος μάλλον κάτι θα ξέρει, αφού κι ο ίδιος πρώην νομάρχης είναι και η κατάσταση στα Γιάννενα δεν είναι πολύ διαφορετική, αφού μόνον στο δημοτικό διαμέρισμα της πρωτεύουσας της Ηπείρου τα ταξί  που κυκλοφορούν φθάνουν τα 255!

Όπως και να έχει, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά. Βοηθούσης και της δεινής οικονομικής κρίσης, στις «πιάτσες» των ταξί σχηματίζονται διπλές και τριπλές σειρές αναμονής από τους αυτοκινητιστές που… βλέπουν τους πελάτες με το μακαρόνι. Κάτι, ωστόσο, που, λιγότερο ή περισσότερο, αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, τέτοιο που κάνει να μοιάζει ακόμη πιο ανούσια η σφοδρή «πολεμική» αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι για το περίφημο «άνοιγμα» του επαγγέλματος.

“Φαινόμενο”, όμως, αποδεικνύεται ότι είναι και η… νοοτροπία του πρώην νομάρχη, από την οποία φαίνεται ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί ο κ. Καχριμάνης, ο οποίος, στην ίδια συνεδρίαση στην οποία κατακεραύνωνε τους –κατ΄ αυτόν «ρουσφετολόγους»- τέως συναδέλφους του από τη Θεσπρωτία, έκανε τα ίδια και χειρότερα με τις άδειες για τις βάρκες στη λίμνη των Ιωαννίνων που συνδέουν την πόλη με το Nησί, δραστηριότητα που ασκείται εδώ και δεκαετίες από 13 λεμβούχους, οι οποίοι λειτουργούν με όλους τους κανόνες του «τραστ».

Η… απίθανη ιστορία, που εκτυλίχθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο. Με πρόσχημα το νόμο για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση της περιφερειακής αρχής για αύξηση κατά τρεις των υφιστάμενων αδειών δρομολόγησης λέμβων προς το νησί της Παμβώτιδας. Ως αντιπολίτευση διατυπώσαμε σοβαρές ενστάσεις για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας, βεβιασμένης, πρωτοβουλίας που δεν ήταν σαφές αν σκόπευε στο «άνοιγμα» ή στο κλείσιμο του επαγγέλματος των λεμβούχων. Ζητήσαμε να προηγηθεί μελέτη για το πόσες βάρκες μπορεί να κυκλοφορούν στη λίμνη και επιμείναμε, σε κάθε περίπτωση, οι τυχόν νέες αδειοδοτήσεις να αφορούν νεότευκτα σκάφη με μηχανές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.

Το τελευταίο κριτήριο, αν και έγινε δεκτό από την περιφερειακή αρχή, δεν περιλήφθηκε στην προκήρυξη που ακολούθησε, στην οποία, αυθαιρέτως, ορίστηκε ότι η κατάταξη θα γίνει με βάση τρία άλλα “κριτήρια” που (άκουσον-άκουσον) ήταν: η εντοπιότητα (να είναι δηλαδή κάποιος από τις παραλίμνιες περιοχές, γενικώς και αορίστως), η χαμηλή εισοδηματική κατάσταση (κι αυτή γενική και αόριστη, αφού δεν υπήρχαν όρια για να υπάρξει και σειρά κατάταξης) και, τέλος, η κατοχή άδειας πλοήγησης λέμβου.

Επειδή, όμως, παρά την ασάφεια των κριτηρίων, υπήρξε κίνδυνος να αποκλειστεί συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος, στην  πορεία προστέθηκε και το… «κριτήριο» της “ετοιμότητας προς επένδυση”. Αν αναρωτιέστε γιατί, την απάντηση τη δίνει η τελική κατάταξη, στην οποία «πρώτευσε» υποψήφιος που έχει έτοιμο σκάφος, παρότι δηλώνει ελάχιστα εισοδήματα, ενώ διαθέτει και άδεια πλοήγησης, η οποία, καθώς διάγει το… 84ο έτος της ηλικίας του, αν επρόκειτο για άδεια οδήγησης οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού οχήματος θα του είχε αφαιρεθεί.

Τα… τραγελαφικά, όμως, δεν τελείωσαν  εκεί. Καθώς μεταξύ των υποψηφίων υπήρξε και κάποιος που διέθετε προς δρομολόγηση σκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια, καλύπτοντας, έτσι, το αρχικό κριτήριο της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που είχε θέσει το Περιφερειακό Συμβούλιο, αλλά δεν «χώρεσε» στις τρεις –«καπαρωμένες», όπως τεκμαίρεται- άδειες, και κατετάγη τέταρτος, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση για τροποποίηση της προκήρυξης, που είχε ολοκληρωθεί, έτσι ώστε να γίνουν τέσσερις οι νέες άδειες και  να «χωρέσουν» όλοι! 

Υπάρχει, έπειτα από όλα αυτά, κανείς που να πιστεύει ότι έχουν απόλυτο άδικο οι «τροϊκανοί» που υποστηρίζουν ότι οι… ιθαγενείς ιθύνοντες δεν εφαρμόζουν τα συμπεφωνημένα και, γι΄ αυτό, εγκαταστάθηκαν εδώ για να επιβλέπουν οι ίδιοι; Το ζήτημα, μάλλον, είναι που να πρωτοπάνε και πώς να αντιμετωπίσουν την… ανίκητη νοοτροπία του πρώην νομάρχη που φοβούμαι ότι είναι διάχυτη παντού.
            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Για την Ιόνια Οδό και τον Ε 65

 
Εισήγηση του περιφερειακού συμβούλου Θεσπρωτίας, με την παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», Γρηγόρη Τζιοβάρα στη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 2012 για την Ιόνια Οδό και τον Ε 65

«Αν κάπου γίνεται απολύτως απτή η βαθιά οικονομική κρίση είναι στο θέμα που απασχολεί τη συνεδρίαση μας, στο μεγάλο ζήτημα με το παρατεταμένο «βάλτωμα» της Ιόνιας Οδού και της Ε 65.
Είναι στα επικίνδυνα πρόχειρα διαχωριστικά κολονάκια της υποτιθέμενης εθνικής οδού που μας συνδέει με τη Νότια Ελλάδα, το ταξίδι προς την οποία, εκτός από πανάκριβο, λόγω των συνεχών διοδίων, είναι και επικίνδυνο.
Είναι στις μισοκατασκευασμένες γέφυρες που χάσκουν και που επειδή έχουν σκουριάσει νομίζει κανείς ότι είναι μισοκαταστραμένες ως αποτέλεσμα βομβαρδισμού.
Είναι, πολύ περισσότερο, στη διαπίστωση πως όλοι εκείνοι που μέχρι πέρυσι εργαζόταν εκεί, βιώνουν το δράμα της ανεργίας και της ανέχειας, που ως μολυσματική ασθένεια μεταδίδεται στο σύνολο του οικονομικού και κοινωνικού φάσματος, αφανίζοντας επιχειρήσεις, καταστρέφοντας καριέρες και ανατρέποντας ζωές.
Τη σημασία αυτών των δύο οδικών αξόνων, την τονίζει η, έστω ανολοκλήρωτη στην περιφέρεια μας, Εγνατία Οδός, τα οφέλη της οποίας είναι λίγα μεν, πλην, όμως, εμφανή σε τομείς της αναπτυξιακής δραστηριότητας της Ηπείρου, όπως ο τουρισμός στα παράλια της Θεσπρωτίας.
Με την ευκαιρία αυτή, θέλω να επαναφέρω για μια ακόμη φορά στο Περιφερειακό Συμβούλιο το καίριο αίτημα της απομονωμένης επαρχίας Φιλιατών να εκπληρωθεί η δέσμευση από την Εγνατία Οδός Α.Ε. και να ξεκινήσει άμεσα η εκπόνηση μελέτης για τη σύνδεση της Ηγουμενίτσας με το Μαυρομάτι Σαγιάδας και τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Λόγω του γεγονότος, όμως, ότι οι οικονομικές αναπτυξιακές ανάγκες της Ηπείρου είναι στραμμένες προς το Νότο, η προώθηση της Ιόνιας Οδού και του Ε 65 είναι εκείνη που θα αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής μας.
Οι δικαιολογίες που προβάλλονται από το αρμόδιο υπουργείο, πως το πρόβλημα της εγκατάλειψης των εγκατεστημένων εργοταξίων έχει να κάνει με τα προβλήματα ρευστότητας των τραπεζών και την προσπάθεια τους να απεμπλακούν από τις υποχρεώσεις τους, καθώς προεξοφλούν ότι τα έργα δεν είναι βιώσιμα, δεν μας πείθουν.
Όπως δεν μας πείθουν τα λεγόμενα αρμοδίων παραγόντων του υπουργείου, ότι εξετάζεται εναλλακτική πρόταση, ώστε να καλυφθεί η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς οι κατά καιρούς δοθείσες υποσχέσεις για επανέναρξη των έργων, έχουν πολλάκις διαψευσθεί.
Εμείς θεωρούμε ότι η Περιφέρεια Ηπείρου, σε συνεργασία με τις άλλες περιφέρειες από τις οποίες διέρχονται η Ιόνια Οδός και η Ε 65,  πρέπει να εμπλακεί άμεσα στο ζήτημα του ξεβαλτώματος των δύο αυτών έργων και να μην περιοριστεί στην έκδοση ενός ακόμη ατελέσφορου ψηφίσματος». 

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Οφειλόμενη απάντηση για τον ορθολογισμό και το νοσοκομείο

Τις πιο ευαίσθητες χορδές μού χτύπησε το πρόσφατο άρθρο στη «Θεσπρωτική» της 27ης/28ης Αυγούστου με τίτλο: «”Τοπικά & Α-τοπα” ή ορίζοντας την έννοια του ανορθολογικού τοπικισμού», που υπογράφει ο (συντοπίτης) καθηγητής στο Πάντειο Δονάτος Παπαγιάννης, ο οποίος  πήρε, όπως ο ίδιος αναφέρει, ως αφορμή προηγούμενο σημείωμα τούτης εδώ της στήλης για το νοσοκομείο Φιλιατών. 
Ο τίτλος περισσότερο, αλλά, ως ένα βαθμό, και το περιεχόμενο του άρθρου, με υποχρεώνουν σε μια προσωπική εξομολόγηση: Όταν πριν από ένα χρόνο -τέτοιες μέρες ήταν, θυμάμαι, αρχές Σεπτεμβρίου-  κατέληξα να αποδεχθώ να εκτεθώ ως υποψήφιος στις περιφερειακές εκλογές, στην απόφασή μου βάρυνε αφενός η προτροπή φίλων μου που κατέτεινε στην επιγραμματική φράση «δεν μπορείς να μιλάς, μένοντας πάντοτε έξω από το χορό» και αφετέρου η (αυτο)δέσμευσή μου ότι «δεν θα πουλήσω την ψυχή μου στο διάβολο», ενδίδοντας στις Σειρήνες της ψηφοθηρίας.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, καταχρώμενος τον χαρακτήρα της στήλης, να επισημάνω ότι, κάνοντας έναν πρώτο εσωτερικό απολογισμό του ενός χρόνου της έκθεσής μου στα κοινά της Θεσπρωτίας, οδηγός της δράσης μου, ακόμη και στη δίνη της προεκλογικής περιόδου, υπήρξε και παραμένει η ορθολογική προσέγγιση των ζητημάτων, με τα οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι ο υποφαινόμενος, αλλά και το συλλογικό μόρφωμα, η περιφερειακή, δηλαδή, παράταξη «Ήπειρος, Τόπος Να Ζεις», με επικεφαλής τον Βαγγέλη Αργύρη, στο οποίο συμμετέχω.
Πηγαίνοντας αρκετές φορές κόντρα στο ρεύμα και αποφεύγοντας την «πεπατημένη» του -ας μου επιτραπεί η όχι και τόσο «πολιτικά ορθή» έκφραση, δεν βρίσκω, όμως, καλύτερη- «βλαχοδημαρχισμού», δεν ενδώσαμε, ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά, στον παραλυτικό λαϊκισμό. Πήραμε, και σε κάθε ευκαιρία παίρνουμε, σαφείς θέσεις, σε καίρια ζητήματα της Ηπείρου και της Θεσπρωτίας, είτε πρόκειται για τον αγωγό φυσικού αερίου και τους μετανάστες, είτε για τη «Δωδώνη» και τη διαχείριση των σκουπιδιών, με γνώμονα, πάντα, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και χωρίς στείρους τοπικιστικούς ανταγωνισμούς.
Το ίδιο κάναμε και στο προκείμενο ζήτημα, που απετέλεσε το έναυσμα για το άρθρο του συντοπίτη καθηγητή, δηλαδή, τον υγειονομικό «χάρτη» της Περιφέρειας Ηπείρου, για τον οποίο, ήδη από την προεκλογική περίοδο, τοποθετηθήκαμε με σαφήνεια. Επισημάναμε τον πρότυπο αναπτυξιακό χαρακτήρα που μπορεί, λόγω της παρουσίας της Ιατρικής Σχολής και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, να προσλάβει, διαχέοντας τα οφέλη από το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα σε όλο το εύρος της Ηπείρου, μέσω της διασύνδεσης των επιμέρους υγειονομικών μονάδων της περιφέρειας.
Στο πλαίσιο αυτό, προκρίναμε και προτείναμε την ενιαία διοίκηση όλων των μονάδων της Ηπείρου, ώστε να επιτευχθούν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας, μέσω της ορθολογικής κατανομής του ιατρικού, παραϊατρικού και διοικητικού προσωπικού,  αλλά και της αποφυγής της σπατάλης πόρων, στην οποία οδηγούν τόσο ο κατακερματισμός, όσο και η απολύτως ανορθολογική συνένωση, όπως αυτή που επιχειρήθηκε αρχικώς ανάμεσα στα νοσοκομεία Φιλιατών και Χατζηκώστα  Ιωαννίνων.
Επιμένω, λοιπόν, ότι «μεσοβέζικες» λύσεις –και τέτοια είναι και αυτή που, εν τέλει, δόθηκε με την νέα, κάπως βελτιωμένη, απόφαση για συνένωση μόνον του νοσοκομείου Φιλιατών με το Πανεπιστημιακό-  δεν υπηρετούν τον «κοινό νου», όπως διατείνεται ο αρθρογράφος, διότι, στην πράξη δεν εξοικονομούν ούτε το ένα ευρώ που θα συμφωνήσω ότι σε εποχές πτώχευσης –οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής- είναι απαραίτητο να εξοικονομηθεί.
Αντιθέτως το «σήμα» που στέλνουν στο κοινωνικό σώμα, τέτοιες απαράσκευες, για να μην πω τίποτε χειρότερο, αποφάσεις, επιτείνει την πτώχευση, όχι μόνον στην οικονομική διάσταση της έννοιας  που συνίσταται στο ότι στη θέση ενός διοικητή, ορίστηκε απλώς ένας υποδιοικητής, δηλαδή, επί της ουσίας, έγινε αυτό που λέμε μια «τρύπα στο νερό».     
Γι΄ αυτό και, χωρίς ίχνος τοπικιστικής διάθεσης, επαναλαμβάνω στην άποψη μου για το οικονομικά ανυπολόγιστο κόστος που προκαλεί η ανακίνηση του όλου ζητήματος σε ένα κρίσιμο μέγεθος που είναι το αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί η ύπαρξη του νοσοκομείου στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, καθώς λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Θα προσθέσω δε, ευκαιρίας δοθείσης, και το εύλογο ερώτημα που –με δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας- θέτουν πολλοί Φιλιαταίοι, γιατί από όλες τις υγειονομικές μονάδες επιλέχθηκε να συνενωθεί μόνον η συγκεκριμένη, χωρίς, μάλιστα, μέχρι στιγμής, να έχει εξηγηθεί πειστικά από κανέναν αρμόδιο ποια θα είναι η σχέση κόστους/οφέλους από τη συγκεκριμένη απόφαση.
Προσυπογράφοντας αρκετές από τις υπόλοιπες επισημάνσεις του κ. Παπαγιάννη, λέω, λοιπόν, ναι στον ορθολογισμό, αρκεί, όμως, να είναι τέτοιος και, πολύ περισσότερο, να συνοδεύεται με πειστικά επιχειρήματα, που, δυστυχώς, στην περίπτωση του υγειονομικού «χάρτη» δεν συνέβη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Οι «προφεσόροι» του Μπίσμαρκ και το νοσοκομείο Φιλιατών

Ακούγοντας από υπεύθυνα χείλη ότι τρεις διαφορετικές επιστημονικές ομάδες πρότειναν τρία διαφορετικά πράγματα για τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, ένα από τα οποία προβλέπει την διοικητική ενοποίηση του νοσοκομείου Φιλιατών με το νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων, μου ήρθε κατά νου η αξιομνημόνευτη ρήση του Όττο Μπίσμαρκ «drei professoren, vaterland verloren». Σε ελεύθερη απόδοση, ο Πρώσος (Γερμανός) καγκελάριος του τέλους του 19ου αιώνα ήθελε να πει με τη φράση αυτή, που έμεινε στην ιστορία, ότι, αν ανατεθούν οι υποθέσεις του κράτους σε τρεις καθηγητές, η πατρίδα χάθηκε.
Βρίσκω να ταιριάζει γάντι η ρήση του Μπίσμαρκ στην υπόθεση με τον υγειονομικό χάρτη της Ηπείρου, γιατί πραγματικά δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο που να διαθέτει κοινό νου για να μου παραθέσει ένα επιχείρημα υπέρ της ενοποίησης δύο νοσοκομείων που και απέχουν μεταξύ τους και το ένα δεν έχει τίποτε να προσφέρει στο άλλο.
Σέβομαι απεριόριστα τους ειδικούς, στον επιστημονικό τομέα που έκαστος διακονεί, θαυμάζω τους ερευνητές που ανοίγουν νέους δρόμους στην επιστήμη τους, διατηρώ ο ίδιος σχέσεις με πανεπιστημιακούς δασκάλους και συχνά καταφεύγω στη σοφία τους, είτε δια ζώσης, είτε μέσα από τα κείμενά τους.
Πιστεύω, όμως, ακράδαντα -και το έχω επισημάνει από αυτή τη στήλη, με αφορμή τις συζητήσεις για κυβερνητικές λύσεις τεχνοκρατών- ότι τις λύσεις στα μικρά και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τις δίνουν οι πολιτικές ηγεσίες, ο ρόλος των οποίων είναι να ζυγιάζουν τις θέσεις και τις αντιθέσεις και να καταλήγουν στις βέλτιστες αποφάσεις.
Τα γράφω αυτά, γιατί έχω εδραία την πεποίθηση ότι κανένας γραφειοκράτης από τη βολή του γραφείου του, κανένας τεχνοκράτης, όσες έρευνες και αν έχει κάνει κλεισμένος στο εργαστήριο του, και κανένας αξιότιμος καθηγητής, όσα διπλώματα και αν έχει συλλέξει, δεν μπορεί να εισηγείται αξιόπιστες και κοινωνικά αποδεκτές προτάσεις, αν δεν έχει την ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιπτώσεις της εισήγησής του, την οποία, κατά τεκμήριο, διαθέτουν οι πολιτικές ηγεσίες.
Προλαβαίνω τον αντίλογο για τα πελατειακά δίκτυα ανάδειξης των πολιτικών ηγεσιών, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, που μπορεί να αντιπαραβληθεί στην πιο πάνω άποψή μου. Είμαι, άλλωστε, εξ εκείνων που σε κάθε ευκαιρία στηλιτεύω τέτοια φαινόμενα. Αυτό, ωστόσο, δεν με εμποδίζει να επισημάνω ότι παντού στον κόσμο, όπου υπάρχουν δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες, σε αυτές ανήκει η αρμοδιότητα να αποφασίζουν, κυρίως διότι είναι αυτές που έχουν αίσθηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και είναι υπόλογες στην κοινωνική λογοδοσία.
Ας μην θεωρητικολογήσω, όμως, άλλο και ας έρθω στο κυρίως θέμα, που είναι το νοσοκομείο Φιλιατών, τη σημασία της αυτονομίας του οποίου δεν μπορεί να την αντιληφθεί κανένας τεχνοκράτης που κατασκευάζει σχεδιαγράμματα με οικονομικούς ή άλλους δείκτες, χωρίς επίγνωση του παρελθόντος και του παρόντος της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ενσυναίσθηση του μέλλοντός της.
Ολόκληρη η παλαιά επαρχία Φιλιατών, που από την αρχή του χρόνου αποτελεί τον ομώνυμο «Καλλικρατικό» δήμο,  μετά το προ ετών κλείσιμο των Κλωστηρίων που λειτούργησαν για λίγα χρόνια στην περιοχή, «αναπνέει» αναπτυξιακά με έναν και μοναδικό «πνεύμονα», που είναι το νομαρχιακό νοσοκομείο της Θεσπρωτίας, το οποίο για λόγους ιστορικούς -που είναι της παρούσης να αναλυθούν- εδρεύει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Φιλιάτι.
Με αυτό το δεδομένο, το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε κανένα επιστημονικό σύγγραμμα διοίκησης μονάδων υγείας, τυχόν υποβάθμιση ή συρρίκνωση του νοσοκομείου Φιλιατών -για κλείσιμο ας μην γίνεται λόγος, αφού δεν υπάρχει ανάγκη να υιοθετούμε ανυπόστατα κινδυνολογικά σενάρια, όταν, μάλιστα, εντάχθηκε λίαν προσφάτως στο ΕΣΠΑ το πρόγραμμα επέκτασης του, που ξεπερνά τα 10 εκατ. ευρώ - συνιστά θανατική καταδίκη ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
Μια άλλη, εξίσου σημαντική διάσταση της ανάγκης ύπαρξης του συγκεκριμένου νοσηλευτικού ιδρύματος, που επίσης δεν καταγράφεται στις ασκήσεις επί χάρτου που καταρτίζουν ξεκομμένοι από την πραγματικότητα «προφεσόροι», είναι το -οικονομικά ανυπολόγιστο- αίσθημα ασφαλείας που δημιουργεί στον γηρασμένο πληθυσμό της επαρχίας Φιλιατών, ακόμη και όταν δεν έχει άμεση ανάγκη χρήσης των υπηρεσιών του, γεγονός που επιπλέον λειτουργεί ως κίνητρο για πολύμηνες επισκέψεις αποδήμων, αλλά και για την παραμονή στις πατρογονικές εστίες νεώτερων ανθρώπων.
Στο πλαίσιο αυτό και μόνον η -ούτως ή άλλως ανώφελη και, ως εκ τούτου, απαράδεκτη- συζήτηση που άνοιξε για ενοποίηση με το νοσοκομείο Χατζηκώστα, προκαλεί μεγάλη ζημιά στην περιοχή. Γι΄ αυτό και δικαίως ξεσηκώθηκαν φορείς και κάτοικοι των Φιλιατών, έστω και αν κάποιοι το «είδαν» ως αφορμή για να εκφράσουν τα αντικυβερνητικά τους αισθήματα. Νοερά ήμουν κι εγώ μαζί τους, παρόλο που δεν με βρίσκει σύμφωνο το, έστω και συμβολικό, κλείσιμο του λιμανιού της Ηγουμενίτσας που φαίνεται ότι τείνει να γίνει... του συρμού και σε λίγο καθένας που έχει ένα δίκαιο ή άδικο αίτημα, θα πηγαίνει και θα κλείνει το λιμάνι, αδιαφορώντας για τη ζημιά που αυτό μπορεί να προκαλέσει στον τουρισμό που είναι ο βασικός αναπτυξιακός αιμοδότης της Θεσπρωτίας.



 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

«Εθνικό σπορ» το… «Ράδιο Αρβύλα»

            «Μάλλιασε» η γλώσσα μου τους τελευταίους δώδεκα, δεκατρείς μήνες να προσπαθώ να πείσω μια πλειάδα από γνωστούς και αγνώστους μου, σχετικούς και άσχετους, έχοντες και μη έχοντες, ότι δεν παρίστατο ανάγκη να μετακινήσουν τις καταθέσεις τους από τις ελληνικές τράπεζες και ότι, τέλος πάντων, ο κίνδυνος που αντιμετώπιζαν ήταν πολλαπλώς μεγαλύτερος αν είχαν τα χρήματά τους κάτω από το στρώμα ή… θαμμένα στον κήπο.
Δεν σας κρύβω ότι ακόμη και στη ματιά ορισμένων από όσους φάνηκε να πείθονται από  τα επιχειρήματά μου, που δεν ήταν… ηθικοπατριωτικού, αλλά απολύτως ορθολογικού, περιεχόμενου, διέκρινα μια αίσθηση καχυποψίας. «Μα, έμαθα ότι και υπουργοί έχουν βγάλει έξω τα λεφτά τους», ήταν ο πιο συνήθης… αντίλογος, με βάση τον οποίο η φετινή 25η Μαρτίου, όπως, άλλωστε, και η περυσινή, είχαν αναχθεί σε… «Ημέρα της Κρίσεως», επειδή συνέπιπταν με τις ευρωπαϊκές Συνόδους Κορυφής, οι αποφάσεις των οποίων, ωστόσο, για την ελληνική οικονομία ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό προειλημμένες.
Έχοντας θητεύσει περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες στα μέσα ενημέρωσης, έχω επίγνωση ότι τα «κακά νέα» περνούν στον πολύ κόσμο, ο οποίος «μαγνητίζεται» από την… τρομοφοβία, πολύ πιο εύκολα από τα «καλά νέα».
Δεν μπορώ, ωστόσο, να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι έχει αναδειχθεί σε «εθνικό σπορ» μας το… «Ράδιο Αρβύλα». Όχι, βεβαίως η ομώνυμη, πολύ πετυχημένη, τηλεοπτική εκπομπή, αλλά οι ασύστατες διαδόσεις και φημολογίες που κυκλοφορούν για διάφορα κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και ακραιφνώς επιστημονικά ζητήματα και βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις αχανείς εκτάσεις της ημιμάθειας.
 Ούτε μπορώ να…  χωνέψω πως είναι δυνατόν στις μέρες μας να έχουν ακόμη τόσο μεγάλη απήχηση οι κάθε είδους «τσαρλατάνοι» και «αγύρτες» που γίνονται πιστευτοί, διαδίδοντας ό,τι πιο απίθανο και τερατώδες φαντασιώνονται, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους, εκτός από την αοριστία του τύπου… «κάποιος που ξέρει μου είπε».
Ο μικρός μας τόπος, φυσικά, δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως με θλίψη διαπίστωσα για μια ακόμη φορά την περασμένη Τετάρτη, όταν συνεδρίαζαν ταυτόχρονα τα δημοτικά συμβούλια της Ηγουμενίτσας και των Φιλιατών, έχοντας, μάλιστα, στην ατζέντα τους συναφές θέμα που αφορούσε  επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες όλοι συμφωνούμε ότι, πέρα από τον τουρισμό, είναι ο μόνος τομέας που μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στην περιοχή μας.
 Παρακολούθησα απευθείας από το διαδίκτυο το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που έγινε  στο Δημοτικό Συμβούλιο της Ηγουμενίτσας για τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου που σχεδιάζεται να περάσει  από το νομό μας, ο οποίος θα μπορούσε , όπως και όλη η Ήπειρος, με έξυπνες διαπραγματεύσεις και διεκδικητική διάθεση να επωφεληθούν από μια τέτοια επένδυση, που, αν δεν γίνει στον τόπο μας, θα μετακινηθεί προς την Αλβανία.
Απογοητεύθηκα από το επίπεδο των επιχειρημάτων που επιστράτευαν όσοι αντιτίθενται σε αυτό το εθνικής σημασίας έργο, αλλά και από το κλίμα που επικράτησε στη συνεδρίαση και που δεν επέτρεψε στις ψύχραιμες φωνές και στις νουνεχείς απόψεις να ακουστούν με, τουλάχιστον, την ίδια ένταση που εκστομίζονταν οι κινδυνολογίες για τον επερχόμενο… Αρμαγεδδώνα που θα «σαρώσει», δήθεν, τον τουρισμό της Πέρδικας, ακόμη και της Πάργας και των Συβότων!
  Την ίδια ώρα ήμουν σε «ανοιχτή γραμμή» με το Φιλιάτι, όπου συζητείτο στο Δημοτικό Συμβούλιο ένα –τηρουμένων των αναλογιών- μικρό έργο, όπως είναι η εγκατάσταση μιας μονάδας ανεμογεννητριών στο βουνό που βρίσκεται πάνω από το χωριό μου, στην Κοκκινιά.
 Οι αντίστοιχες με τις προηγούμενες  «τερατολογίες»  που ακούστηκαν κι εδώ, (όπως –αν είναι δυνατόν!- ότι μπορεί να πληγούμε από… ραδιενέργεια), ευτυχώς υπήρξαν μειοψηφικές και η πλειοψηφία του Συμβουλίου έδωσε «πράσινο φως» στην επένδυση που, αν μη τι άλλο, μπορεί να κρατήσει στην περιοχή επτά με οκτώ οικογένειες, όσες είναι και οι θέσεις εργασίας που προβλέπεται να δημιουργηθούν όταν με το καλό φυσήξει ο αέρας του Άι Λια στη φτερωτή των ανεμογεννητριών.
 Σε αντίθεση με την Πέρδικα, το «Ράδιο Αρβύλα» ηττήθηκε στην περίπτωση της Κοκκινιάς, αλλά, φοβάμαι πως  για να πάψει να αποτελεί το «εθνικό σπορ» μας, χρειάζεται πολλή, μα πάρα πολλή δουλειά ακόμη….
 Υ.Γ.: Στον τακτικό αναγνώστη της στήλης, ο οποίος μου υπενθύμισε το ερώτημα «είναι λύση οι εκλογές;», που διατύπωνα πριν από πέντε εβδομάδες, επισημαίνοντάς μου ότι είχα γράψει ότι μπορεί να απαντηθεί μετά την 25η Μαρτίου, οφείλω να πω ότι παραμένει αναπάντητο για λόγους, τους οποίους μάλλον θα χρειαστεί να επανέλθω για να τους αναλύσω. 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Να κάνουμε και… «Kάτι για το Φιλιάτι»

Πέρασα μια γλυκιά νοσταλγική νύχτα με το βιβλίο «Κάτι για το Φιλιάτι» που μόλις κυκλοφόρησε με την υπογραφή του παλαιού και καλού μου φίλου Γιώργου Κώτση, εκδότη της εφημερίδας «Τα Νέα των Φιλιατών». Ξενύχτησα το πρώτο βράδυ που το έλαβα, αλλά χαλάλι του. Μού ξύπνησε μνήμες παιδικές, μού θύμισε γεγονότα και ανθρώπους, μού έμαθε πράγματα που αγνοούσα και έπρεπε να ξέρω. Μα, πάνω από όλα, με προβλημάτισε. Και αυτούς τους προβληματισμούς θέλω κυρίως να εκμυστηρευθώ.
Οι Φιλιάτες, όπως προκύπτει ανάγλυφα μέσα από το πλούσιο ιστορικό υλικό που παρατίθεται στο βιβλίο, δημιουργήθηκαν πριν από περίπου τρεις αιώνες και αποτέλεσαν έκτοτε το κέντρο της ευρύτερης περιοχής πέρα από τον Καλαμά, για ένα και μόνο ουσιαστικό λόγο: διότι ήταν ένα επίκαιρο σημείο στη διαδρομή του εμπορικού δρόμου που οδηγούσε από το λιμάνι της Σαγιάδας στο τότε -και τώρα- κέντρο της Ηπείρου, στα Γιάννενα.
Συνέβη, δηλαδή, με το Φιλιάτι, που πήρε το όνομά του από τον πρώτο οικιστή του, ονόματι Φίλια, ό,τι και με τη δημιουργία των άλλων πόλεων και κωμοπόλεων που αποδίδεται ιστορικά στους δρόμους και στα κέντρα εμπορίου που, όταν είναι ενεργοί, δημιουργούν ανάπτυξη και, όταν παύουν να έχουν σημασία, οδηγούν σε παρακμή. 
Κάπως έτσι, λοιπόν, σχηματίστηκε ο οθωμανικός «Καζάς των Φιλιατών», που εκτείνονταν και πέρα από τα όρια του σημερινού διευρυμένου Δήμου και προσήλκυσε το ενδιαφέρον αρκετών ξένων περιηγητών τον 18ο και 19ο αιώνα. Τους δύο αυτούς αιώνες συγκεντρώθηκε κι ο πληθυσμός της κώμης από μουσουλμάνους και -εξισλαμισθέντες και μη- χριστιανούς κατοίκους, όπως μαρτυρούν τα αρκετά κοινά επώνυμα των δύο σύνοικων κοινοτήτων, οι οποίες έζησαν μαζί, άλλοτε αρμονικά και άλλοτε με αντιπαλότητες, ως το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.    
  Ο μεταπολεμικός, ωστόσο, οικονομικός καταμερισμός της Ελλάδας άλλαξε τις ισορροπίες της περιοχής, καθώς μετατοπίστηκαν νοτιότερα οι δρόμοι του εμπορίου, για λόγους που σχετίζονταν και με τις γεωπολιτικές ισορροπίες της εποχής. Με αποτέλεσμα το Φιλιάτι και η ενδοχώρα του με τα δεκάδες χωριά που έσφυζαν από ζωή, προτού να πληγούν καίρια από τη μαζική μετανάστευση, η οποία ξεκίνησε ήδη από την ένταξη στο νεοελληνικό κράτος και συνεχίστηκε έκτοτε αμείωτη, σιγά-σιγά να «περιθωριοποιηθούν».
Επί έναν ολόκληρο αιώνα, οι ουσιαστικά μεγάλες αναπτυξιακές «ανάσες» της περιοχής υπήρξαν μόλις δύο: Αρχικά το νοσοκομείο, δημιούργημα των αναγκών του Εμφυλίου, σύμφωνα με το βιβλίο, αλλά και ταγών του τόπου που έβλεπαν μπροστά. Και κατόπιν το «εργοστάσιο», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς, καθώς ήταν ένα και μοναδικό, δημιούργημα, μάλιστα, ενός αμερικανοθρεμμένου Φιλιαταίου από τη διωγμένη μουσουλμανική κοινότητα, του Μέτο Λάγια (που θυμάμαι σαν τώρα την πολυτελή Jaguar του να κυκλοφορεί στους λασπωμένους φιλιατιώτικους δρόμους της δεκαετίας του ΄70).
Τα τελευταία χρόνια η παρακμή της περιοχής έφτασε στο… απόγειο της. Οι ευκαιρίες που δημιούργησε το άνοιγμα των συνόρων με τη γειτονική Αλβανία και θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την μετεμφυλιακή απομόνωση, παρήλθαν ανεκμετάλλευτες. Οι πόροι -λιγοστοί, ούτως ή άλλως, αφού δεν υπήρξε διεκδικητική διάθεση και προετοιμασία-, αντί να κατευθυνθούν σε μικρά ή μεγαλύτερα αναπτυξιακά έργα, «ιδιοποιήθηκαν» και σπαταλήθηκαν στη διευθέτηση «πελατειακών» υποχρεώσεων.
Οι σημερινοί ιθύνοντες του νέου Δήμου Φιλιατών, ο δήμαρχος Μηνάς Παπάς και οι συνεργάτες του, φαίνεται να έχουν καλή διάθεση και όρεξη για δουλειά. Αυτά είναι μια καλή αρχή που όμως, δεν αρκεί. Χρειάζεται, πάνω από όλα, σχέδιο και οργανωμένη δουλειά. Για να ξέρουμε τι θέλουμε και τι μπορούμε. Χωρίς κλαυθμυρισμούς για το… ένδοξο παρελθόν ή μεμψιμοιρίες για το δυσοίωνο παρόν, αλλά και δίχως ηττοπάθεια ή μαξιμαλισμούς για «το μέλλον», το οποίο, όπως λέει και η περιώνυμη ρήση, «ανήκει σε εκείνους που το προετοιμάζουν».
 Ο Γιώργος Κώτσης, όπως, βεβαίως, και ο Παύλος Μαντέλος, που από την Αμερική συνέγραψε το δεύτερο μέρος του βιβλίου με τις «Φιλιατιώτικες αναμνήσεις», έκαναν το χρέος τους. Συγκέντρωσαν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν του Φιλιατιού και τις απέδωσαν στις σημερινές και στις αυριανές γενιές.
 Οι τελευταίες, όμως, για να έχει «κάτι» να τους «πει» αυτή η πολύτιμη έκδοση πρέπει να μπορούν να ζήσουν στο Φιλιάτι. Να νοιώσουν, έστω, ότι εκεί είναι η ρίζα τους. Όπως νοιώθουμε όλοι εμείς που μπορεί να αναγκαστήκαμε να φύγουμε, άλλος για λίγο κι άλλος για περισσότερο, αλλά αισθανόμαστε ότι είμαστε πάντα εκεί.  
Δεν αρκεί, λοιπόν, το.. «διηγώντας τα να κλαις» που νιώθει κανείς πολλές φορές διαβάζοντας το βιβλίο. Χρειάζεται να κάνουμε και… «Kάτι για το Φιλιάτι».        

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου .Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

«Συμπαραστάτης του Πολίτη» ή… «γουρούνι στα σακί»;

«Κάνετε τίποτε εκεί στα Γιάννενα;», είναι το πιο συχνό ερώτημα που δέχομαι από αρκετούς συμπατριώτες που συναντώ, καθώς πηγαινοέρχομαι στις συνεδριάσεις του Περιφερειακού Συμβουλίου Ηπείρου. Παρότι μπήκαμε στον τρίτο μήνα από την ενεργοποίηση των νέων οργάνων, δε μπορώ να κρύψω τη δυσκολία που νοιώθω για να δώσω μια ευθεία απάντηση στο ερώτημα που μου τίθεται.
Μια καλοπροαίρετη προσέγγιση, την οποία, ως ένα βαθμό, ασπάζομαι προσωπικά, λέει πως είναι ακόμη αρκετά νωρίς για να αποφανθεί κανείς τελεσίδικα, καθώς «κάθε αρχή και δύσκολη» και στην προκειμένη περίπτωση της βαθιάς οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα μας τα πράγματα διαμορφώνονται ακόμη δυσκολότερα.  
            Από την άλλη, όμως, υπάρχει και η ρήση, σύμφωνα με την οποία «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», που σημαίνει ότι το νεοσύστατο των θεσμών, όπως και η οικονομική κρίση, δεν μπορεί να αποτελούν μόνιμο άλλοθι για κάθε είδους απραξία και αδράνεια. Με προβληματίζουν όλα αυτά, καθώς είναι «νωπή» στη μνήμη μου η διαπίστωση της αδυναμίας του Περιφερειακού Συμβουλίου μας να επιλέξει προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους για τη θέση του «Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης».
Ο «Συμπαραστάτης» είναι ένας νέος θεσμός, ανάλογος με τον «Συνήγορο του Πολίτη», που καθιερώθηκε με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» και προβλέπεται για όλους τους Δήμους και τις Περιφέρειες, με στόχο την καταπολέμηση των φαινομένων κακοδιοίκησης. Αποστολή του είναι επιπλέον, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη, να διασφαλίζει την αμεροληψία των αρχών, να συμβάλει στη βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών και των επιχειρήσεων, όπως και στην αποσυμφόρηση των αιρετών οργάνων από τη συσσώρευση αιτημάτων και παραπόνων των πολιτών.
Ειδικά, για τις Περιφέρειες που «είναι μεγαλύτερες διοικητικές μονάδες με σημαντικές αδειοδοτικές, ελεγκτικές και αναπτυξιακές αρμοδιότητες, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η αναγκαιότητα για την ανάληψη της θέσης από προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους και ανεξαρτησίας», τονίζεται στη ίδια τη εισηγητική έκθεση του νόμου με τον οποία καθιερώθηκε ο νέος θεσμός.
Στην περίπτωση της Περιφέρειας Ηπείρου επιλέχθηκε μια διαδικασία που –αν μη τι άλλο- μαρτυρά έλλειψη πίστης στο θεσμό, αφού οι υποψηφιότητες κατατίθεντο ως την ώρα που ξεκινούσε η συνεδρίαση του Συμβουλίου, στην οποία έπρεπε να ψηφίσουμε, δίχως να είχε προβλεφθεί να είναι παρόντες οι υποψήφιοι για να τους γνωρίσουμε, να ακούσουμε τις απόψεις και τις θέσεις τους και να διαμορφώσουμε γνώμη για το ποιον θα έπρεπε να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε.
Εν ολίγοις καλούμαστε να κάνουμε αυτό που στην απλή γλώσσα λέμε «πήρα γουρούνι στο σακί», που από τη μια ευτέλιζε τον ίδιο θεσμό και από την άλλη προσέβαλε βάναυσα την πλειονότητα των δέκα συμπατριωτών μας –όλοι Γιαννιώτες, τυχαίο; Δε νομίζω!- που είχαν μπει στον κόπο να υποβάλουν αιτήσεις υποψηφιοτήτων, αφού, αν γινόταν, υπό αυτές τις συνθήκες εκλογή, αποκτούσαν πλεονέκτημα όσοι είχαν δράσει παρασκηνιακά, είτε οι ίδιοι, είτε υποστηρικτές της υποψηφιότητάς τους. 
Το ζήτημα που ανέκυπτε αφορούσε όλους τους συμβούλους, αλλά πολύ περισσότερο εμάς από τη μείζονα μειοψηφία που επιλέξαμε εν τέλει να ψηφίσουμε «λευκό» στην πρώτη και μόνη, μέχρι στιγμής, ψηφοφορία για να διαμαρτυρηθούμε, έτσι, για τη φαλκίδευση της μοναδικής ίσως προνομίας που δίνει στη μειοψηφία ο «Καλλικράτης», ορίζοντας ότι η επιλογή του «Συμπαραστάτη» γίνεται με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των μελών του Περιφερειακού Συμβουλίου και περιορίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα της περιφερειακής αρχής να επιβάλει τον –όποιο- «εκλεκτό» της.         
Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η αδυναμία συναίνεσης παρατηρήθηκε στη μεγάλη πλειονότητα των Δήμων και μόνον δύο από τις δεκατρείς έχουν μέχρι στιγμής επιλέξει «Συμπαραστάτη». Εκείνο που με προβληματίζει είναι η προχειρότητα με την οποία οργανώθηκαν οι διαδικασίες στη δική μας Περιφέρειας, προχειρότητα που, δυστυχώς, είναι διάχυτη στο συνολικό τρόπο λειτουργίας της περιφερειακής αρχής Ηπείρου, ακόμη και σε θέματα, -όπως, άλλωστε, ήταν το προκείμενο-, που δεν σχετίζονται με την εν γένει οικονομική κατάσταση.
Δεν προτρέχω, πάντως, καθώς έχουμε 40 μήνες θητείας μπροστά μας. Και, ειλικρινά, μακάρι να αποδειχθεί πρόωρος ο προβληματισμός που ένοιωσα την ανάγκη να εκμυστηρευθώ, με αφορμή το συχνότερο, όπως γράφω στην αρχή, ερώτημα που δέχομαι.
Υ.Γ.: Μόνον ανεγκέφαλοι θα μπορούσαν να εκλάβουν την αναφορά μου την προηγούμενη εβδομάδα στα νοσοκομεία όλης της χώρας ως αφορμή για άθλια κινδυνολογία εις βάρος του Νοσοκομείου Φιλιατών. Την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους του Ν.Φ. –ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό- την επιδεικνύω εμπράκτως, έχοντας εκεί νοσηλευόμενο μέλος της οικογενείας μου. Ντροπή και καταισχύνη, λοιπόν, σε όσους «παίζουν» με το αίσθημα ασφάλειας των ασθενών στο όνομα μιας (δήθεν) «δημοσιογραφίας». Θα χρειαστεί, μάλλον, να επανέλθω επί του θέματος.  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.