Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βελόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βελόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η απέραντη υποκρισία με το Συμβούλιο Αρχηγών

Για όποιον δεν αυταπατάται, η συναίνεση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αναζήτηση κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων στους χειρισμούς των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, δεν υπήρξε ποτέ το ισχυρό χαρτί που ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία, είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν» λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.

Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.

Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα, τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;

Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.

Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.

Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».

«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.

Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.

Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.

Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.

Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότι έπειτα από τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.

Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Οι κρίσεις απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!


Στα χρόνια που η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν στο αποκορύφωμά της συνήθιζα να επισκέπτομαι, για λόγους ρεπορτάζ, το γραφείο ενός αξιωματούχου της εποχής με κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής και δυνατότητα ισχυρής παρέμβασης στον τότε πρωθυπουργό.
Παρά τον σεβασμό που μου ενέπνεαν από τη μια η εμπιστοσύνη που μου έδειχνε και από την άλλη το ασκητικό και διόλου αλαζονικό πνεύμα που χαρακτήριζε την άσκηση της εξουσίας του, οι διαφωνίες μας ήταν συχνές κυρίως εξαιτίας της μεγάλης έκπληξη που αισθανόμουν κάθε φορά που μου εκμυστηρευόταν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμόρφωνε τις απόψεις του.
Τα περισσότερα σαββατοκύριακα, σύμφωνα με τις διηγήσεις του, επισκεπτόταν μονές ανά την ελληνική επικράτεια προκειμένου να αντιληφθεί το κλίμα που εισέπρατταν οι ηγούμενοι και οι λοιποί μοναχοί από το… χριστεπώνυμο ποίμνιο με τον οποίο έρχονταν σε επαφή. Ήταν εδραία η πεποίθησή του ότι οι μονές ήταν τα καλύτερα «βαρόμετρα» για να αντιληφθεί ο ίδιος –που δήλωνε «αμετανόητος αντιμνημονιακός»- για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και να τις μεταφέρει στο Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν εμπιστευόταν ούτε τις δημοσκοπήσεις, ούτε τους βουλευτές ή τα στελέχη του κόμματός του. Θέσφατο για εκείνον ήταν αυτό που «λένε οι καλόγηροι», επειδή πίστευε ότι ήταν ανιδιοτελείς. Το επιχείρημα ότι αυτά που του μετέφεραν άνθρωπο απομονωμένοι από τον έξω κόσμο μπορεί να μην είχαν σχέση με την πραγματικότητα δεν τον έπειθε και ούτε τον απασχολούσε.
Ο πρωταγωνιστής της μικρής αυτής ιστορίας κάποια στιγμή βρέθηκε, για άλλους αλλά όχι πολύ διαφορετικούς λόγους, κακήν κακώς εκτός κυβέρνησης. Αλλά και η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε δεν είχε και καλύτερη κατάληξη. Ίσως και επειδή συνέχισε να ασκεί την πολιτική της ακολουθώντας αντίστοιχες νόρμες.
Ανέσυρα τούτες τις μέρες στη μνήμη του τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, παρακολουθώντας τη διστακτικότητα της κυβέρνησης και των άλλων φορέων της Πολιτείας να πάρουν σαφή θέση και να πουν ξεκάθαρα για το μείζον ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό αυτό που χθες είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αυτονόητο, δηλαδή, σύμφωνα με το οποίο: «Ό,τι ισχύει για τις δημόσιες συναθροίσεις, ισχύει και για τις εκκλησίες μας».
Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να «σπάσει αυγά» και να λάβει τις αποφάσεις που απαιτούσαν οι δύσκολες περιστάσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Η πρώτη ήταν όταν αντέδρασε άμεσα και αποτελεσματικά στην τεράστια πρόκληση του Τούρκου Προέδρου να αποπειραθεί να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλύοντας τα σύνορα της Ελλάδας.
Η απόφαση για το κλείσιμο των συνόρων και η συνακόλουθη ριζική αλλαγή της παθητικής μεταναστευτικής πολιτικής που πέντε χρόνια τώρα ακολουθεί η χώρα μας, ήταν μια αποφασιστική κίνηση η οποία έδειξε ηγεσία. Το ίδιο έδειξε και η πρωθυπουργική πρωτοβουλία να αναλάβει ο ίδιος να μιλήσει στους πιστούς Χριστιανούς για το τι επιβάλλεται να κάνουν και τι όχι.
Σε μια καθοριστική στιγμή για αυτή καθεαυτή την υπόσταση της ελληνικής Πολιτείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε δύο επιβεβλημένες πρωτοβουλίες που δεν ικανοποιούν απλώς το λαϊκό αίσθημα αλλά στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα για την κινητοποίηση και την εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιους κινδύνους.
Οι Βελόπουλοι, οι Πολλάκηδες (για φαντασθείτε ο περί ου να ήταν ακόμη υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της δημόσιας Υγείας και να χειριζόταν τη συγκεκριμένη κρίση;), οι Κραουνάκηδες, οι Αμβρόσιοι υπήρχαν από παλαιά και μάλλον θα υπάρχουν και στο μέλλον, βουτηγμένοι μέσα στη μικρότητα του «ελληναράδικου» περίγυρου τους…
Γι΄ αυτό και το ζητούμενο σε τέτοιες ώρες μεγάλων κρίσεων είναι οι δυνάμεις της λογικής και της υπευθυνότητας να ασκούν τον ρόλο τους, παίρνοντας ξεκάθαρες θέσεις χωρίς να αφήνουν στους κάθε είδους λαϊκιστές τον ζωτικό χώρο που διεκδικούν για να προμοτάρουν την -εμπορική, ιδεοληπτική ή όποια άλλη- «πραμάτειά» τους.
Οι ετερόκλητες δυνάμεις του παραλογισμού ανθούν εκεί που απέχουν οι εχέφρονες ταγοί. Και οι παρεμβάσεις τους βρίσκουν έδαφος όταν οι πολίτες αφήνονται έρμαια τους. Το βιώσαμε πολλές φορές στο απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν. Η χώρα μπήκε σε μεγάλες περιπέτειες και οι Έλληνες πλήρωσαν βαρύ τίμημα κάθε φορά που πήραν το «πάνω χέρι» οι εμφορούμενοι από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις.
Ας ελπίσουμε να μην ξανασυμβεί. Ούτε με τη μεταναστευτική κρίση. Ούτε με την κρίση της πανδημίας του κωρονοϊού. Οι κρίσεις και για να προληφθούν, αλλά και για να αντιμετωπιστούν, απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!