Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζανακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζανακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Φτάνει πια με τα «μανιφέστα» και τα… «πραξικοπήματα»


Θα είχε ενδιαφέρον αν καταπιανόταν κάποιος από τους τηρούντες τα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων με το εγχείρημα να καταγράψει πόσες φορές από τη Μεταπολίτευση και ύστερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει την εκδήλωση «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος».
Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Με τις «Πρέσπες» επιστρέφει ο χειρότερος παλαιοκομματισμός όλων των εποχών


«Το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ηλικία, αλλά έχουν να κάνουν με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδρομής του καθενός μας», υποστήριξε σε μια πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Η σπάνια αυτή έκλαμψη ειλικρινούς προσέγγισης της πραγματικότητας από τον κ. Τσίπρα, ωστόσο, δεν είχε, δυστυχώς, ίχνος αυτοκριτικής, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ενθυμούμενος ότι μόλις πρόσφατα στενοί συνεργάτες του κατέφευγαν σε προπαγανδιστικού τύπου δικαιολόγηση των λαθών του με επίκληση του γεγονότος ότι «είναι μόλις 44 ετών»...
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια λεκτική αποστροφή που είχε ως στόχο να αντλήσει μια ακόμη αφορμή για να επιτεθεί κατά των αντιπάλων του.
Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ο 36χρονος εκπρόσωπος της κυβέρνησής του Δημήτρης Τζανακόπουλος αξιοποιούσε τη δική του παρουσία στην κρατική τηλεόραση, στην οποία εμφανιζόταν –προφανώς κατ΄ απαίτησή του- μόνος του για να ισχυριστεί το εξής αμίμητο: «Ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει εξηγήσεις σε ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο για τα περί συναλλαγής στο Μακεδονικό».
Θα ήταν άξια καγχασμών και χλευασμού η συγκεκριμένη «ατάκα» του κ. Τζανακόπουλου, αν δεν επρόκειτο για ένα μνημείο δουλοπρέπειας. Δουλοπρέπεια η οποία επιβεβαιώνεται και με την παρασκηνιακή προσπάθεια που φαίνεται ότι καταβάλλεται για να βρεθεί τις επόμενες μέρες στην Αθήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου, όπως αναφέρουν όλες οι πληροφορίες αλλά και οι διαρροές από την ίδια την κυβέρνηση, να ασκήσει πιέσεις για την έγκριση από την ελληνική Βουλή της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών.   
Μένει, βεβαίως, να δούμε τι πραγματικά θα γίνει κατά την εδώ επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ. Αλλά, όπως και να έχει, ξεπερνά ακόμη και τα πιο υψηλά μεγέθη πολιτικού αμοραλισμού που έχουν κατακτήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βλέπει κανείς τους κυβερνητικούς ιθύνοντες μιας ευρωπαϊκής χώρας να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για αλλαγή των διαμορφωμένων εδώ και καιρό εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στην πιθανολογούμενη διάθεση των ξένων να… τιμωρήσουν τις ηγεσίες της αντιπολίτευσης επειδή υποστήριξαν κάτι που ασπάζεται η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, όπως μαρτυρούν όλες αναμφισβήτητα οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Ούτε στις πιο μαύρες εποχές του Εμφυλίου –όταν παιζόταν η παραμονή της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης- δεν είχαν επενδυθεί τόσες ελπίδες στις παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα για να… νουθετήσει τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις. Διότι -προσέξτε!- ο κ. Τζανακόπουλος δεν κάλεσε τους Ευρωπαίους να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης περί ανταλλαγής του Σκοπιανού με τη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Μίλησε, αντιθέτως, για «εξηγήσεις που θα δώσει» ένας Έλληνας πολιτικός αρχηγός σε ξένες ηγεσίες.
Όπως αποδείχθηκε, μάλιστα, η προσδοκία της… τιμωρίας του αρχηγού της ΝΔ δεν ήταν προϊόν μόνον της έμπνευσης του κυβερνητικού εκπροσώπου. Το Μέγαρο Μαξίμου μας πληροφόρησε ότι ο κ. Μητσοτάκης… φοβήθηκε να πάει στις Βρυξέλλες. Ενώ επίσης από διαρροές του πρωθυπουργικού γραφείου μάθαμε ότι ο –go back κυρία Μέρκελ- Αλέξης Τσίπρας έκανε, εν τέλει, τα παράπονα του στον… Πιέρ Μοσκοβισί!
Δεν είναι, πάντως, μόνον το «κάρφωμα» στους Ευρωπαίους που καταδεικνύει ότι το συνονθύλευμα που μας κυβερνά μπορεί να καταφύγει σε κάθε είδους παλαιοκομματική μεθόδευση, αδιαφορώντας για το πόσο καταγέλαστοι γίνονται στα μάτια της εγχώριας και της διεθνούς κοινής γνώμης εξαιτίας του πάθους με το οποίο προσπαθούν να παραμείνουν προσκολλημμένοι στις καρέκλες της εξουσίας.
Χρειάζεται να πάει κάποιος πολύ πίσω σε θολές ή σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας –από αυτές που υποτίθεται στηλιτεύουν κάθε τρεις και λίγο οι ΣΥΡΙΖΑίοι- για να βρει αντίστοιχο παράδειγμα με το πρωτοφανές «αλισβερίσι» που βλέπουμε να εκτυλίσσεται προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να εγκριθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο η Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι δύσκολο, κατ΄ αρχάς, να ξεχαστεί ότι πίσω από την ανεξήγητη σπουδή της κυβέρνησης να «κλείσει» το Σκοπιανό άρον άρον και χωρίς ενημέρωση της Βουλής και των κομμάτων, υποκρυπτόταν η προσπάθεια να προκληθεί ρήγμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αναμοχλεύοντας πάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά η συντηρητική παράταξη. 
 Όταν, όμως, δεν κατάφεραν να διεμβολίσουν τη Νέα Δημοκρατία, δεν δίστασαν να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης σχεδόν όλων των μικρότερων κομμάτων. Οι άνθρωποι που στηλίτευαν ως αποστασία κάθε διαφοροποίηση βουλευτή και κατηγορούσαν ως «αργυρώνητο» όποιον έδειχνε διάθεση να συνταχθεί με τη γραμμή άλλου κόμματος, όπως στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του 2014, δεν έχουν πρόβλημα να «ψαρέψουν» δεξιά και αριστερά υπουργούς και βουλευτές.
Τη μια επιστρατεύουν τον Φώτη Κουβέλη, τον οποίο στην προηγούμενη πολιτική περίοδο αποκαλούσαν «κουρέλι», την άλλη επιβραβεύουν με θέση υφυπουργού την Κατερίνα Παπακώστα που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ». Ενώ κινούν παρασκηνιακά τα νήματα, κρατώντας ουσιαστικά σε καθεστώς αιχμαλωσίας τρία κόμματα –το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων-, απειλώντας τα με διάλυση, αφού αρκεί η μετακίνηση ενός βουλευτή από καθένα εξ αυτών για να πάψουν να αναγνωρίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής.
Συνοψίζοντας κανείς τα πρωτοφανή αυτά φαινόμενα, τα οποία, κακά τα ψέματα, λίγο απέχουν από όσα παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσονται στα γειτονικά Σκόπια, δεν μπορεί να μην εκφράσει αποτροπιασμό για την οπισθοδρόμηση της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που θεωρούσαμε ότι με το τέλος της δικτατορικής περιόδου και κυρίως με τον ευρωπαϊκό δρόμο στον οποίο την οδήγησαν αρχικώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και εν συνεχεία ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι υπόλοιποι πρωθυπουργοί που τους διαδέχθηκαν, είχε αφήσει πίσω τον αμοραλιστικό παλαιοκομματισμό.
Δυστυχώς, όμως, ο παλαιοκομματισμός είναι εδώ και τον ξαναζούμε στις χειρότερες εκδοχές του. Μάλλον διότι, όπως αναγνώρισε και ο κ. Τσίπρας «το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν με την ηλικία». Κρίμα!