Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοντεσκιέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοντεσκιέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η Δικαιοσύνη και οι μνημονιακές περικοπές



            Χωράει πολλή συζήτηση η κυβερνητική τροπολογία για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων των δικαστικών στο επίπεδο που ήταν τον Αύγουστο του 2012, όπως είχε αποφασίσει το λεγόμενο «Μισθοδικείο», το οποίο ακύρωσε τις τελευταίες μνημονιακές περικοπές των δικαστών, παρότι ανάλογες περικοπές υπέστησαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο.
            Είναι αλήθεια ότι οι δικαστικοί είναι μια ειδική κατηγορία εργαζομένων, καθώς η Δικαιοσύνη από την εποχή του Μοντεσκιέ αποτελεί μια ξεχωριστή εξουσία, με διακριτό ρόλο από τις άλλες δύο: την εκτελεστική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, και τη νομοθετική, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
            Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δικαστική εξουσία είναι εκείνη που υπεισέρχεται στα εδάφη των άλλων εξουσιών, αφού με την απόφασή της υποχρέωσε την κυβέρνηση να εισηγηθεί και τη Βουλή να ψηφίσει την (μερική) ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής που, όπως και να το κάνουμε, ανήκει στις δικές της αρμοδιότητες.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς την ίδια περίοδο που λαμβάνεται η συγκεκριμένη απόφαση, στην πλειονότητά τους οι δικαστικές κρίσεις, ακόμη και όταν αφορούν τις… ταπεινές καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, κατατείνουν στη δικαίωση των μνημονιακών μέτρων με το επιχείρημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.
Γι΄ αυτό και όσοι έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η απόφαση των δικαστικών που αφορούσε στις δικές τους απολαβές θα μπορούσε να οδηγήσει στο «ξήλωμα» της ασφυκτικής μνημονιακής πίεσης, μάλλον απογοητεύθηκαν από τη συνέχεια.
            Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη  με το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των λειτουργών της. Ούτε, νομίζω, μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών και των εισαγγελέων αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας.
            Υπό αυτή την έννοια, αν δεχθούμε ότι η επίδικη απόφαση για την αναδρομική διόρθωση του μισθολογίου των λειτουργών της Θέμιδος στοχεύει στο να καταδείξει ότι οι Έλληνες δικαστές μπορούν απερίσπαστοι να επιτελούν το έργο τους, τότε καλώς ελήφθη, αφού η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο για κάθε αδύνατο και κάθε αδικούμενο.
            Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι το μοναδικό κριτήριο για την ποιότητα της Δικαιοσύνης. Και, έτσι, τα λίγα επιπλέον εκατομμύρια ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός μάλλον δύσκολα θα καταφέρουν να αλλάξουν τον αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο, κατά γενική ομολογία, απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας.
            Κακά τα ψέματα, μια από τις μεγάλες απειλές για την κοινωνική και οικονομική συνοχή στις μέρες μας αποτελεί η τεράστια καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στην εκδίκαση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις –και παρά τα επανειλημμένα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής- καταλήγει σε αρνησιδικία.
            Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι απαρχαιωμένες δομές του νομικού μας συστήματος, η έλλειψη του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων υποδομών είναι σίγουρα ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα το οποίο δεν τιμά την ελληνική Πολιτεία.
Εξίσου σίγουρο, όμως, είναι ότι αν οι δικαστικοί λειτουργοί και τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο, με τον οποίο επιδόθηκαν στη διεκδίκηση της επαναφοράς των μισθολογικών περικοπών που υπέστησαν, μπορούν να ανατρέψουν όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα.
Και αυτή η ανατροπή είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει -και στους ίδιους και στην ελληνική κοινωνία- μεγαλύτερο κέρδος από την μερική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης.