Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοντεσκιέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοντεσκιέ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η Δικαιοσύνη και οι μνημονιακές περικοπές



            Χωράει πολλή συζήτηση η κυβερνητική τροπολογία για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων των δικαστικών στο επίπεδο που ήταν τον Αύγουστο του 2012, όπως είχε αποφασίσει το λεγόμενο «Μισθοδικείο», το οποίο ακύρωσε τις τελευταίες μνημονιακές περικοπές των δικαστών, παρότι ανάλογες περικοπές υπέστησαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο.
            Είναι αλήθεια ότι οι δικαστικοί είναι μια ειδική κατηγορία εργαζομένων, καθώς η Δικαιοσύνη από την εποχή του Μοντεσκιέ αποτελεί μια ξεχωριστή εξουσία, με διακριτό ρόλο από τις άλλες δύο: την εκτελεστική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, και τη νομοθετική, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
            Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δικαστική εξουσία είναι εκείνη που υπεισέρχεται στα εδάφη των άλλων εξουσιών, αφού με την απόφασή της υποχρέωσε την κυβέρνηση να εισηγηθεί και τη Βουλή να ψηφίσει την (μερική) ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής που, όπως και να το κάνουμε, ανήκει στις δικές της αρμοδιότητες.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς την ίδια περίοδο που λαμβάνεται η συγκεκριμένη απόφαση, στην πλειονότητά τους οι δικαστικές κρίσεις, ακόμη και όταν αφορούν τις… ταπεινές καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, κατατείνουν στη δικαίωση των μνημονιακών μέτρων με το επιχείρημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.
Γι΄ αυτό και όσοι έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η απόφαση των δικαστικών που αφορούσε στις δικές τους απολαβές θα μπορούσε να οδηγήσει στο «ξήλωμα» της ασφυκτικής μνημονιακής πίεσης, μάλλον απογοητεύθηκαν από τη συνέχεια.
            Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη  με το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των λειτουργών της. Ούτε, νομίζω, μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών και των εισαγγελέων αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας.
            Υπό αυτή την έννοια, αν δεχθούμε ότι η επίδικη απόφαση για την αναδρομική διόρθωση του μισθολογίου των λειτουργών της Θέμιδος στοχεύει στο να καταδείξει ότι οι Έλληνες δικαστές μπορούν απερίσπαστοι να επιτελούν το έργο τους, τότε καλώς ελήφθη, αφού η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο για κάθε αδύνατο και κάθε αδικούμενο.
            Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι το μοναδικό κριτήριο για την ποιότητα της Δικαιοσύνης. Και, έτσι, τα λίγα επιπλέον εκατομμύρια ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός μάλλον δύσκολα θα καταφέρουν να αλλάξουν τον αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο, κατά γενική ομολογία, απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας.
            Κακά τα ψέματα, μια από τις μεγάλες απειλές για την κοινωνική και οικονομική συνοχή στις μέρες μας αποτελεί η τεράστια καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στην εκδίκαση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις –και παρά τα επανειλημμένα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής- καταλήγει σε αρνησιδικία.
            Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι απαρχαιωμένες δομές του νομικού μας συστήματος, η έλλειψη του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων υποδομών είναι σίγουρα ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα το οποίο δεν τιμά την ελληνική Πολιτεία.
Εξίσου σίγουρο, όμως, είναι ότι αν οι δικαστικοί λειτουργοί και τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο, με τον οποίο επιδόθηκαν στη διεκδίκηση της επαναφοράς των μισθολογικών περικοπών που υπέστησαν, μπορούν να ανατρέψουν όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα.
Και αυτή η ανατροπή είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει -και στους ίδιους και στην ελληνική κοινωνία- μεγαλύτερο κέρδος από την μερική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης.