Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βουλή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Ο αδυσώπητος πόλεμος των διαδικτυακών στρατών

 

Αν πιστέψουμε τον διαδικτυακό στρατό που υποστηρίζει την κυβερνητική παράταξη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε κατά κράτος τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή.

Αν λάβουμε υπόψη μας, όμως, τα όσα αποκόμισε από την ίδια συνεδρίαση ο διαδικτυακός στρατός που είναι ταγμένος στο πλευρό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας «ισοπέδωσε» με τη μέθοδο του οδοστρωτήρα τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Τόσο κατά τη διάρκεια της τετράωρης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, οπότε, κατά την προσφιλή τους, είχαν στηθεί στα ηλεκτρονικά τους χαρακώματα για να δημιουργήσουν τις εντυπώσεις, όσο και με την ολοκλήρωσή της, οι δύο στρατοί, τα τρολ, όπως είναι πλέον γνωστά στην καθομιλουμένη, έδωσαν ρεσιτάλ.

Ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που τους αφιερώθηκε μια ολόκληρη συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων. Και έπρεπε μάλλον να δικαιώσουν τη φήμη τους, αλλά και τη μεγάλη συμμετοχή που τους αναγνωρίζεται ότι έχουν πλέον στο πολιτικό γίγνεσθαι.

Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές συγκρούσεις μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστούν ελληνική εφεύρεση. Αντιθέτως συνιστούν πλέον ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο αναδύθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα και κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος εξοβελίζοντας ή περιθωριοποιώντας τους παραδοσιακούς τρόπους της πολιτικής διαμεσολάβησης και αντιπαράθεσης.

Στη χώρα μας, ειδικότερα, μοιάζει να έχουμε να κάνουμε με ένα υβρίδιο των παραδοσιακών καφενείων, που ήταν συχνά χωρισμένα σε «πράσινα» και «γαλάζια», και των εντύπων που υποστήριζαν φανατικά μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη.

Όπως, όμως, συμβαίνει με τα περισσότερα υβρίδια, τα χαρακτηριστικά των τρολ είναι πολύ πιο έντονα από τα πατρογονικά στοιχεία από τα οποία προέρχονται. Βοηθούσης και της ανωνυμίας που εξασφαλίζει το Διαδίκτυο, οι αντιπαραθέσεις που γίνονταν στους παλαιούς καφενέδες ή μέσα από τους ξύλινους τίτλους και την υπόλοιπη αρθρογραφία των εφημερίδων του παρελθόντος ήταν επιπέδου Παρθεναγωγείου συγκριτικά με τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την εχθροπάθεια που εκφράζεται στις μέρες μας μέσα από τις αναρτήσεις στα νέα μέσα: Facebook, Twitter, blogs, κλπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφεραν σημαντικές αλλαγές στις σύγχρονες κοινωνίες και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταχύτερη μετάδοση των πληροφοριών. Μεγάλη επίσης υπήρξε η συνδρομή τους στην εμπέδωση συνθηκών διαφάνειας, αφού η αδιαμεσολάβητη πληροφόρηση παρέκαμψε πολλά εμπόδια που ορθώνονταν παλαιότερα λόγω του περιορισμένου αριθμού των μέσων εκπομπής που, ως εκ τούτου, επέτρεπαν περισσότερο έλεγχο, αλλά και μεγαλύτερη χειραγώγηση στις πληροφορίες που διακινούνταν στη δημόσια σφαίρα και έφθαναν στους πολίτες.

Δίπλα, όμως, σε αυτή τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων, υπάρχει και η σκοτεινή, καθώς ο κάθε διαταραγμένος που έχει στα χέρια του το πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή, tablet ή smartphone, μπορεί να μεταδώσει και να μοιραστεί με πολλούς άλλους τις δικές του φαντασιώσεις ή τα κουτσομπολιά και τις ανυπόστατες φήμες, των οποίων έγινε δέκτης ή είναι απλός κατασκευαστής.

Το φίλτρο που έβαζαν παλαιότερα οι επαγγελματίες της ενημέρωσης, καθώς είχαν την ευθύνη αυτού που κυκλοφορούσε, έχει πλέον καταργηθεί. Και μοιραία επέρχεται η ισοπέδωση των πάντων και εμπεδώνεται το αίσθημα ότι «όλα επιτρέπονται», πολύ περισσότερο όταν αυτό γίνεται ανωνύμως και χωρίς συνέπειες.

Όλα όσα έγιναν τις προηγούμενες ημέρες με τις άθλιες και χυδαίες διαδόσεις που επιχειρούσαν να συνδέσουν την κυβέρνηση με κυκλώματα παιδεραστίας αποτελούν ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα των επικινδύνων ατραπών στις οποίες οδηγείται η κομματική αντιπαράθεση όταν η πληροφόρηση γίνεται έρμαιο στις σκοτεινές επιδιώξεις των διαδικτυακών στρατών που συνήθως μισθώνονται, αλλά σε πολλές περιπτώσεις στρατεύονται, με σκοπό να εξαπολύουν επιθέσεις κατά των αντίπαλων στρατοπέδων, αδιαφορώντας αν όλα αυτά που εκπέμπονται δεν αποτελούν παρά δηλητήριο που καταστρέφει την κοινωνική συνοχή και συμβίωση.

Όποιος παρακολούθησε τη συζήτηση στη Βουλή αντιλήφθηκε τη δυσκολία του κ. Τσίπρα να αποκηρύξει το φαινόμενο. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και τέως πρωθυπουργός πήρε μεν κάποιες αποστάσεις από τις ακρότητες περί κυβερνητικής παιδεραστίας, δεν τόλμησε, όμως, να πάει ένα βήμα παραπέρα και να στηλιτεύσει τα στελέχη και τους πολιτικούς της παράταξής του που εκπέμπουν διχαστικό λόγο, είναι διακινητές fakenews ή συκοφαντικών επιθέσεων κατά πολιτικών του αντιπάλων.

Από την άλλη, βεβαίως, και ο νυν πρωθυπουργός χειρίστηκε με το… γάντι τους μαχητές του δικού του πολιτικού χώρου που εκφράζονται ακραία κατά των δικών του αντιπάλων. Έδειξε μάλιστα να δικαιολογεί τις επιθέσεις όταν οι… αγωνιστές του πληκτρολογίου είναι απλοί πολίτες και όχι αξιωματούχοι.

Εν ολίγοις, λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα το οποίο εξήχθη από τη συζήτηση που έγινε στη Βουλή κάθε άλλο παρά δικαίωσε τον σκοπό για τον οποίο διεξήχθη και αφορούσε «την ποιότητα της Δημοκρατίας και του Δημοσίου Διαλόγου» στον απόηχο του απόλυτου ξεστρατίσματος που κινδυνεύει να υποστεί το ελληνικό «#metoo» προκειμένου να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους οι διαδικτυακοί κομματικοί στρατοί.

Και αν υπολογίσει κανείς ότι –τυπικά, τουλάχιστον- απέχουμε είκοσι οκτώ ολόκληρους μήνες από τις επόμενες εκλογές, μπορείτε να αναλογιστείτε τι μας επιφυλάσσει ακόμη ο αδυσώπητος πόλεμος των διαδικτυακών στρατών που όσο θα πλησιάζουν οι κάλπες θα γίνεται όλο και πιο σκληρός…

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Να καταργηθούν οι αρχισυντάκτες!

 «Είσαστε συμπαθής ως φυσιογνωμία, έχετε και μουστάκι, αλλά εγώ θα σας ζητήσω να παραιτηθείτε. Γιατί λόγω της θέσεως σας δεν διαφυλάξατε την αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών της χώρας».

Με αυτά ακριβώς τα λόγια -μάρτυς μου η γνωστή πλατφόρμα «YouTube», στην οποία μπορεί να αναζητήσει ο καθένας το σχετικό βίντεο- απευθύνθηκε προς τον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) Αθανάσιο Κουτρουμάνο ο βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης στην τελευταία συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που είχε στην ημερήσια διάταξή της τα πεπραγμένα της ανεξάρτητης αρχής η οποία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.

Μετά την περιώνυμη «λίστα Πέτσα», η αξιωματική αντιπολίτευση βρήκε, όπως φαίνεται, έναν ακόμη λόγο για να δικαιολογήσει την επικοινωνιακή κακοδαιμονία που την κατατρέχει. Είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης που, κατά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επεμβαίνει στα μέσα ενημέρωσης για να τα υποχρεώσει να μεταδίδουν τις ειδήσεις με τρόπο που να τυγχάνει της αρεσκείας της Κουμουνδούρου.

Το πώς ακριβώς μπορεί να το επιτύχει αυτό ο κ. Κουτρουμάνος, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, τοποθετήθηκε στη θέση που κατέχει επί της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ως πρόσωπο κοινής αποδοχής, δεν μας το διευκρινίζουν. Δεν μας λένε, δηλαδή, αν ο πρόεδρος του ΕΣΡ θα πρέπει να απειλεί, ως άλλος Πολάκης, τους δημοσιογράφους ότι θα τους… θάψει τρία μέτρα κάτω από τη γη ή αν θα πρέπει να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδήσεων και να αναθέσει στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ την αρμοδιότητα να καθορίζουν τη σειρά, τη διάρκεια και το περιεχόμενο των θεμάτων που θα μεταδίδονται στα δελτία.

Χωρίς, για να είμαστε ειλικρινείς, να είναι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ οι πρώτοι και οι μόνοι διδάξαντες την επίκληση του ΕΣΡ κάθε φορά που πολιτικές δυνάμεις δεν ικανοποιούνται με τον τρόπο μετάδοσης των ειδήσεων, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κόμμα που βρίσκεται αυτή την περίοδο στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διακατέχεται εδώ και χρόνια από μια ακόρεστη διάθεση ελέγχου και ποδηγέτησης της ενημέρωσης: ηλεκτρονικής και έντυπης.

Τις ίδιες, λίγο ως πολύ, καταγγελίες για «μεροληψία» εις βάρος τους που εξαπολύουν τώρα κατά των μέσων ενημέρωσης εκτόξευαν και όταν ήταν ξανά στην αντιπολίτευση και κυρίως την περίοδο 2012-2014 όταν έβαζε στο στόχαστρο ή και σε καραντίνα κανάλια και δημοσιογράφους που τους ασκούσαν κριτική. Η υποτιθέμενη «μεροληψία», βεβαίως, ουδόλως τους εμπόδισε να κερδίσουν τις εκλογές όταν το επέτρεψαν οι πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες στη χώρα. Αλλά αυτό δεν… μετράει, διότι οι ίδιοι πιστεύουν ότι νίκησαν χάρις στο ανυπέρβλητο πολιτικό τους… διαμέτρημα που απεδείκνυαν με τις σκευωρίες περί δήθεν εξαγοράς στελεχών των ΑΝΕΛ που έστηναν σε τηλεοπτικά πρωινάδικα.

Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν βρέθηκαν στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν ήταν μόνον ο διαγωνισμός – «παρωδία» με τον οποίο επεχείρησαν να δώσουν τηλεοπτικές άδειες μόνον σε αρεστούς. Ούτε ο ασφυκτικός θάνατος που προσπάθησαν να επιβάλουν στα έντυπα που τους ασκούσαν κριτική. Ήταν, πολύ περισσότερο, η απροκάλυπτη διακήρυξη (στις 10 Σεπτεμβρίου 2016) από την τότε κυβερνητική εκπρόσωπο Όλγα Γεροβασίλη ότι είναι «δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης στη Δημοκρατία» να επισημαίνει στα κανάλια πώς θα ενημερώνουν τους πολίτες «ειδικά όταν θεωρεί ότι η πρακτική αυτή υποκρύπτει σκοπιμότητα».

Αυτή και μόνον η δήλωση θα έπρεπε να τους κάνει σήμερα να σιωπούν αντί να φωνασκούν. Αλλά ποιος έχασε τη ντροπή να τη βρουν οι πολιτικοί που έστησαν ολόκληρη Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, χωρίς να βγάλουν απολύτως τίποτε; Αλλά πώς να έβγαζαν ο,τιδήποτε όταν τα πιο επισφαλή χρέη και τα μεγαλύτερα θαλασσοδάνεια τα είχαν οι υποστηρικτές τους που έπρεπε να μείνουν –και έμειναν- στο απυρόβλητο;

Με το ίδιο θράσος που άνοιξαν και έκλεισαν εκείνη την Επιτροπή συνεχίζουν τώρα το ίδιο τροπάρι για τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ που «δεν μας παίζουν». Μόλις χθες από το βήμα της Βουλής ο Αλέξης Τσίπρας ισχυριζόταν για πολλοστή φορά ότι «προφανώς ξέρω ότι αυτά που λέω δεν θα παίξουν…». Αμέσως μετά, ωστόσο, ο ίδιος πρόσθετε… παραδόξως κάτι λογικό: «Δεν είμαστε στην εποχή της ΥΕΝΕΔ. Ευτυχώς υπάρχουν και τα social media».

Οπότε; Αν όντως έχουν ενδιαφέρον αυτά που λέει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι… φαεινές του προτάσεις, σαν αυτή για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων, κανείς δεν μπορεί να θέσει εμπόδιο για να μαθευτούν από την κοινή γνώμη. Άλλωστε, το κόμμα του κ. Τσίπρα είναι από τα λίγα που έχει –εκτός από τα φιλικά και- ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, παρόλο που υπερπροβάλουν τις θέσεις του –ή μήπως γι΄ αυτό;- δεν προτιμώνται παρά από ένα πολλοστημόριο όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ.

Με μια αρκούντως αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία τους τα περισσότερα αμερικανικά κανάλια διέκοψαν την επομένη των προεδρικών εκλογών τη μετάδοση ομιλίας του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επειδή θεώρησαν αβάσιμα τα όσα εκείνος έλεγε περί καλπονοθείας. Δεν ξέρω εάν φταίει που δεν έχει… μουστάκι ο Ατζίτ Πάι, ο επικεφαλής της Federal Communications Commission (FCC), που είναι το κρατικό όργανο ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στις ΗΠΑ, αλλά κανείς δεν του ζήτησε να παραιτηθεί.

Πολύ περισσότερο δεν του ζητήθηκε να καταργήσει τους αρχισυντάκτες των ειδησεογραφικών καναλιών και να δώσει τις θέσεις τους στο επικοινωνιακό επιτελείο του… θιγόμενου Ντόναλντ Τραμπ για να φτιάχνει τη σκαλέτα των δελτίων ειδήσεων.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο αρχηγός φαντασιώνεται τανκς να μπαίνουν στη Βουλή

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας έχει ξεστρατίσει για τα καλά. Είναι αλήθεια ότι η επέλαση της πανδημίας έχει εκ των πραγμάτων περιορίσει σημαντικά την πολιτική ύλη επί της οποίας τα κόμματα μπορούν να αντιπαρατίθενται.

Πόσες… κοκορομαχίες, για παράδειγμα, μπορεί να στηθούν για αν είναι ανάγκη να τηρούνται πρακτικά στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων; Και πόσους τηλεκαβγάδες μπορούν να αντέξουν οι άμοιροι τηλεθεατές για το αν τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι πολύ περισσότερα από άλλες χώρες αν δούμε τον ρυθμό αύξησης τους ή πολύ λιγότερα αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό τους;

Είναι προφανές ότι, με τέτοιου επιπέδου… διακυβεύματα, το αντιπολιτευτικό «ψωμί» δεν βγαίνει εύκολα. Πολύ περισσότερο που στο οικονομικό πεδίο είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο (κεϊνσιανού τύπου) κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί μονόδρομο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι μηχανές της οικονομίας και να μη βουλιάξουν στη φτώχεια δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άλλοτε ότι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση -με αναπληρωτή υπουργό τον Θεόδωρο Σκυλακάκη…- θα μοίραζε επιδόματα σε εργαζόμενους που δεν πάνε στη δουλειά τους;

Με αυτά, λοιπόν, και με πολλά άλλα, παρακολουθούμε, όλο και πιο συχνά τελευταία, τη (δια)μάχη των ιδεών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, να δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «δίκη προθέσεων». Τα στελέχη των κομμάτων δεν αντιπαρατίθενται επισημαίνοντας λάθη, ανακολουθίες, αντιφάσεις ή καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων. Αντιπαρατίθενται επιχειρώντας ο ένας να αποδώσει στον άλλο ανομολόγητες προθέσεις οι οποίες μερικές φορές βρίσκουν έρεισμα σε απλά γλωσσικά ατοπήματα, ενώ άλλες κατασκευάζονται εκ του μηδενός.

Τα όσα είπε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτού του πολύ παράδοξου τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναζητεί ερείσματα σε μια εικονική πραγματικότητα. Εδώ και λίγο καιρό ο επικεφαλής του ΜέΡΑ 25 προσπαθεί να συνθέσει ένα δικό του «αφήγημα», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να… «διαβρώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα».

Δεν χάνει δε ευκαιρία να το λανσάρει ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία αφορμή γι΄ αυτό. Το έκανε πριν λίγες μέρες στην επέτειο Πολυτεχνείου, αλλά παρότι δεν του βγήκε, αφού η επιθυμία του να συλληφθούν ο ίδιος και οι βουλευτές του έμεινε ανεκπλήρωτη. Και έκτοτε το συνεχίζει απτόητος.

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν η μέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην πρόσοψη της Βουλής προβλήθηκε ένα επετειακό βίντεο τεσσάρων λεπτών που παρουσίαζε τις μάχες των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Στην απευθείας μετάδοση πρέπει να το είδαν ελάχιστοι, αφού, λόγω του lockdown, η πιθανότητα να κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι μηδαμινή. Το είδαν, όμως, πάρα πολλοί από το Διαδίκτυο, είτε μέσω της ιστοσελίδας του ΓΓΕΘΑ που είναι ανηρτημένο είτε μέσω του ΥοuTube.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι μεταξύ εκείνων που είδαν το βίντεο δεν ήταν σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης. Παρά ταύτα, ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25 ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να πει: «Πρόσφατα, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, θα μου επιτρέψετε να το πω όσο πιο ελαφρά τη καρδία μπορώ, είδαμε και αυτό το θέαμα με την προβολή ενός τανκ στο κτήριο της Βουλής».

Και με όλη τη… σοβαρότητα που τον διακρίνει, δεν δίστασε να προβεί στην ακόλουθη καταγγελία: «Είναι μία μεταμοντέρνα έκδοση αυτής της ΥΕΝΕΔοποίησης της Ελλάδας. Ντροπή μας. Το τανκ στον Έβρο, αν θέλετε, να το δω σαν σύμβολο της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας. Το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος προβεβλημένο πάνω στην πρόσοψη της Βουλής είναι μια ντροπή για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό»!

Αν είχε παρακολουθήσει το επίμαχο βίντεο, ο κ. Βαρουφάκης πιθανότατα δεν θα έλεγε όσα είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο βίντεο υπήρχαν όλων των ειδών τα οπλικά συστήματα της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα: από το υγρό πυρ του Βυζαντίου έως τους εμπροσθογεμείς σισανέδες της Οθωμανικής περιόδου και από τις τριήρεις της αρχαιότητας έως τις μεταπολεμικές «Ντακότες». Δεν εμφανιζόταν, όμως, πουθενά τανκς. Ούτε ένα. Ούτε για δείγμα…

Ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25, ο οποίος μάλλον φαντασιώθηκε «το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος» δεν είναι, πάντως, ο πρώτος που εφαρμόζει το δόγμα το οποίο αποπνέει η ρήση σύμφωνα με την οποία «όταν διαφωνεί μαζί μας η πραγματικότητα, αλίμονο στην πραγματικότητα».

Από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη που τον αποκάλεσαν «τυμβωρύχο» εξαιτίας μιας κακής διατύπωσης που χρησιμοποίησε, θέλοντας να πει ότι το σημαντικό για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα προφύλαξης και όχι ο αριθμός των ΜΕΘ, έως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα που τον εμφάνισαν να λέει ότι «είναι πεταμένα τα λεφτά στις ΜΕΘ», ενώ εκείνος αναφερόταν στην επίταξη για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει αμοιβή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται, είναι πολλές οι περιπτώσεις που γίνεται μεγάλος ντόρος όχι για τις θέσεις ή τις απόψεις που εξέφρασε κάποιος κυβερνητικός ή άλλος παράγοντας, αλλά για εκείνα που θα ήθελαν να πει οι αντίπαλοί του…

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, να μην αργήσει το τέλος της πανδημίας και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι ίσως έτσι επιστρέψει η Πολιτική και δούμε τις δίκες προθέσεων να δίνουν και πάλι τη σκυτάλη στις κανονικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ή μήπως όχι, αφού οι μάχες στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο εύκολες και πιο… άκοπες;