Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Περίγελως του κάθε… Φίτσο(υλα)!



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στην αλά Μπεν Χουρ πολύωρη τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στην αρχή της εβδομάδας να… ψέγει τον αυστριακό σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν, μου ήρθε στο νου ένα περιστατικό από εκείνα που καταρρίπτουν μια ακόμη αυταπάτη από τις δεκάδες -ή μήπως εκατοντάδες και βάλε;- που έφεραν την Ελλάδα στη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται και επιτρέπει στον κάθε Σλοβάκο πολιτικάντη, όπως ο πρωθυπουργός τους Ρόμπερτ Φίτσο, να μας λοιδορεί. 
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 και απείχαμε μόνον λίγες ημέρες από την ευόδωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου να χρησιμοποιηθεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο –ποιος θυμάται τις περιβόητες απόπειρες δωροδοκίας του Χαϊκάλη και της Ξουλίδου;- η προεδρική εκλογή για να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά και να προκληθούν πρόωρες εκλογές που όλοι προεξοφλούσαν ότι θα τις κέρδιζε, όταν ο κ. Τσίπρας επισκέφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο συνάντησε εκεί ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα και σε πείσμα των χλιαρών διαψεύσεων που ακολούθησαν, ιδιαίτερα φιλικός έναντι του επισκέπτη του, τον οποίο προειδοποίησε σχεδόν για όλα όσα ακολούθησαν. Κατά βάση τον προέτρεψε να μην βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός αφού «έτσι κι αλλιώς, θα γίνεις κάποια στιγμή», όπως του είπε. Και όταν ο κ. Τσίπρας τού απάντησε, μάλλον αφελώς, ότι «θα τα καταφέρουμε έτσι που να μη χρειαστεί να γίνει τίποτε από όλα αυτά», ο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης έγινε λιγάκι πιο ωμός: «Αγόρι μου, δεν έχεις καταλάβει. Θα σε γ… με το που θα αναλάβεις», τον προειδοποίησε.
Ξέρετε ποιο ήταν το αντεπιχείρημα του κ. Τσίπρα, σύμφωνα με όσα είχαν διαρρεύσει από αυτή την τόσο «προφητική» συνάντηση; «Μα έχω φίλους στην Ευρώπη, που θα με βοηθήσουν». Και όταν ο συνομιλητής του τού ζήτησε να κατονομάσει ορισμένους, ο εν αναμονή πρωθυπουργός ανέφερε το όνομα του κ. Φάιμαν «που είναι σοσιαλιστής». Η αντίδραση του Βενιζέλου ότι «ναι, αλλά πρωτίστως είναι αυστριακός», δεν φαίνεται να τον έπεισε.
Τη συνέχεια την ξέρουμε για τον «φίλο Βέρνερ», όπως αποκάλεσε τον αυστριακό καγκελάριο στη συνέντευξη της Δευτέρας ο αφελέστατος κ. Τσίπρας, ο οποίος μας είπε με άλλα λόγια ότι μόλις τον συναντήσει θα του πει ότι δεν μας «εξηγήθηκε καλά». Λες και οι διεθνείς σχέσεις ήταν ποτέ θέμα αστικής ευγένειας και όχι ζήτημα εξυπηρέτησης, αποκλειστικά και μόνον, του εθνικού συμφέροντος που εκπροσωπεί ο εκάστοτε στοιχειωδώς σοβαρός ηγέτης ακόμη και όταν εκπροσωπεί την πλέον ανυπόληπτη χώρα.
Με τέτοιες ιδεοληπτικού τύπου αφελείς προσεγγίσεις, φθάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να έχουμε γίνει ο περίγελως του κάθε κ. Φίτσο(υλα), που προσβάλει την Ελλάδα ξέροντας ότι η απαράδεκτη στάση του δεν θα τύχει έμπρακτης αποδοκιμασίας όχι μόνον στο εσωτερικό της δικής του επικράτειας, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στις οποίες έχει, ως φαίνεται, χαθεί κάθε συμπάθεια και κάθε σεβασμός για τη χώρα μας.
Πριν βιαστούμε, ωστόσο, να καταφύγουμε σε κανένα καινούργιο απονενοημένο διάβημα απόσυρσης και του πρεσβευτή μας στην Μπρατισλάβα, όπως βλακωδώς πράξαμε με την επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας μας στη Βιέννη, θα ήταν ίσως καλό να αναρωτηθούμε τι ήταν εκείνο που έκανε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό να προειδοποιεί τον έλληνα ομόλογό του –και μαζί όλους εμάς- ότι «θα υπάρχει μόνο ένα hotspot και αυτό θα λέγεται Ελλάδα».    
Οι εύκολοι αφορισμοί, όπως, π.χ., αυτός στον οποίο κατέφυγε η ΝΔ, υποστηρίζοντας ότι «είναι απαράδεκτο χθεσινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπήκαν σε αυτήν παρακαλώντας την Ελλάδα για στήριξη, να προκαλούν με εχθρικές, άθλιες δηλώσεις, τους Έλληνες», είναι καλοί για εσωτερικοί κατανάλωση, αλλά δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο της καταρράκωσης του κύρους της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Η βολική, άλλωστε, θεωρία του «είμαστε έθνος ανάδελφον» μόνον ηττοπαθή αισθήματα μπορεί να καλλιεργήσει, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί πολλάκις. Δεν κομίζει, εξάλλου «γλαύκα εις Αθήνας» όποιος υποστηρίζει ότι οι συμμαχίες στη βάση του κοινού συμφέροντος είναι εκείνες που κινούσαν και κινούν τον κόσμο.
 Αφόρητες γενικότητες του τύπου «χρειάζεται να κινητοποιηθούμε όλοι στην Ε.Ε., ώστε να δοθεί αποτελεσματική απάντηση στην προσφυγική κρίση», όπως αυτές του κ. Τσίπρα μπορεί να ηχούν ευχάριστα στα αυτιά ορισμένων. Πλην, όμως, η ευχαρίστηση που προκαλούν μάλλον περιορίζεται μόνον σε εκείνους που δεν θέλουν να παραδεχθούν τη μεγάλη αλήθεια που είπε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι, δηλαδή, «μας κυβερνούν πρόσωπα ανόητα που θεωρούν ότι από εδώ από την Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν το καθεστώς της Ε.Ε.».
Με τέτοια μυαλά και τέτοιες ιδέες, ας μην απορούμε γιατί, μετά τις τράπεζες, μας έκλεισαν και τα σύνορα. Και, αντ΄ αυτού, ας προετοιμαστούμε για τα ακόμη χειρότερα, που, με την πορεία που έχουμε πάρει, δεν θα αργήσουν.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Λεβέντικος «εκτσογλανισμός»



Ακόμη και στις πιο ταραγμένες πολιτικές περιόδους του πρόσφατου ή και του απώτερου παρελθόντος της χώρας οι πολιτικοί ηγέτες μας συνήθιζαν να κάθονται γύρω από το ίδιο τραπέζι, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας, αλλά χωρίς ποτέ ως τώρα να απειλούν ο ένας τον άλλο είτε πίσω από τις κλειστές πόρτες είτε ενώπιον του κοινού.
Από την εποχή της συμφωνίας της Βάρκιζας, που στις δύο πλευρές του τραπεζιού κάθισαν πρόσωπα που τα χώριζε η πολεμική σύγκρουση και τα νωπό αίμα που είχε εκατέρωθεν χυθεί, ως τα προδικτατορικά Συμβούλια του Στέμματος και τα μεταπολιτευτικά Συμβούλια των Πολιτικών Αρχηγών για τη συγκρότηση των συμμαχικών κυβερνήσεων του αποκαλούμενου και «βρώμικου 89» ή αργότερα για το Μακεδονικό, ο «πολιτικός πολισμός» ήταν το στοιχείο που χαρακτήριζε αυτού του είδους τις συναθροίσεις των ταγών του Έθνους.
Όταν είδαν το φως της δημοσιότητας τα πρακτικά από τις συναντήσεις που είχαν στο Προεδρικό Μέγαρο τον Νοέμβριο του 1989 οι θεωρούμενοι ως… προαιώνιοι αντίπαλοι Ανδρέας Παπανδρέου και  Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να ξένισαν αρκετούς από τους φανατικούς οπαδούς των δύο ηγετών, πλην, όμως, οι έμπλεες αβρότητας προσφωνήσεις: «Κώστα μου», «Ανδρέα μου», τις οποίες αντήλλαξαν, αποτέλεσαν μια σημαντική παρακαταθήκη πολιτικής καταλλαγής.
Ούτε η σκληρή προσωπική τους κόντρα, που διαρκούσε ήδη 35 χρόνια και κατά πολλούς ήταν από τις βασικές αιτίες της Αποστασίας, ούτε η πολύ πρόσφατη, τότε, απόφαση για την παραπομπή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο, δεν στάθηκαν εμπόδιο στον μεταξύ τους πολιτισμένο διάλογο και στην χωρίς απειλές και κουνήματα του δακτύλου συνεννόηση που οδήγησε –με τη συναίνεση και του πολύπειρου ηγέτη του νεοσύστατου Συνασπισμού της Αριστεράς Χαρίλαου Φλωράκη- στη συγκρότηση της συμμαχικής κυβέρνησης Ζολώτα.
Δεν ξέρω αν μοιάζει με… ιεροσυλία η σύγκριση των προσωπικοτήτων εκείνης της περιόδου με τα πρόσωπα που πέρασαν το περασμένο Σάββατο το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου, καθώς θα μπορούσε, ίσως, κανείς να επικαλεστεί τη γνωστή ρήση με τα «νταούλια των αθιγγάνων» που πήραν τις θέσεις τις οποίες κατείχαν νωρίτερα τα «άρματα των καπεταναίων», αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να πειρασμό που όλες αυτές τις μέρες με τριβελίζει με ερωτήματα για την κατάπτωση των πολιτικών ηθών της οποίας γινόμαστε καθημερινοί μάρτυρες.
Να είναι, άραγε, όλο αυτό που συνέβη το περασμένο Σάββατο η κορύφωση του «εκτσογλανισμού» της πολιτικής ζωής, για τον οποίο τόσο εύστοχα είχε μιλήσει παλαιότερα ο Ευάγγελος Βενιζέλος; Ή, όπως αρκετοί επισημαίνουν, «δεν τα έχουμε δει ακόμη όλα» και μας περιμένουν ακόμη μεγαλύτερες εκπλήξεις από την τοξική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει η πολύμορφη κρίση που διέρχεται η χώρα και περισσότερο από την αλλοπρόσαλλη παρέα που έχει εγκατασταθεί στα υπουργεία και παριστάνει την κυβερνητική εξουσία;
Διαρκούντος του Συμβουλίου και με σαφή διάθεση να σαρκάσω τις κυβερνητικές διαρροές που ήθελαν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να απειλεί τους προσκεκλημένους του επειδή δεν συμφωνούσαν σε κοινό ανακοινωθέν για το Ασφαλιστικό, έκανα μια ανάρτηση στο twitter με την οποία αναρωτιόμουν: «Λες αν δεν υπογράψουν να τους καταγγείλει στη... Μέρκελ;». Και παρότι συμπλήρωνα το ερώτημα μου με το σχόλιο «Σύσκεψη για γέλια και για κλάματα μαζί!», ειλικρινά δεν διανοήθηκα ότι τα όσα συζητούσαν οι Έλληνες πολιτικοί ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης στο εξωτερικό.
Η πραγματικότητα, αλλοίμονο, με διέψευσε, αφού τρεις μέρες αργότερα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου έδινε –αν είναι δυνατόν!- στη δημοσιότητα διαλόγους του Αλέξη Τσίπρα με τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που αφορούσαν τη στάση που τήρησε στη σύσκεψη η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά. Φαίνεται ότι προκειμένου να κρατήσουν τις καρέκλες τους δεν διστάζουν να γίνουν πιο ξενόδουλοι από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Και μάλιστα χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο καταγέλαστοι γίνονται και στο εξωτερικό, όπως και στο εσωτερικό με τις αστείες απειλές, όπως εκείνες που εκτόξευσε ο Πάνος Καμμένος περί Εξεταστικής Επιτροπής για το PSI.
Τι νομίζουν, αλήθεια, ότι θα πετύχουν «καρφώνοντας» την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στον Ολάντ; Τι πιστεύουν ότι μπορεί να κάνει ο Γάλλος πρόεδρος στην κυρία Γεννηματά; Και πως θεωρούν ότι θα την υποχρεώσει να μοιραστεί με τον θρασύτατο κ. Τσίπρα την ευθύνη για το περαιτέρω πετσόκομα των συντάξεων που έχει συνομολογηθεί και υλοποιείται με τον προϋπολογισμό που ψηφίζεται από τη Βουλή;
Δυστυχώς γι΄ αυτούς, όσες ανοίκειες απειλές και αν εκτοξεύσουν, όσους –πραγματικούς ή φανταστικούς- διαλόγους κι αν διαρρεύσουν, όσα ξόρκια και αν –εν είδει σκιάχτρων- κατασκευάσουν για να φοβίσουν δήθεν τη διαπλοκή που υποτίθεται ότι τους πολεμάει, όσους ευφημισμούς περί κυβερνητικής διεύρυνσης και αν χρησιμοποιήσουν για δικαιολογήσουν τις… λεβέντικες αποστασίες που ετοιμάζουν, το πικρό ποτήρι της μνημονιακής υποταγής είναι όλο δικό τους. Και θα το πιουν ως την τελευταία σταγόνα, πριν καταρρεύσουν με πάταγο από την οργή όχι των αντιπάλων τους, αλλά κυρίως όλων εκείνων τους οποίους εξαπάτησαν.
Ο «εκτσογλανισμός», άλλωστε, ακόμη και αν γίνει «λεβέντικος», έχει ημερομηνία λήξης, η οποία δεν είναι πολύ μακρινή, όπως τόσο αποκαλυπτικά προδικάζουν οι σπασμωδικές κινήσεις στις οποίες κατέφυγε ο πανικόβλητος πρωθυπουργός, τόσο πριν όσο και μετά το χωρίς προηγούμενο φιάσκο στο οποίο ο ίδιος οδήγησε τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Τα όρια του κομματικού ανταγωνισμού



            Ο ανταγωνισμός των κομμάτων είναι συνήθως σκληρός και η διεκδίκηση της εξουσίας είναι τις περισσότερες φορές μια αδυσώπητη μάχη που δεν υπακούει πάντα σε κανόνες της κοινής ηθικής, αλλά στη λογική του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
            Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται, δυστυχώς, ότι έχουμε συνηθίσει στην αντίληψη ότι ανάμεσα στα ελεγκτικά καθήκοντα της αντιπολίτευσης μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η άνευ όρων «στοχοποίηση» του πολιτικού αντιπάλου.
            Η τακτική, ωστόσο, του διαρκούς δικανικού θορύβου γύρω από την υπόθεση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά στην οποία επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να εκθέσει τον Ευάγγελο Βενιζέλο, φαίνεται να ξεπερνά τα γνωστά εσκαμμένα του κομματικού ανταγωνισμού.
Με μια ακατάσχετη σκανδαλοθηρική διάθεση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί επί σχεδόν ένα χρόνο τώρα να συντηρήσει στην επικαιρότητα μια υπόθεση για την οποία δεν έχει καταφέρει να προσκομίσει ούτε ένα στοιχείο που να δημιουργεί υποψίες ότι οι πράξεις του κ. Βενιζέλου –στην ουσία ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή όταν ήταν υπουργός Άμυνας για να παραμείνουν σε λειτουργία τα Ναυπηγεία- έβλαψαν όντως τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου.
Με καθυστέρηση μηνών και αφού ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε επανειλημμένα τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα να αφήσει τους υπαινιγμούς και να κάνει πράξη την απειλή για πρόταση σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής, η υπόθεση απασχόλησε τη Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο σε μια πολύωρη συνεδρίαση, η οποία μάλλον κατέρριψε παρά ενίσχυσε την επιχειρηματολογία των στελεχών της αντιπολίτευσης.
Μετά ταύτα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχει το Σύνταγμα και να υποβάλουν, εφόσον διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους, πρόταση για Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, που η σχετική απόφαση της Βουλής λαμβάνεται, μάλιστα, με μυστική ψηφοφορία, επέλεξαν να εμπλέξουν στους κομματικούς σχεδιασμούς τους τη Δικαιοσύνη.
Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα πρακτικά των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, τα έβαλαν σε ένα φάκελο και τα έστειλαν στην εισαγγελία, όταν είναι γνωστό ακόμη και στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής ότι –κακώς ή καλώς- για τα όποια υπουργικά αδικήματα το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει έρευνα από τις δικαστικές αρχές, καθώς αυτή η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή.
Με τη γνωστή… ταχύτητα της, η ελληνική Δικαιοσύνη επέστρεψε τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή τον φάκελο που είχε παραλάβει ένα εξάμηνο νωρίτερα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς, όπως ήταν φυσικό και νομικά επιβεβλημένο, να κάνουν καμία επιπλέον έρευνα.
Η εν πολλοίς αναμενόμενη αυτή εξέλιξη ουδόλως εμπόδισε την επικοινωνιακή «καταιγίδα» που ακολούθησε μόλις έγινε γνωστή η επιστροφή της «δικογραφίας» στη Βουλή, με νέες καταγγελίες για συγκάλυψη και σύνδεση της υπόθεσης με το –υποτιθέμενο- πρόωρο κλείσιμο της Βουλής.
Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι άλλη. Αλλά ποιος νοιάζεται γι΄ αυτήν; Σίγουρα δεν νοιάζονται τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου με ασύστατους υπαινιγμούς εναντίον των αντιπάλων τους, αδιαφορώντας αν αυτή η τακτική τους κάνει αρκετούς πολίτες να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς.
Διότι, αν πράγματι το ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να βρεθεί η αλήθεια θα είχε παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που διαθέτει και που, κατά την άποψη του, συνιστούν το σκάνδαλο που αορίστως καταγγέλλουν τα στελέχη του, με μόνο στόχο να πληγεί ο πολιτικός τους αντίπαλος. Και επιπλέον, όταν ήταν γνωστό ότι αργά ή γρήγορα η Ολομέλεια της Βουλής θα τερμάτιζε –λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα- τις εργασίες της, θα φρόντιζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να στείλει τα πρακτικά στην εισαγγελία, να προτείνει το ίδιο εγκαίρως τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.
Αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, όταν στην αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων δεν υπάρχουν όρια και επικρατεί το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τότε, ειδικά στις ειδικές συνθήκες των άκρων που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, δύσκολα κανείς μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο.