Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρατζαφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρατζαφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τα δίκια και τα άδικα του Βασίλη Λεβέντη



            «Έβαλα εννέα άσημους στη Βουλή και με πρόδωσαν οι τέσσερις…», παραπονιέται τις τελευταίες μέρες σε κανάλια και ραδιόφωνα ο Βασίλης Λεβέντης, ο οποίος εφόσον του φύγει ένας ακόμη… άσημος από το ξέφραγο, κατά τα φαινόμενα, μαντρί της Ένωσης Κεντρώων θα πάψει να είναι αρχηγός αναγνωρισμένου από τον Κανονισμό της Βουλής κόμματος και θα χάσει όλα τα προνόμια που τώρα απολαμβάνει.
            Ο αρχηγός, ωστόσο, δεν δείχνει να πτοείται. «Και όλοι να φύγουν η Ένωση Κεντρώων θα ξαναμπεί στη Βουλή», αισιοδοξεί. «Έχω προσωπική σχέση με τους ψηφοφόρους. Ούτε ψήφους μου έφεραν (σ.σ.: οι βουλευτές που εξελέγησαν με το κόμμα του), ούτε θα μου πάρουν», επιχειρηματολογεί. Και μάλλον δεν εκπλήσσει όσους έχουν παρακολουθήσει ή γνωρίζουν τη μακρά προσπάθεια, ήδη από τη δεκαετία του 1980,που κατέβαλε για να βρει μια θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα.
            Δεν πτοήθηκε, άλλωστε, όταν μετρούσε τη μια μετά την άλλη τις απογοητεύσεις από τα ισχνά ποσοστά που συγκέντρωνε στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες συμμετείχε και που τον καθιστούν… ρέκορντμαν της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Οπότε, τι πιο φυσιολογικό από το να παραμένει απτόητος και τώρα που οι πολύχρονες προσπάθειες του ευοδώθηκαν αφού, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 συγκέντρωσε 186.644 ψήφους και ποσοστό 3,44% που του έδωσε το εισιτήριο για τη Βουλή;
            Όπως και να έχει, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο επίμονος  κ. Λεβέντης μπήκε στη Βουλή σε μια περίοδο που δεν τα κατάφεραν πολλά υποσχόμενοι πολιτικοί σχηματισμοί, όπως η ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη που στέγασε όλους όσοι αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή του στροφή. Ήταν, μάλιστα,η Ένωση Κεντρώων το μόνο κόμμα που αύξησε κατακόρυφα τη δύναμη του από τις 110.923 ψήφους που είχε πάρει λίγους μήνες νωρίτερα και με το 1,79% που συγκέντρωσε τον Ιανουάριο του 2015 απείχε αρκετά από τον στόχο της εισόδου στο Κοινοβούλιο.
            Τι μεσολάβησε, άραγε, αυτούς τους εννέα μήνες και ο… αιώνιος loser Βασίλης Λεβέντης έγινε ξαφνικά ο αρχηγός που γοήτευσε τόσους περισσότερους ψηφοφόρους που του εξέδωσαν το πολυπόθητο για εκείνον κοινοβουλευτικό εισιτήριο; Στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε απολύτως που να δικαιολογεί την επιτυχία της Ένωσης Κεντρώων και που με δεδομένη τη μειωμένη συμμετοχή σε αυτές τις κάλπες, στις οποίες ψήφισαν 750 χιλιάδες λιγότεροι εκλογείς από την προηγούμενη αναμέτρηση, μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερη από αυτή που δείχνουν οι ξεροί αριθμοί.
Μια προφανής εξήγηση για το ως ένα μεγάλο βαθμό αναπάντεχο αποτέλεσμα για τον κ. Λεβέντη είναι ότι εδώ και πολλές δεκαετίες παρατηρείται το φαινόμενο σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση να αναδεικνύεται ένα κόμμα σε υποδοχέα της ψήφου διαμαρτυρίας των πολιτών που είναι δυσαρεστημένοι με ένα ή περισσότερα κόμματα εξουσίας. Συνέβη αυτό παλαιότερα με αρκετούς σχηματισμούς, όπως η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα και ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, που είχαν έντονα αρχηγικά χαρακτηριστικά. Αλλά και με τους«Οικολόγους» ή –με λιγότερη επιτυχία- τους«Κυνηγούς», που αρκετοί από εκείνους που τους ψήφιζαν δεν ήξεραν ούτε τους αρχηγούς τους, ούτε τα στελέχη τους.
Οι πλείστοι εξ αυτών μετά την πρώτη είσοδο τους στη Βουλή και, το πολύ, άλλημια παρουσία στην Ευρωβουλή, δεν μακροημέρευσαν. Οι προσδοκίες των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων συνήθως δεν εκπληρώνονταν από τη νέα τους επιλογή και εκείνοι –όχι, κατ΄ ανάγκην, πάντα οι ίδιοι- αναζητούσαν άλλο ψηφοδέλτιο για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους. Είναι αυτό που δεν θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει ο Βασίλης Λεβέντης. Όπως, άλλωστε, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν και άλλοι πριν από αυτόν που βρέθηκαν στην ίδια θέση.
Διότι,όσο δίκιο και αν έχει ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων όταν υποστηρίζει ότι έβαλε «εννέα άσημους στη Βουλή», άλλο τόσο άδικο είναι που τους κράτησε στο Κοινοβούλιο αναιρώντας την κεντρική προεκλογική δέσμευσή του για εναλλαγή των βουλευτών της Ένωσης Κεντρώων ανά εξάμηνο. Όπως, επίσης, όσο δίκιο έχει όταν λέει «ούτε ψήφους μου έφεραν», αφού οι εκλογές της επιτυχίας τους έγιναν με λίστα και όχι με σταυρό, άλλο τόσο άδικο έχει όταν καταγγέλλει «αποστασίες». Καλώς ή κακώς το πολιτικό παιχνίδι έτσι παίζεται. Και ο κ. Λεβέντης, ο οποίος παλαιότερα είχε πολιτευθεί με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το ξέρει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον εν ενεργεία πολιτικό.
Και, εν κατακλείδι, όσο δίκιο και αν έχει ο κ. Λεβέντης όταν ισχυρίζεται ότι η πεντακομματική Βουλή διευκολύνει την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, άλλο τόσο άδικος –με την έννοια περισσότερο του άστοχου- είναι ο ισχυρισμός του ότι εφόσον καταφέρει να μπει το κόμμα του στην επόμενη Βουλή θα αποτραπεί η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο δεν έχει καμία σημασία ο αριθμός των κομμάτων που διαθέτουν κοινοβουλευτικές έδρες. Εκείνο που μετράει για την αυτοδυναμία του νικητή των εκλογών, εκτός από τη δική του επίδοση, είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα μπουν στη Βουλή. Αυτοδυναμία προκύπτει με το πρώτο κόμμα στο 35% αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώσουν περί το 15%. Αν, αντιθέτως, τα τελευταία έχουν αθροιστικά λίγο πάνω από 5%, τότε το πρώτο κόμμα χρειάζεται 38% για να πάρει οριακά την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών.
Αυτά!

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Οι "Πηγάδες" του μίσους και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι

Ένα φιλοκυβερνητικό ιστολόγιο  μετά τα έκτροπα της περασμένης Κυριακής στη διάρκεια των εκδηλώσεων στην Πηγάδα του Μελιγαλά, φιλοξένησε ένα κείμενο με το οποίο απευθυνόταν στους συντηρητικούς ψηφοφόρους για να τους επισημάνει ότι η επίθεση από τους νταήδες της Χρυσής Αυγής κατά του νεοδημοκράτη δημάρχου της περιοχής και οι προπηλακισμοί των συγγενών των θυμάτων, αποτελούσε μια ακόμη τρανή απόδειξη ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα δεν κάνει διακρίσεις στα θύματά του.
Τις επόμενες ώρες κάτω από τη συγκεκριμένη ανάρτηση υπήρξε ένας ορυμαγδός δημοσιευμένων σχολίων, τα περισσότερα από τα οποία ξεχείλιζαν από μια χολερική χυδαιότητα, έναν πρωτόγονο αντικομμουνισμό, μια ισοπεδωτική παραχάραξη ιστορικών γεγονότων με ακραίες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις και απαξιωτικά εικονοκλαστικές αναφορές σε εμβληματικές προσωπικότητες της Δεξιάς παράταξης.
Ήταν ένα απροκάλυπτο αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό κρεσέντο, που προσωπικά με ανατρίχιασε αν και δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε, καθώς όμοιο του -και πολλές φορές ακόμη χειρότερο- συναντά κανείς κάθε φορά που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο ένα κείμενο που με οποιονδήποτε τρόπο επικρίνει τη δράση των χρυσαυγιτών.
Είναι παρατηρημένο ότι  ο παραμικρός αρνητικός σχολιασμός για τους νεοναζί ακολουθείται από έναν θορυβώδη χορό φαντασμάτων του παρελθόντος που, καλυμμένοι πίσω από την ανωνυμία του μέσου, αντιδρούν με καταιγισμό σχολίων, μέσω των οποίων προωθούν την ιδεολογία του μίσους από την οποία εμφορούνται, στρέφονται κατά των θεσμών και δεν διστάζουν να επαινούν τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: τη δικτατορία του Μεταξά, τις ακρότητες του Εμφυλίου, τη χούντα των συνταγματαρχών.
Δεν ξέρω και πάντως δεν  μπορώ να αποδείξω αν όλος αυτός  ο μισαλλόδοξος «διαδικτυακός ακτιβισμός» των χρυσαυγιτών είναι προϊόν της λειτουργίας ενός κέντρου που ενεργοποιείται και δρα υπό συντονισμένη καθοδήγηση, παρότι με υποψιάζει η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» που περιστρέφεται γύρω από ένα κατασκευασμένο, κατά τη δική μου προαίρεση, «αξίωμα», σύμφωνα με το οποίο «όποιος πολεμάει τη Χρυσή Αυγή, τις προσφέρει υπηρεσίες, καθώς την ενισχύει, “ηρωοποιώντας” τα στελέχη της».
Έχω την αίσθηση ότι το ψευδές αυτό «αξίωμα» έχει επηρεάσει την κυβέρνηση, στελέχη της οποίας έχουν υιοθετήσει τον ισχυρισμό ότι πέρυσι το καλοκαίρι και ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις η Χρυσή Αυγή εκτοξεύθηκε δημοσκοπικά όταν ο Ηλίας Κασιδιάρης χαστούκισε τη Λιάνα Κανέλλη στο τηλεοπτικό στούντιο. Με αποτέλεσμα να έχει χαραχθεί μια απολύτως λάθος τακτική «ήπιας αντιμετώπισης» της Χρυσής Αυγής για να μην ενοχλούνται, όπως πιστεύουν, συντηρητικοί ψηφοφόροι, οι οποίοι τείνουν ευήκοον ους προς τους χρυσαυγίτες που «γίνονται συμπαθείς όταν όλοι είναι εναντίον τους».
Όσοι, όμως, επιστρατεύουν το πιο πάνω επιχείρημα παραγνωρίζουν δύο σημαντικές παραμέτρους: Πρώτον, η Χρυσή Αυγή είχε δείξει τη δημοσκοπική δυναμική πολύ πριν από το επίμαχο χαστούκι και απέκτησε σημαντική παρουσία παρά την σχεδόν απόλυτη αγνόηση της από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης. Και δεύτερον –και μάλλον σημαντικότερο-, η μετεκλογική συνέχεια με την ανοχή που επιδεικνύεται απέναντι στις επανειλημμένες προκλήσεις των στελεχών της –από την ένοπλες απειλές κατά του δημάρχου Αθηναίων έως τις εκπυρσοκροτήσεις όπλων βουλευτών και τις απειλές κατά αξιωματικών της ΕΛΑΣ- όχι μόνον δεν οδήγησαν σε ανάσχεση του φαινομένου της δημοκοπικής ανόδου της Χρυσής Αυγής, αλλά συνέβη μάλλον το ακριβώς αντίθετο.
Ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Η  Χρυσή Αυγή, το ομολογεί άλλωστε  η ίδια, αν και μερικές φορές προσπαθεί να συγκαλύψει το ναζιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι ένα ακόμη κόμμα που κινείται στον ακροδεξιό χώρο και λειτουργεί ως δεξαμενή δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, όπως ήταν στο παρελθόν η Εθνική Παράταξη των Σπύρου Θεοτόκη και Στέφανου Στεφανόπουλου ή ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι μια «Πηγάδα» μίσους εναντίον ο,τιδήποτε αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του ηγετικού της πυρήνα, ο οποίος είναι αρκετά βολεμένος και απολαμβάνει όλα τα προνόμια που του εξασφαλίζει το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα για να το υπονομεύει, μοιράζοντας μικρά χαρτζιλίκια σε κακόμοιρούς ψευτονταήδες που δεν διστάζουν να γίνουν και φονιάδες.
Απεδείχθη, νομίζω, στην πράξη και πολύ πριν από την τελευταία αποτρόπαιη δολοφονία του Κερατσινίου ότι το «κανάκεμα», οι ανοιχτές δίαυλοι που υποστηρίζουν ορισμένοι ότι πρέπει να τηρηθούν αν όχι με την ίδια τη Χρυσή Αυγή, πάντως, με τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους που έχουν κατευθυνθεί προς αυτήν, δεν αποδίδει. Και το πιθανότερο είναι ότι μάλλον οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ναζιστικού μορφώματος τείνει να θεωρείται ως μια «κανονική» επιλογή ψήφου διαμαρτυρίας από πολίτες με συντηρητικά ανακλαστικά, οι οποίοι μόλις φτιάξουν τα πράγματα μπορεί να «επαναπατριστούν» στη Νέα Δημοκρατία.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πως ελπίζεται ότι μπορεί να επιστρέψει στη ΝΔ ένας συντηρητικός ψηφοφόρος που… γοητεύθηκε από φορείς απόψεων ότι «ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας αστράτευτος που πρόδωσε την Κύπρο και νομιμοποίησε τον Καπετάν Γιώτη που έσφαζε με κονσερβοκούτια». Η απελπισία που πολλοί συμπολίτες μας νοιώθουν από την κρίση, δεν μπορεί να είναι το άλλοθι για να αφήνονται βορά σε μια εγκληματική συμμορία, η οποία θέλει να ισοπεδώσει όλες τις ανθρώπινες αξίες και πραγματικό στόχο έχει να μετατρέψει τη χώρα σε έναν απέραντο στρατώνα, στον οποίο οι Μιχαλοιάκοι, οι Κασιδιάρηδες και οι Παναγιώταροι θα δίνουν συνθήματα εξολόθρευσης οποιουδήποτε δεν στοιχίζεται στις γραμμές με τις μαύρες μπλούζες.

Γι΄ αυτό και πιστεύω  ότι η κυβέρνηση και η Νέα  Δημοκρατία έχουν χρέος να πάρουν άμεσα όλα εκείνα τα μέτρα που μπορεί να τερματίσουν τον ναζιστικό παροξυσμό που εκτυλίσσεται γύρω μας και τείνει να λάβει ακόμη εκρηκτικότερες διαστάσεις όσο δεν βρίσκει απέναντι του ένα αρραγές ιδεολογικό, θεσμικό, αλλά και ποινικό μέτωπο. Ένα μέτωπο ικανό να αποδείξει ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα από τη σημερινή δυσβάσταχτη κρίση, η οποία κάποια στιγμή θα περάσει. Και είναι σίγουρο ότι θα περάσει γρηγορότερα αν απομονωθεί ο πολύπτυχος και εγκληματικός σκοταδισμός που εκφράζει ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.9.2013)

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Είναι λύση οι εκλογές;


          Οι (πρόωρες) εκλογές υπήρξαν ανέκαθεν… αγαπημένο θέμα των δημοσιογράφων, όπως και των πολιτευόμενων, κυρίως όταν οι τελευταίοι βρίσκονται στην κατηγορία των «εκτός νυμφώνος». Αντιθέτως, η λεγόμενη “κοινή γνώμη”, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, εμφανίζεται, σχεδόν παγίως, από διστακτική έως αρνητική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Υπό αυτή την έννοια δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι, ενώ σε όλες τις έρευνες τρεις στους τέσσερις πολίτες δηλώνουν ότι δεν επιοθυμούν να στηθούν κάλπες, τα εκλογικά σενάρια τελούν υπό διαρκή αναζωπύρωση, παρά τις επανειλημμένες διαψεύσεις από αρμόδια κυβερνητικά χείλη.
Η εικοτολογία που συνέδεε το ενδεχόμενο προσφυγής σε εκλογές πριν από την 18μηνη ισχύ της λίστας για την επιλογή των βουλευτών που εκπνέει στις 3 Απριλίου, στερείτο της παραμικρής βάσης. Σε αντίθεση με τις εν γένει εξελίξεις στην οικονομία που αποτελούν σοβαρό λόγο για την πρόωρη διάλυση της Βουλής, ζήτημα, όμως, που οι πολιτικές δυνάμεις προσεγγίζουν, όπως είναι φυσικό, εντελώς διαφορετικά.   
«Οι πρόωρες εκλογές είναι ευθύνη του πρωθυπουργού να τις αποφασίσει. Εμείς σε κάθε περίπτωση είμαστε έτοιμοι», δηλώνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αντ. Σαμαράς, παρότι είναι σαφές ότι ο ίδιος δεν επιθυμεί εκλογές στην παρούσα φάση, αφού κινδυνεύει να δει το κόμμα του να υποχωρεί κάτω και από το ιστορικά χαμηλό ποσοστό που κατέγραψε τον Οκτώβριο του 2009.
Γι΄ αυτό και φρονίμως ποιών φροντίζει να κατηγορήσει την κυβερνητική παράταξη για την κυκλοφορία των σεναρίων, υποστηρίζοντας: «Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, μέσα στον πανικό του, τη μια διαρρέει πρόωρες εκλογές και την άλλη τις αποκλείει. Μόνοι τους τα διαρρέουν το διαρρέουν, μόνοι τους το διαψεύδουν. Κι ύστερα το ξανά-διαρρέουν. Εμείς "δεν τσιμπάμε"! Προχωράμε το δρόμο μας. Δεν μας απασχολούν τα πολιτικάντικα καμώματα μιας κυβέρνησης που παραπαίει».
Με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση εκφράζεται το ΚΚΕ. «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τίποτα. Εμείς ανά πάσα στιγμή είμαστε έτοιμοι, αλλά οι πρόωρες εκλογές δείχνουν και το εξής:  Ότι ο λαός έχει την ευκαιρία κυριολεκτικά να τους τιμωρήσει όλους», δηλώνει η κυρία Αλέκα Παπαρήγα, που έχει λόγους να μην ανησυχεί, αφού το κόμμα της σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται σε ανοδική τροχιά.
Εκείνος, όμως, που δεν… κρύβεται είναι ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης, ο οποίος, έχοντας προφανώς την άνεση ότι το κόμμα του «σε όλες τις δημοσκοπήσεις έχει τη μεγαλύτερη άνοδο», προπαγανδίζει τις κάλπες. «Πιστεύω», λέει αναφερόμενος στον πρωθυπουργό, «ότι ψάχνει να βρει μια αξιοπρεπή αποχώρηση για να μην παρομοιαστεί η δική του απόδραση με αυτή του Κ. Καραμανλή». Και για να μην… πονοκεφαλιάζουν άλλοι, βρίσκει ο ίδιος τη… λύση: «Η πιθανότητα ο κ. Παπανδρέου να είναι από τις πρώτες επιλογές των “μεγάλων” για τη θέση του γραμματέα του ΟΗΕ είναι πολύ σημαντική».
Υπέρ των εκλογών τάσσεται και ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλ. Τσίπρας. «Η σημερινή κυβέρνηση έχει εκλεγεί για εντελώς διαφορετικό πράγμα από αυτό το οποίο υλοποιεί. Και όσο πάει απομακρύνεται. Άρα υπάρχει θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης», δηλώνει και επειδή, προφανώς, ανησυχεί για μια δική του ενδεχόμενη “ψυχρολουσία”, σπεύδει να προσθέσει: «Από εκεί και πέρα για να αποτελέσουν οι εκλογές λύση, θα πρέπει μεγάλα κομμάτια του εκλογικού σώματος, να αποδεσμευτούν από την απάθεια, την παραίτηση και την χειραγώγηση. Αλλιώς θα ξαναβρεθούμε στα ίδια».
Περισσότερο «φοβική» εμφανίζεται η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη που δηλώνει ότι «δεν πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν εκλογές στο ορατό μέλλον, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή για την οικονομία», επειδή, προφανώς, η «Δημοκρατική Συμμαχία», της οποίας ηγείται, δείχνει να «βολοδέρνει» σε ποσοστά μακρινά από το στόχο εισόδου στη Βουλή.  Το ίδιο, λίγο ως πολύ, φαίνεται να ισχύει και για την «Δημοκρατική Αριστερά» του κ. Φ. Κουβέλη, που είναι το δεύτερο νεότευκτο κόμμα, από την εκλογική τύχη του οποίου θα εξαρτηθούν πολλά μετεκλογικά. Όχι τόσο για το σχηματισμό κυβέρνησης, όσο στην επίτευξη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, αλλά και τους δεδομένους συσχετισμούς δυνάμεων, εξαρτάται απολύτως από τα ποσοστά που θα καταγράψουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Με το σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές, ο λεγόμενος «πήχης της αυτοδυναμίας» του πρώτου κόμματος τίθεται στην περιοχή του 38%, σε ποσοστό, δηλαδή, πολύ κοντινό με αυτό που δίνουν οι εκτιμήσεις για την  εκλογική απήχηση του ΠΑΣΟΚ.
Μετά την 25η Μαρτίου, οπότε θα ξέρουμε τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για την ελληνική οικονομία και ευρύτερα την ευρωζώνη, θα απαντηθεί και το ερώτημα του τίτλου μας. Που σκοπίμως τέθηκε έτσι... 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" στις 22.2.2011)