Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσοβόλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσοβόλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Αν υπήρχαν κουκουλοφόροι το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε πάει φυλακή


Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν… διασκεδαστική η απέλπιδα προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι συνδεδεμένοι μαζί τους επικοινωνιακοί μηχανισμοί να μην αποκαλυφθούν οι «κουκουλοφόροι» που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες για να εξοντωθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της προηγούμενης κυβέρνησης.
Με την τροπή, όμως, που έχουν πάρει τα πράγματα, κάθε άλλο παρά… διασκεδαστική καταλήγει να είναι η μάχη την οποία δίνουν για να μην βγουν οι κουκούλες. Είναι μια μάχη άκρως αποκαλυπτική. Είναι αποκαλυπτική τόσο για τα μέσα με τα οποία ασκήθηκε η κυβερνητική εξουσία κατά την αλήστου μνήμης υπερτετραετή θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όσο και για το γεγονός ότι η πολλαπλή εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τον προηγούμενο χρόνο δεν δίδαξε τίποτε ούτε τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό ούτε τους συνεργάτες του.
Θα περίμενε κανείς από μια πολιτική δύναμη που θέλει να περνιέται ως «προοδευτική» να έχει την παρρησία να ταχθεί, αν όχι και να πρωταγωνιστήσει, υπέρ της πλήρους διαφάνειας σε μια υπόθεση που προαναγγέλθηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών» και πλέον όλα μαρτυρούν ότι θα καταλήξει σε ένα χωρίς προηγούμενο φιάσκο για όσους ενορχήστρωσαν μια τόσο κακοφτιαγμένη σκευωρία.
Πέρασαν, άλλωστε, δύο ολόκληρα χρόνια αφότου η προηγούμενη Βουλή αποφάσισε, στηριγμένη στην ανώνυμη μαρτυρία τριών προσώπων, να παραπέμψει δέκα κορυφαίους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή ή να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των τριών «κουκουλοφόρων», ένας εκ των οποίων αυτοαποκαλύφθηκε και συνάμα αποκάλυψε την ταυτότητα των άλλων δύο.
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν έχει πλέον κανένα νόημα το δήθεν κρυφτούλι που εξακολουθεί να παίζεται για το ποιοι είναι οι υποτιθέμενοι «ανώνυμοι» μάρτυρες. Είναι πρόσωπα που τα γνωρίζει όποιος από το πανελλήνιο έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την βορβορώδη αυτή υπόθεση. Γνωρίζουν επίσης οι πάντες ότι όταν κλήθηκαν να καταθέσουν με τα κανονικά τους ονόματα δεν είχαν να εισφέρουν απολύτως τίποτε για να «δεθούν» οι κατηγορίες για δωροδοκίες πολιτικών που εκτόξευσαν πίσω από τις κουκούλες.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι είχαν πάρει τις αρχικές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» και έστειλαν στη Βουλή τον φάκελο της δικογραφίας, στον οποίο περιείχοντο οι διαβόητοι ισχυρισμοί για… τροχήλατες βαλίτσες με μαύρο χρήμα και άλλα ευφάνταστα σενάρια κινηματογραφικού τύπου, υποχρεώθηκαν να αρχειοθετήσουν τις κατηγορίες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι τις αρχειοθέτησαν αφού προηγουμένως άνοιξαν… διάπλατα τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ερεύνησαν ακόμη και τις θυρίδες όλων όσοι στοχοποιήθηκαν, χωρίς, σε πείσμα ενός ορυμαγδού δημοσιευμάτων ότι εντοπίστηκαν μίζες, να βρεθεί στους ίδιους ή σε συγγενείς τους κανένα ίχνος που να παραπέμπει σε δωροδοκία ή άλλη διάσταση διαφθοράς που να επιβεβαιώνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, τις καταθέσεις των κουκουλοφόρων.
Κατόπιν όλων αυτών, τι πιο λογικό από το να εξεταστούν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες από τα μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να καταθέσουν όσα κατέθεσαν και τα οποία κανείς άλλος δεν επιβεβαίωσε;
Αν υποθέσουμε ότι το έκαναν επειδή ήταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο ή διότι κάποιος τους υποσχέθηκε ότι θα αμειφθούν, π.χ. από το FBI, για την ψευδομαρτυρία τους, οι πρώτοι που θα έπρεπε να θέλουν την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν δεν συμμετείχε στην ενορχήστρωση, όπως πολλοί υποπτεύονται και εξαιτίας της τωρινής αντίδρασης, τότε «έπεσε θύμα απατεώνων».
Κάποιος, άλλωστε, από τα εκατοντάδες παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είναι τώρα στρατευμένα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμίσει στους «συντρόφους» της Κουμουνδούρου ότι αν το 1989 είχαν καταθέσει με κουκούλες οι ψευδομάρτυρες που είχαν εμφανιστεί να δηλώνουν ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε χρήματα σε κούτες πάμπερς», η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου θα ήταν μάλλον διαφορετική από εκείνη που, κόντρα στη βούληση πολλών στελεχών του τότε Συνασπισμού, εκδόθηκε τελικά.
Αν δεν εμφανιζόταν με τις… φάτσες τους ενώπιον του δικαστικού ακροατηρίου «μπουμπούκια», όπως ο Μαμανέας και άλλοι σωματοφύλακες του Κοσκωτά, που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων, δεν θα είχαν καταρρεύσει με πάταγο οι αρχικές καταθέσεις τις οποίες –«δασκαλεμένοι», προφανώς- είχαν δώσει στις εισαγγελικές αρχές.
Ακόμη και ο «σκληρός» Βασίλης Κόκκινος που προήδρευε του Ειδικού Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε να αποπέμψει ορισμένους εξ αυτών, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν όσα είχαν καταθέσει στην ανάκριση. Αν είχαν καταφέρει να το κάνουν από την ασφάλεια που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ανωνυμία της κουκούλας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού και ενδεχομένως και η φυλάκισή του θα ήταν αναπόφευκτες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του το άθλιο κλίμα εκείνης της εποχής και είναι τώρα νομικός παραστάτης του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, θα μπορούσε, αν ήθελε, να επισημάνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστράτευση ψευδομαρτύρων.
Αν δεν το κάνει ο παθών κ. Τσοβόλας, που πλέον δεν πολιτεύεται, ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος από τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ που βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου, για να προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα ότι στη Δημοκρατική Παράταξη, στην παράταξη του μέτρου και της λογικής, δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα ηγηθεί κάποιος ο οποίος βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσεται μια σκευωρία και, αντί να ζητάει να πέσει φως στην υπόθεση, μάχεται για να επικρατήσει το σκοτάδι.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τα δίκια και τα άδικα του Βασίλη Λεβέντη



            «Έβαλα εννέα άσημους στη Βουλή και με πρόδωσαν οι τέσσερις…», παραπονιέται τις τελευταίες μέρες σε κανάλια και ραδιόφωνα ο Βασίλης Λεβέντης, ο οποίος εφόσον του φύγει ένας ακόμη… άσημος από το ξέφραγο, κατά τα φαινόμενα, μαντρί της Ένωσης Κεντρώων θα πάψει να είναι αρχηγός αναγνωρισμένου από τον Κανονισμό της Βουλής κόμματος και θα χάσει όλα τα προνόμια που τώρα απολαμβάνει.
            Ο αρχηγός, ωστόσο, δεν δείχνει να πτοείται. «Και όλοι να φύγουν η Ένωση Κεντρώων θα ξαναμπεί στη Βουλή», αισιοδοξεί. «Έχω προσωπική σχέση με τους ψηφοφόρους. Ούτε ψήφους μου έφεραν (σ.σ.: οι βουλευτές που εξελέγησαν με το κόμμα του), ούτε θα μου πάρουν», επιχειρηματολογεί. Και μάλλον δεν εκπλήσσει όσους έχουν παρακολουθήσει ή γνωρίζουν τη μακρά προσπάθεια, ήδη από τη δεκαετία του 1980,που κατέβαλε για να βρει μια θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα.
            Δεν πτοήθηκε, άλλωστε, όταν μετρούσε τη μια μετά την άλλη τις απογοητεύσεις από τα ισχνά ποσοστά που συγκέντρωνε στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες συμμετείχε και που τον καθιστούν… ρέκορντμαν της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Οπότε, τι πιο φυσιολογικό από το να παραμένει απτόητος και τώρα που οι πολύχρονες προσπάθειες του ευοδώθηκαν αφού, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 συγκέντρωσε 186.644 ψήφους και ποσοστό 3,44% που του έδωσε το εισιτήριο για τη Βουλή;
            Όπως και να έχει, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο επίμονος  κ. Λεβέντης μπήκε στη Βουλή σε μια περίοδο που δεν τα κατάφεραν πολλά υποσχόμενοι πολιτικοί σχηματισμοί, όπως η ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη που στέγασε όλους όσοι αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή του στροφή. Ήταν, μάλιστα,η Ένωση Κεντρώων το μόνο κόμμα που αύξησε κατακόρυφα τη δύναμη του από τις 110.923 ψήφους που είχε πάρει λίγους μήνες νωρίτερα και με το 1,79% που συγκέντρωσε τον Ιανουάριο του 2015 απείχε αρκετά από τον στόχο της εισόδου στο Κοινοβούλιο.
            Τι μεσολάβησε, άραγε, αυτούς τους εννέα μήνες και ο… αιώνιος loser Βασίλης Λεβέντης έγινε ξαφνικά ο αρχηγός που γοήτευσε τόσους περισσότερους ψηφοφόρους που του εξέδωσαν το πολυπόθητο για εκείνον κοινοβουλευτικό εισιτήριο; Στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε απολύτως που να δικαιολογεί την επιτυχία της Ένωσης Κεντρώων και που με δεδομένη τη μειωμένη συμμετοχή σε αυτές τις κάλπες, στις οποίες ψήφισαν 750 χιλιάδες λιγότεροι εκλογείς από την προηγούμενη αναμέτρηση, μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερη από αυτή που δείχνουν οι ξεροί αριθμοί.
Μια προφανής εξήγηση για το ως ένα μεγάλο βαθμό αναπάντεχο αποτέλεσμα για τον κ. Λεβέντη είναι ότι εδώ και πολλές δεκαετίες παρατηρείται το φαινόμενο σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση να αναδεικνύεται ένα κόμμα σε υποδοχέα της ψήφου διαμαρτυρίας των πολιτών που είναι δυσαρεστημένοι με ένα ή περισσότερα κόμματα εξουσίας. Συνέβη αυτό παλαιότερα με αρκετούς σχηματισμούς, όπως η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα και ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, που είχαν έντονα αρχηγικά χαρακτηριστικά. Αλλά και με τους«Οικολόγους» ή –με λιγότερη επιτυχία- τους«Κυνηγούς», που αρκετοί από εκείνους που τους ψήφιζαν δεν ήξεραν ούτε τους αρχηγούς τους, ούτε τα στελέχη τους.
Οι πλείστοι εξ αυτών μετά την πρώτη είσοδο τους στη Βουλή και, το πολύ, άλλημια παρουσία στην Ευρωβουλή, δεν μακροημέρευσαν. Οι προσδοκίες των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων συνήθως δεν εκπληρώνονταν από τη νέα τους επιλογή και εκείνοι –όχι, κατ΄ ανάγκην, πάντα οι ίδιοι- αναζητούσαν άλλο ψηφοδέλτιο για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους. Είναι αυτό που δεν θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει ο Βασίλης Λεβέντης. Όπως, άλλωστε, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν και άλλοι πριν από αυτόν που βρέθηκαν στην ίδια θέση.
Διότι,όσο δίκιο και αν έχει ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων όταν υποστηρίζει ότι έβαλε «εννέα άσημους στη Βουλή», άλλο τόσο άδικο είναι που τους κράτησε στο Κοινοβούλιο αναιρώντας την κεντρική προεκλογική δέσμευσή του για εναλλαγή των βουλευτών της Ένωσης Κεντρώων ανά εξάμηνο. Όπως, επίσης, όσο δίκιο έχει όταν λέει «ούτε ψήφους μου έφεραν», αφού οι εκλογές της επιτυχίας τους έγιναν με λίστα και όχι με σταυρό, άλλο τόσο άδικο έχει όταν καταγγέλλει «αποστασίες». Καλώς ή κακώς το πολιτικό παιχνίδι έτσι παίζεται. Και ο κ. Λεβέντης, ο οποίος παλαιότερα είχε πολιτευθεί με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το ξέρει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον εν ενεργεία πολιτικό.
Και, εν κατακλείδι, όσο δίκιο και αν έχει ο κ. Λεβέντης όταν ισχυρίζεται ότι η πεντακομματική Βουλή διευκολύνει την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, άλλο τόσο άδικος –με την έννοια περισσότερο του άστοχου- είναι ο ισχυρισμός του ότι εφόσον καταφέρει να μπει το κόμμα του στην επόμενη Βουλή θα αποτραπεί η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο δεν έχει καμία σημασία ο αριθμός των κομμάτων που διαθέτουν κοινοβουλευτικές έδρες. Εκείνο που μετράει για την αυτοδυναμία του νικητή των εκλογών, εκτός από τη δική του επίδοση, είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα μπουν στη Βουλή. Αυτοδυναμία προκύπτει με το πρώτο κόμμα στο 35% αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώσουν περί το 15%. Αν, αντιθέτως, τα τελευταία έχουν αθροιστικά λίγο πάνω από 5%, τότε το πρώτο κόμμα χρειάζεται 38% για να πάρει οριακά την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών.
Αυτά!

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ο αντικοινοβουλευτικός ακτιβισμός του χαβαλέ


 
Η πρόταση για την παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης, προκειμένου να προκληθούν εκλογές και να ματαιωθεί η ψήφιση των επώδυνων μέτρων, αναδεικνύει μια από τις παθογένειες της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας, την οποία έφερε στο προσκήνιο η βαθιά και πολύπτυχη κρίση που διέρχεται η χώρα.

Ο λόγος για τις δυνάμεις του… πολιτικού χαβαλέ, οι οποίες βρήκαν φιλόξενα έδρανα στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, με την ψήφο χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι, απογοητευμένοι από την προηγούμενη κατάσταση, υποτίθεται ότι, έκαναν «αντισυστημικές» επιλογές για να τιμωρήσουν το παλαιό πολιτικό σύστημα.

Δεν θα ισχυριστώ ότι όλοι όσοι κάθησαν στα έδρανα της Βουλής ή άσκησαν εξουσία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν το τεκμήριο της σοβαρότητας. Το θέαμα, όμως, που παρουσιάζει το Κοινοβούλιο, όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα, δεν προοιωνίζεται τίποτε το ευοίωνο και το ελπιδοφόρο για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.

Η πλειονότητα των νέων κοινοβουλευτικών, χωρίς να έχει απαρνηθεί κανένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά των προηγούμενων –βλέπε διορισμούς συγγενών και φίλων στα γραφεία τους, άσκηση από τους περισσοτέρους του συνόλου των προβλεπόμενων «προνομίων» και άλλα-, επιχειρεί να ξεχωρίσει από τους παλαιότερους με έναν -εν πολλοίς-… αμελέτητο και αντικοινοβουλευτικό ακτιβισμό που μόνον δεινά μπορεί να επισωρρεύσει στον τόπο.  

Δεν είναι μόνον οι ακρότητες των «Χρυσαυγιτών», είναι μια γενικότερη τάση να μην τηρούνται οι κανόνες του (κοινοβουλευτικού) παιχνιδιού, έως ότου, τουλάχιστον, δημιουργηθούν οι συνθήκες για να αλλάξουν. Σε αυτή ακριβώς την τάση είναι σαφές ότι εντάσσεται και η επικοινωνιακή «ρουκέτα» που εξαπέλυσε ο πρόεδρος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» κ. Πάνος Καμμένος, καλώντας την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να συναποφασίσουν την παραίτηση των βουλευτών τους.

Η ιδέα, βεβαίως, δεν είναι διόλου πρωτότυπη. Είναι, στην πραγματικότητα, μια «καρικατούρα»     της μεγάλης κίνησης που έκανε, την άνοιξη του 1992, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου μετά την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά που επέβαλε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον πρώην υπουργό κ. Δημήτρη Τσοβόλα, ο οποίος εξέπεσε, έτσι, του βουλευτικού αξιώματος.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου προκάλεσε επαναληπτική εκλογή μόνο στην περιφέρεια (Β΄ Αθήνας) που είχε εκλεγεί πρώτος βουλευτής ο κ. Τσοβόλας, θέλοντας να καταδείξει –και το πέτυχε- ότι η δικαστική ετυμηγορία ήταν σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, κάτι που, βεβαίως, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς, βασίμως τουλάχιστον, ότι βρίσκει την παραμικρή αναλογία στην παρούσα συγκυρία.

Πέραν αυτού, η τυχόν πρόκληση επαναληπτικών εκλογών σε αυτή τη φάση, εκτός από την ενδεχόμενη κοινωνική αναστάτωση, μόνον ζημιές θα επέφερε στους εμπνευστές της, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να ελπίζουν σε επανεκλογή των παραιτηθέντων βουλευτών τους. Και αυτό υπό την προϋπόθεση –που δεν είναι καθόλου βέβαιη- ότι θα ακολουθούσαν στο δρόμο της παραίτησης και οι πολλές εκατοντάδες των επιλαχόντων.

Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι τις κενωθείσες έδρες θα τις διεκδικούσαν και άλλοι υποψήφιοι, γεγονός που άνετα θα μπορούσε να καταλήξει σε «μπούμερανκ» για τους παραιτηθέντεςν και τα κόμματά τους, ενδυναμώνοντας, ίσως, έτσι, τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, στην καλύτερη εκδοχή για τους αντιπάλους της, θα έμενε αλώβητη.

Αν, για παράδειγμα, επιβεβαιωνόταν τα σενάρια που θέλουν την «ιδέα» για παραίτηση βουλευτών και στήσιμο επαναληπτικής κάλπης, συνέλαβε πρώτη η ηγεσία της «Χρυσής Αυγής», το πιο πιθανό ενδεχόμενο θα ήταν το «μόρφωμα» του κ. Νίκου Μιχαλολιάκου να ξαναγινόταν εξωκοινοβουλευτικό και να απάλλασσε τη Βουλή από τη θορυβώδη παρουσία του.

Το μόνο θετικό, ίσως, σε όλη αυτή τη συζήτηση που άνοιξε είναι ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κατά το κοινώς λεγόμενο, «δεν τσίμπησε». Και αυτό, αν θέλετε, είναι δείγμα σοβαρότητας από μια παράταξη που θέλει να κυβερνήσει και, συνάμα, της διαχωριστικής γραμμής που χωρίζει τις υπεύθυνες δυνάμεις από εκείνες του ανέξοδου, πλην, όμως, επικίνδυνου για τους θεσμούς, πολιτικού χαβαλέ.

 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

"Ωδή" σε έναν απερχόμενο

        Από επαγγελματική, κυρίως, υποχρέωση έχω παρακολουθήσει την τελευταία 25ετία όλες, χωρίς εξαίρεση, τις συζητήσεις στη Βουλή  για τον κρατικό προϋπολογισμό που εθιμικά γίνονται παραμονές Χριστουγέννων.
        Από την εποχή που είχαν τα ηνία της οικονομίας ο Κώστας Σημίτης και ο Δημήτρης Τσοβόλας ή ο Γιάννης Παλαιοκρασάς και ο Στέφανος Μάνος ως την περίοδο που κατέθεσαν προϋπολογισμούς ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, ο Γιώργος Αλογοσκούφης και πιο πρόσφατα ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ήμουν εκεί και τις πέντε μέρες που διαρκεί η διαδικασία, ακούγοντας, άλλοτε με περισσότερο και άλλοτε με λιγότερο ενδιαφέρον, τις ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων, των υπουργών και των βουλευτών από όλες τις παρατάξεις που εναλλάσσονταν στο βήμα.
        Παρακολούθησα, μάλλον από επαγγελματική... διαστροφή, και τη φετινή συζήτηση του προϋπολογισμού που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα. Ήλπιζα μέσα μου ότι οι ειδικές συνθήκες που -κατά γενική παραδοχή- επικρατούν στη χώρα θα λειτουργούσαν αφυπνιστικά. Και οι ρήτορες θα αναζητούσαν πρωτότυπους τρόπους για να πάρουν θέση απέναντι στην βαθειά κρίση που διέρχεται όχι μόνον η ελληνική οικονομία, αλλά η ίδια η ελληνική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το πολιτικό σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της κοινωνίας.
        Χωρίς καμιά διάθεση για ισοπεδωτική γενίκευση, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν βρήκα καμία πρωτοτυπία. Μπορεί να μην έλειψαν κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις αγορητών που επεχείρησαν να ξεφύγουν από τα τετριμμένα, αλλά τη γενική εντύπωση δεν την άλλαξαν.
        Τα ίδια στερεότυπα. Η ίδια αποστέωση. Ελάχιστη σύνδεση με την πραγματικότητα, την... ουσιαστική πραγματικότητα και όχι την. υστερική που διαμορφώνουν τα πρωινάδικα και τα βραδινά δελτία των (δήθεν) ειδήσεων που θαρρείς πως έχουν βαλθεί να υποκαταστήσουν τους παραδοσιακούς καφενέδες.
        Τα γράφω αυτά καθώς την ειδησεογραφία των ημερών σχεδόν μονοπώλησαν οι εσωκομματικές γκρίνιες στην κυβερνητική παράταξη, ένα από τα πλέον προσφιλή ζητήματα για τη «δημοσιογραφία της ατάκας», στην οποία η οπτικοποίηση των ειδήσεων έχει παρασύρει το σύνολο των μέσων ενημέρωσης.
         Και αισθάνομαι πως αν ήταν στο χέρι μου θα αφιέρωνα αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον ίσο χρόνο, με εκείνο που δόθηκε στο «όχι» που είπε στον προϋπολογισμό ο βουλευτής Πρέβεζας Βαγγέλης Παπαχρήστος, και στο «όχι» που είπε ο απερχόμενος δήμαρχος Πρέβεζας Μιλτιάδης Κλάπας στη... χριστουγεννιάτικη απεργία των οδοκαθαριστών της πόλης του.
        «Δεν θα υποκύψω σε κανέναν εκβιασμό», δήλωσε θαρρετά ο κ. Κλάπας και, την ώρα που άλλοι συνάδελφοί του κρύβονταν, εκείνος απέρριπτε παράλογα αιτήματα των δημοτικών υπαλλήλων που, μεταξύ άλλων, διεκδικούσαν... ελαστικότητα ωραρίου, ώστε να εργάζονται δύο ως διόμισι ώρες την ημέρα, ή χρηματική αποζημίωση για το γάλα που πρέπει να πίνουν, αλλά δεν είναι της αρεσκείας τους.
        Πιο σημαντική από πολλές φλύαρες κοινοβουλευτικές αγορεύσεις θεωρώ, εξάλλου, ότι ήταν η δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία «κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι ο Δήμαρχος, ο οποίος φεύγει, παύει να εκτελεί τα καθήκοντά του, ως έχει υποχρέωση απέναντι στους πολίτες». Όπως και η κατηγορηματική διαβεβαίωσή του ότι «μέχρι την τελευταία μέρα θα εκτελώ τα καθήκοντά μου σαν να είναι η πρώτη που ανέλαβα».
       Η στάση του αποκτά ιδιαίτερη αξία, επειδή δεν χαρακτηρίζει κάποιον. ανάλγητο νεοφιλελεύθερο θιασώτη του «μνημονίου» και των επιταγών της «τρόικας». Για τους μη γνωρίζοντες ο κ. Κλάπας είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και αυτές τις μέρες, κλείνοντας μια επιτυχή οκταετή θητεία στο Δήμο Πρέβεζας, απέρχεται, καθώς δεν θέλησε, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, να διεκδικήσει το ίδιο ή άλλο αυτοδιοικητικό αξίωμα.
        Γι΄ αυτό και, κατά την ταπεινή μου άποψη, του πρέπει τιμή και δόξα, αφού μόνον πολίτες και πολιτικοί με τόσο υψηλή αίσθηση καθήκοντος μπορεί να μας απαλλάξουν μια ώρα αρχύτερα από τους επαχθείς όρους του μνημονίου.

         *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 28.12.2010)