Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

«Εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής»


Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουν μια μοναδική έφεση στα πανηγύρια οι κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίοι. Ό,τι και αν συμβεί αυτοί στο τέλος πανηγυρίζουν. Κερδίζουν; Χάνουν; Δεν κάνει καμία διαφορά.
Η πραγματικότητα δεν μετράει μπροστά στην ακόρεστη διάθεση που δείχνουν να αυτοχριστούν νικητές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Καθότι όταν το αποτέλεσμα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλλοίμονο στο… αποτέλεσμα
Γι΄  αυτό και μάλλον δεν πρέπει να προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι χαρές και τα πανηγύρια με τα οποία υποδέχτηκαν την έκβαση των πρόσφατων ισπανικών εκλογών. Οι άνθρωποι ήθελαν να πανηγυρίσουν. Και πανηγύρισαν.
Τι αν καταβαραθρώθηκαν οι «Ποδέμος», για την άνοδο των οποίων θριαμβολογούσαν στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη στην ίδια χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου;
Σαν να μην έχει συμβεί τίποτε διαφορετικό, προσαρμόζουν τώρα την πανηγυρική τους διάθεση στη νίκη των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσες. Και επιδίδονται σε ουρανομήκεις επινίκιες κραυγές, αποστρέφοντας το πρόσωπό τους από την πραγματική εικόνα που ανέδειξε η ψήφος του ισπανικού λαού.
Ο συνδυασμός της πτώσης της λαϊκίστικης Αριστεράς και της δυναμικής εμφάνισης στο προσκήνιο της Άκρας Δεξιάς, που για πολλούς αναλυτές αποτελεί ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο, για τους εγχώριους κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑίους είναι σαν να μην υπάρχει. Το μείζον γι΄ αυτούς είναι να φέρουν στα μέτρα τους το αποτέλεσμα –το όποιο αποτέλεσμα. Και από εκεί και ύστερα γαία πυρί μυχθήτω!
Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που διαστρέφουν προκλητικά την πραγματικότητα. Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς από τον κυβερνητικό βίο και την εξουσιαστική πολιτεία τους; Τους αντιμνημονιακούς μύδρους που προηγήθηκαν της πλήρους μνημονιακής προσήλωσης τους; Τις αντιγερμανικές πομφόλυγες που έδωσαν τη σκυτάλη στην προσκύνηση της Μέρκελ; Ή τα αντιαμερικανικά φληναφήματα που συνόδευσαν τη δουλική υποταγή στις επιταγές της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ;      
Ακόμη και τον προσφιλή τους Νικολάς Μαδούρο είναι σε θέση να «πουλήσουν», προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν τους διεθνείς πάτρωνες στους οποίους –περισσότερο από κάθε άλλη παρελθούσα κυβέρνηση- στηρίζουν τις ελπίδες τους για να διατηρηθούν στην εξουσία.
Δεν έχει υπάρξει, άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν κυβέρνηση που να έχει στραφεί εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων, όπως συνέβη στην υπόθεση Novartis και την άσκηση διώξεων κατά κορυφαίων παραγόντων της πολιτικής ζωής επί τη βάσει της ανήκουστης προσδοκίας για αποστολή στοιχείων από το αμερικανικό FBI.
Όπως και κανείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δεν διανοήθηκε να κάνει αυτό που έκανε πριν από ενάμισι χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας, ο συγκυβερνήτης των ΑΝΕΛ που παριστάνει τον κήνσορα της Προοδευτικής Συμμαχίας και τον υποστηρικτή όσων αντιπαρατίθενται με την ευρωπαϊκή Δεξιά, που προέτρεπε τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς να σχηματίσουν νέο κυβερνητικό συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ.
Αν υπάρχει μια λογική εξήγηση για τις απίστευτες αυτές οβιδιακές μεταμορφώσεις, είναι μάλλον η εξής: η συγκεκριμένη ομάδα που τόσο αναπάντεχα ανέλαβε τις τύχες της διακυβέρνησης της χώρας το 2015 γαλουχήθηκε στο πολιτικό περιθώριο με τα στερεότυπα του καθορισμού των εξελίξεων από τον ξένο παράγοντα.
Για δεκαετίες ολόκληρες κατατρύχονταν από το σύνδρομο ότι ο λόγος για τον οποίοι οι ίδιοι βρίσκονταν μονίμως στο περιθώριο δεν ήταν επειδή υποστήριζαν απόψεις και ιδέες που δεν άγγιζαν την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Αντιθέτως, κρίνοντας συχνά και εξ ιδίων τα αλλότρια, πίστευαν ότι η περιθωριοποίησή τους οφειλόταν στο ότι κάποιες ξένες δυνάμεις –οι Εγγλέζοι, οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και όποιοι άλλοι- στήριζαν τους αντιπάλους τους. Η συνωμοσιολογία, άλλωστε, είναι σύμφυτη με τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχεται η κυρίαρχη ομάδα που ασκεί τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο άκοπος, εξάλλου, τρόπος με τον οποίο ήρθαν στην εξουσία, μόνοι αυτοί από σχεδόν όλους τους ομοϊδεάτες τους στον πλανήτη, όχι μόνον δεν τους βοήθησε να απαλλαγούν από τα σύνδρομα του παρελθόντος, αλλά μάλλον τους τα ενίσχυσε. Κι αυτό καθώς προστέθηκε και η αναπόφευκτη αλαζονεία από την οποία –λιγότερο ή περισσότερο- καταλαμβάνονται όλοι όσοι επικρατούν στις αναμετρήσεις.
Πολύ περισσότερη αλαζονεία, μάλιστα, αποκτούν εκείνοι που στο «πολιτικό DNA» τους έχουν βαθιά χαραγμένη την ήττα και αίφνης αλλάζει η μοίρα τους, αποκτώντας συμπεριφορές και συνήθειες που παραπέμπουν στους νεόπλουτους.
Ας μην εκπλησσόμαστε, λοιπόν, με τους ΣΥΡΙΖΑϊκούς πανηγυρισμούς για τις ισπανικές εκλογές. Μην ξεχνάμε ότι ίδιοι άνθρωποι πανηγύριζαν τον Ιούλιο του 2015 και όταν έβαζαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν «Όχι» στο δημοψήφισμα αλλά και όταν μια βδομάδα αργότερα συνομολογούσαν την πιο ταπεινωτική συμφωνία που έχει υπογράψει ελληνική κυβέρνηση, παραδίδοντας στους δανειστές για έναν ολόκληρο αιώνα το σύνολο της δημόσιας περιουσίας.
Με αυτά και με αυτά, το «εμείς… κερδάμε, όποιος και αν είναι ο νικητής» θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύντομα ανέκδοτα της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Είκοσι εννιά και… σήμερα


            Αν πιστέψουμε την κυβερνητική προπαγάνδα, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο «μεγάλος αρχηγός που δεν χάνει ποτέ». Οι δοξαστικοί ύμνοι που του αναπέμπουν τα κάθε λογής πληρωμένα τρολ, όπως και διάφοροι αναλυτές της συμφοράς, παραπέμπουν ευθέως στην προσωπολατρεία προς τον «πατερούλη» Ιωσήφ Στάλιν που κυβέρνησε τη Σοβιετική Ένωση με σιδερένια πυγμή.
Όπως οι προπαγανδιστές της σοβιετικής εποχής που εμφάνιζαν τον Στάλιν ως τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του σοβιετικού έθνους, «πατερούλη» των φτωχών και αδυνάτων, αλάθητο και δίκαιο προστάτη, από τον οποίον εξαρτιόταν τα πάντα και πάνω από όλα η ζωή και ο θάνατος, έτσι και οι εν Ελλάδι σύγχρονοι ομότεχνοί τους παρουσιάζουν τον κ. Τσίπρα ως τον «άχαστο» αρχηγό που, κατά το κοινώς λεγόμενον, «όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει».
Προκαλεί εντύπωση, για παράδειγμα, ότι, ενώ εδώ και τρία χρόνια χάνει κατά κράτος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης –ακόμη και σε όσες δημοσιεύονται στον φιλοκυβερνητικό Τύπο-, οι υμνητές του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν στερεότυπα να μας «πληροφορούν» σχεδόν σε καθημερινή βάση για «το παιχνίδι που παίρνει πάνω» και για «την καινούργια αντεπίθεση που ξεκινά».
Δεν είναι βέβαιο αν οφείλεται στο πνεύμα της αυταπάτης, όπως εκείνη που ομολογημένα τον είχε καταλάβει όταν πριν ανέβει στην εξουσία υποσχόταν στους Έλληνες τον… ουρανό με τα άστρα, ή αν έχει πέσει κι ο ίδιος θύμα των προπαγανδιστών οι οποίοι, επ΄ αμοιβή οι περισσότεροι και κάποιοι λίγοι αυτόκλητα, έχουν αναλάβει να του φιλοτεχνήσουν την εικόνα του «υπερήρωα».
Αποτελεί, ωστόσο, γεγονός αναμφισβήτητο ότι κάποιες στιγμές δείχνει να έχει πειστεί και ο ίδιος ότι αποτελεί τον μοναδικό «καταφερτζή» της ελληνικής πολιτικής ζωής που για να πετύχει τον στόχο του είναι αποφασισμένος να πει και να κάνει τα πάντα.
Μπορεί να συνήψε νέα μνημόνια και να παρέδωσε για έναν αιώνα την δημόσια περιουσία, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να ισχυρίζεται ότι έβγαλε τη χώρα από τη μνημονιακή επιτροπεία. Μπορεί να περιέκοψε τις συντάξεις και να κατήργησε το ΕΚΑΣ, αλλά δεν δυσκολεύεται να επιμένει ότι «κράτησε την κοινωνία όρθια». Μπορεί να αύξησε το δημόσιο χρέος με τον ασύστολο εσωτερικό δανεισμό και το σκούπισμα των αποθεματικών του Δημοσίου, αλλά δεν έχει πρόβλημα να διαφημίζει πως δήθεν «διώχνει το ΔΝΤ» και να κομπορρημονεί πως η οικονομία «είναι το ατού του».
Μπορεί να συναγελάζεται με όλους τους ισχυρούς της χώρας, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους και να τους τοποθετεί ακόμη και στα ψηφοδέλτια του κόμματός του, αλλά δεν έχει δισταγμό να παριστάνει τον διώκτη της «διαπλοκής». Μπορεί να επιτίθεται στο «παλαιό καθεστώς» και στους εκπροσώπους του, πλην, όμως, μόλις αυτοί δηλώσουν υποστηρικτές του παίρνουν συγχωροχάρτι και καλύπτονται με τον φανταστικό μανδύα που συνιστά τάχατες το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» το οποίο είναι τόσο υπαρκτό όσο και ο… υπαρκτός σοσιαλισμός στη σταλινική αλλά και στη μετασταλινική εποχή.
Με αυτές ακριβώς τις αλαζονικές φαντασιώσεις του πολιτικά «άτρωτου» που στον δικό του κόσμο νομίζει ότι τίποτε δεν τον αγγίζει και κανείς δεν τον ακουμπά, πήγε στη Βουλή την περασμένη Τρίτη για να στηρίξει μια ακόμη αθλιότητα της κυβερνητικής του περιόδου που είχε πρωταγωνιστή τον Παύλο Πολάκη, ένα πρόσωπο που είναι ταυτισμένο περισσότερο από κάθε άλλο με τον Αλέξη Τσίπρα και την εξουσία του.
Δεν είναι λίγα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπουργοί της τελευταίας τετραετίας που έχουν προσβάλει βάναυσα την νοημοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Με λόγια και έργα. Με πράξεις και δηλώσεις. Οργιστήκαμε πολλές φορές με τα ψέματα που οι περισσότεροι εξ αυτών αράδιαζαν μπροστά στα μάτια μας, επιμένοντας να μας πείσουν ότι δεν είναι αυτό που βλέπουμε. Θυμώσαμε συχνά με τη μισαλλόδοξη μικροπρέπεια και την κομματικά εμπάθεια αρκετών. Διασκεδάσαμε, κάποιες φορές, με την αμετροέπεια και την αστοχία ορισμένων άλλων. Πώς αλλιώς, εξάλλου, να αντιμετωπιστούν οι παρόλες της Θεανώς για τα… πολυμήχανα «γεμιστά» ή της Τασίας για το… «λιάσιμο» των μεταναστών;
Κανείς άλλος, ωστόσο, δεν κατάφερε να εκφράσει τόσο αντιπροσωπευτικά, όσο ο Πολάκης, το εύρος των παθογενειών που επέφερε ή αναβίωσε στην πολιτική ζωή του τόπου το ΣΥΡΙΖΑϊκό καθεστώς: Μισαλλόδοξες ύβρεις, προσβολές, συκοφαντίες και απειλές κατά καθενός που δεν είναι μαζί τους. Υπεράσπιση και συνηγορία σε οποιονδήποτε «δίνει γη και ύδωρ» ή συνδράμει στη διατήρηση της εξουσίας τους. Ισοπέδωση κάθε προσώπου, νόμου ή θεσμού που δεν τίθεται στην υπηρεσία του καθεστώτος.
Η εν θερμώ αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα να μετατρέψει την πρόταση μομφής της ΝΔ κατά Πολάκη σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του, ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την απόλυτη ταύτιση του πρωθυπουργού με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας.
Αν και η συνέχεια έδειξε ότι ο «πατερούλης» έκανε δεύτερες σκέψεις, καθώς ανέθεσε στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς να υποδείξουν στο μέχρι πρότινος «alter ego» του ότι πρέπει να παραστήσει τον μεταμεληθέντα, ο… «αψύς Σφακιανός» δεν φαίνεται να πήρε το μήνυμα.
Και δεν το πήρε γιατί προφανώς είναι πεπεισμένος ότι όλα όσα έκανε είναι μέσα στο καθήκοντά του. Κάπως σαν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ που, ενώ αποθέωναν τον «πατερούλη», λίγα χρόνια μετά επικροτούσαν τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ για τις παρεκκλίσεις της σταλινικής περιόδου…
Στη Σοβιετική Ένωση οι αλλαγές ήταν αργές, πολύ αργές. Και το παιχνίδι της εξουσίας παιζόταν ανάμεσα σε μια περιορισμένη νομενκλατούρα. Στην –ευτυχώς, ευρωπαϊκή- Ελλάδα τα πράγματα κυλούν πιο γρήγορα. Και στο παιχνίδι της εξουσίας κυρίαρχο ρόλο έχουν οι ψηφοφόροι που σε ένα μήνα από σήμερα θα μιλήσουν, παίρνοντας εκείνοι τη σκυτάλη από τους ένθεν κακείθεν προπαγανδιστές. Ο χρόνος μετρά ήδη αντίστροφα: είκοσι εννιά μέρες και σήμερα…

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Γερμανικές επανορθώσεις: ένας «μύθος» λιγότερος;


            Η Απόφαση για τις «γερμανικές επανορθώσεις» που έλαβε χθες η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων –«με ευρύτατη πλειοψηφία», όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρός της Νίκος Βούτσης- θα μπορούσε, υπό μία έννοια, να αποδειχθεί και… ιστορική.
Μόνον, όμως, που η «ιστορικότητα» της δεν έγκειται στο γεγονός ότι τα όσα διημείφθησαν στην πολύωρη κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης του θέματος σηματοδοτούν κάτι καινούργιο επί του χρονίζοντος ζητήματος των αξιώσεων της χώρας μας έναντι της Γερμανίας.
Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Διότι, πέρα από τους βερμπαλισμούς που περίσσεψαν στις αγορεύσεις των περισσότερων βουλευτών που μίλησαν, εκείνο που συνάγεται δεν είναι παρά η (μάλλον) άδοξη κατάληξη μιας υπόθεσης πάνω στην οποία «επενδύθηκαν» μείζονες πολιτικές αυταπάτες και καλλιεργήθηκαν πολυετείς παραπλανήσεις του ελληνικού λαού.
Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μια μεγάλη μερίδα συμπατριωτών μας πίστεψε και ψήφισε κόμματα και πολιτικούς που ισχυρίζονταν ότι η χώρα θα ξεχρέωνε με τα δισεκατομμύρια τα οποία θα ελάμβανε από τις γερμανικές επανορθώσεις. Θα έκανε κατόπιν «σεισάχθεια» σε όλους με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από τη «λίστα Λαγκάρντ». Και θα επέστρεφε μισθούς και συντάξεις με τις εισπράξεις από την πάταξη των λαθρεμπορίου και από τις… άδειες για τις τηλεοπτικές συχνότητες.
Ακόμη και κατά τεκμήριο σοβαροί άνθρωποι –αν θεωρηθεί ότι αυτός ο χαρακτηρισμός συνάδει με πανεπιστημιακούς που έκαναν τόσο αφελείς και ακραία λαϊκίστικες προσεγγίσεις- όταν καλούνταν να απαντήσουν που θα βρεθούν τα 12 δισ. για το περιώνυμο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» που είχε εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν απέφευγαν τον πειρασμό να αναμασούν τέτοιου είδους αυταπόδεικτες βλακείες με τις οποίες δηλητηρίαζαν τους Έλληνες οι οποίοι, εξ αυτού, δεν συνειδητοποίησαν ποτέ τις γενεσιουργές αιτίες και το εύρος της παρατεταμένης κρίσης που βιώνουμε.
Αφού ήταν τόσο απλό να εγγράψουμε στον κρατικό προϋπολογισμό τα 400 και… βάλε δισεκατομμύρια που μας χρωστούν οι Γερμανοί, όπως ισχυρίζονταν στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν υπήρχε λόγος να προβληματιζόμαστε για την αποπληρωμή του ελληνικού δημοσίου χρέους που ήταν κατά τι μικρότερο. Μπορούσαμε να το… συμψηφίσουμε με τις γερμανικές επανορθώσεις και να μας μείνει και υπόλοιπο για να χαρίσουμε τα ιδιωτικά χρέη από τα στεγαστικά δάνεια, τις απλήρωτες κάρτες και ό,τι άλλο.
Ακούγονται, ίσως, αστεία όλα αυτά στην παρούσα συγκυρία. Αλλά όσοι διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη είναι δύσκολο να ξεχάσουν τον χλευασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονταν εκείνοι που προειδοποιούσαν για την φθηνή εξαπάτηση που υφίσταντο οι Έλληνες με αυτές τις γελοίες υποσχέσεις:  για τη «λίστα Λαγκάρντ», το λαθρεμπόριο, τις τηλεοπτικές άδειες και, πολύ περισσότερο, τις γερμανικές οφειλές.
Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία για τη διάσταση του θέματος, δεν έχει παρά να ανατρέξει στην ίδια την χθεσινή Απόφαση της Βουλής. Και δεν χρειάζεται να είναι συνταγματολόγος για να ξέρει ότι θεσμικά είναι παντελώς ανίσχυρο αυτό που έγινε χθες, καθώς ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν την έκδοση «Ψηφίσματος», όπως οιωνεί ήταν ο χαρακτήρας της επίμαχης Απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής.
Αρκούν, άλλωστε, οι διατυπώσεις της ίδιας της Απόφασης για να αντιληφθεί ο οιοσδήποτε το άδοξο τέλος στο οποίο ουσιαστικά οδηγείται η πολυδιαφημισμένη διεκδίκηση. Η Βουλή των Ελλήνων δεν κάνει τίποτε περισσότερο από να «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές, ενέργειες για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Με βάση, λοιπόν, τη συγκεκριμένη Απόφαση, η κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, θα προβεί τις επόμενες ημέρες σε «ρηματική διακοίνωση» προς το Βερολίνο, κάτι, βεβαίως, που έχει ξαναγίνει στο παρελθόν επί άλλων κυβερνήσεων, χωρίς, όμως, να… συγκινηθούν οι Γερμανοί οι οποίοι (επι-)μένουν στην… ηθική και μόνονν διάσταση της αναγνώρισης των θηριωδιών εις βάρος των Ελλήνων κατά τη ναζιστική Κατοχή.
Στην ίδια, εξάλλου, την Απόφαση γίνεται η παραδοχή ότι η προεργασία για τις διεκδικήσεις ξεκίνησε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και η ότι η σημερινή κυβέρνησης κρατούσε το σχετικό Πόρισμα που καταρτίστηκε από Διακομματική Επιτροπή επί σχεδόν τρία χρόνια στα συρτάρια της Βουλής, από όπου ανεσύρθη τώρα για να χρησιμοποιηθεί στην αρξάμενη προεκλογική περίοδο.
Ο Αλέξης Τσίπρας δικαιολόγησε την καθυστερημένη ανάσυρση με τον ισχυρισμό ότι δεν ήθελε να  δοθεί «το δικαίωμα στους κακεντρεχείς που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης να επαναλάβουν όσα άθλια είπαν το 2015…». Και ότι το κάνει τώρα που «η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Η ολοκλήρωση του προγράμματος, η έξοδος από την μνημονιακή επιτροπεία, η εξομάλυνση και η θεαματική βελτίωση στη συνέχεια των σχέσεων με τη Γερμανία έχουν δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον, μια συνθήκη αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και εμβάθυνσης του διαλόγου».
Πολλά ψέματα, μαζεμένα στην ίδια πρόταση. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Πρώτον, ήταν ο ίδιος και οι συνεργάτες του που το 2015 φαντασιώνονταν διαγραφή του χρέους μέσω συμψηφισμού με τις γερμανικές επανορθώσεις. Και δεύτερον, τη ώρα που διατυμπάνιζε την «έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία», η κυβέρνησή του έπαιρνε πίσω το νομοσχέδιο για τις 120 δόσεις προς την εφορία και τα Ταμεία επειδή δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Υ.Γ.: Το γεγονός ότι, μαζί με τους κυβερνητικούς, την Απόφαση για τις επανορθώσεις ψήφισαν –εκόντες, άκοντες- και οι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές, δεν περιποιεί τιμή στο πολιτικό μας σύστημα. Αλλά, κακά τα ψέματα, ο λαϊκισμός δεν είναι εύκολο να ηττηθεί. Πολύ περισσότερο όταν υιοθετείται από την κυβερνητική εξουσία. Γι΄ αυτό και ο «μύθος» των επανορθώσεων -έστω και αποδυναμωμένος από την άδοξη εξέλιξη που προσέλαβε- θα συνεχίσει μάλλον να μας ταλαιπωρεί…