Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λίστα Λαγκάρντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λίστα Λαγκάρντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Άβολες αλήθειες για βολικούς «θησαυρούς»



            Τον γύρο του διαδικτύου, κατά το γνωστό δημοσιογραφικό στερεότυπο, έκανε τις τελευταίες ημέρες μια φωτογραφία που δείχνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να υπογράφει κάποιο κείμενο, το οποίο, σύμφωνα με τη λεζάντα που πλειάδα αναρτήσεων –σε ιστολόγια, στο facebook και στο twitter- υιοθετούσε, σχετιζόταν με το «κούρεμα» του γερμανικού προπολεμικού εξωτερικού χρέους που επήλθε το 1953 με τη Συμφωνία του Λονδίνου, για την οποία τόσο λόγος έγινε κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο.
            Είναι εντυπωσιακό πόσοι άνθρωποι, ανάμεσα τους δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί και αρκετοί άλλοι που θα είχε κανείς τη στοιχειώδη απαίτηση να μην υιοθετούν την κάθε… ψεκασμένη διαδικτυακή θεωρία συνωμοσίας που αναρτά ο πρώτος τυχών, δεν είχαν τη γνώση ή δεν μπήκαν στον κόπο να μάθουν ότι η πρωθυπουργία Καραμανλή δεν συμπίπτει χρονικά με τα επίμαχα γεγονότα. Κατά το εξάμηνο –από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 1953- που διήρκεσαν στη βρετανική πρωτεύουσα οι συζητήσεις για τη διευθέτηση των γερμανικών χρεών, ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ήταν παρά υπουργός Δημοσίων Έργων και η πρωθυπουργική θητεία του ξεκίνησε δύο και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου.
            Η πραγματικότητα, βλέπετε, που ήταν ότι εκ μέρους της Ελλάδας η Συμφωνία υπεγρράφη από τον πρεσβευτή μας στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν δικαιολογούσε τη διάσταση της «εθνικής προδοσίας» που, ορισμένοι συγκεκαλυμμένα και άλλοι πιο ανοιχτά, επιχειρούσαν να δώσουν με τις απανωτές αναδημοσιεύσεις της φωτογραφίας με τον Καραμανλή να υπογράφει. Και αυτή η πραγματικότητα ίσως να συνέβαλε επαρκώς στον υπαινιγμό για τις ελληνικές διεκδικήσεις έναντι της Γερμανίας, αφενός για να «κουρέψουν» και το δικό μας χρέος και, αφετέρου, για να μας καταβάλουν πολεμικές επανορθώσεις για τις αναμφισβήτητες θηριωδίες που υπέστημεν την Κατοχή από τα ναζιστικά στρατεύματα.
            Βοηθούντων και αρκετών πολιτικών ταγών, η διεκδίκηση για καταβολή αποζημιώσεων από τη Γερμανία, που αναδύθηκε σε ιδιαιτέρως δημοφιλές ζήτημα την περίοδο της κρίσης, έχει λάβει, για πολλούς συνέλληνες, διαστάσεις εφάμιλλες με το κυνήγι διάφορων θησαυρών που με πάθος αναζητούν σε θάλασσες και σε βουνά λογής χρυσοθήρες. Όσο διπλωματικά θεμιτό είναι να κρατάμε ζεστό το ζήτημα και να το θέτουμε επιτακτικά σε κάθε διμερή επαφή με την γερμανική πλευρά, άλλο τόσο πολιτικά αθέμιτο είναι να προσπαθούν ορισμένοι να πείσουν την εγχώρια κοινή γνώμη ότι είναι αποκλειστικά θέμα ελληνικής βούλησης να συμψηφιστούν πολεμικές επανορθώσεις για να απαλλαγούμε από το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος.
            Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και για μερικούς άλλους δήθεν «θησαυρούς» που υποτίθεται ότι αναζητεί η νέα συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ για να καλύψει το προφανές δημοσιονομικό κενό και να αποφύγει τα σκληρά μέτρα που επιμένουν οι εταίροι μας να περιλαμβάνει το νέο «Συμβόλαιο» ή όπως αλλιώς ευφημιστικά αποκληθεί το σχήμα που θα διαδεχθεί το επάρατο «Μνημόνιο».
            Εν πρώτοις, είναι ο «θησαυρός» με τις περίφημες «λίστες» («Λαγκάρντ», «Λουξεμβούργου», «Νικολούδη» και… δεν ξέρω εγώ τι άλλο) με όσους έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό. Κυβερνητικοί παράγοντες υπολογίζουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα καταφέρουν να βάλουν στα δημόσια ταμεία ποσό 2,5 δισ. ευρώ, κάτι, ωστόσο, που αρκετοί αμφισβητούν ότι μπορεί να συμβεί, αφού επί της ουσίας τα ίδια πρόσωπα –ορισμένα μάλιστα και αναβαθμισμένα…- έχουν την ευθύνη των ελέγχων.
            Αντίστοιχες είναι και οι εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα από την πάταξη της φοροδιαφυγής από την οποία όλες οι κυβερνήσεις αναμένουν διαχρονικά να αυξήσουν τις εισπράξεις των δημόσιων ταμείων, αλλά σχεδόν ποτέ οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται, γιατί κι εδώ ο υποτιθέμενος «θησαυρός» είναι μάλλον μόνο στο μυαλό των επίδοξων χρυσοθήρων. Ο υπερδιπλασιασμός την τελευταία πενταετία  των ανείσπρακτων χρεών προς το δημόσιο –από 32 δισ. σε 70 και πλέον- δεν αλλάζει το «ουκ αν λάβοις…» που διέψευσε τις προσδοκίες όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων που –υπό την πίεση και της αντιπολίτευσης- δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτών των ποσών δεν πρόκειται να εισπραχθεί στον… αιώνα τον άπαντα. Κι αυτό επειδή αφορά πρόστιμα και προσαυξήσεις που οι υπόχρεοι δεν έχουν δυνατότητα εξόφλησης και σε πάμπολλες περιπτώσεις, μάλιστα, έχουν από ετών διακόψει κάθε δραστηριότητα.
            Το δυστύχημα είναι ότι με τον υποτιθέμενο «θησαυρό» των ανείσπρακτων, όπως και με τον αντίστοιχο την πάταξη του λαθρεμπορίου σε καύσιμα και τσιγάρα, έχουμε καταφέρει, ως χώρα, να… παραμυθιάσουμε και τους εταίρους μας. Με αποτέλεσμα σχεδόν σε καθημερινή βάση να βλέπουν το φως στον ξένο Τύπο δημοσιεύματα για ομοεθνείς μας εφοπλιστές που (χωρίς πολλές φορές να έχουν ελληνική υπηκοότητα ή να είναι φορολογικά υπόχρεοι στην Ελλάδα) αγοράζουν σπίτια στο Λονδίνο, όπως και να γίνονται δηλώσεις από Ευρωπαίους πολιτικούς για τους Έλληνες που δεν πληρώνουν τους φόρους τους και που αν πλήρωναν δεν θα είχαν ανάγκη από δανεικά.
            Αν και είμαι εξ εκείνων που θεωρούν ακραία αντικοινωνικά τα δήθεν κινήματα «Δεν Πληρώνω» τα οποία υπέθαλπαν σημερινοί κυβερνώντες, δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με την βολική ευκολία ότι η λύση του οικονομικού προβλήματος μπορεί να έρθει μέσα από κρυμμένους «θησαυρούς» που αφορούν είτε στις γερμανικές αποζημιώσεις και στην εξόρυξη, οψέποτε αυτή γίνει, των ελληνικών υδρογονανθράκων, είτε στην πάταξη φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου και τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό.
            Καλά και… άγια είναι όλα αυτά. Και, παρόλο που προσωπικά αμφιβάλλω, μακάρι για πρώτη φορά να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται. Αλλά και έτσι, όμως, αν συμβεί, οι εισπράξεις από τους «θησαυρούς» θα είναι μόνον για μια χρονιά και δεν πρόκειται να επαναληφθούν τις επόμενες. Επαναλαμβανόμενα, αντιθέτως, είναι τα οφέλη από τις επενδύσεις και τις συνακόλουθες θέσεις εργασίας, για τις οποίες ουδείς μίλησε προεκλογικά. Και το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει μετεκλογικά. Ίσως γιατί αυτή η συζήτηση είναι δύσκολη και για τούτο άβολη.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι κάλπικες μεθοδεύσεις τιμωρούν τους εμπνευστές τους

Μπορεί και να είναι το σωστότερο αυτό που πάει να γίνει με την προοπτική στην ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει το σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ, να στηθούν τρεις κάλπες, όσες, δηλαδή, οι προτάσεις κατηγορίας, και όχι τέσσερις, όσα και τα πρόσωπα που ζητείται να τους ασκηθεί δίωξη.

Η καθεμιά από τις προτάσεις που υπεβλήθησαν, από την κυβερνητική πτέρυγα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής, ίσως έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, μια λογική αλληλουχία, διαφορετικά από τις άλλες που θα συζητηθούν από κοινού. Και, ενδεχομένως, ο ρόλος και η αρμοδιότητα των οιωνεί «δικαστών» που υποδύονται σε αυτή την απαράδεκτη, από πολλές απόψεις, διαδικασία οι βουλευτές να θεωρηθεί πως είναι ορθότερο να κρίνουν την κάθε πρόταση χωριστά και επί αυτής να αποφασίσουν εμμέσως για τα πρόσωπα και τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Όλα αυτά, όμως, που, όντως, δεν έχουν το ακριβώς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο και δεν ξεκαθαρίζονται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής, μπορεί να ισχύουν υπό μια σαφή και ξεκάθαρη προϋπόθεση: Κάθε βουλευτής που θα αποφασίσει να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι «υποχρεωμένος» να προσέρχεται και να ψηφίζει και στις τρεις κάλπες.

Ό,τιδήποτε άλλο, δηλαδή κάποιοι να ψηφίζουν σε μια, άλλοι σε δύο ή και στις τρεις κάλπες, μπορεί τυπικά να μην προσκρούει στο Σύνταγμα, στην ουσία, όμως, συνιστά απόλυτο εξευτελισμό όχι μόνον του Συντάγματος, αλλά, κυρίως, των ίδιων των πολιτικών και, εν γένει, της πολιτικής.

Ο βουλευτής ή οι βουλευτές που δεν θα πάνε να ρίξουν ψηφοδέλτιο –επιλέγοντας είτε το «ναι», είτε το «όχι», είτε το «λευκό», δεν θα βαρύνονται, ίσως, τόσο με το «αμάρτημα» της παραβίασης της μυστικότητας της ψήφου, που προνοεί το Σύνταγμα για ψηφοφορίες που αφορούν σε πρόσωπα, όσο θα έχουν υποπέσει στο «αδίκημα» του αυτοεξευτελισμού και, ακόμη χειρότερα, στο «έγκλημα» της καταρράκωσης του κύρους της πολιτικής.

Δεν μπορεί να υπάρχουν βουλευτές που να διστάζουν ή να φοβούνται να εκφράσουν την άποψή τους, όποια και αν είναι αυτή, επειδή, ενδεχομένως, θα θεωρηθεί ότι δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Δεν νοείται Βουλή, χωρίς ελεύθερους τους βουλευτές να πουν, έστω μυστικά, την άποψή της.

Σε όσους από τους ιθύνοντες της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβάλουν τη βούληση τους και να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές, προστατεύοντας, δήθεν, την κυβερνητική σταθερότητα, πρέπει να υπενθυμίσει κανείς το πολύ ευχερές προηγούμενο της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η ουσιαστική κατρακύλα της περιβόητης «νέας διακυβέρνησης» ξεκίνησε όταν η τότε οριακώς πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία έφθασε στο πρωτοφανές να αποχωρεί από την αίθουσα κάθε φορά που γινόταν συζήτηση και επέκειτο μυστική ψηφοφορία επί προτάσεων παραπομπής για σκάνδαλα εκείνης της περιόδου (Βατοπέδι, ομόλογα, κ.ά.), με αποκορύφωμα το πρόωρο και αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής, τον Μάιο του 2009, για να επέλθει παραγραφή των αδικημάτων της περιόδου 2004-2007.

Η μεθόδευση εκείνη, η οποία έχει αρκετές αναλογίες με τη διαφαινόμενη τωρινή, αφού και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί ο φόβος για παραπεμπτικές διαρροές από την πλειοψηφία κατά τη μυστική ψηφοφορία-, όχι μόνον δεν διέσωσε τους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού ευτελισμού, αλλά, αντιθέτως, τους καταδίκασε στη συνείδηση όλης της κοινωνίας, στην οποία παραμένουν «ένοχοι», ακόμη και αν δεν κάθησαν ποτέ στο σκαμνί.

Ας το ξανασκεφθούν, λοιπόν, ξανά και ξανά οι υπεύθυνοι των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης και ας βρουν τρόπο να αποτρέψουν τη ζημιά που θα γίνει και η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θεωρούν ότι μπορούν να αποτρέψουν.

Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, για να περισώσουν, ίσως, ορισμένα προσχήματα, είναι να υποχρεώσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν σε όλες τις κάλπες. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να κερδίσουν την ψηφοφορία, αλλά θα χάσουν τα πάντα: που, εν προκειμένω, είναι η οριστική απώλεια και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας που έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οι «Πυρσογιαννίτες» της Κουμουνδούρου

            «Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνο μου;», ήταν το ερώτημα που θρυλείται ότι απηύθυνε Μητροπολίτης Ιωαννίνων σε ορεσίβιο νεαρό που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να χειροτονηθεί ιερέας. «Οι Πυρσογιαννίτες, δέσποτα!», απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα ο νέος, που είχε υπόψη του ότι οι ξακουστοί μαστόροι της Πυρσόγιαννης, που ήταν το χωριό του, είχαν κτίσει όλα τα σπίτια της ευρύτερης περιοχής και είχαν επεκτείνει την πετυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα τους και πέραν αυτής.
            Το ιστορικό αυτό ανάλεκτο μού ήρθε κατά νου διαβάζοντας το πολυσέλιδο κείμενο της πρότασης για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που κατέθεσε στη Βουλή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΑ, ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των κυρίων Γιώργου Παπακωνσταντίνου και Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και την απόδοση πολιτικών ευθυνών σε σύμπασα την πολιτική τάξη των τελευταίων ετών για τους χειρισμούς στην περιβόητη υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ.
            Ο Πυρσογιαννίτης υποψήφιος παπάς του θρύλου εξέφρασε και μια μικρή αμφιβολία όταν ο δεσπότης, θέλοντας να ακούσει και κάτι περί της συνεισφοράς του Θεού στο κτίσιμο του κόσμου, επανήλθε: «Καλά, δεν βοήθησε κανένας άλλος, τέκνο μου;», τον ρώτησε. «Ε, βοήθησαν και λίγο οι Βουρμπιανίτες», απάντησε ο νεαρός, αναγνωρίζοντας μια, έστω, μικρή συνεισφορά στην κτίση του κόσμου στους κατοίκους της Βούρμπιανης, του διπλανού με την Πυρσόγιαννη χωριού.
            Σε αντίθεση με τον επίδοξο ιερέα, στο εντυπωσιακό από πολλές απόψεις, αλλά κυρίως για την αυταρέσκεια των συντακτών του, κείμενο με τις υπογραφές των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκφράζεται καμία αμφιβολία. Ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την Κουμουνδούρου. Και στην υπόθεση με τη λίστα Λγκάρντ, μάλλον δεν θα… υπήρχε κόσμος, αν δεν υπήρχαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το πνεύμα που αποπνέεται από την πρόταση κατηγορίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
            Στο προοίμιο, άλλωστε, του κειμένου, κάτω από τον βαρύγδουπο υπότιτλο «οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας», διαβάζει κανείς το ακόλουθο εκπληκτικό για την μονομέρεια, ου μην αλλά και την εμπάθεια (η οποία, πάντως, διατρέχει όλο το κείμενο) απόσπασμα:  «Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς, και, φυσικά, «εντεταλμένους» δημοσιογράφους που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα της προσχηματικής “πολιτικής ορθότητας” και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων».
Τι καταλαβαίνει κανείς από τα πιο πάνω;  Ότι στην υπόθεση της διερεύνησης της λίστας Λαγκάρντ βρίσκονται αντιμέτωποι δύο… κόσμοι: από τη μια ο… ηρωικός ΣΥΡΙΖΑ που μάχεται κατά πάντων και από την άλλη… όλοι οι άλλοι, που είτε «εκπροσωπούν το σύστημα εξουσίας» ή είναι «εντεταλμένοι» και «υποτακτικοί» συμφερόντων. Τόσο απλά. (Ή μήπως τόσο απλοϊκά;). 
Για τους νομικούς φωστήρες της Κουμουνδούρου, η επίμονη δημοσιογραφική έρευνα που ανέδειξε την «εξαφάνιση» της λίστας δεν υπάρχει. Οι δύο δικογραφίες που σχημάτισαν και έστειλαν στη Βουλή οι οικονομικοί εισαγγελείς δεν υφίστανται. Όπως δεν υφίστανται οι ερωτήσεις των βουλευτών των άλλων κομμάτων, ούτε η πρωτοβουλία τους να συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ή, πολύ περισσότερο, η κίνηση του υπουργείου Οικονομικών να γίνει νέο αίτημα προς τις γαλλικές αρχές για να έρθει το πρωτότυπο της λίστας και να γίνει αντιπαραβολή του με το αντίγραφο, από την οποία αποκαλύφθηκε η αλλοίωση της λίστας.
Πέραν, όμως, από την εγωπαθή μονομέρεια των συντακτών της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικούν για τους εαυτούς τους όλη τη… δόξα των αποκαλύψεων σε αυτή την πολύκροτη υπόθεση, εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο χαρακτηρίζει το κείμενο τους είναι η πολιτική εμπάθεια που αναδύεται μέσα από επανειλημμένους βερμπαλισμούς του τύπου: «η ηθική ποιότητα και το ποιοτικό ανάστημα των “ηρώων” της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», ο «τρικομματικός κυβερνητικός “όρκος σιωπής”» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που… προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το επερχόμενο τέλος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα προέλθει από την εισαγγελική ρομφαία της Κουμουνδούρου.
Καταφανή πολιτική εμπάθεια, εξάλλου, μαρτυρούν οι ακροβασίες που γίνονται με την –προφανώς- σκόπιμη σύγχυση που επιχειρείται ανάμεσα στον καταλογισμό πολιτικών ευθυνών για ολέθριους χειρισμούς, που αναμφισβήτητα έγιναν στη συγκεκριμένη υπόθεση, και στην αναζήτηση ποινικής ευθύνης, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιχειρούμενη στοχοποίηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, προς τον οποίο η… κατηγορούσα αρχή του ΣΥΡΙΖΑ δεν φείδεται χαρακτηρισμών, παρότι τον χρήζει –χωρίς στοιχεία- κατηγορούμενο, αποδίδοντας του τα βαρύτατα αδικήματα της υπεξαίρεσης εγγράφου, της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος νομικός για να αντιληφθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα η απόδοση πολιτικών ευθυνών για πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς κάποιου που άσκησε εξουσία, από την ενεργοποίηση, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, εναντίον του ποινικής δίωξης, για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο. Αν, άλλωστε, προκύψουν τέτοιες ενδείξεις κατά τη διερεύνηση που θα ξεκινήσει για τον κ. Παπακωνσταντίνου, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να επανέλθει και να κατηγορήσει και τον κ. Βενιζέλο.
Οι γενικόλογοι, όμως, ισχυρισμοί περί υποψιών «διαπλοκής» μέσω της λίστας και πιθανής χρήσης της κατά την προεκλογική περίοδο, μένει να αποδειχθούν. Το βάρος της απόδειξης το φέρουν ακέραιο οι κατήγοροι, οι οποίοι, στην αντίθετη περίπτωση, θα βαρύνονται αιωνίως με την κατηγορία της καθυπόταξης της ηθικής και του δικαίου στην πολιτική σκοπιμότητα της διεκδίκησης με κάθε μέσο της εξουσίας. Και, όπως μάλλον θα συμφωνούσε ακόμη και ο Πυρσογιαννίτης επίδοξος ιερωμένος, ο σκοπός δεν αγιάζει (πάντα) τα μέσα.      
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.