Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Όταν ταΐζει τους πεινώντες και τους ανέστιους ένας εθισμένος στον τζόγο, τότε κάτι πάει πολύ λάθος

            Ένα από τα βασικά κριτήρια από τα οποία χαρακτηρίζεται μια σύγχρονη κοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αλληλεγγύη της προς τα πλέον αδύναμα μέλη της. Η αρωγή και η συμπαράσταση, που βρίσκουν οι ασθενείς, οι ανήμποροι, οι ανέστιοι και εν γένει όλοι όσοι για πολλούς και διάφορους λόγους δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να έχουν μια ανεκτή ζωή, υπήρξαν ανέκαθεν οι απόλυτοι δείκτες με τους οποίους μετρούνται ουσιαστικά ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και η συμπεριληπτικότητα που επιδεικνύει κάθε κοινωνικό σύνολο.

            Παραδοσιακά, τα πρωταρχικά κύτταρα αλληλεγγύης ήταν η οικογένεια και οι κοινότητες που συγκροτούσε το ανθρώπινο είδος για να αντιμετωπίσει συλλογικά τους κινδύνους που ελλόχευαν από τις δυσκολίες που επεφύλασσε η ζωή. Στην πορεία του χρόνου, όμως, και, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, οι οικογενειακοί και οι κοινοτικοί θεσμοί οργάνωσης αποδεικνύονται ολοένα και πιο ανεπαρκείς να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τον ρόλο της αλληλεγγύης. Οι παραδοσιακοί δεσμοί χαλάρωσαν, οι μοναχικοί άνθρωποι αυξήθηκαν και οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος τους Κράτους στην προάσπιση του δικαιώματος κάθε προσώπου να αναπτύσσει την προσωπικότητά του χωρίς οικονομικούς και άλλους περιορισμούς κατέστη κυρίαρχος. Δεν είναι τυχαίο ότι το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα κάνει ειδική μνεία σε αυτή την υποχρέωση, αναφέροντας στο άρθρο 25, ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους» και «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». 

«Tο Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», καταλήγει το ίδιο άρθρο του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Κράτος αποποιείται ένα μέρος της ευθύνης του, μεταφέροντάς την στους πολίτες. Η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση, όμως, είναι τόσο… ευρύχωρη που αφήνει περιθώρια για κάθε είδους ερμηνείες, ενδεχομένως και αρρυθμίες. Κακά τα ψέματα, η λεγόμενη φιλανθρωπία, εντός ή εκτός εισαγωγικών, έγινε πολλές φορές αφορμή για την επίδειξη πλουτισμού ή -γιατί όχι;- και για τον πλουτισμό ανθρώπων που επιδόθηκαν σε αυτήν.

Προϊόντος του χρόνου, ο εθελοντισμός και η κοινωφελής προσφορά πήραν τη μορφή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, των  γνωστών και αμφιλεγόμενων Μ.Κ.Ο., που σε θεωρητικό επίπεδο ήταν Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών, Ο.ΚΟΙ.Π., όπως χαρακτηρίστηκαν σε μια πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης. Αν και από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή νομοθεσία ορίζεται ότι για την αναγνώριση οργανώσεων αυτού του είδους απαιτείται να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, στην πράξη, ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν εφαρμόστηκε.

Η υπόθεση που έφερε πρόσφατα στο φως το «Πρώτο Θέμα» με τη λεγόμενη «Κοινωνική Κουζίνα» η οποία έγινε διάσημη με την επωνυμία «Ο άλλος άνθρωπος», είναι άκρως αποκαλυπτική. Ο ιδρυτής της, ένας συνάνθρωπος μας με προφανή εθισμό στον τζόγο, που αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχική νόσο, ανέλαβε αυτοβούλως την πρωτοβουλία να διανέμει φαγητό σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανάγκη, την οποία καμία άλλη δομή -του Κράτους ή της κοινωνίας των πολιτών- δεν κάλυπτε. 

Το εκ πρώτης άποψης «θεάρεστο» έργο του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου βρήκε τεράστια ανταπόκριση, καθώς εκατοντάδες -ή ίσως και χιλιάδες- άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στις καμπάνιες τις οποίες έκανε μέσω του Διαδικτύου για τη συλλογή χρημάτων και ειδών για την παρασκευή γευμάτων ή για να εργαστούν δίπλα του ως εθελοντές. Τα συσσίτια που διοργάνωνε ο ιθύνων νους της «Κοινωνικής Κουζίνας» έγιναν δημοφιλή στα μέσα ενημέρωσης και τα πλαισίωσαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες της δημόσιας ζωής.

Δημοσιογράφος που είχε συμβάλει με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα στην προβολή της «Κοινωνικής Κουζίνας, εκμυστηρευόταν αυτές τις μέρες στον γράφοντα ότι δεν «έπεσε από τα σύννεφα» με τις πρόσφατες αποκαλύψεις. «Κάτι δεν μου πήγαινε καλά με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά ήταν τέτοια η υποστήριξη την οποία τύγχανε που δεν μπορούσα να αμφισβητήσω το… φωτοστέφανο που του είχε απονεμηθεί από τους επώνυμους που ήταν γύρω του αλλά και από εκείνους τους ανέστιους και πραγματικά πεινώντες που σε δύσκολες στιγμές εύρισκαν ένα πιάτο φαγητό το οποίο ουδείς άλλος τους εξασφάλιζε», ήταν η περιγραφή που μου έδωσε για την εμπειρία που απεκόμισε.

Δυστυχώς το Κράτος, όχι μόνον με την περίπτωση της «Κοινωνικής Κουζίνας», αλλά και με την «Κιβωτό του Κόσμου» του πατρός Αντωνίου Παπανικολάου ή με το «Χαμόγελο του Παιδιού» του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου, και άλλες αντίστοιχες οργανώσεις, βολεύεται με το «outsourcing» των υποχρεώσεων του να φροντίζει τους πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη. Με αποτέλεσμα κανείς λειτουργός του να μην αναρωτιέται το στοιχειώδες που είναι αν τηρούνται οι νόμοι και οι κανόνες της ελληνικής Πολιτείας οι οποίοι ορίζουν όλα όσα αφορούν τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων ή τους ισχύοντες όρους της φορολογικής, εργατικής και λοιπής νομοθεσίας.

Ο ιδρυτής της «Κοινωνικής Κουζίνας» επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας ότι δεν είχε τίποτε απολύτως στο όνομά του, ούτε ακίνητο, ούτε τραπεζικό λογαριασμό ούτε όχημα, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί το «άλλοθι» του. Δεν διανοείται, επειδή, προτού να πιαστεί στην τσιμπίδα της Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος, κανείς δεν του το κατέστησε σαφές, ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ότι, δηλαδή, δρούσε για πάνω από μια δεκαετία χωρίς να τηρεί τους κανόνες που επιβάλλεται να ισχύουν για έναν οργανισμό που έχει, κατά τους ισχυρισμούς του, μοιράσει εκατομμύρια μερίδες φαγητού.

Ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια τον οποίο φαίνεται να είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, σύμφωνα με όσα έρχονται στη δημοσιότητα, είναι το έλασσον στην υπόθεση που με τόσο αλγεινή εντύπωση έγινε δεκτή από την κοινή γνώμη. Το μείζον ζήτημα, εν προκειμένω, είναι ότι ο ιθύνων νους όλου αυτού του εγχειρήματος, διαχειριζόταν απολύτως ανεξέλεγκτα χρηματικά ποσά που πολλοί συνάνθρωποί μας του εμπιστευόταν καλή τη πίστει επειδή θεωρούσαν ότι κατευθυνόταν στην ανακούφιση αναξιοπαθούντων συνανθρώπων τους. 

Με λίγα λόγια, ο πραγματικός μεγάλος ασθενής που αναδεικνύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και από ανάλογες που απασχόλησαν την επικαιρότητα στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν, είναι το ελληνικό Κράτος. Το οποίο αποδεικνύεται περίτρανα ότι αδυνατεί να ασκήσει τον ρόλο του, όχι μόνον ως θεσμός κοινωνικής προστασίας των αδυνάτων αλλά και ως κατεστημένος μηχανισμός ο οποίος, κατά γενική ομολογία, έχει την αποκλειστική ευθύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας και του ποιος κάνει τι σε αυτή τη χώρα.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Καλά τα φωτοστέφανα, καλύτερη η λογοδοσία


Ακούω και διαβάζω δεξιά και αριστερά τις τελευταίες μέρες -και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία στήνουν καραούλια διάφοροι αυτόκλητοι μαχητές του πληκτρολογίου που έχουν αναγορεύσει τους εαυτούς τους σε πολέμιους του συστημισμού- ότι «τα μέσα ενημέρωσης άφησαν την Πισπιρίγκου και έπιασαν τον παπά Αντώνη της Κιβωτού του Κόσμου».

Χωρίς να έχω γνώση -άρα και άποψη- για την υπόθεση της Πάτρας, επειδή, παρά την μάλλον δυσανάλογη υπερπροβολή που της δόθηκε, δεν κέντρισε το ενδιαφέρον μου, δεν βρίσκω αναλογίες με την υπόθεση που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα. Και όσο και αν τα μέσα ενημέρωσης έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το φωτοστέφανο με το οποίο περιβλήθηκε ο ρασοφόρος ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου, υποχρέωση και καθήκον τους είναι να συμβάλουν στη διερεύνηση των όσων ανατριχιαστικών καταγγελιών έρχονται στην επιφάνεια.

Ακόμη και αν το δει κανείς ως ένα είδος… εξιλέωση για το γεγονός ότι μέχρι πρότινος δεν βρέθηκε κανείς από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης που να καταφέρει να δει πίσω από τον επιτηδευμένο λούστρο που κάλυπτε τα ανομήματα στο εσωτερικό της Κιβωτού, η πίεση για να πέσει άπλετο φως στο συγκεκριμένο οργανισμό Πρόνοιας και να καταλογιστούν ευθύνες σε όλους όσοι βασάνιζαν ψυχές ανήμπορων και ανυπεράσπιστων παιδιών, είναι το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουν για να δικαιολογήσουν τον ρόλο που διεκδικούν ως εκφραστές της κοινής γνώμης. 

Παρόλο που προσωπικά αρέσκομαι στην απομυθοποίηση, δεν μπορώ να κρύψω πόσο ενοχλητικά είναι όλα όσα αποκαλύπτονται την τελευταία βδομάδα και αφότου ο έφηβος που πήγε και κατέθεσε σπάζοντας τη συνωμοσία σιωπής που είχε επιβληθεί από έναν τεράστιο οργανισμό που είχαν στήσει ο ιερωμένος και η πρεσβυτέρα του που ξεκίνησαν από τη Χίο και κάλυψαν ένα μεγάλο κενό που είχε αφήσει η Ελληνική Πολιτεία με την συνεχή υποχώρησή της από τα προνοιακά ιδρύματα. 

Το πρόβλημα είναι μάλλον διαχρονικό. Διότι η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε ποτέ να απλώσει ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας πάνω από τις ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας. Παλαιότερα τον ρόλο αυτόν τον είχε αναλάβει η βασιλική οικογένεια, με προεξάρχουσα την αμφιλεγόμενη Φρειδερίκη, που ίδρυσε μετεμφυλιακά τις παιδουπόλεις. Ενώ νωρίτερα, αλλά και αργότερα, τα δημόσια ορφανοτροφεία ποτέ δεν κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργούνταν, με αποτέλεσμα το σύστημα αρωγής των πλέον αδύναμων να στηρίζεται σε πρωτοβουλίες «φιλόπτωχων» που σε κάποιες περιπτώσεις η ιδιότητα αυτή ήταν και επαγγελματική.

Παρά τη μεγάλη οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μόνον οι λέξεις άλλαξαν στον τομέα της αποκαλούμενης κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα ορφανοτροφεία και οι παιδουπόλεις μετονομάστηκαν σε «δομές φιλοξενίας», οι «φιλόπτωχες κυρίες» αποκλήθηκαν δωρητές. 

Με προσχηματικές δικαιολογίες την αναποτελεσματική γραφειοκρατία του Δημοσίου και την έλλειψη πόρων, αφού, πέραν των άλλων, το δημόσιο δεν μπορεί να υποδεχθεί χορηγίες και δωρεές με την ίδια ευκολία που το κάνουν οι κάθε λογής δήθεν «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» (ΜΚΟ) που λειτουργούν με τη μορφή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας (ΑΜΚΕ), οι τελευταίες υπεκατέστησαν το Κράτος. 

Δεν έμειναν, όμως, σε αυτό. Λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως οικογενειακές μπίζνες, εγιναν στην πραγματικότητα «κράτος εν κράτει», αφού επί δεκαετίες λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα. Δεν δίνουν λόγο σε κανέναν για τις εισπράξεις, τις δαπάνες, τις προσλήψεις προσωπικού, τα πρόσωπα που φιλοξενούν και όποιους άλλους επωφελούνται από την λειτουργία τους. Στην περίπτωση της Κιβωτού του Κόσμου, αλλά και σε άλλες, τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οικογένεια του ιερέα και πρόσωπα τα οποία συνδέονταν μαζί της.

Αναμφίβολα, οι κοινωνίες για να σταθούν όρθιες και να αποκτήσουν συνοχή έχουν ανάγκη από πρότυπα, αναζητούν παραδείγματα, χρειάζονται σύμβολα. Ο ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου» ήταν για πάνω από είκοσι χρόνια ένα τέτοιο σύμβολο. Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων συναγωνίζονταν ποιος θα τους αποδώσει τους μεγαλύτερους επαίνους και θα του απονείμει τα πιο βαρύγδουπα βραβεία. Από κοινού με τα μέσα ενημέρωσης τού φόρεσαν φωτοστέφανο, το οποίο λειτουργούσε ως μαγνήτης που έφερνε όλες και μεγαλύτερες δωρεές. 

Κακά τα ψέματα, η παρουσία του ιερωμένου σε αυτόν τον Οργανισμό ήταν το άλλοθι όλων μας. Δίναμε -όσοι έδιναν- τον οβολό μας και είχαμε όλοι μας ήσυχη τη συνείδηση. Κανείς δεν ρωτούσε. Και εκείνοι που ήξεραν δεν μιλούσαν. Οι περισσότεροι από φόβο. Δεν ήθελαν να πάνε κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της… αγιοσύνης του φωτοστεφανωμένου ιερέα. Ακόμη και η πανίσχυρη Αρχιεπισκοπή που θέλει να εμπλέκεται και σε θέματα για τα οποία δεν πέφτει λόγος και κατά καιρούς συγκρούεται με κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, προτίμησε να καθίσει στη γωνία της.

Χρειάστηκε να φωνάξει ένα βασανισμένο παιδί ότι «ο… αγιοποιημένος ιερέας ήταν γυμνός» για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να αντιληφθούμε όλοι -Κράτος, Εκκλησία και κοινωνία- ότι η Κιβωτός του Κόσμου ήταν ένας ιδιαίτερος και πολυπλόκαμος οργανισμός. Ένας οργανισμός που γιγαντώθηκε υπέρμετρα και ήταν αδύνατο να λειτουργήσει με τις δυνάμεις και τις ικανότητες ενός ανθρώπου που φόρεσε ράσο και κατάφερνε να μαζεύει γύρω του παιδιά επειδή τα… εντυπωσίαζε παίζοντας μπάσκετ. Η εξουσία την οποία απέκτησε ήταν τέτοια που ήταν μοιραίο ότι, από τη στιγμή που δεν λογοδοτούσε σε κανέναν, θα μετατρεπόταν σε αλαζονεία.

Καλώς ή κακώς, το φωτοστέφανο που είχαν φορέσει -με την θέλησή του ή χωρίς αυτήν- στον ιερωμένο, όπως και στην πρεσβυτέρα του που επίσης αποθεωνόταν, δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τα ελλείματα του ζεύγους σε γνώσεις και δεξιότητες γύρω από τη διοίκηση και τη διαχείριση ανθρώπων και μάλιστα νέων παιδιών που προέρχονται από ευάλωτες και προβληματικές οικογένειες. 

Όπως και να έχει, οποιασδήποτε μορφής θεσμοί, των οποίων οι ιθύνοντες δεν ελέγχονται και δεν λογοδοτούν, μοιραία παράγουν παθογένειες και σκάνδαλα που κανένα φωτοστέφανο δεν μπορεί να τα ξορκίζει εσαεί.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΥΠ και το «μπάι, μπάι Μόρια»

 Τους… αλησμόνητους δορυφόρους του Νίκου Παπά που κυνηγούσαν φανταστικούς εμπρηστές λίγα εκοσιτετράωρα μετά την τραγωδία του Ιουλίου του 2018 στο Μάτι θύμισε η παρουσία του διοικητή της ΕΥΠ στη σύσκεψη που συγκλήθηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο την επαύριο των εμπρηστικών ταραχών στη Μόρια με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους φιλοξενούμενους του καταυλισμού

Όπως τότε το κακόγουστο σόου το οποίο συστήθηκε θωρήθηκε από τους περισσότερους ως φθηνός επικοινωνιακός αντιπερισπασμός που στόχο είχε να καλυφθούν οι τεράστιες ευθύνες των κυβερνώντων, έτσι και τώρα οι συνωμοσιολογικοί συνειρμοί που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν με την ανακοίνωση της συμμετοχής του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών σε μια πολιτική σύσκεψη αποτελεί πρόκληση για τη νοημοσύνη των σκεπτόμενων πολιτών.

Όπως τότε αν πράγματι είχαν υπάρξει εμπρηστές, εκείνο που χρειαζόταν ήταν να δοθούν τα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές για να προβούν σε έρευνες και συλλήψεις, έτσι και τώρα αν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας διέθεταν πληροφορίες για δράσεις κατά της εθνικής ασφάλειας, η ευθύνη που αναλογούσε στους ιθύνοντες της ΕΥΠ ήταν ότι έπρεπε να είχαν κινηθεί εγκαίρως για να αποτρέψουν τις υποκινούμενες –αν είναι, όντως, τέτοιες…- ταραχές και τις καταστροφές των υποδομών που δημιουργήθηκαν με χρήματα των Ευρωπαίων, άρα και των Ελλήνων, φορολογουμένων.

Το γεγονός ότι πριν από μερικούς μήνες στον Έβρο ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν «εργαλειοποίησε» τους πρόσφυγες και μετανάστες που «φιλοξενεί» στη χώρα του για να εξαπολύσει τον «υβριδικό» πόλεμο της κατάλυσης των ελληνικών συνόρων, δεν μπορεί να αποτελεί διαρκές άλλοθι για τη σημερινή κυβέρνηση. Με την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε τρεις φορές τη Μόρια. Και τις τρεις κατήγγειλε την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για ανεπάρκεια και ιδεοληψίες, ενώ στηλίτευσε τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στον καταυλισμό, όπως είχε κάνει νωρίτερα και στην Ειδομένη.

Όντας, πλέον, 14 μήνες στην ευθύνη της διακυβέρνησης, ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ούτε οι υπουργοί του δικαιούνται να μένουν στις διαπιστώσεις και στην περιγραφή του προβλήματος που συνιστά η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού μεταναστών ή προσφύγων που περιφέρονται ασκόπως είτε στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είτε στις πλατείες των υποβαθμισμένων συνοικιών της πρωτεύουσας.

Αν μάλιστα ισχύουν οι πληροφορίες –και γιατί να μην ισχύουν;- ότι ο «ασθενής μηδέν», ο οποίος εντοπίστηκε στη Μόρια και μόλυνε με κορωνοϊό και τους υπολοίπους, είχε επισκεφθεί την πρωτεύουσα και, επειδή δεν βρήκε τρόπο να βιοποριστεί, επέστρεψε στην πιο διάσημη «αποθήκη ψυχών» που διαθέτει η Λέσβος, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι ήταν απλώς θέμα καθαρής τύχης που τόσους μήνες δεν έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η εξάπλωση της πανδημίας μέσα στις δομές φιλοξενίας.

Η μονόπλευρη επίρριψη της ευθύνης στους ίδιους τους μετανάστες οι οποίοι δεν λαμβάνουν μέτρα για την προστασία της υγείας τους και αντιδρούν στην «καραντίνα» πυρπολώντας τους καταυλισμούς που τους φιλοξενούν, είναι εύκολη υπεκφυγή. Ακόμη και αν όσοι οργανώνουν τις εξεγέρσεις είναι κατευθυνόμενοι, είτε από ξένους πράκτορες, είτε από στελέχη «πειρατικών» ΜΚΟ (αλήθεια πόσες έδιωξε ως τώρα η σημερινή κυβέρνηση;), οι ιθύνοντες της μεταναστευτικής πολιτικής δεν είναι άμοιροι.

Δουλειά τους είναι να λάβουν μέτρα για να μην μετατραπούν οι δομές σε υγειονομικές βόμβες, αλλά και να αποσυμφορηθούν οι χώροι φιλοξενία ούτως ώστε να αποφεύγονται οι συνθήκες του συνωστισμού και της οχλοκρατίας που ενδημούν εκεί όπου διαβούν υπεράριθμοι απελπισμένοι οι οποίοι καίγοντας τους χώρους που τους φιλοξενούν προσδοκούν να έχουν περισσότερα οφέλη από τις ζημιές που υφίστανται.

Αν είχαμε, άλλωστε, ικανή ΕΥΠ δεν θα έπρεπε να καλείται ο αρχηγός της στο Μαξίμου, αλλά θα περίμενε κανείς από τα στελέχη της να βρίσκονται… μέσα στους καταυλισμούς και να εντοπίζουν όσους υποκινούν τις ταραχές και πρωταγωνιστούν στις καταστροφές. Μόνον έτσι, άλλωστε, θα έπαιρνε… σάρκα και οστά το «μπάι, μπάι Μόρια» που τινές εξ αυτών τραγουδούσαν ανάμεσα στα αποκαΐδια.

Όπως και να έχει, πάντως, αυτού του είδους τα πολυσύνθετα ζητήματα, όπως είναι το Μεταναστευτικό, δεν επιλύονται με γενικόλογες διαπιστώσεις και απλοϊκούς επικοινωνιακούς χειρισμούς. Θέλουν συνεκτικό σχέδιο, αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του, αλλά και ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας σε πρόσωπα που θέλουν και μπορούν να φέρουν αποτελέσματα.

Η σημερινή κυβέρνηση άλλαξε ως τώρα τρεις φορές τους υπεύθυνους για τον χειρισμό του Μεταναστευτικού: ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδωσε τη σκυτάλη στον Αλκιβιάδη Στεφανή (ο οποίος είχε υποσχεθεί κλειστές δομές ως τον Ιούνιο…) και από εκείνον την πήρε ο Νότης Μηταράκης. Όπως, ωστόσο, μαρτυρούν τα τελευταία δραματικά γεγονότα, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν σε αυτό το διάστημα.

Τι(ς) πταίει;