Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ομπάμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ομπάμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Όποιος… ουρεί στη θάλασσα, δεν τον σώζει ούτε ο Ομπάμα



            Ο κρυφός άσσος, τον οποίο –εκτός από τα χρήματα που υποτίθεται ότι μόλις είχε εξασφαλίσει από τις τηλεοπτικές άδειες-  κρατούσε στο μανίκι του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και τον έβγαλε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια της ομιλίας που εκφώνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ήταν η εξαγγελία για πάγωμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ελευθέρων επαγγελματιών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
            «Θέλω να κλείσω σήμερα με μια πολιτική δέσμευση», ήταν η ακριβής φράση που χρησιμοποίησε στην ομιλία του προς τους παραγωγικούς φορείς και η συνολική αποστροφή του αξίζει μάλλον να μεταφερθεί αυτούσια: «Μια δέσμευση που θα δώσει ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς και μεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες που στενάζουν κάτω από το βάρος των χρεών», είπε. Και αφού εξήγησε ότι αναφέρεται σε «ικανοποίηση ενός πάγιου αιτήματος του συγκεκριμένου κλάδου», έκανε πιο «λιανή» την εξαγγελία που είχε κρατήσει ως τότε επτασφράγιστο μυστικό, με στόχο –τι άλλο;- να κερδίσει τις εντυπώσεις. Αδιαφορώντας πιθανότατα για το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη αίθουσα ακουγόταν ακόμη ο αχός από το περιλάλητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που είχε ανακοινώσει δύο χρόνια πριν.
            «Οι ασφαλιστικές οφειλές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων στον ΟΑΕΕ και στο ΕΤΑΑ που καθίστανται ληξιπρόθεσμες ως και τις 31.12.2016, παγώνουν, χωρίς βεβαίως να διαγραφούν, ώστε να μπορεί κανείς να είναι ασφαλιστικά ενήμερος εάν είναι συνεπής στις τρέχουσες οφειλές του», είπε. Ενώ διευκρίνισε ότι αυτό θα γίνει «διότι από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές δεν προκύπτουν αυθαίρετα αλλά συνδέονται με την πραγματική οικονομική δυνατότητα του ασφαλισμένου».
            «Πρόκειται για ένα μέτρο πραγματική ανάσα για εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες αλλά και για τη βιωσιμότητα του νέου δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», επέμεινε ο Αλέξης Τσίπρας με τον γνωστό βερμπαλιστικό λόγο που κάποτε κατέπλησσε τα πλήθη, αλλά πλέον ελάχιστοι είναι εκείνοι που δίνουν σημασία στα λεγόμενα είτε του ίδιου είτε των συνεργατών του με τα οποία φιλοτεχνούν μια πραγματικότητα  την οποία μόνον οι ίδιοι αντιλαμβάνονται.
Γι΄ αυτό και μάλλον θα πρέπει να βίωσε μια μικρή ψυχρολουσία ο δημοσιογράφος που πήρε τοις μετρητοίς την πρωθυπουργική εξαγγελία –«πολιτική δέσμευση», όπως του θύμισε ότι την είχε χαρακτηρίσει- όταν την επόμενη ημέρα, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, υπέβαλλε το μάλλον αυτονόητο ερώτημα «αν έχετε υπολογίσει σε ποιο ύψος ανέρχονται οι οφειλές αυτές και ποια η επίπτωση στα δύο αυτά ταμεία από το πάγωμά τους».
Η απάντηση που έλαβε από τον κ. Τσίπρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μνημειώδης: «Δεν είμαι πρόχειρος τώρα να σας πω μεγέθη, θα σας απαντήσω όμως ότι αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων στα συγκεκριμένα ταμεία και βεβαίως είναι κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι θα δώσει μια σημαντική ενίσχυση σε μια πολύ φιλόδοξη μεταρρύθμιση για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, για τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης» ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε. Και τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί για να αντιληφθεί ο καθένας τη σοβαρότητα με την οποία αναλαμβάνονται οι πολιτικές «δεσμεύσεις» από την πολιτική τάξη της χώρας και ειδικότερα από τους νυν κυβερνώντες.
Δεν προκαλεί, νομίζω, εντύπωση ότι η «δέσμευση» – «ανάσα», όπως την ήθελε ο κ. Τσίπρας, αποδείχθηκε ως ένα ακόμη ψέμα που προστέθηκε στη μεγάλη αλυσίδα των προηγούμενων διαψεύσεων. Οι συνέπειες, ωστόσο, από τη συγκεκριμένη αστόχαστη υπόσχεση που ελαφρά τη καρδία έδωσε ο πρωθυπουργός είναι ήδη συντριπτικές. Και αποτυπώνονται στην κατάρρευση των εισπράξεων που έχουν τα Ταμεία από τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς ακόμη περισσότεροι χειμαζόμενοι ελευθεροεπαγγελματίες, που άκουσαν την πρωθυπουργική ανακοίνωση, δεν περίμεναν να νομοθετηθεί και έσπευσαν να «παγώσουν» από μόνοι τους τις καταβολές. Με αποτέλεσμα, φυσικά, να ξεμείνουν τα Ταμεία από χρήματα και να απαιτείται να σπάνε ο ένας μετά τον άλλο οι «κουμπαράδες» με τα αποθεματικά των μελλοντικών γενεών για να πληρωθούν οι πετσοκομμένες από τον Κατρούγκαλο συντάξεις.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη από τι πάμπολλες ατάκτως ερριμμένες εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης. Που γίνονται προς άγραν πρόσκαιρων εντυπώσεων και μόνον. Χωρίς καμία κοστολόγηση. Και κυρίως χωρίς την παραμικρή μελέτη των επιπτώσεων που έχουν. Υπό αυτό το πρίσμα, μάλιστα, αν είναι μια φορά ασυγχώρητες οι υποσχέσεις που δίνονταν τις προηγούμενες δεκαετίες από τις «παραδοσιακές» πολιτικές δυνάμεις στις προεκλογικές περιόδους, είναι πολύ περισσότερο καταδικαστέα όσα ζούμε με τα κραυγαλέα μετεκλογικά ψέματα στα οποία καταφεύγουν οι τωρινοί κυβερνώντες. Διότι, μπορεί αρκετοί άλλοι από τους προηγούμενους –ίσως και όλοι, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος- να μπήκαν στον πειρασμό και να έδωσαν μικρότερες ή μεγαλύτερες υποσχέσεις που αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες. Το φαινόμενο, ωστόσο, των μετεκλογικών εξαπατήσεων που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο δεν πρέπει να έχει το προηγούμενό του όχι μόνον στην εγχώρια, αλλά ίσως και στην παγκόσμια, πολιτική ιστορία.
Το δε εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι δεν διδάσκονται από τα  λάθη τους. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι, σχεδόν πάντα, το ψέμα έχει τελικά κοντά ποδάρια. Παρά το βαρύ τίμημα που πληρώνουν ήδη, με τη δημοσκοπική κατρακύλα στην οποία έχουν οδηγηθεί, τα στελέχη της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν απτόητα στο ίδιο μοτίβο της εξαπάτησης. Αδυνατούν να αναγνωρίζουν τις αυτοκαταστροφικές συνέπειες των πράξεων τους, Συνέπειες που συνοψίζεται με ενάργεια στη λαϊκή παροιμία, σύμφωνα με την οποία «όταν ουρείς στη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι».
Γι΄ αυτό και δεν αναγνωρίζουν τις συνέπειες που θα έχει η διαφαινόμενη κατάρρευση του Ασφαλιστικού που κρύβεται κάτω από το χαλί της καθυστέρησης στην απονομή συντάξεων σε εργαζομένους που βγαίνουν από την αγορά. Κατάρρευση που κινδυνεύει να μετατραπεί σε «ντόμινο» για όλο το οικονομικό πρόγραμμα. Και που, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, μάλλον δεν σώζεται η παρτίδα ακόμη και αν ο (απερχόμενος, πλέον) Πρόεδρος Ομπάμα πάρει μαζί του στην πτήση του AirForce One προς την Αθήνα, εκτός από τους επενδυτές, τους οποίους περιμένει το Μέγαρο Μαξίμου, και όλο το ποσό που απαιτείται για να ελαφρύνουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.     
Υ.Γ.: Προφανώς και ο τίτλος, όπως και η επιχειρηματολογία του κειμένου ταιριάζουν γάντι με την τροπή που πήρε η υπόθεση με τις αδειοδοτήσεις των καναλιών. Αλλά αυτά τα έχουμε πει και θα τα ξαναπούμε με άλλες αφορμές.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χάσαμε τους συμμάχους, μας έμειναν οι «προστάτες»



            Πιο απομονωμένη διπλωματικά και περισσότερο ταπεινωμένη εθνικά, από όσο είναι σήμερα, η χώρα μας δεν πρέπει να έχει υπάρξει στο παρελθόν, ίσως από την εποχή της εθνικής Παλιγγενεσίας. 
Ακόμη και στις πλέον «ανώμαλες» περιόδους, όπως η χουντική επταετία, βρέθηκαν στη διεθνή σκηνή καθεστώτα, όπως εκείνα της Αλβανίας του Χότζα ή της Κίνας του Μάο, που για τους δικούς τους λόγους αναβάθμισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, σπάζοντας την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ιδίως μετά την υποχρεωτική αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έμελλε, δυστυχώς, στις μέρες μας, η Ελλάδα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η χώρα που στο πρόσφατο παρελθόν κατήγαγε τεράστιες διπλωματικές νίκες, πετυχαίνοντας υψιπετείς στόχους, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε πείσμα της λυσσώδους αντίδρασης της Άγκυρας, να μετατραπεί στον απόλυτο διπλωματικό παρία της Ευρώπης των «28» που κανείς δεν τον υπολογίζει, ούτε δεν τον σέβεται, μηδέ τον υπολήπτεται.
Και μπορεί το περασμένο καλοκαίρι να μας την «χάρισαν», αναβάλλοντας τα προχωρημένα σχέδια να μας διώξουν από την ευρωζώνη και ενδεχομένως από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τώρα που οι ολέθριοι –όχι μόνον από την δική μας πλευρά- χειρισμοί του Μεταναστευτικού δημιούργησαν μια τεράστια βόμβα η οποία απειλεί τη συνοχή χωρών και την παραμονή στην εξουσία κυβερνήσεων, όλα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα να μας τη «ξαναχαρίσουν».
Μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι για τη μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο «hotspot», όπως ευσχήμως μας έπεισαν να αποκαλούμε τα ατελείωτα «τσαντίρια» τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να στήνουμε για να φιλοξενήσουμε –εκόντες, άκοντες- τις μυριάδες των απελπισμένων από τη μισή Ασία και την άλλη μισή Αφρική που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος ως πέρασμα προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» τους.
Το πιο απογοητευτικό στην ούτως ή άλλως απελπιστική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων, που πολλοί, εκτός από την κυβέρνηση, βλέπαμε να έρχεται αργότερα ή γρηγορότερα, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα χωρίς να έχει στο πλευρό της ούτε έναν πραγματικό σύμμαχο. Αντιθέτως, όλοι, μα όλοι, οι βαλκάνιοι γείτονες συντονίστηκαν με την Αυστρία, η οποία αποκτά ρόλο ρυθμιστή των ευρωπαϊκών που ούτε την εποχή του Μέτερνιχ  δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Που είναι, άραγε, εκείνες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για την «Συμμαχία του Ευρωπαϊκού Νότου»; Τι απέγιναν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για «την Ευρώπη που αλλάζει εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ»; Προφανώς χάθηκαν μαζί με την δήθεν «υπερήφανη διαπραγμάτευση» που είχε ως επικεφαλής τον –σχεδόν κατά γενική ομολογία, πλέον-ανεκδιήγητο πρώην  υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρώτος πέτυχε την απομόνωση της χώρας στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Με συγχωρείτε, αλλά όταν προκαλείς τον Σλοβένο ή τον Σλοβάκο, ο οποίος, αν και φτωχότερος, συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας σου, επειδή ανήκει στην ευρωζώνη, γιατί να σε σεβαστεί ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος, ιδίως όταν στον τελευταίο κλείνεις και τα σύνορα επειδή έχεις αγροτικές κινητοποιήσεις; Πολύ περισσότερο δεν θα σε σεβαστεί η πολιτική τάξη της ΠΔΓΜ που βρήκε με τη μεταναστευτική κρίση τη χρυσή ευκαιρία που χρόνια αναζητούσε για να αναδείξει γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
Κακά τα ψέματα, είτε από άγνοια των πραγμάτων είτε από ιδεοληπτικές εμμονές, η σημερινή κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τις τύχες της χώρας, δεν επεδίωξε τη σύναψη αποδοτικών συμμαχιών. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς για δήθεν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εκείνο που πραγματικά κυνήγησαν οι διπλωματικοί ινστρούχτορες της σημερινής κυβέρνησης ήταν η σύναψη σχέσεων «προστασίας».
Αρχικώς στράφηκαν εκτός Ευρώπης, πλην, όμως, όταν ναυάγησαν νωρίς – νωρίς τα όνειρα για κινέζικες πιστώσεις και ρωσικές προκαταβολές, το έριξαν στις γονυκλισίες προς τον Ομπάμα. Για να καταλήξουν να σέρνονται πότε πίσω από την Μέρκελ και πότε τον Ολάντ, αγνοώντας όλους τους άλλους μικρότερους Ευρωπαίους «παίκτες». Αντί, λοιπόν, να ανοίξουν εδώ και καιρό απευθείας διαύλους με τους γείτονες μας, εναπέθεσαν όλες τις ελπίδες στους «προστάτες».
Από αυτούς περιμένουν τώρα να μας… λυπηθούν και να πιέσουν τους γείτονες μας να ανοίξουν τα σύνορα και τους λοιπούς Κεντροευρωπαίους να δεχθούν να πάρουν στο έδαφός τους μερικούς από τους χιλιάδες των μεταναστών που με αμείωτη ένταση θα εξακολουθήσουν να έρχονται στην Ελλάδα, επειδή εδώ είναι πολύ καλύτερα από τις χώρες τους και αρκετά καλύτερα από την Τουρκία.
Μέχρι το ΝΑΤΟ, που οι σημερινοί κυβερνώντες ήθελαν μέχρι πρότινος τη διάλυσή του, δέχθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της λογικής της «προστασίας», να αναλάβει τα ηνία στο Αιγαίο, κάτι που επί σειρά δεκαετιών ήταν αδιανόητο να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση. Παρά ταύτα, όμως, τα αποτελέσματα και αυτού του απελπισμένου διπλωματικού χειρισμού δεν άλλαξαν τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η χώρα εξαιτίας της άφρονος πολιτικής που ακολουθήθηκε τον περασμένο χρόνο.
Αλλά, πως μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό στην εξωτερική πολιτική, όταν οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν συμμαχίες ούτε καν στο εσωτερικό που έχουν δίπλα τους τόσο «πρόθυμους» -μέχρι παρεξηγήσεως…- συμπαραστάτες, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης;
Αντί να αδράξουν την ευκαιρία της συναίνεσης που τους προσφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβερνώσα παρέα του επιλέγουν τα διχαστικά ψεύδη και τις αλαζονικές απειλές. Είναι σαφές ότι αδιαφορούν αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Και, προφανώς, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στη ζημιά την οποία προκαλούν στον εθνικό και κοινωνικό κορμό.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αλλάζουν οι κάλπες την κοινή λογική;



Σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος –με την έννοια του έχοντος την ευθύνη για αυτά που λέει ή πράττει- ηγέτης ο οποίος να έχει πάρει θέση στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους πιστωτές της χώρας και να μην έχει ταχθεί υπέρ του συμβιβασμού και της ανάληψης από τη δική μας πλευρά της υποχρέωσης να φέρουμε εις πέρας μεταρρυθμίσεις που να –επιχειρούν, έστω, να- αλλάξουν το λανθασμένο παραγωγικό πρότυπο που δεκαετίες τώρα ακολουθούμε.
Δεν είναι μόνον η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επιμένουν στερεότυπα, ήδη από των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι η Ελλάδα πρέπει «να κάνει τα μαθήματα της» και μόνον έτσι θα μπορεί να απαιτεί την έκφραση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Είναι και ο Μάρτιν Σουλτς με τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και ο Φρανσουά Ολάντ με τον Ματέο Ρέντσι, αλλά και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και τόσοι άλλοι από τον δυτικό –για να μιλήσουμε με παραδοσιακούς όρους- κόσμο που, λίγο ως πολύ, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή.
Από τους –πέστε τους και «γκρινιάρηδες»- Σλοβάκους ή τους –ας τους θεωρήσουμε, λόγω «Ποδέμος», «φοβητσιάρηδες»- Ισπανούς, έως τους Αυστριακούς, τους Βέλγους, τους Λουξεμβούργιους, ακόμη και τους ομοεθνείς Κυπρίους, δεν υπάρχει ούτε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση που να στέκεται στο πλευρό μας και να συμμαχεί μαζί μας στο Eurogoup ή σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο forum.
Για όλους όσοι έχουν επίγνωση της πραγματικότητας των διαπραγματεύσεων, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα οι «διαρροές» περί δήθεν διαφωνιών είτε ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε ή μεταξύ των  εκπροσώπων των τριών «θεσμών», που παλαιότερα λέγαμε «τρόικα». Σε κάθε περίπτωση, οι υποτιθέμενες αυτές διαφωνίες, οι οποίες και επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης προβαλλόταν ως άλλοθι για τα συνεχή «ναυάγια», δεν είναι αρκετές για να δικαιολογηθούν τη διάσταση που επιχειρείται να τους δοθούν.
 Αν σε όλους αυτούς προσθέσουμε Ρώσους και Κινέζους, οι οποίοι όχι μόνον δεν ανοίγουν πιστωτικές γραμμές, όπως φαντασιώνονται διάφοροι από αριστερά και δεξιά, αλλά μας προτρέπουν να βρούμε λύση στα προβλήματά μας εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκουμε, δεν είναι να απορεί κανείς για την τύχη που θα μας επιφυλαχθεί αν, παρ΄ ελπίδα, συμβεί το αδιανόητο της εξόδου από την ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα ενός πτωχευτικού «ατυχήματος», και χρειαστούμε βοήθεια για να σταθούμε στα πόδια μας.
 Όπως και να έχει, όμως, τεσσεράμισι μήνες μετά τις εκλογές, η προεκλογική «προφητεία» του Αλέξη Τσίπρα για «τα νταούλια και τις αγορές» μοιάζει να… εκπληρώνεται. Μόνον που μάλλον εκπληρώνεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε προφητέψει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνες που χορεύουν δεν είναι οι αγορές, οι οποίες μια… χαρά την βγάζουν. Είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ο οποίος επί 130 μέρες τώρα βολοδέρνει αδύναμος να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει».
Γιατί τι άλλο από αδυναμία και αναποφασιστικότητα εκπέμπει η στάση που τηρεί η ελληνική κυβέρνηση, η οποία την ίδια ακριβώς ώρα που προετοιμάζει τον συμβιβασμό, με συναντήσεις και τηλεφωνήματα προς εκείνους που κρατούν τα κλειδιά της λύσης στο εξωτερικό, για λόγους εσωτερικών ισορροπιών διστάζει να ολοκληρώσει την προσαρμογή στην πραγματικότητα, όπως σε όλους τους τόνους και σε όλες τις γλώσσες της ζητείται με επίκληση της κοινής λογικής που ενστερνίζονται οι πάντες στον υπόλοιπο πλανήτη;
 Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η ίδια η κυβέρνηση, αντί να προσπαθεί να αίρει την διάχυτη αβεβαιότητα που προκαλεί η αναποφασιστικότητά της επιδεινώνοντας την αδηφάγο ύφεση, που υποτίθεται ότι θέλει να αποφύγει, πυροδοτεί την παραλυτική ανασφάλεια με την μάλλον παιδαριώδη αντίδραση της καλλιέργειας εκλογικών σεναρίων.
Αλήθεια, ποιο ακριβώς πρόβλημα της κυβέρνησης -και πολύ περισσότερο της χώρας- θα μπορούσε να επιλυθεί με το πρόωρο στήσιμο κάλπης για βουλευτικές εκλογές; Μάλλον κανένα, αφού και μετά τις εκλογές οι συσχετισμοί είναι μάλλον απίθανο να αλλάξουν. Και διότι, αν ήταν να αλλάζουν έτσι εύκολα τα πράγματα δεν είχαμε παρά να κάνουμε κάθε τρεις και λίγο εκλογές. Και εννοείται με όλο και πιο… φιλολαϊκά προεκλογικά προγράμματα… 
Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς ότι μόνον ασυγχώρητα αφελείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι ξένοι –εταίροι και δανειστές μας- θα μας έδιναν μια καλύτερη συμφωνία επειδή θα εκφραζόταν κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός λαός. Έχουμε, νομίζω, υποστεί πολλές διαψεύσεις τα τελευταία χρόνια και από πολλές διαφορετικές κυβερνήσεις για να πιστέψουμε ότι με τις κάλπες μπορεί να ανατραπεί αυτό που για όλους τους άλλους συνιστά κοινή λογική. Ή μήπως όχι;

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η… ανακάλυψη της Αμερικής



Αποτελεί σχεδόν μαθηματικού τύπου αξίωμα στην Πολιτική ότι κάθε καινούργια κυβέρνηση που σχηματίζεται θέλει τον χρόνο της για να δώσει το δείγμα γραφής της και να προσαρμοστεί στη μετεκλογική πραγματικότητα που, όσο και αν ορκίζονται οι πάντες για το αντίθετο, συνηθέστατα διαφέρει από την προεκλογική ατμόσφαιρα.

Αξιωματικού χαρακτήρα είναι επίσης και η περίοδος ανοχής που σχεδόν παγίως δίνεται από τους πολίτες στα στελέχη της νεοσχηματισθείσας κυβέρνησης, τόσο από όσους τους ψήφισαν όσο και από εκείνους που δεν τους ψήφισαν, αλλά εύχονται –ειλικρινώς όταν δεν έχουν… αντιτιθέμενα συμφέροντα- να πετύχουν στους στόχους τους οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, είναι τόσο... ευρύχωροι που χωρούν τους πάντες.

Γι΄ αυτό και πολλά από όσα λέγονται και γίνονται τις πρώτες μέρες της (εκάστοτε) καινούργιας κυβερνητικής θητείας όταν δεν αντιμετωπίζονται με ενθουσιασμό, όπως συνήθως συμβαίνει με πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς παρελθόν, συναντούν σίγουρα μεγάλη συγκατάβαση, όπως, γενικώς, συμβαίνει με πράγματα που είναι ή μοιάζουν «φρέσκα» και κάνουν εντύπωση επειδή τραβούν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας.

Πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου τον τίτλο εφημερίδας που διακρίνεται για τη… συνέπεια της αμέριστης στήριξης σχεδόν προς κάθε νέο σχήμα για «κυβέρνηση με μπλουτζίν», όπως ήταν ο χαρακτηρισμός που απέδιδε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Κώστα Καραμανλή. Για να μην θυμηθώ τον… ενθουσιασμό που σκόρπισαν οι άγνωστοι ως τότε ενδυματολογικοί κώδικες των συνεργατών του Γιώργου Παπανδρέου…

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ωστόσο, πάμπολλες φορές καλλιεργούνται μύθοι και αυταπάτες και δημιουργούνται πρόσκαιρες ψευδαισθήσεις που δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση των πραγματικών δεδομένων που συνθέτουν το εσωτερικό και διεθνές πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να κινηθεί η (κάθε) νέα κυβέρνηση με ή χωρίς τη χρήση… «ευφημισμών».

Τα διθυραμβικά, για παράδειγμα, σχόλια που συνόδευσαν τις περίφημες πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα για το ελληνικό οικονομικό ζήτημα, πόσο ανταποκρίνονται στο μέτρο των όσων είπε ο Αμερικανός ηγέτης; Είναι, άραγε, η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιες απόψεις πέραν του Ατλαντικού ώστε να δικαιολογείται η σπουδή των κυβερνητικών στελεχών να πανηγυρίσουν;        

«Όλοι παρακολουθούμε την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές για να μειώσει το χρέος της», δήλωνε τον Αύγουστο του 2013 ο Πρόεδρος Ομπάμα, έχοντας απέναντι του, στο περίφημο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.

«Ο πρωθυπουργός μου είπε ότι είναι δεσμευμένος να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούμε να πάμε μονοδιάστατα στη λιτότητα. Πρέπει εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή να υπάρξει ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας», τόνιζε ο Αμερικανός Πρόεδρος, προσθέτοντας οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας παρέχοντας βοήθεια (!...).

Τα ίδια μας είχε πει ενάμισι μήνα νωρίτερα ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου, τον οποίο ο κ. Σαμαράς είχε φιλοξενήσει στο Μουσείο της Ακρόπολης και γενικώς του είχαμε κάνει, ως χώρα, διαφόρων ειδών «ρεβεράντζες», ευελπιστώντας στις καλές του υπηρεσίες προς την  κατεύθυνση της ανάκαμψης, υπηρεσίες που περιορίστηκαν στα «καλά λόγια».

«Ο Σαμαράς επιδιώκει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τον Ομπάμα και υποστήριξη στην προσπάθειά του να επανέλθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα», έγραφε η εγκυρότερη εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας Washington Post, με μέλη της συντακτικής ομάδας της οποίας είχε συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ.

«Η επίσκεψη μπορεί να δώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό την ευκαιρία να στείλει μήνυμα στην Άνγκελα Μέρκελ για χαλάρωση της λιτότητας», συμπέραινε το ίδιο διάστημα το πρακτορείο Bloomberg και υπενθύμιζε ότι η συνάντηση (του Αυγούστου του 2013) προηγείτο κατά μερικές εβδομάδες των γερμανικών εκλογών που έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου και πολλοί περίμεναν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος αμέσως μετά θα μετρίαζε την πίεση προς την Ελλάδα.

Για όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη, η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Και δεν νομίζω να χρειάζεται να… ανακαλύψει κανείς την Αμερική για να προδικάσει το αποτέλεσμα της (υποτιθέμενης, επιτρέψτε μου) αμερικανικής παρέμβασης υπέρ της χώρας μας.

Μακάρι, λοιπόν, στην επικείμενη συνάντηση του Προέδρου Ομπάμα με την καγκελάριο Μέρκελ να κυριαρχήσει το ελληνικό ζήτημα και βρεθεί λύση που να ελαφρύνει τα βάρη που έχουμε και να βοηθήσει την ανάπτυξη που χρειαζόμαστε.

Ας κρατήσουμε, όμως, μικρό καλάθι, γιατί οι δηλώσεις είναι, συνήθως, ανέξοδες, ενώ οι λύσεις κοστίζουν.