Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψηφιακή Διακυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στην εποχή των τεράτων…

 

«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο ιταλός αριστερός διανοητής Αντόνιο Γκράμσι, περιγράφοντας ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο παλαιό, το οποίο αντιστέκεται και επιμένει, και στο νέο, το οποίο επέρχεται και μοιραία κάποια στιγμή θα επικρατήσει.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γκράμσι, καθώς συμμετείχα στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Open στην οποία εμφανίστηκε συνδικαλιστής για να καταγγείλει ότι οι συνάδελφοί του εργαζόμενοι στα ΚΕΠ δεν εξυπηρετούν τους νέους 18 έως 25 ετών που απευθύνονται εκεί για να εκδώσουν τα αποκαλούμενα «freedom pass» που αντιστοιχούν στην προπληρωμένη χρεωστική κάρτα των 150 ευρώ την οποία δικαιούνται όσοι από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εμβολιάζονται.

Η καταγγελία του συνδικαλιστή δεν στρεφόταν φυσικά κατά των συναδέλφων του, αλλά κατά του… ανάλγητου κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είχε παραλείψει να στείλει σχετική εγκύκλιο (σ.σ.: τι ωραία λέξη βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν της ελληνικής γραφειοκρατίας;) και είχε περιοριστεί να κάνει ανακοινώσεις από τα μέσα ενημέρωσης.

Από πρώτης άποψης, μάλιστα, η συνδικαλιστική διαμαρτυρία φαινόταν εύλογη, ακόμη και αν αφορούσε μια μικρή μερίδα δικαιούχων των «freedom pass» και συγκεκριμένα όσους δεν διαθέτουν κωδικούς taxisnet με τους οποίους θα μπορούσαν οι ίδιοι εύκολα και από το κινητό τηλέφωνο τους να ολοκληρώσουν την όλη διαδικασία, κάτι που έχουν κάνει πολλές χιλιάδες άλλοι νέοι.

 Όπως, όμως, απεδείχθη αμέσως μετά, ο συνδικαλιστής μάλλον δεν είχε ασχοληθεί επί της ουσίας με το αντικείμενο της καταγγελίας του, παρόλο που εκπροσωπούσε έναν κλάδο ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνώνυμο της μείωσης της ταλαιπωρίας που συνήθως βιώνουμε όλοι μας στις δημόσιες υπηρεσίες.

Διότι, αν το είχε κάνει, θα ήξερε ότι οι συνάδελφοί του είχαν ήδη διεκπεραιώσει περί τις 4.500 τέτοιες υποθέσεις, όπως ανέφερε αμέσως μετά ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος παρενέβη στην ίδια εκπομπή για να (υπο-)δείξει ότι στη διαδικτυακή πλατφόρμα υπάρχει ένδειξη που αφορά την είσοδο σε αυτήν των εργαζομένων στα ΚΕΠ.  

Οι τελευταίοι, άλλωστε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τόσο παλαιότερα όσο, πολύ περισσότερο, την περίοδο της πανδημικής κρίσης, έχουν συνδράμει τους πολίτες οι οποίοι είτε δεν έχουν ευχέρεια χρήσης των ψηφιακών μέσων είτε αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες που δεν μπορούν να υπερβούν οι ίδιοι.

Είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια θα ήταν η επιδημιολογική εικόνα που θα επικρατούσε στη χώρα αν δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές συναλλαγές και η εξ αποστάσεως διεκπεραίωση πάμπολλων δραστηριοτήτων που στο παρελθόν απαιτούσαν αυτοπρόσωπη παρουσία και πολύωρη αναμονή στις ουρές των τραπεζών, της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει υπηρεσιών που σχετίζονται με το Δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Εύκολα επίσης μπορεί να υπολογίσει κάποιος πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης στην κοινή γνώμη αν η ομάδα που συγκρότησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης συνέχιζε να κυνηγάει διαστημικές χίμαιρες και φαντασιακούς εμπρηστές–επετειακή μέρα που είναι σήμερα- στο Μάτι, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του στο ίδιο πόστο και δεν έπεφτε με τα μούτρα στην προσπάθεια για την πάταξη της περιττής και κοστοβόρας γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο μόνος τομέας στον οποίο οι πολίτες είδαν απτές αλλαγές στην καθημερινότητά τους είναι ακριβώς αυτός. Σχεδόν για κάθε ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την εξυπηρέτηση του πολίτη, η λύση αναζητείται μέσω της εμπλοκής του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης: από τα SMS της καραντίνας και τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και από την επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων μας στις τράπεζες, μέσω της πλατφόρμας KYC Know your customers») έως την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης συντάξεων ή κτηματογράφησης των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Χωρίς διάθεση να τα ισοπεδώσουμε όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον τομέα τους ψηφιακού εκσυγχρονισμού τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περισσότερα συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους. Ο Πιερρακάκης και οι συν αυτώ δεν επανεφηύραν την πυρίτιδα ούτε ανακάλυψαν εκ νέου την Αμερική. Πορεύτηκαν σε δρόμους που άλλοι άνοιξαν πρωτύτερα τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Αλλά το έκαναν με σχέδιο και προσήλωση, με συνέπεια και συνέχεια και προπαντός με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.

Μένουν, ωστόσο, να γίνουν πάρα πολλά ακόμη ώστε να αρθεί ανυπολόγιστος αριθμός από αχρείαστα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όλων όσοι ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα. Και όπως κατέδειξε η αφορμή γι΄ αυτό το κείμενο που ήταν η καταγγελία του συνδικαλιστή, χρειάζεται ακόμη μεγάλος αγώνας για να κατανικηθεί η παλαιά και κακώς εννοούμενη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία «δεν γίνεται τίποτε αν δεν το λέει η εγκύκλιος».

Ίσως είναι και αυτό ένα απτό στοιχείο που μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε στην, κατά τον Γκράμσι, «εποχή των τεράτων», αφού, παραφράζοντάς τον ιταλό διανοητή, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μπορεί το νέο να γεννήθηκε, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν γύρω μας, μη εξαιρουμένης και της περιορισμένης συμμετοχής στα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, το παλαιό πασχίζει να μείνει ακόμη ζωντανό.

Με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα!

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.