Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιερρακάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιερρακάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Τα χαμένα ραντεβού με την ψηφιακή εποχή

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν όλα στη χώρα κυλούσαν με τον… αραμπά, πολλά πράγματα τα οποία -με λίγη παραπάνω ταλαιπωρία- μπορούσαν να διεκπεραιωθούν εντός της ίδιας ημέρας, στις μέρες της ψηφιακής διακυβέρνησης που διανύουμε θέλουν αρκετές μέρες και σε κάποιες περιπτώσεις και ολόκληρες εβδομάδες για να γίνουν.

Ειδικά από την περίοδο που ξέσπασε η πανδημία και «εφευρέθηκε» ο θεσμός του προκαθορισμένου ραντεβού για την εξυπηρέτηση των πολιτών από δημόσιους οργανισμούς, όπως οι φορολογικές αρχές, οι υπηρεσίες των Δήμων ή ο ΕΦΚΑ, ο ΔΕΔΗΕ και το Κτηματολόγιο, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς, όπως, για παράδειγμα, οι τράπεζες, οι χρόνοι ικανοποίησης για μια σειρά αιτημάτων και αναγκών που προκύπτουν για τον καθένα μας έχουν επιβραδυνθεί δραματικά.

Ας πάρουμε το απλό παράδειγμα του ανοίγματος ενός τραπεζικού λογαριασμού, τον οποίο κάποιος πολίτης δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανοίξει διαδικτυακά, επειδή, ακόμη και αν ξέρει, θα δυσκολευτεί να στείλει «σκαναρισμένα» -πόσοι, άλλωστε, διαθέτουν σκάνερ σπίτι τους;- τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. 

Τον παλαιό καιρό θα έπαιρνε τα χαρτιά του ανά χείρας, θα στήνονταν μια, δύο, τρεις ώρες στην ουρά και, αφού ερχόταν η σειρά του, θα εξυπηρετείτο από έναν από πολλούς υπαλλήλους που είχαν οι τράπεζες στα γκισέ και εντός της ίδιας ημέρας θα είχε ανοίξει τον λογαριασμό του. 

Κάτι ανάλογο ίσχυε και με άλλες υπηρεσίες. Στηνόσουν αχάραγα στο ΙΚΑ, στην εφορία ή στην πολεοδομία και μπορεί να ανεβοκατέβαινες ορόφους, έφευγες αργά το μεσημέρι με το χαρτί που ήθελες.

Τώρα αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί, πριν περάσουν τρεις, πέντε ή και δεκαπέντε ημέρες. Για οποιαδήποτε τραπεζική συναλλαγή πλέον -από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη- χρειάζεται να έχεις κλείσει πολλές μέρες νωρίτερα ραντεβού. 

Αν κάνεις το λάθος να πας σε οποιοδήποτε υποκατάστημα τραπέζης… «τρως πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Δεν σου επιτρέπεται καν η είσοδος, παρόλο που, αν καταφέρεις να εισέλθεις -επειδή το «face control» γίνεται στο εσωτερικό του καταστήματος-, βλέπεις έναν άδειο χώρο στον οποίο κινούνται ελάχιστοι πελάτες και ακόμη λιγότεροι υπάλληλοι.

Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εξαιτίας και των αδειών του προσωπικού, εκτυλίχθηκαν σε πολλά υποκαταστήματα σκηνές απείρου κάλλους κυρίως με ηλικιωμένους συμπολίτες μας, αλλά και με Έλληνες του εξωτερικού, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν εξυπηρετούνταν αφού στα υποκαταστήματα δεν υπήρχαν οι γνωστές από το παρελθόν ουρές. 

Στην επισήμανση των πελατών ότι «θα περιμένουμε μέχρι να έρθει η σειρά μας», η αντίδραση των ιθυνόντων ήταν ότι «είμαστε τόσο λίγοι, που οριακά προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε όσους έρχονται με ραντεβού, οπότε κι εσείς δεν έχετε άλλη επιλογή…».

Τα πράγματα είναι τρισχειρότερα σε οργανισμούς του δημοσίου, όπως οι εφορίες (ΔΟΥ), όπου η υποτιθέμενη «εξυπηρέτηση» γίνεται μέσω διαδικτυακής αλληλογραφίας. 

Έχω σε screen shot στον υπολογιστή μου τον πίνακα με τις πέντε διαδοχικές επικοινωνίες που είχε άμοιρος φορολογούμενος από τον περασμένο Απρίλιο έως την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επιχειρώντας να βρει άκρη με την φορολογική του δήλωση την οποία υπέβαλε έγκαιρα αλλά δεν εκκαθαρίζεται παρόλο που έχει προσκομίσει όλα όσα του ζητήθηκαν.

Η επικοινωνία του με την ΔΟΥ, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της δήλωσής του είναι αδύνατη, αφού τα τηλεφωνήματα που κάνει -σιγά την είδηση…- δεν απαντώνται. Στην απόπειρά του να βρει άκρη επικοινώνησε και με το τηλεφωνικό κέντρο της ΑΑΔΕ (στον αριθμό 2131621000). 

Αφού περίμενε αρκετή ώρα στη γραμμή, ήρθε αντιμέτωπος με αγενέστατη υπάλληλο που τον ρώτησε αναιδώς: «Και τι θέλετε, κύριέ μου, να σας εκκαθαρίσω εγώ τη δήλωσή σας;». Όταν εκείνος της απάντησε: «μήπως να με συνδέατε με τον διοικητή σας ή με κάποιον άλλο υπεύθυνο;», η γραμμή «έπεσε», αφήνοντάς τον σύξυλο.

Ο φορολογούμενος, ο οποίος περιμένει να πληρώσει τον πρόσθετο φόρο που του αναλογεί, αλλά και να εισπράξει χρήματα από το επίδομα τέκνου και το fuel pass, για τα οποία αποτελεί προϋπόθεση η εκκαθάριση της δήλωσής του, έχει όλα τα στοιχεία στη διάθεση του επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής κ. Γιώργου Πιτσιλή. 

Ενδεχομένως, όμως, όσο και αν επιμείνει, μάλλον δεν θα καταφέρει να τον… εντοπίσει. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι η περίπτωση της αφόρητης ταλαιπωρίας του δεν είναι η μοναδική.

Το «σύστημα» της ανικανότητας που βασιλεύει στη δημόσια διοίκηση ήταν και παραμένει ανίκητο. Πόσω μάλλον τώρα που το προσωπικό -και άρα οι… φιλότιμοι υπάλληλοι- έχουν περιοριστεί. 

Γι΄ αυτό και όσες καινοτόμες πλατφόρμες και αν σχεδιάσουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και ο Κυριάκος Πιερρακάκης με τους συνεργάτες του, όσες αποφάσεις για την αυτοματοποιημένη διαλειτουργικότητα της αναζήτησης δικαιολογητικών και αν ληφθούν, η «κερκόπορτα» της μεσολάβησης του ελλιπούς, ανίκανου και αναξιολόγητου ανθρώπινου δυναμικού παραμένει πάντα ανοικτή.

Με αποτέλεσμα να χάνονται το ένα μετά το άλλο τα… ραντεβού της ελληνικής -δημόσιας και ιδιωτικής- διοίκησης με την πραγματική ψηφιακή εποχή.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Αν τους δίναμε τον Πιερρακάκη οι Βρετανοί μπορεί να μας… επέστρεφαν και τα Μάρμαρα

 Για να μην παραπονούμαστε διαρκώς για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με την πανδημία, αλλά κυρίως για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης των καταστάσεων που επικρατούν έξω από τον μικρόκοσμό μας, έχω την αίσθηση ότι είναι καλό να στρέφουμε συχνά την προσοχή μας για να πληροφορούμαστε τα καλά αλλά και τα κακά που συμβαίνουν στον υπόλοιπο πλανήτη.

Στην αρχή της εβδομάδας είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο και να πάρω μια καλή γεύση για το πόσο διαφορετικά -το γράφω όσο πιο κομψά γίνεται- αντιμετωπίζει η Μεγάλη Βρετανία το μείζον ζήτημα της πανδημίας. Αν κάποιοι στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πετάξει λευκή πετσέτα», ούτε μπορούν φανταστούν πόσο αποστασιοποιημένη από τον χειρισμό της πανδημίας είναι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.

Ας ξεκινήσουμε κατ΄ αρχήν από τους επισκέπτες που θέλουν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρειάζεται να συμπληρώσουν το περίφημο «Passenger Locator Form (PLF)» που έχουν επιβάλει οι περισσότερες χώρες. Για να πας στη Βρετανία δεν αρκεί να είσαι εμβολιασμένος, απαιτείται για την έκδοση του PLF να προπληρώσεις, καταβάλλοντας ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 30 ευρώ, ένα τεστ το οποίο υποτίθεσαι ότι υποχρεούσαι να κάνεις δύο ημέρες μετά την άφιξή σου στη χώρα.

Χωρίς να προπληρώσεις το τεστ δεν μπορείς να ολοκληρώσεις τη συμπλήρωση του PLF, αφού σου ζητά τον κωδικό παραγγελίας του τεστ που «έκλεισες» έτσι ώστε να λάβεις το σχετικό kit στη διεύθυνση στην οποία σκοπεύεις να διαμείνεις όταν φθάσεις στον προορισμό σου. Από τη στιγμή, όμως, που θα πληρώσεις, είναι πλέον όλα εντάξει. Είτε παραλάβεις, είτε όχι το kit, είτε κάνεις το τεστ, είτε δεν το κάνεις, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Θεωρητικώς είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις και να ανεβάσεις το αποτέλεσμά του στην αντίστοιχη πλατφόρμα, πλην, όμως, αυτό δεν το ελέγχει κανείς και πουθενά.

Για να καταλάβετε, από τα μέλη της ομάδας που συνταξιδέψαμε από και προς την Ελλάδα, κάποιοι το παρέλαβαν, το έκαναν και το δήλωσαν. Ορισμένοι το παρέλαβαν αλλά δεν μπόρεσαν να ανεβάσουν το αποτέλεσμα στην πλατφόρμα που ήταν δύσχρηστη. Ενώ άλλοι επέστρεψαν πίσω στη χώρα μας χωρίς να παραλάβουν το kit με το τεστ που είχαν πληρώσει. Και φυσικά χωρίς να υποβληθούν στο τεστ να δηλώσουν αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί στον ιό, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν με βάση τους ισχύοντες ταξιδιωτικούς κανονισμούς.

Ευρύτερα, άλλωστε, στη Βρετανία η προστασία από την πανδημία είναι θέμα της καλής προαίρεσης του καθενός κατοίκου ή επισκέπτη. Οι περιορισμοί έχουν αρθεί παντού και, είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους, μάσκες φορούν ελάχιστοι. Ακόμη και σε χώρους που ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος, όπως για παράδειγμα στα μέσα μεταφοράς, δεν υπάρχει κανείς περιορισμός και δεν ισχύει καμία υποχρεωτικότητα. Το ίδιο και στα καταστήματα στα οποία η πλειονότητα των εργαζομένων αλλά και των καταναλωτών έχουν ακάλυπτα τα πρόσωπά τους. Η πρόσβαση όλων είναι παντού ίδια και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή διενέργειας αρνητικού τεστ δεν ζητάει κανείς πουθενά.

Το μόνο παρήγορο ίσως είναι ότι το ποσοστό εμβολιασμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κάπως υψηλό, αφού οι πλήρως εμβολιασμένοι ξεπερνούν το 70%, ποσοστό δηλαδή που είναι πάνω από δέκα μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στη χώρα μας. Ενώ συγκριτικά πολύ υψηλότερο, σε σχέση με το δικό μας, είναι και το ποσοστό των Βρετανών που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και οι οποίοι πλησιάζουν τα 10 εκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 14,5% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κατά τα λοιπά, η… ΥΟLO (Yου Only Live Once) συμπεριφορά, που εξ αρχής είχε χαράξει ο ακραία λαϊκιστής πρωθυπουργός Τζόνσον και την οποία άλλαξε ελαφρώς μόνον όταν νόσησε και ο ίδιος, έχει επανέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτε. Οι συνολικοί θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 145 χιλιάδες, αλλά, ίσως και εξαιτίας και του σήματος που εκπέμπει ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ 10, έχει πάψει να αποτελεί είδηση το γεγονός ότι κάθε μέρα χάνουν τη ζωή τους περί τους 200 Βρετανούς. Αριθμός, ο οποίος, πάντως, είναι εμφανώς μικρότερος συγκριτικά με τις καθημερινές βαρύτερες ανθρώπινες απώλειες που έχουμε στην Ελλάδα και οι οποίες, όπως όλα δείχνουν οφείλονται στο χαμηλότερο δικό μας εμβολιαστικό ποσοστό.

Συγκρίνοντας, ωστόσο, κανείς τις καταστάσεις στις δύο χώρες, το χαριτολόγημα για… ανταλλαγή των δύο πρωθυπουργών που κυριάρχησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε βρετανικό τηλεοπτικό πρωινάδικο, ίσως να αποκτούσε πραγματική υπόσταση αν οι Βρετανοί πολίτες είχαν υπόψιν τους τον συγκριτικά πολύ καλύτερο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν στην Ελλάδα οι πλατφόρμες για την πανδημία που οργάνωσε από το μηδέν η ομάδα που πλαισιώνει τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη.

Με τα μύρια όσα οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η άλλοτε κραταιά Μεγάλη Βρετανία στη μεταBrexit εποχή, δεν αποκλείεται αν τους… δανείζαμε τον Πιερρακάκη να μας… επέστρεψαν ακόμη και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που έκλεψε ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν και τώρα μας λένε ότι είναι ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου…

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Στην εποχή των τεράτων…

 

«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων», έγραψε πριν από σχεδόν έναν αιώνα ο ιταλός αριστερός διανοητής Αντόνιο Γκράμσι, περιγράφοντας ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο την αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο παλαιό, το οποίο αντιστέκεται και επιμένει, και στο νέο, το οποίο επέρχεται και μοιραία κάποια στιγμή θα επικρατήσει.

Θυμήθηκα τα λόγια του Γκράμσι, καθώς συμμετείχα στην πρωινή τηλεοπτική εκπομπή του Open στην οποία εμφανίστηκε συνδικαλιστής για να καταγγείλει ότι οι συνάδελφοί του εργαζόμενοι στα ΚΕΠ δεν εξυπηρετούν τους νέους 18 έως 25 ετών που απευθύνονται εκεί για να εκδώσουν τα αποκαλούμενα «freedom pass» που αντιστοιχούν στην προπληρωμένη χρεωστική κάρτα των 150 ευρώ την οποία δικαιούνται όσοι από τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα εμβολιάζονται.

Η καταγγελία του συνδικαλιστή δεν στρεφόταν φυσικά κατά των συναδέλφων του, αλλά κατά του… ανάλγητου κράτους το οποίο, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είχε παραλείψει να στείλει σχετική εγκύκλιο (σ.σ.: τι ωραία λέξη βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν της ελληνικής γραφειοκρατίας;) και είχε περιοριστεί να κάνει ανακοινώσεις από τα μέσα ενημέρωσης.

Από πρώτης άποψης, μάλιστα, η συνδικαλιστική διαμαρτυρία φαινόταν εύλογη, ακόμη και αν αφορούσε μια μικρή μερίδα δικαιούχων των «freedom pass» και συγκεκριμένα όσους δεν διαθέτουν κωδικούς taxisnet με τους οποίους θα μπορούσαν οι ίδιοι εύκολα και από το κινητό τηλέφωνο τους να ολοκληρώσουν την όλη διαδικασία, κάτι που έχουν κάνει πολλές χιλιάδες άλλοι νέοι.

 Όπως, όμως, απεδείχθη αμέσως μετά, ο συνδικαλιστής μάλλον δεν είχε ασχοληθεί επί της ουσίας με το αντικείμενο της καταγγελίας του, παρόλο που εκπροσωπούσε έναν κλάδο ο οποίος τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει συνώνυμο της μείωσης της ταλαιπωρίας που συνήθως βιώνουμε όλοι μας στις δημόσιες υπηρεσίες.

Διότι, αν το είχε κάνει, θα ήξερε ότι οι συνάδελφοί του είχαν ήδη διεκπεραιώσει περί τις 4.500 τέτοιες υποθέσεις, όπως ανέφερε αμέσως μετά ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Γιώργος Γεωργαντάς, ο οποίος παρενέβη στην ίδια εκπομπή για να (υπο-)δείξει ότι στη διαδικτυακή πλατφόρμα υπάρχει ένδειξη που αφορά την είσοδο σε αυτήν των εργαζομένων στα ΚΕΠ.  

Οι τελευταίοι, άλλωστε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, τόσο παλαιότερα όσο, πολύ περισσότερο, την περίοδο της πανδημικής κρίσης, έχουν συνδράμει τους πολίτες οι οποίοι είτε δεν έχουν ευχέρεια χρήσης των ψηφιακών μέσων είτε αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες που δεν μπορούν να υπερβούν οι ίδιοι.

Είναι νομίζω εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποια θα ήταν η επιδημιολογική εικόνα που θα επικρατούσε στη χώρα αν δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακές συναλλαγές και η εξ αποστάσεως διεκπεραίωση πάμπολλων δραστηριοτήτων που στο παρελθόν απαιτούσαν αυτοπρόσωπη παρουσία και πολύωρη αναμονή στις ουρές των τραπεζών, της εφορίας, των ασφαλιστικών ταμείων και εν γένει υπηρεσιών που σχετίζονται με το Δημόσιο αλλά και με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Εύκολα επίσης μπορεί να υπολογίσει κάποιος πόσο διαφορετική θα ήταν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης στην κοινή γνώμη αν η ομάδα που συγκρότησε ο Κυριάκος Πιερρακάκης στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης συνέχιζε να κυνηγάει διαστημικές χίμαιρες και φαντασιακούς εμπρηστές–επετειακή μέρα που είναι σήμερα- στο Μάτι, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του στο ίδιο πόστο και δεν έπεφτε με τα μούτρα στην προσπάθεια για την πάταξη της περιττής και κοστοβόρας γραφειοκρατίας μέσω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού.

Δεν είναι, άλλωστε, υπερβολή να υποστηριχθεί ότι στη διάρκεια της τελευταίας διετίας ο μόνος τομέας στον οποίο οι πολίτες είδαν απτές αλλαγές στην καθημερινότητά τους είναι ακριβώς αυτός. Σχεδόν για κάθε ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την εξυπηρέτηση του πολίτη, η λύση αναζητείται μέσω της εμπλοκής του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης: από τα SMS της καραντίνας και τη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα και από την επικαιροποίηση των προσωπικών στοιχείων μας στις τράπεζες, μέσω της πλατφόρμας KYC Know your customers») έως την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης συντάξεων ή κτηματογράφησης των περιουσιακών δικαιωμάτων στην ελληνική επικράτεια.

Χωρίς διάθεση να τα ισοπεδώσουμε όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι στον τομέα τους ψηφιακού εκσυγχρονισμού τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν αρκετά περισσότερα συγκριτικά με προηγούμενες περιόδους. Ο Πιερρακάκης και οι συν αυτώ δεν επανεφηύραν την πυρίτιδα ούτε ανακάλυψαν εκ νέου την Αμερική. Πορεύτηκαν σε δρόμους που άλλοι άνοιξαν πρωτύτερα τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Αλλά το έκαναν με σχέδιο και προσήλωση, με συνέπεια και συνέχεια και προπαντός με μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.

Μένουν, ωστόσο, να γίνουν πάρα πολλά ακόμη ώστε να αρθεί ανυπολόγιστος αριθμός από αχρείαστα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά μας, κάνοντας δύσκολη τη ζωή όλων όσοι ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα. Και όπως κατέδειξε η αφορμή γι΄ αυτό το κείμενο που ήταν η καταγγελία του συνδικαλιστή, χρειάζεται ακόμη μεγάλος αγώνας για να κατανικηθεί η παλαιά και κακώς εννοούμενη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία «δεν γίνεται τίποτε αν δεν το λέει η εγκύκλιος».

Ίσως είναι και αυτό ένα απτό στοιχείο που μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε στην, κατά τον Γκράμσι, «εποχή των τεράτων», αφού, παραφράζοντάς τον ιταλό διανοητή, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μπορεί το νέο να γεννήθηκε, πλην, όμως, όπως όλα δείχνουν γύρω μας, μη εξαιρουμένης και της περιορισμένης συμμετοχής στα εμβολιαστικά προγράμματα παγκοσμίως, το παλαιό πασχίζει να μείνει ακόμη ζωντανό.

Με κάθε τρόπο και με όλα τα μέσα!

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η αθάνατη γραφειοκρατία βγάζει τη γλώσσα στον μεταρρυθμιστικό οίστρο

 Είναι απερίγραπτη η ευρηματικότητα με την οποία η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία έχει καταφέρει στον καιρό της πανδημίας να εξουδετερώσει όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλουν ορισμένοι –και σε καμία περίπτωση, όχι όλοι- οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι  για να επιταχυνθεί η εξυπηρέτηση του άμοιρού Έλληνα πολίτη.

Με πρόσχημα τον κορωνοϊό, η πλειονότητα των υπηρεσιών του στενού αλλά και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, όταν δεν έχουν κατεβάσει πλήρως ρολά, αποφεύγοντας την επικοινωνία με τους πολίτες, υπολειτουργούν προκλητικά. Το πιο προκλητικό, μάλιστα, είναι ότι έχουν μετατρέψει σε αρωγό της ραθυμίας τους την ίδια την τεχνολογία, η οποία τους έχει προσφερθεί για να λύνουν προβλήματα και να εξυπηρετούν εγκαίρως τους πολίτες.

Πως συμβαίνει αυτό; Με τον εξής καταπληκτικό τρόπο: Εκεί που πριν στεκόσουν στην ουρά για να διεκπεραιώσεις την υπόθεση που σε απασχολούσε εντός της ίδιας ημέρας, τώρα σε διώχνουν και σου ζητούν να κλείσεις ραντεβού μέσω email για να σε καλέσουν όποτε εκείνοι δεήσουν να ασχοληθούν με το αίτημά σου, ακόμη και αν είναι για να τους πληρώσεις. Το ραντεβού, μάλιστα, που σου κλείνουν -σε πολεοδομίες, Δήμους, ασφαλιστικά ταμεία και άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και κάποια… ΚΕΠ- είναι πολλές μέρες και συχνά εβδομάδες μετά.

Μέρα με την ημέρα και εβδομάδα με την εβδομάδα, το φαινόμενο παίρνει όλο και μεγαλύτερη έκταση, αφού οι υπάλληλοι που βρίσκονται στις θέσεις τους είναι ελάχιστοι. Όλοι οι υπόλοιποι, επικαλούμενοι προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την πανδημία, απέχουν από την εργασία τους. Χωρίς, βεβαίως, ούτε οι ίδιοι να συναισθανθούν ούτε κάποιος από τους προϊσταμένους τους να τους υποδείξει ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους μέσω τηλεργασίας. Ή, απλούστερα, να πάρουν δουλειά για το σπίτι, όπως –εκόντες, άκοντες- κάνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.

Τα παραδείγματα που έχω υπόψη μου δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο. Είναι πάμπολλα και πολύ συγκεκριμένα. Σε Δήμο της Αττικής που παλαιότερα χορηγούσε άμεσα βεβαίωση για ηλεκτροδότηση νεόδμητου ακινήτου, τώρα ζητούν να καταθέσεις τα έγγραφα για να τα ελέγξουν και να σε καλέσουν να ξαναπάς είτε για να συμπληρώσεις ελλείψεις που δεν διαπιστώνονται στην κατάθεση, είτε για να πάρεις τη βεβαίωση. Πότε; «Άγνωστο», σου απαντά η εργαζόμενη στο «Πρωτόκολλο». Και αν απορήσεις, η απάντησή της είναι αυτόματη: «Υπάρχει φόρτος εργασίας. Λείπει κόσμος. Θα σας σταλεί mail πότε να ξαναέλθετε».

Έπειτα από αυτή την αποστομωτική απάντηση, πώς να τολμήσεις να ρωτήσεις ποιος είναι ο λόγος που υπάρχουν ακόμη υπηρεσίες Πρωτοκόλλου στην ελληνική δημόσια διοίκηση; Είχε προηγηθεί, άλλωστε, ένας ακόμη πιο… επικός διάλογος. Στο ερώτημα του πολίτη για το ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να καταθέσει, η υπάλληλος (που δεν αποκλείεται να ένοιωθε και… κορόιδο αφού ήταν η μόνη η οποία –θεωρητικώς, τουλάχιστον- δούλευε σε έναν ολόκληρο όροφο) αφοπλιστικά δήλωνε: «Εγώ θα παραλάβω ό,τι μου καταθέσετε …»!

Στα ασφαλιστικά ταμεία η κατάσταση είναι τρισχειρότερη. Περισσότερες πιθανότητες έχει κανείς να πιάσει τον πρώτο λαχνό στο Λόττο παρά να καταφέρει να μιλήσει στο τηλέφωνο με υπάλληλο του ΕΦΚΑ. Δικαιολογημένα, ίσως, αφού ο αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης βρίσκει, έτσι, άλλοθι για να δικαιολογήσει την εκτίναξη των εκκρεμών συντάξεων σε αριθμούς πολύ πιο δυσθεώρητους από εκείνους για τους οποίους, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, εξαπέλυσε μύδρους κατά της προκατόχου του Έφης Αχτσιόγλου που έπεφτε συνεχώς έξω στις συνεχείς προφητείες ότι σε λίγους μήνες θα λυνόταν οριστικά το πρόβλημα.

«Μην μας πουν τώρα ότι δεν υπήρχε κορωνοϊός που δυσκόλεψε τα πράγματα, αφού πολλοί υπάλληλοι δεν πήγαιναν στη δουλειά τους…», απαντούσε προ ημερών ο υπουργός Εργασίας όταν κλήθηκε από τον «Θέμα 104.6» να δώσει εξηγήσεις για τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι εκκρεμείς συντάξεις «δημιουργούν κρυφό χρέος» που ήχησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, αποκαλύπτοντας ότι τα εκκρεμή συνταξιοδοτικά δικαιώματα φθάνουν πλέον τις 300.000.

Πίσω από αυτό τον αριθμό βρίσκονται ισάριθμοι πολίτες που σίγουρα θυμώνουν όταν ακούν τον κ. Βρούτση να επαίρεται ότι δίνει συντάξεις σε… ένα δευτερόλεπτο και με το πάτημα ενός κουμπιού. Και για να μη θεωρηθούν δημοσιογραφική υπερβολή όλα τα παραπάνω, έχω στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου δύο κραυγαλέες περιπτώσεις από τον ευρύτερο οικογενειακό μου: η μια αφορά σύνταξη χηρείας που εκκρεμεί από το 2016 και η άλλη επικουρική σύνταξη που δεν έχει χορηγηθεί από το 2014.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι όσες μεταρρυθμίσεις και αν σχεδιάσουν ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος και ο Γιώργος Γεωργαντάς, που στελεχώνουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία θα τους… βγάζει τη γλώσσα. Επειδή αισθάνεται -και είναι- τόσο αλώβητη ώστε να μπορεί ακόμη και την κρίση της πανδημίας να την μετατρέπει σε ευκαιρία για περισσότερη λούφα.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.