Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κράτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κράτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Η χώρα θέλει συντήρηση και αισθητική αναβάθμιση

Στην καθημερινή διαδρομή μου από το σπίτι ως το γραφείο διασχίζω αρκετούς Δήμους της ευρύτερης πρωτεύουσας και δεν νομίζω ότι «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» αν πω ότι στους περισσότερους εξ αυτών η εικόνα που συναντώ είναι άκρως απογοητευτική από πολλές πλευρές και κυρίως από άποψη επικινδυνότητας αλλά και αισθητικής. Και για όσους ίσως απορήσουν για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, σπεύδω να επισημάνω ότι το θεωρώ απείρως σοβαρότερο για τη ζωή μας από όσα τραγελαφικά και συνάμα κωμικοτραγικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, ακόμη και κάποιες αφίσες υποψηφίων από τις περυσινές δημοτικές εκλογές που εξακολουθούν να κρέμονται σε κολώνες φωτισμού ή σηματοδότησης της κυκλοφορίας, η συνήθης εικόνα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας είναι οδοστρώματα με λακκούβες, σπασμένα πεζοδρόμια, σκουριασμένα προστατευτικά κιγκλιδώματα, κατεστραμμένες ή καλυμμένες από φυλλωσιές δένδρων πινακίδες, μουντζουρωμένοι από γκράφιτι τοίχοι, ερειπωμένα ή μισογκρεμισμένα ακίνητα, διάσπαρτα σκουπίδια και παρατημένα στις άκρες των δρόμων οικοδομικά υλικά και άλλα ογκώδη αντικείμενα.

Δυστυχώς, οι περισσότερες πόλεις μας, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην περιφέρεια, πάσχουν από τρομακτική έλλειψη ασφάλειας για τους κατοίκους και τους επισκέπτες που κυκλοφορούν στους δρόμους τους, ενώ όπου σχεδόν και αν στρέψει κάποιος το βλέμμα του αντικρύζει την οφθαλμοφανή και κραυγαλέα απουσία καλαισθησίας.

Ακόμη και πολυδάπανα έργα αναπλάσεων (σε πλατείες, παιδικές χαρές, κ.ά.) που έχουν κατασκευασθεί και έχουν παραδοθεί στη χρήση των πολιτών, πρόσφατα ή και παλαιότερα, τα βλέπει κανείς να μαραζώνουν και να χάσκουν βανδαλισμένα, αφού ούτε φυλάσσονται, ούτε συντηρούνται ή αποκαθίστανται οι ζημιές που προκαλούνται σε αυτά εξαιτίας προχειρότητας και κακοτεχνιών ή, πολύ συχνά, και κακόβουλων ενεργειών.

Αναρωτιέμαι συχνά πως αισθάνονται οι δήμαρχοι των συγκεκριμένων περιοχών, οι αντιδήμαρχοι και οι λοιποί τοπικοί αξιωματούχοι όταν κυκλοφορούν στις γειτονιές τους και βρίσκονται απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις. Την ίδια απορία έχω φυσικά και για το πως νοιώθουν υπουργοί και λοιποί κρατικοί αξιωματούχοι οι οποίοι δεν μπορεί παρά να έρχονται -είτε οι ίδιοι είτε οι άνθρωποι του περιβάλλοντος τους- αντιμέτωποι με συνθήκες που θέτουν σε διακινδύνευση τις ζωές όλων μας ή απλώς προσβάλλουν βάναυσα την αισθητική μας.

Πριν από λίγες μέρες, δίπλα στο υπερσύγχρονο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, η πτώση μιας φθαρμένης από σκουριά κολώνας, στην οποία είχε προσκρούσει νωρίτερα ένα τρόλεϊ, λίγο έλλειψε να στοιχίσει τη ζωή ενός ανήλικου κοριτσιού το οποίο τραυματίστηκε ενώ περπατούσε αμέριμνο. Η τύχη την οποία είχε, ευτυχώς, το κορίτσι, το οποίο σώθηκε μάλλον συμπτωματικά, «μετρίασε» τον συγκλονισμό της κοινής γνώμης. Με αποτέλεσμα οι ιθύνοντες να συνεχίσουν να καθεύδουν, αδιαφορώντας για το σφόδρα πιθανό ενδεχόμενο την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι ανάλογο οι συνέπειες να είναι απρόβλεπτες.

Ποιος, άλλωστε, μπορεί να αποκλείσει ότι η πτώση μιας από τις πολλές σκουριασμένες κολώνες που είναι εκεί έξω, δεν θα πέσει στο κεφάλι ενός ανύποπτου συμπολίτης μας, απειλώντας την σωματική ακεραιότητά του ή και την ίδια τη ζωή του;

Δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι την τελευταία δεκαπενταετία, με δικαιολογία ή και πρόσχημα τη μνημονιακή χρεοκοπία και τις μεγάλες περικοπές δαπανών που αυτή επέφερε, η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό παραδοθεί στη φθορά του χρόνου. Από τη μια άκρη της ελληνικής επικράτειας ως την άλλη παρατηρεί κανείς ότι κοινόχρηστοι χώροι, δημόσια κτίρια και άλλες υποδομές που εποπτεύονται από το Κράτος ή την Αυτοδιοίκηση έχουν ανάγκη από συντήρηση, επιδιόρθωση, εκσυγχρονισμό, καλλωπισμό ή ανακαίνιση.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πάρα πολλά τα μικρά ζητήματα που δυσχεραίνουν την καθημερινότητα των πολλών και τα οποία έχουν πρωτίστως ανάγκη από την εκδήλωση του ενδιαφέροντος κάποιου αρμόδιου ο οποίος σε πρώτη φάση θα προστρέξει για να καταγράψει το πρόβλημα και, εν συνεχεία να δρομολογήσει την επίλυσή του.

Πόσοι εξ ημών, για παράδειγμα, δεν έχουν αισθανθεί την απειλή του τραυματισμού από ένα κατεστραμμένο πεζοδρόμιο ή της πρόσκλησης ζημιάς στο όχημά τους από τις ουκ ολίγες λακκούβες που καραδοκούν σε πολλούς από τους δρόμους που κυκλοφορούμε;

Είναι ευχής έργον που στην κυβέρνηση έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις υπάρχουσες ανάγκες και γι΄ αυτό τις προηγούμενες ημέρες συγκλήθηκε διυπουργική σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό με στόχο να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα που σχετίζονται με την ανακαίνιση των σχολικών κτιρίων προκειμένου να αποκτήσουν «ανθρώπινη όψη» οι αθλητικοί χώροι και τα μπάνια που χρησιμοποιούν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί. Παρόλο που τυπικά η συγκεκριμένη αρμοδιότητα ανήκει στην πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, συνειδητοποιήθηκε ότι, καλώς ή κακώς, οι δήμοι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υφιστάμενες μεγάλες ανάγκες χωρίς τη στήριξη του κεντρικού κράτους.

Το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου» που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ και «προικοδοτήθηκε» με 250 εκατομμύρια ευρώ από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων είναι μια αρχή, αλλά ακόμη και οι εισηγητές του αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται πολύ περισσότεροι πόροι και γι΄ αυτό θα ζητηθεί επιπρόσθετα η συνδρομή ιδιωτικών δωρεών.

Δεν είναι, όμως, τα σχολεία τα οποία έχουν ανάγκη για συντήρηση και ανακαίνιση. Είναι και πολλοί άλλοι δημόσιοι χώροι που έχουν αντίστοιχες ανάγκες οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν από την αδύναμη αλλά και άτολμη εγχώρια αυτοδιοίκηση. Η χώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος για τη συντήρηση και την αισθητικής αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών της.

Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση, η οποία «διαθέτει το καρπούζι και το μαχαίρι», είναι υποχρεωμένη να διαθέσει άμεσα ή έμμεσα τα απαραίτητα κονδύλια που θα καταδείξουν ότι αφήσαμε πίσω τη μνημονιακή μιζέρια και επιστρέψαμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Θα το κάνει;

Οψόμεθα!

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Σε έναν μήνα ψηφίζουμε: Θα επιλέξουμε φίλους και συγγενείς ή άξιους και ικανούς;

            Οι τεράστιες ζημιές από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές είναι ακόμη ανυπολόγιστες, καθώς την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές τα νερά από τις πλημμύρες που χτύπησαν τη Θεσσαλία, την καρδιά της παραγωγικής Ελλάδας στον αγροτικό τομέα, θα χρειαστεί μερικές ακόμη μέρες για να αποσυρθούν ώστε να αποτιμηθεί το συνολικό κόστος το οποίο θα κληθεί να πληρώσει ο κρατικός προϋπολογισμός και το οποίο θα έρθει να προστεθεί στο ήδη μεγάλο κόστος με το οποίο θα επιφορτιστούμε οι φορολογούμενοι εξαιτίας των θερινών πυρκαγιών.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει αυτή την ώρα είναι ότι η επόμενη μέρα η οποία θα ξημερώσει στη Λάρισα, στη Μαγνησία, στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα όταν αποτραβηχτούν τα ύδατα από τους δρόμους, τα σπίτια και τις καλλιέργειες δεν πρόκειται να είναι ίδια με τις μέρες πριν από το ξέσπασμα του ακραίου καιρικού φαινομένου που είδαμε να εξελίσσεται με τέτοια σφοδρότητα. Η αδιαμφισβήτητη κλιματική κρίση, η οποία εντείνει τα καιρικά φαινόμενα και πολλαπλασιάζει τη συχνότητα της εμφάνισής τους, οδηγώντας σε συχνότερους παρατεταμένους καύσωνες και σε ολοένα πιο σφοδρές βροχοπτώσεις, δεν μπορεί να αποτελεί αέναο άλλοθι για επαναλαμβανόμενες καταστάσεις όπως αυτές του φετινού καλοκαιριού.

Τόσο οι αρμόδιοι επιστήμονες, όσο και τα ίδια τα φαινόμενα των φυσικών καταστροφών, μάς έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει για όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Ως εκ τούτου είναι απολύτως ασυγχώρητο τα συνεχή παθήματα να μη γίνονται μαθήματα. Για όλους μας. Και πρωτίστως για τον κρατικό μηχανισμό σε όλες του τις εκφάνσεις (κυβέρνηση, περιφέρειες, δήμοι). Ουδείς, λοιπόν, δικαιούται πλέον να επικαλείται είτε άγνοια είτε αιφνιδιασμό. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το «έργο» το έχουμε ξαναδεί.

Πριν από τρία χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Θεσσαλία δοκιμάστηκε σκληρά από την κακοκαιρία που είχε αποκληθεί «Ιανός». Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε ο παραγωγικός ιστός και οι υποδομές της περιοχής ήταν εντυπωσιακά μεγάλες. Ακόμη πιο εντυπωσιακές, όμως, ήταν οι υποσχέσεις οι οποίες δόθηκαν για αποκατάσταση των ζημιών που θα γινόταν με τρόπο ώστε να μην επαναληφθούν ανάλογα φαινόμενα. Όλοι θυμόμαστε τις διαβεβαιώσεις που έδιναν οι ιθύνοντες ότι δεν θα ξαναζήσουμε ανάλογες συνθήκες με ασφαλτοστρωμένους δρόμους να διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν και γέφυρες να καταρρέουν σαν χάρτινα οικοδομήματα.

Έπειτα από εκείνη την εμπειρία, θα περίμενε κανείς ότι τα διόλου ευκαταφρόνητα κονδύλια για την αποκατάσταση των ζημιών που διατέθηκαν από το υστέρημα του ελληνικού λαού θα έπιαναν τόπο και θα απέτρεπαν την επανάληψη των καταστροφών, αφού η… φύση είχε προϊδεάσει για τις διαθέσεις της. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Για του λόγου το αληθές, επικαλούμαι την τηλεοπτική συνέντευξη μιας επιχειρηματία, η οποία, θρηνώντας τις εκ νέου μεγάλες ζημιές που υπέστη το εργοστάσιο της, δήλωνε ότι το ίδιο ακριβώς είχε υποστεί και κατά την επέλαση του «Ιανού». Και, παρότι παραδεχόταν -και μπράβο της!- ότι είχε γενναιόδωρα αποζημιωθεί από το Κράτος, δεν έδειχνε να βολεύεται που οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν και πάλι για να ξαναστηθεί η επιχείρησή της.

Αμφιβάλλω αν τη θλίψη, την οποία εξέπεμπε ο λόγος της συγκεκριμένης κυρίας, τη συμμερίζονται και οι κάθε λογής πολιτικοί παράγοντες που σε τοπικό αλλά και σε κεντρικό επίπεδο έλαβαν την τελευταία τριετία τις αποφάσεις για τα έργα τα υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλία. Το γεγονός, άλλωστε, ότι λίγο ως πολύ χτυπήθηκαν οι ίδιες ή παραπλήσιες υποδομές της περιοχής, δείχνει ότι μάλλον δεν υπήρχε ούτε ο κατάλληλος σχεδιασμός ούτε η ενδεδειγμένη εκτέλεση των έργων.

Ακόμα και αν όντως έπεσαν περισσότερα χιλιοστά βροχής ανά τετραγωνικό μέτρο, όπως αρέσκονται να λένε σχετικοί και μη με τις μετεωρολογικές συνθήκες, αυτό επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί τις εικόνες που αποσβολωμένοι βλέπουμε στις τηλεοπτικές οθόνες μας με ανθρώπους να αναζητούν καταφύγιο στις στέγες των σπιτιών τους και να περιμένουν βάρκες και ελικόπτερα να τους διασώσουν.

Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αναχώματα των ποταμών και τα αντιπλημμυρικά έργα υποδομής δεν κατασκευάζονται για να αντέχουν μόνον σε συνθήκες καλοκαιρίας. Απαιτείται η αντοχή τους σε συνθήκες παντός καιρού. Γι΄ αυτό, εξάλλου, προβλέπεται ότι προηγούνται μελέτες οι οποίες λαμβάνουν υπόψιν τους και τα πλέον ακραία σενάρια. Έγινε, άραγε, αυτό στα έργα που εκτελέστηκαν στη Θεσσαλία μετά τη θεομηνία του 2020; Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι η απάντηση είναι μία και είναι η προφανής: Όχι, βεβαίως!

Σε ακριβώς ένα μήνα από σήμερα, οι ψηφοφόροι από άκρου εις άκρον της ελληνικής επικράτειας θα κληθούμε στις κάλπες για να επιλέξουμε τοπικούς άρχοντες σε περιφέρειες, δήμους και κοινοτικά διαμερίσματα. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά το 2% των Ελλήνων είναι υποψήφιοι σε αυτές τις κάλπες διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα ως επικεφαλής ή σύμβουλοι στους ΟΤΑ όλης της χώρας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων έχουμε κάποιον συγγενή ή -κομματικό και όχι μόνο- φίλο που θέτει υποψηφιότητα και ζητά να τον ψηφίσουμε στις κάλπες της 8ης Οκτωβρίου.

Στις τριάντα μέρες που μεσολαβούν μέχρι να πάμε στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουμε το υπέρτατο δικαίωμα που διαθέτουμε ως πολίτες, έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να σταθμίσουμε πολύ καλά σε ποιους θα δώσουμε την ψήφο μας και σε ποιους θα την αρνηθούμε. Είτε ψηφίζουμε στη Θεσσαλία, είτε οπουδήποτε αλλού στη χώρα, χρειάζεται να κλείσουμε τα αυτιά μας στις σειρήνες της συγγένειας και της -κομματικής ή άλλης- φιλίας. Και με το χέρι στην καρδιά να ψηφίσουμε τους άξιους και ικανούς οι οποίοι έχουν όρεξη για δουλειά και μπορούν να δώσουν σύγχρονες λύσεις στα προβλήματα που απασχολούν τις τοπικές κοινωνίες στις μέρες μας.

Οι συγγενείς και φίλοι μας, που αγαπούν πραγματικά τον τόπο που θέλουν να υπηρετήσουν, θα το καταλάβουν. Οι υπόλοιποι δεν έχουν σημασία…

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

«Ζήτω το Κράτος», αλλά «ποιο Κράτος»;

            Από αρχαιοτάτων χρόνων, στους πολέμους και σε ανάλογες μείζονες κρίσεις, όπως η πρωτοφανής πανδημία την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο, είθισται οι πολίτες να στρέφονται προς το Κράτος ως τον θεσμό και φορέα της συλλογικής βούλησης για ένωση των διάσπαρτων δυνάμεων της κοινωνίας προκειμένου να δώσουν πιο αποτελεσματικά τον αγώνα για περιορισμό των καταστροφικών συνεπειών της εκάστοτε κρίσης.
            Η τάση αυτή είναι ευεξήγητη καθώς θεωρείται λογικό και αναμενόμενο οι πολίτες όχι απλώς να θέλουν αλλά και να απαιτούν την εμπλοκή του Κράτους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με πολεμικές συρράξεις, φυσικές καταστροφές ή άλλα ακραία φαινόμενα όπως η παγκόσμια υγειονομική κρίση των ημερών μας, που συνιστούν σημαντική απειλή για τις ζωές πολλών ανθρώπων και την μετέπειτα ευημερία πολύ περισσότερων.
            Το Σύνταγμα της χώρας μας περιέχει ρητή διάταξη (στην παράγραφο 3 του άρθρου 21) σύμφωνα με την οποία «το Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων». Είναι μια διάταξη που ισχύσει από το 1975 όταν ψηφίστηκε για πρώτη ο ισχύων χάρτης της ελληνικής Πολιτείας και παρέμεινε έκτοτε αναλλοίωτη.
Ίσως δεν είναι κατάλληλος ο χρόνος για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αλλά, αφού τέθηκε στη δημόσια σφαίρα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι το πως εφαρμόστηκε η εν λόγω συνταγματική πρόνοια είναι θέμα το οποίο σχετίζεται με τις ευαισθησίες και τις προτεραιότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Συνάμα, όμως, αποτελεί και ζήτημα το οποίο συναρτάται ευθέως τόσο από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους όσο και από αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο διάθεσης των πόρων.
Οι ασύλληπτες, για παράδειγμα, σπατάλες οι οποίες έγιναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνα, όταν πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγα χρόνια η φαρμακευτική δαπάνη, δεν είναι άσχετες από την ανάγκη για σημαντική περικοπή των δαπανών που επιβλήθηκε κατά τη μνημονιακή δεκαετία που ακολούθησε.
Κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχαν οι σπατάλες της δεκαετίας που οδήγησαν στις περικοπές της επομένης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα μπορούσε με τα ίδια χρήματα να ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση τόσο σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό.
Θα χρειαζόταν, οπωσδήποτε, ενίσχυση για να αντιμετωπίσει τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία. Θα διέθετε, όμως, περισσότερους υγειονομικούς, έχοντας κρατήσει και στη χώρα αρκετούς από τους νεότερους γιατρούς οι οποίοι, ενώ σπούδασαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλες χώρες. Ενώ θα είχε και λιγότερο επιτακτικές ανάγκες για νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, για αναπνευστήρες και αναλώσιμα. 
            Όσο δικαιολογημένο, λοιπόν, είναι να αναφωνούμε αυτές τις μέρες «ζήτω το κράτος», άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να αναρωτιόμαστε «ποιο κράτος είναι αυτό που θέλουμε;». Θέλουμε ένα σύγχρονο και ευέλικτο Κράτος; Ή προτιμούμε ένα Κράτος «Λεβιάθαν» που παραπέμπει στα χρεωκοπημένα κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος και χρησιμοποιείται ως λάφυρο από κάθε λογής επιτηδείους;
Θέλουμε ένα Κράτος το οποίο υπάρχει και λειτουργεί στην υπηρεσία των πολιτών; Ή ένα Κράτος που προσλαμβάνει ανεξέλεγκτα υπαλλήλους (κηπουρούς και όχι νοσηλευτές, διοικητικούς και όχι γιατρούς) χωρίς κριτήρια και αξιολόγηση;
Θέλουμε ένα Κράτος – στρατηγείο που έχει ως κύριο ρόλο να εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, θέτοντας τους κανόνες; Ή βολευόμαστε με ένα Κράτος, το οποίο είναι έρμαιο των κομματικών εγκάθετων που σιτίζονται από αυτό είτε ως διοικούντες είτε ως συνδιοικούντες συνδικαλιστές;    
           Τα ερωτήματα δεν είναι ούτε θεωρητικά ούτε ρητορικά. Είναι απολύτως πρακτικά. Και ανακύπτουν αβίαστα εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειονότητα όλων όσοι σήμερα αποθεώνουν την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης είναι οι ίδιοι που ήταν δογματικά αντίθετοι σε όλες τις προσπάθειες εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του Δημοσίου μέσω της θέσπισης διαδικασιών και κανόνων για την αξιολόγηση των κρατικών δομών και των υπηρετούντων σε αυτές στελεχών.
Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση που επιτάσσει την οργάνωση της συλλογικής άμυνας στα «ξύλινα τείχη» -για να θυμηθούμε τον χρησμό της Πυθίας πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.- του Δημοσίου δεν δικαιώνει σίγουρα όλους εκείνους οι οποίοι με φανατισμό υποστήριζαν το κλείσιμο δημόσιων νοσοκομείων, την… κατεδάφιση της ΕΡΤ και άλλες λαϊκίστικες υπερβολές που θα λειτουργούσαν ως «πανάκεια» για την ανάπτυξη.
Εξίσου αδικαίωτη, όμως, παραμένει και η επιμονή όλων όσοι θέλουν την κρατικοποίηση των πάντων και βρήκαν τώρα ευκαιρία να «την πουν» σε όσους δεν ενστερνίζονται τις απόψεις τους κατά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ή της εκμάθησης και χρήσης των νέων τεχνολογιών από τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να εξελιχθούν.
Για να το πούμε, αν θέλετε, και με ένα ακόμη ευχερές παράδειγμα: Κράτος ήταν το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, το οποίο, υπό την ηγεσία του Νίκου Παπά, ασχολούνταν με… υψιπετή εγχειρήματα όπως η διανομή των τηλεοπτικών αδειών και η… κατάκτηση του Διαστήματος.
Κράτος είναι και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που το διαδέχθηκε και, υπό την οποία ηγεσία του Κυριάκου Πιερρακάκη, πήρε το νήμα από το 2014, αν όχι και από το… 2012, για να προχωρήσει επιτέλους η ψηφιοποίηση του ελληνικού Δημοσίου προς όφελος των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι με τον απλούστερο τρόπο εκδίδουν αυτές τις μέρες τις άδειες για να κυκλοφορούν.        
             Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, στο ερώτημα για «περισσότερο ή λιγότερο Κράτος;», η λογική απάντηση την οποία πάντοτε ενστερνίζονται οι όπου γης νουνεχείς και μετριοπαθείς ήταν και παραμένει μία: αποτελεσματικό Κράτος. Αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν πριν από τη κρίση με την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αυτό θα χρειαστούμε και μόλις περάσει η κρίση και αρχίσει η ανάκαμψη.