Με λιγότερο από δύο εβδομάδες να
απομένουν ως τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, το (μετ)εκλογικό σκηνικό φαίνεται
σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και μόνον ένα εντελώς απρόβλεπτο δραματικό γεγονός
μπορεί να το μεταβάλει.
Λίγο ως πολύ, άλλωστε, όλες οι
δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στα βασικά που είναι η ενδυνάμωση του «δικομματισμού»,
που μπορεί να συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό που να ξεπερνάει το 65%, και η
μάχη για την τρίτη θέση, η οποία θα αποκτήσει ουσιώδη σημασία μόνον αν δεν
υπάρξει αυτοδυναμία, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από το αν η
σύνθεση της επόμενης Βουλής θα είναι εξακομματική, επτακομματική ή –πολύ
δύσκολα- οκτακομματική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το
μοναδικό, ίσως, μεγάλο ζητούμενο της επερχόμενης αναμέτρησης είναι εάν το πρώτο
κόμμα, που όλα –ακόμη και η… αποκαλυπτική στάση της λεγόμενης «διαπλοκής»-
δείχνουν ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πετύχει, με το -πάλαι ποτέ αποκαλούμενο από
τους τωρινούς διεκδικητές «καλπονοθευτικό»- μπόνους των 50 εδρών, την
επιζητούμενη αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα επιτρέψει τον
σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Τα δημοσκοπικά προγνωστικά, πάντως,
δείχνουν ότι, ακόμη και αν επιτευχθεί αυτοδυναμία, αυτή θα είναι απολύτως
οριακή. Στην πλέον «φιλική» για τον ΣΥΡΙΖΑ έρευνα που είδε τελευταία το φως,
εκείνη της εταιρίας Public Issue που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στην «Αυγή»,
υπολογίζεται ότι οι έδρες που μπορεί να καταλάβει, με ποσοστό της τάξης του
38%, δεν είναι περισσότερες από 151. Έδρες οι οποίες μπορεί να γίνουν 154 αν
δεν περάσουν το «κατώφλι» του 3% οι ΑΝ.ΕΛ. Ή, αντιθέτως, να μειωθούν σε 148 αν
πάρει το «εισιτήριο» για την επόμενη Βουλή και το νεοπαγές «Κίνημα» του Γιώργου
Παπανδρέου.
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει για
το αν μια αυτοδύναμη πλειοψηφία, τέτοια που να επιτρέπει στο πρώτο κόμμα να
εφαρμόσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμα του, είναι προτιμότερη από μια σχετική
πλειοψηφία που να οδηγεί στην ανάγκη ευρύτερων κυβερνητικών συνεργασιών, οι
απόψεις, ακόμη και μεταξύ πολιτικών στελεχών διαφορετικών παρατάξεων,
διίστανται.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι, εάν δεν
υπάρξει αυτοδυναμία, ο «πειρασμός» να οδηγηθούμε, κατά το προηγούμενο του 2012,
σε επαναληπτικές κάλπες θα είναι μεγάλος για μια μερίδα της ηγεσίας του
διαφαινόμενου πρώτου κόμματος. Και, με δεδομένη την κρισιμότητα της οικονομικής
κατάστασης, ένας τέτοιος ενδεχόμενος πειραματισμός θα μεγιστοποιούσε τα
προβλήματα και θα εξέθετε σε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους τη χώρα.
Επίσης, οι θιασώτες της
αυτοδυναμίας επιχειρηματολογούν υπέρ των «καθαρών λύσεων» που θα συμβάλουν στην
άμεση εφαρμογή των προγραμματικών δεσμεύσεων της νέας κυβέρνησης και στην
ταχεία προσαρμογή –η και… προσγείωση- στην πραγματικότητα, αφού τα όσα έχει να
αντιμετωπίσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, από τις διαπραγματεύσεις με τους
εταίρους της χώρας ως τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και την είσπραξη των
εσόδων που παρουσιάζουν, λόγω και των εκλογών, υστέρηση, δεν αφήνουν περιθώρια
για χρονοτριβές που θα προκαλέσουν τυχόν διαβουλεύσεις για ένα συνεργατικό
σχήμα.
Από μια άλλη οπτική, στην ίδια
άποψη, υπέρ της αυτοδυναμίας, δηλαδή, κατατείνουν και ορισμένοι από αντίπαλους
πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θεωρούν ότι μια αμιγής κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με
τις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει, θα αποδομηθεί μια ώρα αρχύτερα εάν δεν
έχει το «άλλοθι» ότι υποχρεώνεται να συγκυβερνήσει, ειδικά στην περίπτωση που
το κόμμα ή τα κόμματα με τα οποία θα υποχρεωθεί να συνάψει κυβερνητική συμμαχία
δεν θα κινούνται στην ίδια (ούτω καλούμενη «αντιμνημονιακή») λογική.
Οι πλέον νουνεχείς, πάντως,
αντιτείνουν ότι, πέρα από τις προεκλογικές κορώνες, οι οποίες φορτίζουν την
ατμόσφαιρα των ημερών, σε αυτές τις κάλπες δίνεται η ευκαιρία να κλείσει ο
κύκλος της μεγάλης πολιτικής όξυνσης που άνοιξε με τη βίαιη μνημονιακή
προσαρμογή και να ξεκινήσει μια νέα πολιτική περίοδος, αν όχι με συναινέσεις,
τουλάχιστον με συνεννοήσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Συνεννοήσεις οι
οποίες έλλειψαν τα τελευταία πέντε χρόνια, παρότι το μεγαλύτερο διάστημα είχαμε
κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες, όμως, προήλθαν όχι από πραγματικές
συγκλίσεις αλλά από επιβολές της ανάγκης.
Δεν είναι, εξάλλου, λίγοι εκείνοι
που υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κινηθεί στο
απώτατο όριο που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις και, ελέω εκλογικού συστήματος,
καταφέρει να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, η κοινωνική νομιμοποίηση που
θα διαθέτει η επόμενη κυβέρνηση θα είναι, ούτως ή άλλως, μικρή. Και, σε
συνδυασμό με τους αναπόφευκτους εσωτερικούς περισπασμούς που αργά ή γρήγορα θα
ξεκινήσουν, ο χρονικός ορίζοντας ενός μονοκομματικού σχήματος δεν θα είναι
μακρύς.
Καθώς, λοιπόν, η ώρα της κάλπης
πλησιάζει, ας τα έχουμε όλα τούτα κατά νου. Για να αποφασίσουμε ψύχραιμα. Και
για τα κόμματα και για τα πρόσωπα που θα επιλέξουμε. Άλλωστε, ό,τι και αν λένε
οι δημοσκοπήσεις, ό,τι και αν υποστηρίζουν οι αναλυτές, η ψήφος του καθενός μας
είναι εκείνη που τελικά μετράει.