Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Το τέλος του… καλοπαιδισμού



            Ορμώμενοι από διαφορετικές αφετηρίες, ήταν αρκετοί εκείνοι –παραπλανημένοι «πατερούληδες» από τον χώρο της παλαιάς διαπλοκής, «επαγγελματίες» αβανταδόροι, διαχρονικοί νταραβεριτζήδες, αλλά και κάποιοι λίγοι καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας- που, εντός και εκτός Ελλάδος, βαυκαλίζονταν να λένε για «τα καλά παιδιά» που μας κυβερνούν από τον Ιανουάριο του 15 και τα οποία, «μπορεί να μην ήξεραν τι τους περίμενε με τους… ανελέητους ξένους», αλλά «τώρα έβαλαν μυαλό».      
            «Μα δεν ακούσατε τι είπε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ για την αυτορύθμιση της αγοράς;», διερρήγνυε τα ιμάτια του γνωστός αβανταδόρος την περασμένη Κυριακή μετά την πρωθυπουργική συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη. «Ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε η Γεννηματά, ούτε ο Θεοδωράκης δεν τολμούν να τα πουν αυτά. Τι άλλο θέλετε πια; Είναι οι καλύτεροι εφαρμοστές των μνημονιακών απαιτήσεων», πρόσθετε ο ίδιος, με σαφή διάθεση να φιλοτεχνήσει το «εκσυγχρονιστικό» προφίλ του πρωθυπουργού και της παρέας του, που φόρεσαν νέες μάσκες στη ΔΕΘ.
Παρέβλεπε, μάλλον εθελοτοτυφλώντας, ο συγκεκριμένος υπερασπιστής των κυβερνητικών πεπραγμένων ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίκληση της λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς, που προβλήθηκε για να δικαιολογηθούν οι συνέπειες από την αδειοδότηση των καναλιών, ακολούθησε την πιο ακραία εκδοχή κρατικού παρεμβατισμού που έχει γνωρίσει δυτική δημοκρατία, όπως είναι η δια νόμου επιβολή ολιγοπωλίου στους ειδησεογραφικούς σταθμούς με προφανή στόχο τη δημιουργία ελεγχόμενου καρτέλ στην ενημέρωση.
Οι επισημάνσεις τόσο των αυταπόδεικτων αστοχιών στις οποίες οδηγεί το επικίνδυνο μείγμα ανεπάρκειας και ιδεοληψίας, που χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν των κυβερνητικών πράξεων, όσος και των ακραίων φαινομένων καθεστωτισμού και απόπειρας φίμωσης κάθε κριτικής φωνής, που συνιστά ο πρωτοφανής αποκλεισμός από τη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ των μη αρεστών δημοσιογράφων, βρίσκονται αντιμέτωπες με αστείες δικαιολογίες του τύπου «και γιατί οι άλλοι ήταν καλύτεροι;» ή ότι «το Μνημόνιο μας έκανε να συνηθίσουμε την… ανεργία».
Γεγονότα και καταστάσεις που σε άλλες περιόδους ξεσήκωναν θύελλες αντιδράσεων, ακόμη και όταν εκδηλωνόταν σε πιο ήπιες εκδοχές, τώρα επιχειρείται να υποβαθμιστούν ή και να αποσιωπηθούν. Εμφανίζονται ως «κανονικότητα» που δήθεν την επέβαλε το Μνημόνιο. Και, άρα, πρέπει να την αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα. Το χειρότερο όλων, όμως, είναι η προσπάθεια να επιβληθεί ως κανονικότητα η πολιτική εξαπάτηση που εξακολουθεί να αποτελεί τον οδηγό της δράσης των κυβερνώντων.
Μόνον και μόνον η ιδιάζουσα περίπτωση που συνιστά το «φαινόμενο Πολλάκης» και η προπαγανδιστική προσπάθεια να μετατραπούν τα θύματα σε θύτες και οι θύτες να εμφανίζονται ως θύματα, που –οι… καημένοι!- υφίστανται «δολοφονία χαρακτήρων», αποδεικνύει πόσο αμετανόητοι είναι. Και για όσα λένε και για όσα κάνουν. Είναι, εξάλλου, πολλά τα κρούσματα αλλά και οι ενδείξεις και αποδείξεις από την πρωθυπουργική συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη που μαρτυρούν ότι δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό ο κ. Τσίπρας και η παρέα που κινεί τα νήματα από το Μαξίμου.
Με κορωνίδα τα απροκάλυπτα ψέματα για «τετραγωνισμό του κύκλου» με τις συντάξεις, τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι είμαστε «πιο κοντά από ποτέ» στην ελάφρυνση του χρέους, αλλά και την αδυναμία να κοστολογηθεί η εξαγγελία για αναστολή πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών από τους ελεύθερους επαγγελματίες –«δεν είμαι πρόχειρος», ήταν η αμίμητη ατάκα που χρησιμοποίησε όταν ρωτήθηκε- κατεδείχθη ότι ο κ. Τσίπρας παραμένει αδιόρθωτος.
Είναι στην πραγματικότητα ίδιος και απαράλλακτος με τον προηγούμενο εαυτό του που έταζε στους ψηφοφόρους τον ουρανό με τα άστρα και κραύγαζε –«Go back κυρία Μέρκελ…»- κατά των Ευρωπαίων. Εξαπάτηση έκανε τότε. Το ίδιο κάνει και τώρα. Σε τίποτε δεν διαφέρει το χθες των κούφιων υποσχέσεων για 13η σύνταξη και κατάργηση του ΕΝΦΙΑ με το σήμερα των απατηλών διαβεβαιώσεων ότι το 90% των συνταξιούχων δεν υπέστη περικοπές. Όπως δεν διαφέρει το παλαιό παραμύθι για διαγραφή του χρέους από τη σύγχρονη υποταγή στις επιδιώξεις της γερμανίδας καγκελαρίου με την κρυφή ελπίδα να λυπηθεί και να ελεήσει το «καλό παιδί» που απεδείχθη υπάκουο.
Επειδή, όμως, όπως είχε πει Αβραάμ Λίνκολν, «μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό», φαίνεται ότι το τέλος του… «καλοπαιδισμού» έχει έρθει. Και αρχίζει να το αισθάνεται και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Διότι δεν είναι  τυχαία η φράση για το «πολιτικό κόστος» που ο ίδιος είπε ότι αισθάνεται πως έχει από τους χειρισμούς στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών με το οποίο νυχθημερόν και σχεδόν αποκλειστικά ασχολούνται στο Μέγαρο Μαξίμου όλους τους τελευταίους μήνες.
 «Ξέρετε τι κόστος έχουμε εμείς απ’ αυτό;», αναρωτήθηκε ο ίδιος. Και με… πόνο ψυχής απάντησε στο δικό του ερώτημα, λέγοντας: «Αυτοί οι οποίοι μπήκαν στον διαγωνισμό και δεν πήραν άδεια θα είναι εναντίον μας. Αυτοί οι οποίοι εξέπεμπαν και τώρα τους αναγκάζουμε να πληρώσουν, πάλι εναντίον μας. Αυτοί οι οποίοι μπαίνουν, όταν έρχεται ο κύριος Μητσοτάκης και τους λέει “εγώ θα σας τα δώσω τζάμπα”, πάλι εναντίον μας».
Κανονικά, ένας διαπρύσιος κήρυκας της διαφάνειας και αποφασισμένος πολέμιος της διαπλοκής, όπως έχει αυτοαναγορευθεί ο κ. Τσίπρας, δεν θα έπρεπε να είχε τίποτε να φοβηθεί. Πολύ περισσότερο που δεκάδες φορές τον τελευταίο χρόνο το Μέγαρο Μαξίμου διαβεβαίωνε ότι η διαπλοκή έπνεε τα λοίσθια. Τι συνέβη, άραγε, και άρχισαν οι κλαυθμυρισμοί για το «κόστος»; Μήπως παγιδεύτηκαν με τις τέσσερις άδειες που έβαλαν στη ρουλέτα; Ή μήπως αντιλήφθηκαν ότι οι διάφοροι «πατερούληδες» της εγχώριας διαπλοκής πήραν χαμπάρι πόσο… «καλά παιδιά» (δεν) ήταν εκείνοι στους οποίους είχαν δώσει γη και ύδωρ; Φανταστείτε να μιλήσουν και οι… γάτες Ιμαλαΐων...  

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Μακάριοι οι… πτωχοί



Έσπευσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να ανακοινώσει ότι θα μοιράσει στους φτωχούς τα χρήματα τα οποία «πόνταραν» οι επίδοξοι συμμέτοχοι στο κλειστό κλαμπ των μεγαλοκαναλαρχών για να εξασφαλίσουν μια από τις τέσσερις άδειες των τηλεοπτικών σταθμών που βγήκαν στο σφυρί με μόνο κριτήριο το πάχος του πορτοφολιού, όπως κυνικά ακούστηκε από τα πλέον αρμόδια χείλη.
Πριν καν, λοιπόν, «δει φως», όπως θα έλεγαν όσοι μιλούν τη γλώσσα που αποτυπώνει καλύτερα τον τζόγο που παίχθηκε την περασμένη εβδομάδα στο κτήριο της ΓΓΕΕ, ο κ. Τσίπρας δεσμεύθηκε να δώσει το σύνολο των 246 εκατομμυρίων του πονταρίσματος σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Το είπε μάλιστα με τόση κατηγορηματική βεβαιότητα που ήταν ως να είχαν ήδη… τρυγήσει τα εφοπλιστικά και εργολαβικά πορτοφόλια. Και γι΄ αυτό έδειχνε να μην τον απασχολεί αν τα χρήματα αυτά υπάρχουν πραγματικά. Ή ποια ακριβώς είναι η προέλευσή τους, αν αποδειχθεί ότι όντως μπορεί να βρεθούν.
Τα ερωτήματα αυτού του είδους, δηλαδή η ύπαρξη και η προέλευση των τιμημάτων που προέκυψαν από το τυφλό τζογάρισμα, παρότι ήταν εύλογα, αφού το όλο ζήτημα της αδειοδότησης των καναλιών τέθηκε αποκλειστικά και μόνον στην οικονομική του διάσταση, δεν βρήκαν χώρο να ακουστούν. Χάθηκαν μέσα στον θόρυβο που προκλήθηκε από τους ξέφρενους πανηγυρισμούς στους οποίους σκοπίμως κατέφυγαν οι… φιλεύσπλαχνοι κυβερνητικοί παράγοντες που αδημονούσαν, τάχατες, να ανακουφίσουν τους φτωχούς και αναξιοπαθούντες συνέλληνες.
Αλλά και όποιος τολμούσε να ψελλίσει μια έστω μικρή επιφύλαξη, όχι μόνον αν μπορεί να μοιραστούν, αλλά και αν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν και να καταβληθούν στο δημόσιο ταμείο με δεδομένη την κατάσταση στην αφορά, αντιμετώπισε την χλεύη, ου μην αλλά και την κατηγορία ότι είναι «εχθρός του λαού» και «ενεργούμενο της διαπλοκής». Τι και αν η τελευταία αποδεικνύεται ότι ήταν ψοφοδεής; Για να μην πούμε ανύπαρκτη και πάντως απολύτως αδύνατη σε σχέση τουλάχιστον με τη διάσταση που είχαν εμπνεύσει στη συλλογική φαντασίωση οι ισχυρισμοί για τους δήθεν πανίσχυρους «Illuminati αλά ελληνικά», όπως από διάφορες πλευρές προβάλλονταν τις τελευταίες δεκαετίες. 
Καθώς όμως περνούν οι μέρες και ξεδιαλύνουν οι πρώτες εντυπώσεις από τον εξευτελιστικό εγκλεισμό των υποψήφιων καναλαρχών στο κτήριο που εξελίχθηκε ο τηλετζόγος, όλοι όσοι πήραν τοις μετρητοίς τις κυβερνητικές μεγαλοστομίες και, ακολουθώντας τη σχετική ευαγγελική αποστροφή, ανέκραξαν το… «μακάριοι οι πτωχοί», επειδή πίστεψαν ότι μπορεί να απολαύσουν τα «λύτρα» που εξασφάλισαν οι… «Ρομπέν των καναλιών» που εδρεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου, πρέπει ίσως να το ξανασκεφτούν.
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για το… «τηλεμέρισμα» μάλλον προς όσους θεωρούνται «πτωχοί τω πνεύματι» θα αποδειχθεί ότι απευθύνονταν. Και οι φανατικοί οπαδοί της κυβέρνησης θα μείνουν, κατά πάσα πιθανότητα, με τη χαρά ότι ορισμένα από το μισητά σε εκείνους «βοθροκάναλα της διαπλοκής» δεν πήραν άδεια. Αν και αυτό δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει και στο λουκέτο τους, όπως πολλοί και διάφοροι επιθυμούν.
Ας μην το πάρουν, πάντως, κατάκαρδα. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση αντιμετωπίζει με το ίδιο επίπεδο σεβασμού τους… υπηκόους της. Δεν χρειάζεται καν να ανατρέξει κανείς στις παλαιές ομολογημένες «αυταπάτες» για να το καταδείξει. Αρκούν μόνον τα πολύ πρόσφατα για να αντιληφθεί οποιοσδήποτε πόσο υποτιμούν τη νοημοσύνη όλων μας.
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Από τον ισχυρισμό της κυβερνητικής εκπροσώπου ότι εκπληρώθηκαν όλες οι υποσχέσεις που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας στις ομιλίες που εκφώνησε τα δύο προηγούμενα χρόνια στη ΔΕΘ –το περίφημο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και το εξίσου απίθανο «παράλληλο πρόγραμμα»- έως τον τίτλο «Το τρίτο Μνημόνιο βελτίωσε τη θέση της χώρας» που επέλεξε να βάλει η «Αυγή» σε άρθρο της υφυπουργού Ράνιας Αντωνοπούλου.
Η αλήθεια είναι ότι τους πήρε σχεδόν 13 μήνες για να πουν το Μνημόνιο με το όνομα του. Και, υπό αυτή την αναλογία, είναι παρήγορο ότι στον υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο πήρε μόνον ένα τετράμηνο για να παραδεχθεί ότι περιέκοψε κατά 40% τις επικουρικές συντάξεις. Μέχρι πρότινος διερρήγνυε τα ιμάτια του επιμένοντας ότι… δεν κόπηκαν οι συντάξεις. Το γεγονός ότι ο ίδιος τώρα κατηγορεί για «σπέκουλα και μαύρη προπαγάνδα» όσους λένε ότι οι περικοπές θα συνεχιστούν, ας μας βάλει σε σκέψεις για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Η εκδοχή να βρεθεί στέλεχος αυτής της κυβέρνησης που να βρήκε επαφή με την αλήθεια είναι μάλλον δύσκολο να εκπληρωθεί.   
Επειδή, πάντως, μπορεί κάποιοι από τους κυβερνώντες που βρίσκονται στη φάση της μετάλλαξης, ίσως –κατά το προηγούμενο της Ελένης Αυλωνίτου που ισχυρίστηκε ότι όσοι ψήφισαν «Ναι» στο δημοψήφισμα ήθελαν έξοδο από το ευρώ- θεωρήσουν ότι το προσφιλές τους παραμύθιασμα συνάδει με το ευαγγελικό «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών», καλό είναι να μάθουν ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος που έβαλε τη συγκεκριμένη φράση στο στόμα του Ιησού, δεν εννοούσε ότι οι εξαπατημένοι ψηφοφόροι θα πάνε στον… Παράδεισο.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

«Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!»



            Σε μεγάλη απελπισία, μεγαλύτερη ίσως και από την απόγνωση που αισθάνονται οι φορολογούμενοι στην προσμονή των επερχόμενων εκκαθαριστικών του ΕΝΦΙΑ, πρέπει να έχει περιέλθει ο άλλοτε κραταιός επικοινωνιακός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος.
Οι εποχές που οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ έβγαζαν «φωτιές» επιβάλλοντας την ατζέντα τους, με τον πολλαπλασιασμό των αυτοκτονιών και την πολιτικοποίηση των αναθυμιάσεων από τα τζάκια και τα μαγκάλια, φαίνεται να αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Ενώ ανεπιστρεπτί δείχνουν να έχουν περάσει οι καιροί που η συνεργασία Λαζόπουλου - Χαϊκάλη τίναζε στην αέρα την προεδρική εκλογή με καταγγελίες στα τηλεοπτικά πρωινάδικα για απόπειρες εξαγοράς βουλευτών. Απόπειρες που ουδέποτε αποδείχθηκαν, αλλά ο θόρυβος που προκάλεσαν οι καταγγελίες λειτούργησε αποτελεσματικά, τρομοκρατώντας άλλους βουλευτές που προτίμησαν να πάνε πρόωρα «στα σπίτια τους» από το να τους προσαφθεί η ρετσινιά του «αργυρώνητου».
Μπορεί, κατά το «παλαιά τους τέχνη κόσκινο», να μην έχουν αποξενωθεί πλήρως από εκείνες τις νοοτροπίες, πλην, όμως, οι δυνατότητες τους μοιάζουν πλέον πολύ περιορισμένες. Ίσως να φταίει που η πλειονότητα όσων έδιναν σκληρές «επικοινωνιακές» μάχες παλαιότερα, μέσα από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ή από τα social media, έγιναν πια κρατικοί υπάλληλοι και, όσο νά  ΄ναι, τους εγκατέλειψε η φλόγα του πάθους για την κατάκτηση της εξουσίας που τους κινητοποιούσε το πάλαι. Το κλασσικό ανέκδοτο με τον τράγο ο οποίος έπαψε να ασκεί τα… καθήκοντα του όταν «κρατικοποιήθηκε» μπορεί να δίνει μια εύγλωττη εξήγηση.
 Από την άλλη, ίσως να είναι και οι καιροί που αλλάζουν και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ακόμη και σε πραγματικούς «μάγους» της προπαγάνδας να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνει η –και- εξαπατημένη ελληνική κοινωνία. Διότι, επί παραδείγματι, όσες φορές και να εξαγγείλουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί ότι «έρχεται η ανάπτυξη», η ξεροκέφαλη υφεσιακή πραγματικότητα έρχεται και κάνει καταγέλαστες τις φραστικές εξαγγελίες που δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις υπήρξε η μάλλον άτεχνη και χοντροκομμένη προσπάθεια να εμφανιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως σπαρασσόμενη από εσωκομματικές αντιπαραθέσεις φατριών, όπως φιλότιμα προσπαθούν επί σειρά εβδομάδων να λανσάρουν οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της κυβέρνησης. Στην αρχή ήταν οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και οι υποτιθέμενες χαώδεις διαφορές για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που χώριζε τη σημερινή ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη από την καραμανλική πτέρυγα του κόμματος, η οποία ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αν και γιατί μπορεί να ήταν υπέρ της απευθείας εκλογής από τον λαό, σύμφωνα με όσα διοχέτευσε η κυβερνητική προπαγάνδα.
Όταν κατέπεσε αυτό το οικοδόμημα, το οποίο δεν μπόρεσε να στηρίξει ούτε το κρατικό πρακτορείο με τη φιλοξενία σε περίοπτη θέση των απόψεων του μοναδικού στελέχους της ΝΔ, του πρώην βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη, που συντασσόταν με την κυβερνητική πρόταση, επινοήθηκε νέο κατασκεύασμα ως πιθανό έναυσμα για εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη συντηρητική παράταξη. Επί σειρά ημερών συντονισμένα συντηρείται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα της αναίρεσης που άσκησε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο απαλλακτικό, κατ’ αρχήν, βούλευμα για τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου με το οποίο κατέληγαν στο αρχείο οι φοβερές και τρομερές καταγγελίες ότι μπήκαμε στο Μνημόνιο επειδή είχαν «φουσκωθεί» τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών.
Ο υποτιθέμενος, ωστόσο, «διάλογος» που επιχειρήθηκε να ανοίξει με την αναίρεση της κυρίας εισαγγελέως, δεν αφορά στο αν μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Γεωργίου, που πάντως ανέλαβε καθήκοντα και αναθεώρησε τα στοιχεία πολύ μετά αφού η χώρα είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα του Μνημονίου, αλλά αν οι ενέργειες του δυσαρεστούν τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης την επίμαχη περίοδο. Ο τελευταίος, καλώς ή κακώς, έχει επιλέξει να μη μιλάει για όλα αυτά. Και σε αυτή ακριβώς τη σιωπή του, που κρατάει επτά χρόνια τώρα, φαίνεται να επενδύουν οι προπαγανδιστικοί ινστρούχτορες της κυβέρνησης που –αξιοποιώντας και διάφορους «χρήσιμους ηλίθιους» από το περιθώριο του γαλάζιου στελεχιακού δυναμικού- ενορχηστρώνουν ένα παιχνίδι εντυπώσεων που θέλει να βρίσκονται «καραμανλικοί στα κάγκελα».
Ο πραγματικός στόχος πίσω από όλα αυτά δεν είναι άλλος από το να υποχρεωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάρει θέση, έτσι ώστε να βρει έρεισμα για να αντιπαρατεθεί μαζί του η ευφυώς αποκληθείσα από τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως «τρίτη κυβερνητική συνιστώσα» που απαρτίζεται από ορισμένους υποτιθέμενους «καραμανλικούς» που σιτίζονται από το κυβερνητικό Πρυτανείο. Και οι οποίοι, υποτίθεται ότι, «οργίζονται για τα πυρά που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός»...
Μέχρι ιστοσελίδες έχουν στηθεί τελευταία που αναπαράγουν το δήθεν κλίμα διχασμού στη ΝΔ, εκθειάζοντας τον Καραμανλή και τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη, που είναι «θύματα της διαπλοκής», και υβρίζοντας τον Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά, που, υιοθετώντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία, εμφανίζονται ως «σύμμαχοι των» –παλιών, προφανώς- «διαπλεκομένων». Με αναρτήσεις που συνιστούν επιτομή του διαδικτυακού «τρολαρίσματος» επιχειρούν να παρουσιάσουν εικόνα διάλυσης και εμφύλιων σπαραγμών στη ΝΔ που δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα. Διότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να μην είναι ένα κόμμα που καταπλήσσει τα πλήθη, προσελκύοντας μαζικά ψηφοφόρους από άλλους χώρους, εμφανίζει, όμως, αξιομνημόνευτη συσπείρωση του δυναμικού της, τέτοια που, σε συνδυασμό από την αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, την κάνει να αποσπά άνετο προβάδισμα σε όλες –ακόμη και της «Αυγής»!- τις δημοσκοπήσεις.
Αν, μετά ταύτα, αναρωτιέστε για τη σκοπιμότητα της προσπάθειας να δημιουργηθεί πλαστή εμφυλιοπολεμική εικόνα στη ΝΔ, η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Οι… Αντουανέτες της κυβέρνησης έχουν τη λύση: «Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!». Με αυτό το «δόγμα» έγιναν εξουσία, αυτό ξέρουν, με αυτό συνεχίζουν. Και για όσο φτουρήσει…

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

«Σιγά μην πάνε σε εκλογές…»



            «Τώρα που η χώρα μπαίνει στις ράγες όποιος σκέπτεται εκλογές είναι ανόητος», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λίγο πριν πιαστεί στο χορό για το «Καγκελάρι» που χόρεψε στην πλατεία της γενέτειρας των προγόνων του, στο Αθαμάνιο της Άρτας. Μου προκάλεσε απορία το γεγονός ότι ευρισκόμενος στα υψίπεδα των Τζουμέρκων, που η όψη του τρένου είναι άγνωστη, επέλεξε να καταφύγει σε έναν σιδηροδρομικό παραλληλισμό για να διανθίσει τον λόγο του, αλλά νομίζω ότι εκείνο που χρήζει μεγαλύτερης αποσαφήνισης είναι το ποιόν μπορεί να είχε κατά νου όταν χρησιμοποιούσε το επίθετο «ανόητος».
Η προφανής εξήγηση ότι ενδεχομένως να εννοούσε την αντιπολίτευση, μάλλον δεν ισχύει. Διότι αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στις εκλογές, συμπλήρωσε ότι «όποιος τις ζητάει είναι δυο φορές ανόητος». Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: Επειδή ορισμένοι με ακονισμένη τη μνήμη τους ανέτρεξαν στο «μαρτυριάρικο» Διαδίκτυο και βρήκαν ότι και πριν από περίπου έναν χρόνο ο πρωθυπουργός που τώρα τα βάζει με τους… ανόητους διέψευδε με την ίδια κατηγορηματικότητα ότι είχε πρόθεση να προκηρύξει είτε εκλογές είτε δημοψήφισμα.
Λίγο αργότερα βεβαίως ήταν ο ίδιος που έκανε δημοψήφισμα στο «άψε σβήσε». Με τα γνωστά αποτελέσματα και την κυνική μετατροπή του «Όχι», το οποίο ζήτησε και πήρε από τους πολίτες, σε «Ναι» μόλις τέθηκε εν αμφιβόλω η προοπτική παραμονής του στην εξουσία. Ενώ πολύ σύντομα ακολούθησαν και οι βουλευτικές κάλπες - «εξπρές» που στήθηκαν με στόχο να πιαστούν στον ύπνο τόσο οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης, που είχαν βάλει πλάτη για να περάσει το «Μνημόνιο Τσίπρα», όσο και οι ζαλισμένοι από την κωλοτούμπα ψηφοφόροι της κυβερνητικής παράταξης.
Το 2016, ωστόσο, δεν είναι 2015. Και αυτό ο κ. Τσίπρας το ξέρει μάλλον πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Του το θυμίζουν, άλλωστε, η στενή αστυνομική προστασία υπό την οποία κυκλοφορεί, ακόμη και όταν επισκέπτεται τα πατρογονικά του. Αλλά και τα μέτρα αποκλεισμού της πρόσβασης των πολιτών στους δρόμους γύρω από το γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου που δεν μπορεί να μην τα βλέπει και να μην αναπολεί τότε που ο κόσμος χόρευε στο Σύνταγμα αναμένοντας το σκίσιμο του Μνημονίου, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη χορήγηση της 13ης σύνταξης. Η πρόθεση, εξάλλου, να απαλλαγεί από εκείνες τις υποσχέσεις ήταν που οδήγησε στη σπουδή του για τις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου. 
Γι΄ αυτό και πίσω από τα «κούφια λόγια» για τις ράγες της ανάπτυξης, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κ. Τσίπρας αποκλείει τις εκλογές επειδή βλέπει τρένα να σφυρίζουν στις αποβάθρες. Ο λόγος που το κάνει είναι η τεράστια διακινδύνευση που συνιστά για εκείνον και όσους τον περιβάλουν μια πιθανή κάλπη που θα στηθεί με την υποτιθέμενη λογική «να περισωθεί ό,τι περισώζεται». Υπό αυτό το πρίσμα, μόνον ως ευφάνταστες εικασίες μπορεί να αντιμετωπίζονται τα σενάρια που διακινούνται τελευταία και θέλουν να γίνονται στα κυβερνητικά παρασκήνια σκέψεις για «δεξιά παρένθεση». Πρόκειται στην πραγματικότητα για αστειότητες εφάμιλλες με εκείνες που κυκλοφορούσαν παλαιότερα περί «αριστερής παρένθεσης» και που δεν είχαν την παραμικρή υπόσταση.
Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει εξουσία που να σκέπτεται και να δρα με τέτοιους όρους. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην επηρεαζόμαστε από προσφιλείς μύθους, που κατασκευάζονται εκ των υστέρων, ούτε ο Κώστας Καραμανλής το φθινόπωρο του 2009 παρέδωσε, όπως φημολογείται, την εξουσία. Πήγε στις εκλογές του Οκτωβρίου λέγοντας «μισές αλήθειες» για την οικονομική πραγματικότητα με την οποία ήταν αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Και, παρότι πολιτικά «χορτασμένος», αλλά και -κατά δήλωσή του- «κουρασμένος», ούτε στιγμή δεν πέταξε «λευκή πετσέτα». Όποιος ανατρέξει στους λόγους του κατά την προεκλογική περίοδο, όπως και εν γένει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, θα διαπιστώσει ότι έδωσε σκληρή μάχη για να διατηρήσει τον πρωθυπουργικό θώκο. Κάτι, ωστόσο, που ήταν ανέφικτο, αφενός διότι η χώρα ήταν ήδη σε ύφεση, αφετέρου, δε, επειδή το «λεφτά υπάρχουν», ανεξαρτήτως του πως ειπώθηκε, ήταν σε εκείνη φάση ανίκητο.
Αποτελεί, λοιπόν, μεγάλη αυταπάτη -ενδεχομένως μεγαλύτερη και από εκείνη που επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας για να δικαιολογήσει την αθέτηση των υπεσχημένων που τον έφεραν στην εξουσία- να πιστεύει κανείς ότι οι τωρινοί ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου είναι διατεθειμένοι να προσφύγουν οικειοθελώς στη λαϊκή ετυμηγορία. Δεν είναι μόνον που οι ίδιοι ακόμη και όταν ψηφιζόταν από το 2% ή 3% του ελληνικού λαού εμφανιζόταν ως… αυθεντικοί εκπρόσωποι του. Είναι, κυρίως, που, όπως έχουν αποδείξει με τον πλέον εναργή τρόπο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν το νέκταρ της εξουσίας που τόσο ανέλπιστα τους προσφέρθηκε και το οποίο θέλουν να ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Συμμεριζόμενος την εκτίμηση που αποτυπώνει η φράση «σιγά μην πάνε αυτοί σε εκλογές…», που άκουσα στις διακοπές από πολύπειρο συνομιλητή μου, ο οποίος περιέγραφε με γλαφυρότητα, αλλά και με στοιχεία και ονόματα, την επέλαση των –παλαιών και νέων- ΣΥΡΙΖΑίων στις θέσεις εξουσίας, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι οι εξελίξεις θα προέλθουν από την εκ των ένδον προϊούσα κατάρρευση, τα σημάδια της οποίας αρχίζουν να γίνονται ορατά. Άλλωστε, έτσι συμβαίνει συνήθως, αφού ακόμη και στην εποχή της αμεριμνησίας οι πρόωρες εκλογές ήταν ο κανόνας και η εξάντληση της τετραετίας υπήρξε η εξαίρεση. Πόσω μάλλον που στη μνημονιακή εποχή το μάξιμουμ της κυβερνητικής θητείας δεν ξεπέρασε τα δυόμισι χρόνια…

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Ο Τσίπρας στη σύνταξη!



Πέρασε μάλλον απαρατήρητη μια από τις πλέον φαεινές ιδέες που «σκαρφίστηκε» ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της πιο κακοστημένης φιέστας που έχει οργανωθεί ποτέ στη χώρα μας για κορυφαία θεσμικά ζητήματα, όπως είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Μια διαδικασία εξόχως σοβαρή και μόνον εκ του γεγονότος ότι δεν μπορεί να γίνεται κάθε τρεις και λίγο. Αλλά, αντιθέτως, η έναρξή της επιβάλλεται να απέχει τουλάχιστον πέντε χρόνια από το τέλος της προηγούμενης αναθεώρησης και επιπλέον να εμπλακούν σε αυτήν δύο διαδοχικές κοινοβουλευτικές συνθέσεις.
Ο λόγος είναι για την -περισσότερο ίσως και από «επαναστατική»-  πρόταση την οποία διατύπωσε ο κ. Τσίπρας, εισηγούμενος την καθιέρωση αυστηρού περιορισμού στις κοινοβουλευτικές θητείες και στον χρόνο που μπορεί κάποιος να μένει στα έδρανα της Βουλή. Εισήγηση η οποία, εφόσον, εφαρμοζόταν θα ήταν η πλέον ανατρεπτική –ου μην αλλά και «λυτρωτική», υπό τις παρούσες συνθήκες- αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό που έχει συμβεί ποτέ όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά ενδεχομένως και… παγκοσμίως.
Για να μη θεωρήσει κανείς ότι μπορεί να υπερβάλω στις εκτιμήσεις μου, σπεύδω να παραθέσω αυτούσια τα λόγια του κ. Τσίπρα, που ήταν τα ακόλουθα: «Στο πλαίσιο ενίσχυσης του αποφασιστικού και ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου,  προτείνουμε να θεσμοθετήσουμε, πρώτον, τις θητείες για τους βουλευτές, έτσι ώστε κανένας βουλευτής να μην μπορεί να εκλέγεται για πάνω από δύο συνεχόμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, ή για οκτώ συνεχόμενα έτη. Και δεύτερον, την υποχρέωση, πρωθυπουργός, εκτός φυσικά των υπηρεσιακών, να ορίζεται αποκλειστικά αιρετός από τον λαό, δηλαδή μόνον εν ενεργεία βουλευτής».
Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, φάνηκε να είναι απόλυτα πεπεισμένος για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρότασή του, με βάση την επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε αμέσως μετά. «Και εδώ βρισκόμαστε στον αντίποδα προτάσεων που αποθεώνουν τους τεχνοκράτες πρωθυπουργούς αλλά και τους τεχνοκράτες υπουργούς», ανέφερε επί λέξει. Αν και εν συνεχεία πρέπει μάλλον να μπέρδεψε το ακροατήριο. «Λες και η βάσανος της λαϊκής κρίσης αποτελεί μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα για τα μέλη μιας κυβέρνησης», συμπλήρωσε εκείνος ο οποίος με τον γνωστό… σουρεαλισμό που τον διακρίνει είχε μόλις πριν ζητήσει να μπουν περιορισμοί στο ποιοι και για πόσο μπορούν να τίθενται στη βάσανο της λαϊκής ψήφου, από την οποία πρότεινε να αποκλείονται όσοι συμπληρώνουν οκταετή κοινοβουλευτική θητεία.
Δεν ξέρω ποιος έγραψε τη συγκεκριμένη ομιλία του κ. Τσίπρα και αν ο ίδιος πρόλαβε να τη διαβάσει προτού την εκφωνήσει από το πόντιουμ της φιέστας που, προεξάρχοντος του… διάσημου Νίκου Καρανίκα, του οργάνωσαν οι συνεργάτες του άρον – άρον και στο πόδι, όπως φάνηκε από τις προσκλήσεις της τελευταίας στιγμής που εστάλησαν την τελευταία στιγμή στα άλλα κόμματα. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι αυτός που ενσωμάτωσε τουλάχιστον τη συγκεκριμένη φαεινή ιδέα στην πρωθυπουργική ομιλία δεν ξέρει να κάνει αριθμητικές πράξεις, κοινώς να μετράει.
Διότι, αν ήξερε να μετράει ο πρωθυπουργικός λογογράφος, δεν θα άφηνε τον κ. Τσίπρα να εκτίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο ανακοινώνοντας ο ίδιος την επερχόμενη πολιτική… συνταξιοδότησή του εντός των επομένων 15 μηνών. Αν είχε κάνει έναν απλό αριθμητικό υπολογισμό, θα εύρισκε ότι ο νυν πρωθυπουργός, ο οποίος εξελέγη βουλευτής πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2009, μετράει ήδη πέντε θητείες στη Βουλή, καθώς επανεξελέγη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν έκτοτε. Και, επιπλέον, αισίως συμπληρώνει «οκτώ συνεχόμενα έτη» κοινοβουλευτικής παρουσίας τον μεταπροσεχή Οκτώβριο.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο 42χρονος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πληροί και τα δύο κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει τον επόμενο χρόνο να παραιτηθεί από πρωθυπουργός, αφού το αξίωμα –με βάση τη δική του σχετική πρόταση- μπορεί να το κατέχει μόνον εν ενεργεία βουλευτής. Για να συμβεί, βεβαίως, αυτό, δηλαδή να παραιτηθεί ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει να ψηφιστούν από αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία -180 βουλευτών στη μια και 151 στην άλλη Βουλή- όλες εκείνες οι αφόρητα λαϊκίστικες γενικότητες που παρέθεσε ο κ. Τσίπρας ως δήθεν προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Κι εκεί ακριβώς είναι το «κλειδί». Οι προτάσεις του κ. Τσίπρα,  οι οποίες ακούγονται, κακά τα ψέματα, ευχάριστα στα αυτιά αρκετών συμπολιτών, που σου λένε «γιατί όχι;», δεν πρόκειται ποτέ να ψηφιστούν. Θα έχουν την ίδια ακριβώς τύχη που είχαν και όλες οι άλλες δήθεν επαναστατικές εξαγγελίες του. Από το σκίσιμο του Μνημονίου ως τη «σεισάχθεια» των δανείων. Και από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ως την επαναφορά των συντάξεων και την εφαρμογή του παράλληλου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και τόσες άλλες μικρές ή μεγαλύτερες εξαγγελίες που ήταν τόσο «εύπεπτες» όσο χρειαζόταν για να τις καταπιούν ακόμη και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά ευφυείς.
Δυστυχώς, ο πρωθυπουργός και όσοι είναι γύρω του και τον συμβουλεύουν φαίνεται ότι υποτιμούν βαθιά τη νοημοσύνη των Ελλήνων. Και εξακολουθούν να τους κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο που τους κορόιδευαν παλαιότερα. Γι΄ αυτό και ο εύκολα καταναλώσιμος λαϊκισμός περί περιορισμού στις βουλευτικές θητείες, που δεν ισχύει ούτε καν στην Αμερική, όπου μερικά αξιώματα, όπως εκείνο του Προέδρου, έχουν ανώτατο όριο παραμονής του ίδιου προσώπου, δεν είναι το μόνο στοιχείο εξαπάτησης των πολιτών που περιείχαν οι προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι και πολλά ακόμη στις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις για το Σύνταγμα που προσβάλουν τον κοινό νου. Ξεχωρίζω ανάμεσά τους την αναγγελία διοργάνωσης εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Μια αναγγελία που παραπέμπει σε άλλες εποχές που οι αποφάσεις για τις συνταγματικές αλλαγές δεν λαμβάνονταν από τη Βουλή. Και που, συνάμα, θυμίζει το προηγούμενο όταν, μετά τις πρώτες εκλογές του 2012 ο κ. Τσίπρας είχε λάβει διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την περιέφερε στα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, αφού δεν είχαν δικαίωμα λόγου ή ψήφου. Και που, κυρίως, βλέπουμε τώρα που είναι στην εξουσία ποιον σεβασμό δείχνει και προς τους μεν και προς του δε.       
Συμπέρασμα; Ας μη βιαστούν να χαρούν όσοι ενδεχομένως επιθυμούν να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα από τον κ. Τσίπρα. Με απόλυτη βεβαιότητα μπορεί καθένας να υποθέσει ότι δεν θα συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, επιλέγοντας να καταφύγει σε μια ακόμη από τις συνήθεις κωλοτούμπες του. Και, κατά πάσα βεβαιότητα, θα συνεχίσει στην επόμενη Βουλή να κάνει, μάλλον από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το μόνον ίσως που ξέρει καλά: να σκαρφίζεται ευπώλητα παραμύθια. Για όσο, τουλάχιστον, βρίσκει εύχερους καταναλωτές.