Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!



Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2012, οπότε κατέρρευσε το υφιστάμενο ως τότε πολιτικό σύστημα, όταν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία ψήφισαν μαζί τη δανειακή σύμβαση που συνόδευε το μεγαλύτερο στην ιστορία της ανθρωπότητας κούρεμα δημοσίου χρέους, με το περιώνυμο PSI, ο Αλέξης Τσίπρας ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Και ό,τι εύχονταν γινόταν πραγματικότητα.
Στους πενήντα και πλέον μήνες που παρήλθαν έκτοτε, ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Πρόσωπα, τα οποία, λόγω παρωχημένων νοοτροπιών, δεν τους έδινε κανείς σημασία και ήταν καταδικασμένα να ζουν μονίμως στο περιθώριο, βρέθηκαν αίφνης στο προσκήνιο. Ατάλαντοι και ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες που, για διαφόρους λόγους, είχαν ξεβραστεί από την πολιτική ζωή, επανέκαμψαν και βρέθηκαν να διαδραματίζουν (συμ-)πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Αρκούσε να δηλώνει κάποιος «αντιμνημονιακός» -είτε είχε ψηφίσει Μνημόνια, είτε όχι- και να υμνολογεί τον Τσίπρα για να του συγχωρεθούν όλα τα ανομήματα και να κάνει μια νέα καριέρα. Ανεξάρτητα αν στο παρελθόν είχε υπηρετήσει την «ΠΑΣΟΚοκρατία», το «κράτος της Δεξιάς», ήταν θιασώτης του Στάλιν και του Μάο ή ε΄/ιχε φλερτάρει με τη… χούντα. Όποιος δήλωνε ΣΥΡΙΖΑ, έμπαινε αυτομάτως στη μεγάλη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Και έβγαινε από αυτήν άσπιλος και αμόλυντος. Έτοιμος να επιβραβευτεί με την απονομή κάθε είδους αξιώματος. Κάπως έτσι είδαμε υπουργούς που, υπό άλλες συνθήκες, δηλαδή, όπως εκείνες που ισχύουν σε κανονικές χώρες, ούτε ως κλητήρες –και ας μας συγχωρήσει τον παραλληλισμό η συμπαθής τάξη των κλητήρων…- δεν θα έμπαιναν σε υπουργικά γραφεία.
Δεν ήταν, όμως, μόνον η άνεση και η απόλυτη ευχέρεια που είχε ο νυν πρωθυπουργός στις επιλογές προσώπων τις οποίες έκανε, με τον τρόπο με τον οποίο τις έκανε. Ήταν και τα όσα έλεγαν και έκαναν ο ίδιος και οι συνεργάτες του όλο αυτό το διάστημα, αποσπώντας το χειροκρότημα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Ακόμη και μνημειώδεις σαχλαμάρες του τύπου «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», κατέπλησσαν τα πλήθη και προκαλούσαν ντελίριο ενθουσιασμού. Ενώ γίνονταν πιστευτές από πολύ κόσμο τερατώδεις προβοκάτσιες για, δήθεν, απόπειρες εξαγοράς βουλευτών ώστε «να μη γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης». Προβοκάτσιες, οι οποίες στήνονταν με τη σκηνοθετική επιμέλεια γνωστών διασκεδαστών.
Από τα μεγαλύτερα, ωστόσο, «επιτεύγματά» τους ήταν ότι οι άνθρωποι οι οποίοι, όπως και οι πλέον ανύποπτοι μπορούν πλέον να διαπιστώσουν, είχαν κάνει ρουτίνα και καθημερινότητα το «νταλαβέρι» με τους επιχειρηματίες, εμφανίζονταν ως πολέμιοι της διαπλοκής. Ποιός, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι το υποτιθέμενο σοβαρότερο στέλεχος που διέθεταν, όταν προκλήθηκε στο Κοινοβούλιο να πει ονόματα, αντέτεινε με στεντόρεια φωνή πως «θα αποκαλύψουμε τα ονόματα της διαπλοκής εδώ μέσα όταν θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση…»;   
Ένα μεγάλο τμήμα του Ελλήνων πολιτών «κατάπιε αμάσητο» τόσο το συγκεκριμένο αυταπόδεικτο ψέμα περί του, τάχατες, πολέμου που είχαν κηρύξει στη διαπλοκή, την ώρα που ανενδοίαστα επισκέπτονταν φανερά και κρυφά εκδότες, καναλάρχες και κάθε λογής επιχειρηματίες με ισχύ. Όπως «κατάπιε» και πολλά άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα ψέματα. Χαρίστηκε στον Τσίπρα και στην παρέα του ακόμη και για την αθέτηση της μείζονος υπόσχεσης ότι δεν θα υπέγραφαν ποτέ Μνημόνιο. Και του έδωσε απλόχερα μια δεύτερη ευκαιρία, αφήνοντας μάλιστα εκτός Βουλής όλους όσοι από το κόμμα του «τόλμησαν» να απαιτήσουν στοιχειώδη συνέπεια στις εξαγγελίες με τις οποίες αναρριχήθηκαν στην εξουσία.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυαν μέχρι πρότινος. Διότι, όπως συμβαίνει συνήθως με τους νεόπλουτους της ζωής, έτσι και οι νεόπλουτοι της πολιτικής αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η καλοτυχία δεν είναι αιώνια. Ούτε ότι τα… κέρδη από λαχεία δεν είναι παντοτινά. Κυρίως όταν το συσσωρευμένο κεφάλαιο σπαταλιέται απερίσκεπτα. Σπατάλη που, στη συγκεκριμένη περίσταση ,ισοδυναμεί με τα συνεχιζόμενα μετεκλογικά ψέματα που είναι χειρότερα και από τα προεκλογικά. Αλλά και με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να «παίζει εν ου παικτοίς» και να νομίζει ότι εξακολουθούν όλα τα φύλλα που τραβάει να είναι άσσοι.
Το παιχνίδι, ωστόσο, έχει γυρίσει. Και η τροπή που έχει πάρει είναι απολύτως αντίστροφη από εκείνη που ίσχυε μέχρι την περασμένη άνοιξη, άντε το καλοκαίρι. Έκτοτε, ακόμη και τα χαρτιά που ο περίγυρος του Μαξίμου θεωρεί ότι έχουν θέση «άσσου», όπως καλή ώρα η επιλογή του Βύρωνα Πολύδωρα για την προεδρία του ΕΣΡ, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι να καίγονται το ένα μετά το άλλο. Δεν βρήκε συμμάχους για την κάλπη της απλής αναλογικής. Πήγε στον κουβά το στοίχημα για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Πέρασε στα αζήτητα η συνταγματική αναθεώρηση.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι, ενώ η οικονομική δυσπραγία χτυπάει κόκκινο και η απογοήτευση των πολιτών παίρνει καθολικό χαρακτήρα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί πλέον ούτε την κυβέρνησή του να ανασχηματίσει. Δεν είναι μόνον ότι «δεν έχει πάγκο», αφού αυτοί που περιμένουν να μπουν δεν δείχνουν καλύτεροι από όσους θα κοπούν. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι τον έχουν θέσει υπό κηδεμονία τα στελέχη του κόμματός του και του υπαγορεύουν ποιους θα κρατήσει. Ενώ την ίδια ώρα τον απειλεί ο κυβερνητικός εταίρος του, λέγοντας πως του αρκεί ένα νεύμα από τον Αρχιεπίσκοπο για να τον ανατρέψει. Με αποτέλεσμα να κλωθογυρίζει εδώ και ένα μήνα τις αλλαγές και το μόνο που φαίνεται ότι μπορεί να κάνει είναι να αυξήσει τις θέσεις για να βολέψει περισσότερους
Έτσι, όμως, όσο και αν στο Μαξίμου στηρίζονται στο δόγμα πως «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», για όποιον δεν εθελοτυφλεί είναι πασιφανές ότι στον πρωθυπουργό δεν βγαίνει πλέον καμία από τις κινήσεις που θέλει να κάνει. Και το ίδιο θα γίνεται εφεξής. Ό,τι και αν πιάνει ο Αλέξης Τσίπρας στα χέρια του –ακόμη και χρυσός να είναι, που λέει ο λόγος- κάρβουνο θα γίνεται. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Και όλα δείχνουν ότι οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος θα είναι ραγδαίες. Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα τρέξουν ερήμην των «εξευτελισμών» που είναι διατεθειμένοι να υποστούν οι κυβερνητικοί βουλευτές.
Εκτός πια και αν γίνει κάποιο θαύμα ώστε η παρέα του Μαξίμου να αντιληφθεί αυτό που έρχεται. Και να επιχειρήσει να περισώσει ό,τι περισώζεται. Είτε μοιράζοντας τις ευθύνες, είτε διασφαλίζοντας την ομαλότητα στη διαδοχή, η οποία μοιάζει να είναι αναπότρεπτη. Στο τέλος – τέλος, ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Όποιος… ουρεί στη θάλασσα, δεν τον σώζει ούτε ο Ομπάμα



            Ο κρυφός άσσος, τον οποίο –εκτός από τα χρήματα που υποτίθεται ότι μόλις είχε εξασφαλίσει από τις τηλεοπτικές άδειες-  κρατούσε στο μανίκι του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και τον έβγαλε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια της ομιλίας που εκφώνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ήταν η εξαγγελία για πάγωμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ελευθέρων επαγγελματιών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
            «Θέλω να κλείσω σήμερα με μια πολιτική δέσμευση», ήταν η ακριβής φράση που χρησιμοποίησε στην ομιλία του προς τους παραγωγικούς φορείς και η συνολική αποστροφή του αξίζει μάλλον να μεταφερθεί αυτούσια: «Μια δέσμευση που θα δώσει ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς και μεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες που στενάζουν κάτω από το βάρος των χρεών», είπε. Και αφού εξήγησε ότι αναφέρεται σε «ικανοποίηση ενός πάγιου αιτήματος του συγκεκριμένου κλάδου», έκανε πιο «λιανή» την εξαγγελία που είχε κρατήσει ως τότε επτασφράγιστο μυστικό, με στόχο –τι άλλο;- να κερδίσει τις εντυπώσεις. Αδιαφορώντας πιθανότατα για το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη αίθουσα ακουγόταν ακόμη ο αχός από το περιλάλητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που είχε ανακοινώσει δύο χρόνια πριν.
            «Οι ασφαλιστικές οφειλές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων στον ΟΑΕΕ και στο ΕΤΑΑ που καθίστανται ληξιπρόθεσμες ως και τις 31.12.2016, παγώνουν, χωρίς βεβαίως να διαγραφούν, ώστε να μπορεί κανείς να είναι ασφαλιστικά ενήμερος εάν είναι συνεπής στις τρέχουσες οφειλές του», είπε. Ενώ διευκρίνισε ότι αυτό θα γίνει «διότι από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές δεν προκύπτουν αυθαίρετα αλλά συνδέονται με την πραγματική οικονομική δυνατότητα του ασφαλισμένου».
            «Πρόκειται για ένα μέτρο πραγματική ανάσα για εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες αλλά και για τη βιωσιμότητα του νέου δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», επέμεινε ο Αλέξης Τσίπρας με τον γνωστό βερμπαλιστικό λόγο που κάποτε κατέπλησσε τα πλήθη, αλλά πλέον ελάχιστοι είναι εκείνοι που δίνουν σημασία στα λεγόμενα είτε του ίδιου είτε των συνεργατών του με τα οποία φιλοτεχνούν μια πραγματικότητα  την οποία μόνον οι ίδιοι αντιλαμβάνονται.
Γι΄ αυτό και μάλλον θα πρέπει να βίωσε μια μικρή ψυχρολουσία ο δημοσιογράφος που πήρε τοις μετρητοίς την πρωθυπουργική εξαγγελία –«πολιτική δέσμευση», όπως του θύμισε ότι την είχε χαρακτηρίσει- όταν την επόμενη ημέρα, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, υπέβαλλε το μάλλον αυτονόητο ερώτημα «αν έχετε υπολογίσει σε ποιο ύψος ανέρχονται οι οφειλές αυτές και ποια η επίπτωση στα δύο αυτά ταμεία από το πάγωμά τους».
Η απάντηση που έλαβε από τον κ. Τσίπρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μνημειώδης: «Δεν είμαι πρόχειρος τώρα να σας πω μεγέθη, θα σας απαντήσω όμως ότι αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων στα συγκεκριμένα ταμεία και βεβαίως είναι κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι θα δώσει μια σημαντική ενίσχυση σε μια πολύ φιλόδοξη μεταρρύθμιση για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, για τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης» ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε. Και τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί για να αντιληφθεί ο καθένας τη σοβαρότητα με την οποία αναλαμβάνονται οι πολιτικές «δεσμεύσεις» από την πολιτική τάξη της χώρας και ειδικότερα από τους νυν κυβερνώντες.
Δεν προκαλεί, νομίζω, εντύπωση ότι η «δέσμευση» – «ανάσα», όπως την ήθελε ο κ. Τσίπρας, αποδείχθηκε ως ένα ακόμη ψέμα που προστέθηκε στη μεγάλη αλυσίδα των προηγούμενων διαψεύσεων. Οι συνέπειες, ωστόσο, από τη συγκεκριμένη αστόχαστη υπόσχεση που ελαφρά τη καρδία έδωσε ο πρωθυπουργός είναι ήδη συντριπτικές. Και αποτυπώνονται στην κατάρρευση των εισπράξεων που έχουν τα Ταμεία από τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς ακόμη περισσότεροι χειμαζόμενοι ελευθεροεπαγγελματίες, που άκουσαν την πρωθυπουργική ανακοίνωση, δεν περίμεναν να νομοθετηθεί και έσπευσαν να «παγώσουν» από μόνοι τους τις καταβολές. Με αποτέλεσμα, φυσικά, να ξεμείνουν τα Ταμεία από χρήματα και να απαιτείται να σπάνε ο ένας μετά τον άλλο οι «κουμπαράδες» με τα αποθεματικά των μελλοντικών γενεών για να πληρωθούν οι πετσοκομμένες από τον Κατρούγκαλο συντάξεις.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη από τι πάμπολλες ατάκτως ερριμμένες εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης. Που γίνονται προς άγραν πρόσκαιρων εντυπώσεων και μόνον. Χωρίς καμία κοστολόγηση. Και κυρίως χωρίς την παραμικρή μελέτη των επιπτώσεων που έχουν. Υπό αυτό το πρίσμα, μάλιστα, αν είναι μια φορά ασυγχώρητες οι υποσχέσεις που δίνονταν τις προηγούμενες δεκαετίες από τις «παραδοσιακές» πολιτικές δυνάμεις στις προεκλογικές περιόδους, είναι πολύ περισσότερο καταδικαστέα όσα ζούμε με τα κραυγαλέα μετεκλογικά ψέματα στα οποία καταφεύγουν οι τωρινοί κυβερνώντες. Διότι, μπορεί αρκετοί άλλοι από τους προηγούμενους –ίσως και όλοι, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος- να μπήκαν στον πειρασμό και να έδωσαν μικρότερες ή μεγαλύτερες υποσχέσεις που αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες. Το φαινόμενο, ωστόσο, των μετεκλογικών εξαπατήσεων που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο δεν πρέπει να έχει το προηγούμενό του όχι μόνον στην εγχώρια, αλλά ίσως και στην παγκόσμια, πολιτική ιστορία.
Το δε εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι δεν διδάσκονται από τα  λάθη τους. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι, σχεδόν πάντα, το ψέμα έχει τελικά κοντά ποδάρια. Παρά το βαρύ τίμημα που πληρώνουν ήδη, με τη δημοσκοπική κατρακύλα στην οποία έχουν οδηγηθεί, τα στελέχη της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν απτόητα στο ίδιο μοτίβο της εξαπάτησης. Αδυνατούν να αναγνωρίζουν τις αυτοκαταστροφικές συνέπειες των πράξεων τους, Συνέπειες που συνοψίζεται με ενάργεια στη λαϊκή παροιμία, σύμφωνα με την οποία «όταν ουρείς στη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι».
Γι΄ αυτό και δεν αναγνωρίζουν τις συνέπειες που θα έχει η διαφαινόμενη κατάρρευση του Ασφαλιστικού που κρύβεται κάτω από το χαλί της καθυστέρησης στην απονομή συντάξεων σε εργαζομένους που βγαίνουν από την αγορά. Κατάρρευση που κινδυνεύει να μετατραπεί σε «ντόμινο» για όλο το οικονομικό πρόγραμμα. Και που, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, μάλλον δεν σώζεται η παρτίδα ακόμη και αν ο (απερχόμενος, πλέον) Πρόεδρος Ομπάμα πάρει μαζί του στην πτήση του AirForce One προς την Αθήνα, εκτός από τους επενδυτές, τους οποίους περιμένει το Μέγαρο Μαξίμου, και όλο το ποσό που απαιτείται για να ελαφρύνουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.     
Υ.Γ.: Προφανώς και ο τίτλος, όπως και η επιχειρηματολογία του κειμένου ταιριάζουν γάντι με την τροπή που πήρε η υπόθεση με τις αδειοδοτήσεις των καναλιών. Αλλά αυτά τα έχουμε πει και θα τα ξαναπούμε με άλλες αφορμές.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Οι μονομανίες με τα media και το χρέος



                Αν έφθανε κανείς αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από το εξωτερικό και παρακολουθούσε τα θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα είχε την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα της χώρας έχουν λυθεί και τα μόνα τα οποία απασχολούν τους πολίτες δεν είναι παρά, στο εσωτερικό μέτωπο, η αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών και, στο διεθνές πεδίο, η ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μόλις ναυάγησε το σχέδιο που είχε να πάει την Τετάρτη στη Βουλή για να… πανηγυρίσει τη νίκη που ανέμενε ότι θα είχε την προηγουμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την ανατροπή που σημειώθηκε στη δικαστική κρίση επί του νόμου για τις τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, πήρε το κυβερνητικό αεροπλάνο για μια μίνι ευρωπαϊκή τουρνέ με θέμα –τι άλλο;- την πολυθρύλητη δανειακή ελάφρυνση.       
Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε «τσάτρα πάτρα» ψηφίστηκαν οι ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό, οι οποίες, όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύεται ότι, εκτός από άδικες, ήταν και ανεπαρκείς για την έκταση του προβλήματος, η επικαιρότητα κατακλύζεται από τις αντιπαραθέσεις για τα κανάλια και το χρέος. Αντιπαραθέσεις οι οποίες επισκιάζουν ο,τιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για τις κάθε είδους εξωτερικές απειλές που διατυπώνονται σε βάρος της χώρας, είτε για το διαρκώς επεκτεινόμενο φαινόμενο της φτωχοποίησης όλο και ευρύτερων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού.
Με τη γνωστή ευκολία που διακρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του, οι κυβερνητικοί  επικοινωνιακοί μηχανισμοί ρίχνουν το ανάθεμα στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, ως… «όργανα της διαπλοκής» που είναι, «υπονομεύουν την… εθνοσωτήριο κυβέρνηση», προβάλλοντας μόνον τα αρνητικά και όχι τα θετικά της. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη που συγκλήθηκε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα και η περιορισμένη προβολή της οποίας προκάλεσε τη μήνη της κυβερνητικού εκπροσώπου.
                Με την απόσταση των αρκετών εβδομάδων που παρήλθαν έκτοτε, θα είχε ενδιαφέρον να άκουγε κανείς την Όλγα Γεροβασίλη να κάνει έναν μικρό απολογισμό για το τι έχασαν οι Έλληνες πολίτες επειδή δεν διέκοψαν τότε τα κανάλια για να μεταδώσουν απευθείας τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα και των προσκεκλημένων του ηγετών από τις γειτονικές –και, κατά κάποιον τρόπο, ομοιοπαθείς- χώρες. Τί διαφορετικό, άραγε, από τη διαρκή ανάγκη για σπάσιμο των «κουμπαράδων» που προορίζονται για τις μελλοντικές γενιές, ώστε να πληρωθούν οι συντάξεις, θα μας επεφύλασσε η μοίρα;
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μπορούσε ν κάποιος να καταμετρήσει τις απεριόριστες εργατοώρες που έχουν αφιερώσει ο ίδιος ο Τσίπρας και ο πολυπληθής περίγυρος του για να προετοιμάσουν το «μαύρο» που, στο όνομα της πάταξης της διαπλοκής, σχεδιάζουν να ρίξουν στα μέσα ενημέρωσης που δεν τους είναι αρεστά. Και να συνέκρινε το άθροισμα του χρόνου με εκείνον που το ίδιο διάστημα αναλώθηκε σε άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία ή η χαίνουσα κοινωνική πληγή της Απασχόλησης.
Θα είχε, εξάλλου, μεγάλη αξία να μαθαίναμε τα αποτελέσματα των υποτιθέμενων προσπαθειών που καταβάλλονται από σωρεία κυβερνητικών στελεχών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων ή ακόμη και την προώθηση παλαιότερων που είχαν παραλάβει από τους προκατόχους τους. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με το Ελληνικό και γιατί δεν ξεκινούν τα έργα; Να είχε, άραγε, ο πρωθυπουργός, ο οποίος φέρεται να έχει αποστηθίσει το ύψος της ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης και του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχείρηση στον τομέα της ενημέρωσης, την απορία ώστε να σηκώσει ένα πρωί το τηλέφωνο και να ρωτήσει τους αρμόδιους συνεργάτες του πότε προβλέπουν να μπει στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου η πρώτη μπουλντόζα; Μάλλον όχι. Όλα δείχνουν ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες του. Τόσο οι δικές του όσο και των συνεργατών του. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα με την οποία εκδίδουν σωρηδόν non paper για κάθε θέμα που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχει σημασία.
Θύματα των ίδιων των ιδεοληπτικών εμμονών που έχουν με τα media και εξηγούν το ιερό μένος με το οποίο καταφέρονται εναντίον τους, έχουν αναγάγει την προσπάθεια καθυπόταξης της ενημέρωσης σε υπέρτατο σκοπό που είναι συνυφασμένος με την παραμονή τους στην εξουσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία από τις συνεδριάσεις της διαβόητης Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των εμπνευστών της. Η μισαλλόδοξη, άλλωστε, διάθεση, όπως και η εχθροπαθής προκατάληψη, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τους εκπροσώπους όποιου μέσου δεν τους λιβανίζει, είναι παροιμιώδεις.
Εξίσου παροιμιώδης μέλλει να αποδειχθεί και η δεύτερη πρωθυπουργική μονομανία που είναι η παθιασμένη ενασχόληση με την «εδώ και τώρα» ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει αναχθεί ως μοναδικό και υπέρτατο κινητήριο μοχλό για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Και που ακριβώς για τν χαρακτήρα που της έχει δοθεί, λειτουργεί, εν τέλει, ως τροχοπέδη για την αναγκαία επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού δεν γίνεται τίποτε όσο καθυστερεί η διευθέτηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας .
Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όποια τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπήρξαν τόσο άθλιοι που τη μόνη κατάληξη την οποία μπορεί να έχουν είναι να φέρνουν όλο και πιο κοντά την κατάρρευσή της. Διότι, αν ρίξει «μαύρο» στα κανάλια, είναι βέβαιο θα τη φάει το «μαύρο σκοτάδι» και γι΄ αυτό επιζητεί συνενόχους στην αντιπολίτευσης ή στη Δικαιοσύνη. Αν πάλι δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι μέρες της στην εξουσία είναι μετρημένες. Το ίδιο, πάνω – κάτω, ισχύει και με το χρέος: Αν επιτευχθεί η διευθέτησή του, τότε δεν θα έχει καμία δικαιολογία κανένας Σκουρλέτης να λέει ότι «δεν βγαίνει το πρόγραμμα» για να δικαιολογήσει την αδράνεια του που θα γίνει πασιφανής. Αν πάλι δεν επιτευχθεί, ας αναλογιστεί ο καθένας αν μπορούν να σταθούν στις κυβερνητικές καρέκλες με τη ζημιά που θα έχουν προκαλέσει ως τότε.
Αλλά, σχεδόν πάντα, έτσι συμβαίνει με τους μονομανείς: το πάθος τους αποτελεί και τη μήτρα της καταστροφής τους.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Οι Κασσάνδρες (πάντα) επιβεβαιώνονται!



Είναι απορίας άξιον αν ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) Νίκος Μουζέλης, θεωρούμενος το πάλαι ποτέ ως «γκουρού» του εγχώριου εκσυγχρονισμού, μπήκε στον κόπο να παρακολουθήσει τη συζήτηση της περασμένης Δευτέρας στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Και, πολύ περισσότερο, αν έκανε αυτόν τον κόπο προτού καθίσει και γράψει την επιστολή που έστειλε στους παλαιούς συνοδοιπόρους του από τον χώρο της Κεντροαριστεράς για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Κυβερνητική Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μουζέλης χαρακτήριζε, ανάμεσα σε άλλα ηχηρά παρόμοια, ως «ακραία “κασσανδρική” φαντασίωση» την κριτική που ασκούν όλο και περισσότεροι προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τη ροπή που εμφανίζει προς οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος καθυπόταξης των μέσων ενημέρωσης, της Δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών που συγκροτούν το πλέγμα λειτουργίας της δημοκρατικής Πολιτείας, όπως την ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είχε μεγάλη αξία να παρακολουθούσε κανείς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου κυρίου καθηγητή, όπως και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών από τον χώρο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» που ανακάλυψαν αρκετά όψιμα, αφού είναι ήδη συνταξιούχοι, τις αρετές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται εκφράζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, όταν άκουγαν τον επικεφαλής των τελευταίων Αλέξη Τσίπρα να επιτίθεται στην…  επάρατο εποχή Σημίτη.
Δικαίωμα, προφανώς, του κ. Τσίπρα να έχει τις απόψεις του για οποιαδήποτε πολιτική περίοδο, αλλά δεν ήταν αυτό το ζήτημα που ανέκυψε από τον ανοίκειο και ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο μίλησε στη συζήτηση στη Βουλή. Εκείνο που περισσότερο εντυπωσίασε ήταν το  ύφος που χρησιμοποίησε και κυρίως το ήθος που απέπνεε ο ακραία διχαστικός λόγος του. Από κοινού με τους ανατριχιαστικούς υπαινιγμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά.
«Δεν είναι εδώ η κ. Γεννηματά για να της πω ότι μαθαίνω τώρα τελευταία ότι οργανώνει και δείπνα με βασικό μενού την ίδια», ήταν η αποστροφή που βγήκε από το στόμα ενός πρωθυπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Μουζέλη, «πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit». Τον ίδιο πρωθυπουργό που με μοναδική θρασύτητα συνέχισε λέγοντας: «Δεν ξέρω, βεβαίως, αν σε αυτά τα δείπνα συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων. Έτσι ακούω, ότι συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων».
Τον πρωθυπουργό που μάλλον χωρίς την παραμικρή επίγνωση του ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται συμπλήρωσε:  «Και μην νομίζετε ότι επειδή τώρα τελευταία έρχεστε εδώ στη Βουλή και μιλάτε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο σε αυτά που λέει ο κ. Λαφαζάνης, δεν φοράτε αυτά τα φορέματα. Αυτά τα φορέματα φοράτε. Τα φορέματα των κυβερνήσεων Σημίτη και των σκανδάλων εκείνης της περιόδου που θα σας κυνηγάνε πολιτικά».
Το ότι χειροκροτήθηκε η συγκεκριμένη αποστροφή του από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Τουλάχιστον τόση εντύπωση όση έκανε το γεγονός ότι ουσιαστικά είχε «πάρει πάσα» για να επιχειρήσει να αποδομήσει την περίοδο Σημίτη από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην αρχηγό της ΕΥΠ επί κυβερνήσεων Καραμανλή και τώρα αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελλόπουλο.
 Αν και παλαιός δικαστικός, ο κ. Παπαγγελλόπουλος δεν είχε καμία συστολή ή δυσκολία, να εκφράσει τις απόψεις του ακόμη και επί υποθέσεων που τελούν υπό δικαστική εκκρεμότητα. «Ξέχασα, επίσης, να πω ότι στο πάρτι των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν μόνον ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος, ότι υπήρχε και ένα ΚΥΣΕΑ», ανέφερε. Και αφού αναρωτήθηκε: «Εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;», συνέχισε ο υπουργός του κ. Τσίπρα: «Επίσης, υπήρξε και ένα “Σουάπς”, που ξέχασα να το πω».
Και ήταν αυτά τα λόγια που λειτούργησαν ως προπομπός για τη συνέχεια που έδωσε ο ίδιος πρωθυπουργός με την επίθεση που εξαπέλυσε στη Φώφη Γεννηματά και την προσπάθεια που κατέβαλε να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης για «ορφανά του Τσοχατζόπουλου» που περιμάζεψε στο κόμματου. Και τα οποία για τον ίδιο δεν είναι παρά «αγωνιστές που κάποια στιγμή, μέσα στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έβλεπαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τα ιδανικά που ανιδιοτελώς υπηρετήσαν με αγώνες για χρόνια, και συνάντησαν το ΣΥΡΙΖΑ».
Όλα αυτά, προφανώς, συμβάλουν προς τον «εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος» που φαίνεται να αποτελεί τον καινούργιο στόχο στον οποίο έχει στρατευθεί ο άλλοτε «εκσυγχρονιστής» κ. Μουζέλης που ψέγει όσους δεν συμμερίζονται  τις απόψεις του. Και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι «όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”».
Τι ωραία, αλήθεια! Είναι η… μη ισορροπημένη κριτική της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, την οποία αποφάσισε να υπηρετήσει ο κ. καθηγητής, που ευθύνεται για τον επαπειλούμενο «διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Και όχι τα λόγια και, πάνω από όλα, οι πράξεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του οι οποίοι, ως εάν να είναι ακόμη στην αντιπολίτευση, απειλούν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου στην –προβληματική, σε κάθε περίπτωση- μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Και κάτι τελευταίο: Ας έχουν υπόψιν τους όλοι όσοι χρησιμοποιούν στερεοτυπικά την ομηρική παραβολή με τις «κασσάνδρειες» προβλέψεις, τούτο:  Όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας, που περιγράφονται στην Ιλιάδα, αποδείχθηκαν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν. Γι΄ αυτό και -σε πείσμα του κ. Μουζέλη- ας ευχηθούμε να μην αποδειχθεί «κασσανδρική» η κριτική που ασκείται προς την αγαπημένη του κυβέρνηση.