Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η… σωτηρία του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…»


«Εγώ από αυτόν δεν χάνω…», είναι η φράση που, σύμφωνα με συνομιλητές του, χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάθε φορά που αναφέρεται στον βασικό αντίπαλό του, τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, σε βάρος του οποίου καταμαρτυρεί τα μύρια όσα.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι κατ΄ ιδίαν συζητήσεις του πρωθυπουργού που αποπνέουν την αλαζονική αμετροέπεια με την οποία συνηθίζει να εκφράζεται τόσο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και για τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όπως για τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη. 
Λίγο ως πολύ, στο ίδιο μήκος κινείται και ο δημόσιος λόγος του, στον οποίο κυριαρχούν οι μισαλλόδοξες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, η δίκη προθέσεων και η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων του. Ένα μικρό απάνθισμα από την τελευταία ομιλία του στη Βουλή είναι άκρως χαρακτηριστικό. 
«Εσείς τα δίνετε όλα στον κ. Μητσοτάκη», έψεξε την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που λίγο νωρίτερα είχε αποκαλύψει το κάλπη-κο σχέδιό του για την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου που ήταν έτοιμος να δρομολογήσει, με σαφή πρόθεση να διαιωνίσει την παραμονή του στο Μαξίμου και να κόψει τον δρόμο του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας προς την πρωθυπουργία.
Έβαλε ακόμη εναντίον της κυρίας Γεννηματά, υποστηρίζοντας ότι δεν συμφωνούν με την κριτική της προς τον ΣΥΡΙΖΑ «η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία», αλλά και «ο κόσμος που ακολουθεί ιστορικά την παράταξή σας», εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής τόσο των ευρωσοσιαλιστών όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά εκεί που έδειξε όλο το μένος του ήταν κατά του προέδρου της ΝΔ. «Είναι βαθιά η ταξική αντιπαλότητα που βγάζετε μέσα από τις πολιτικές σας αναφορές», του είπε, υπερασπιζόμενος τον διάσημο συνεργάτη του Νίκο Καρανίκα, ο οποίος μέχρι να στρογγυλοκαθίσει στην παχυλά αμειβόμενη θέση του πρωθυπουργικού συμβούλου υποστήριζε ότι «η καριέρα είναι χολέρα». 
«Το μοναδικό σας σχέδιο είναι: “Βάστα Σόιμπλε και βάστα ΔΝΤ”», ισχυρίστηκε ακόμη απευθυνόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για να καταλήξει στην ομιλία του λέγοντας: «Οι διαχωριστικές γραμμές, όμως, έχουν ήδη χαραχθεί. Εμείς με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, εσείς με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και μ’ αυτή την αλαζονική, αντιαισθητική ελίτ να παλεύετε για την παλινόρθωσή σας, αλλά ο τροχός της ιστορίας έχει ήδη γυρίσει».
Αναγνωρίζοντας και «του στραβού το δίκιο», πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εμφανίζεται πεπεισμένος για το μόνιμο γύρισμα του τροχού της ιστορίας υπέρ της δικής του εξουσίας. Τα ίδια, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, πίστευαν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Οι οποίοι επίσης διακατέχονταν από την αυτάρεσκη βεβαιότητα του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…» όταν αναφέρονταν στους αντιπάλους τους.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε; Τον Κώστα Καραμανλή που πίστευε ότι ήταν άτρωτος απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι που ηττήθηκε με διαφορά δέκα μονάδων; Ή τον Αντώνη Σαμαρά που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα της επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα; Για να μην πάμε πίσω στην… αιώνια αντιπαλότητα Παπανδρέου-Μητσοτάκη που δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους δύο να πιστέψει ότι θα έχανε από τον άλλο.
Παρά ταύτα και χωρίς να έχουν πει τόσα μαζεμένα ψέματα ή να  έχουν διαψεύσει τόσες προσδοκίες, όπως ο νυν πρωθυπουργός, ουδείς τους ξέφυγε από το μοιραίο γύρισμα του τροχού της ιστορίας που έφερε τους αντιπάλους τους στην εξουσία και εκείνους στην αντιπολίτευση. Γι΄ αυτό και είναι πλέον ή βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον κ. Τσίπρα.
Πόσω μάλλον που, σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι ο μόνος εν ενεργεία πρωθυπουργός που υπολείπεται τόσο πολύ σε όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα –πρόθεση ψήφου, δημοφιλία, παράσταση νίκης, κλπ- από τον βασικό αντίπαλο του. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οίηση, η οποία είναι εμφανές πλέον ότι έχει καταλάβει τον Αλέξη Τσίπρα, όπως εύκολα διαπίστωνε όποιος παρακολούθησε την τελευταία κόντρα που είχε με τους άλλους αρχηγούς στη Βουλή, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί η… σωτηρία της ταλαιπωρημένης από την αέναη στασιμοχρεοκοπία χώρας.
Αν πράγματι ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου έχει όντως πιστέψει στο «εγώ από αυτόν δεν χάνω…», υπάρχει μια ελπίδα να αποτολμήσει την προσφυγή στις κάλπες το επόμενο διάστημα καθώς θα πληθαίνουν τα αδιέξοδα στον ορίζοντα. Αλλιώς, η λύση στο ελληνικό δράμα θα αργήσει. Και οι συνέπειες της αργοπορίας θα είναι, αναμφίβολα, πολύ οδυνηρές.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

«Αδιανόητο ανοσιούργημα»



Παρά τη θετική τροπή που φαίνεται να παίρνει στον Άρειο Πάγο η υπόθεση με την έκδοση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών οι οποίοι ζήτησαν άσυλο στη χώρα μας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, τα μηνύματα για την τελική έκβαση δεν είναι τόσο καθησυχαστικά.
Μετ΄ επιτάσεως τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί σε «πολιτικούς κύκλους» –ας υπογραμμιστούν οι εντός εισαγωγικών δύο αυτές λέξεις σε τρόπο ώστε να αποσαφηνίζεται ότι οι πληροφορίες που ακολουθούν δεν προεξοφλούν τη δικαστική κρίση- «σενάριο» που θέλει να μεθοδεύεται ένα «αδιανόητο ανοσιούργημα».
Ποιο είναι αυτό το «ανοσιούργημα»; Η «σαλαμοποίηση» της υπόθεσης με την έκδοση διαφορετικών αποφάσεων για τους οκτώ αιτούντες άσυλο, προκειμένου να εκδοθούν τελικώς στην Τουρκία οι έξι  που υπήρξαν αξιωματικοί και να παρασχεθεί άσυλο μόνον στους δύο άλλους που ήταν υπαξιωματικοί.
Με τον τρόπο αυτό, όπως τουλάχιστον διατείνονται οι διακινητές του εν λόγω αδιανόητου σεναρίου, οι εμπνευστές της συγκεκριμένης μεθόδευσης πιστεύουν ότι μπορεί να συμβούν δύο τινά:
*αφενός, «να… κατευναστεί ο απειλητικός Ερντογάν» που «κοιμάται και ξυπνά» με την απαίτηση να του στείλει πίσω η Ελλάδα τους «οκτώ», και 
*αφετέρου, να απαλλαγούν η ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ από την ευθύνη να πουν το τελικό «όχι» στο αίτημα έκδοσης, υπακούοντας στην παράδοση που κληροδότησαν στον δυτικό κόσμο τα αρχαιοελληνικά ήθη.
Ο διαχωρισμός των υποθέσεων, λένε οι ίδιοι «σεναριολόγοι», θα δώσει το απαραίτητο πρόσχημα στην κυβερνητική ηγεσία να ισχυριστεί ότι «λόγοι σεβασμού προς τη λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν μας επιτρέπουν να ακυρώσουμε την ετυμηγορία των ανώτατων δικαστών που ανεπηρέαστοι έκριναν ότι πρέπει να δοθεί άσυλο στους δύο και να εκδοθούν οι υπόλοιποι έξι». Και όποιος το πιστέψει, το πίστεψε…
Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε κανείς να παρακάμψει όλα τα πιο πάνω, αποδίδοντάς τα είτε σε ανεφάρμοστες «ασκήσεις επί χάρτου» είτε σε ευφάνταστες «θεωρίες συνωμοσίες». Δυστυχώς, όμως, δεν είναι τίποτε από τα δύο, αφού οι σχετικές συζητήσεις είναι δεδομένες. Και, κατά ασφαλείς πληροφορίες, έχουν γίνει σε υψηλά κλιμάκια.
Στις ανησυχητικές αυτές πληροφορίες έρχεται να προστεθεί και ο εύλογος προβληματισμός που πηγάζει από το γεγονός ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο οκτώ άνθρωποι που έφθασαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στη χώρα μας και «βαρύνονται» -όσο βαρύνονται…- με τα ίδια ακριβώς αδικήματα, βρέθηκαν να δικάζονται από τρεις διαφορετικές δικαστικές συνθέσεις. Ενώ για την τύχη τους, μέχρι τώρα τουλάχιστον, έχουν εκδοθεί αντικρουόμενες αποφάσεις που κρίνονται πλέον στον ανώτατο βαθμό, αλλά και πάλι σε χωριστές δίκες.
Γι΄ αυτό και αν επιβεβαιωθούν όσα διακινούνται στα πολιτικά παρασκήνια και εξελιχθεί κατ΄  αυτόν τον τρόπο το «σενάριο» της «σαλαμοποίησης» που κυκλοφορεί, θα πρόκειται για μια χωρίς προηγούμενο απροσχημάτιστη μεθόδευση που θα εκθέσει ανεπανόρθωτα ηθικά και πολιτικά εκείνους που την εμπνεύστηκαν και, πολύ περισσότερο, εκείνους οι οποίοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα συνηγορήσουν στην εφαρμογή της.
Με όλα τα γνωστά προβλήματά της, κυριότερο από τα οποία μοιάζει να είναι στις μέρες μας η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της, η ελληνική Δικαιοσύνη έχει αποδείξει ότι μπορεί να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και οι λειτουργοί της –πλειοψηφικά, τουλάχιστον- έχουν δώσει δείγματα γραφής ότι μπορεί να καταλήγουν σε ετυμηγορίες που αντιτίθενται με τις υστερόβουλες επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας.
Το απέδειξαν παλαιότερα όταν θαρραλέοι δικαστές αντιστάθηκαν στις πολιτικές πιέσεις και αρνήθηκαν έκδοση στη Γερμανία προσώπου που κατηγορούνταν για τρομοκρατία. Το απέδειξαν, επίσης, πρόσφατα οι δικαστές του ΣτΕ που, σε πείσμα της βεβαιότητας περί του αντιθέτου την οποία εξέφραζαν δημοσίως υψηλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι, έκριναν αντισυνταγματικό τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες.
Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες σκοπιμότητες που μπορεί να εδράζονται σε δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σε υψηλό πολιτικό επίπεδο ή να οφείλονται σε ψοφοδεή αντιμετώπιση των απειλών ότι «θα μας πνίξουν με τα στίφη των μεταναστών που θα μας στείλουν», η επιχειρηματολογία υπέρ της παροχής ασύλου στους Τούρκους στρατιωτικούς βρίσκει ισχυρά ερείσματα τόσο σε ιστορικούς όσο και σε νομικούς λόγους: 
*Στην ιστορική διάσταση της υπόθεσης, είναι γνωστή η αντιμετώπιση την οποία είχαν από ευρωπαϊκές χώρες συμπατριώτες μας που αντιστάθηκαν στη Χούντα –το πολιτικό άσυλο που εξασφάλισαν στην Ιταλία όπου κατέφυγαν οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί του αντιτορπιλικού «Βέλος» μετά το Κίνημα του Ναυτικού το 1973 έχει πολλές αναλογίες με τους «οκτώ», ενώ
*Σε στενά νομικό επίπεδο, δεν είναι καθόλου εύκολο να απορρίψει κανείς τη βασιμότητα της υπερασπιστικής τους γραμμής, σύμφωνα με την οποία, εφόσον εκδοθούν, κινδυνεύει η ζωή τους και δεν θα τύχουν δίκαιης τύχης από το ιδιότυπο καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί στη γειτονική χώρα.
Υ.Γ.: Είναι μάλλον η πρώτη φορά που γράφω ένα κείμενο με την ελπίδα και τη διακαή επιθυμία να διαψευστεί…

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Κυβέρνηση για όσους «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»



            Η πολιτική ευθιξία δεν ήταν ποτέ ψηλά στον κώδικα αξιών του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό και είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και συνακόλουθα οι παραιτήσεις πολιτικών αξιωματούχων για λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, διαψεύσεις ή αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων και στοιχειώδους εκπλήρωσης των προσδοκιών με τις οποίες κάποιος αναρριχήθηκε στο αξίωμα που κατέχει.
Όπως εύκολα, ωστόσο, μπορεί ο καθένας από μας να θυμηθεί, είτε επειδή έχει προσωπικές μνήμες από παλαιότερες περιόδους, είτε επειδή το διάβασε στην Ιστορία, όσο και αν σπάνιζε και κατά το παρελθόν το φαινόμενο της υποβολής παραιτήσεων για λόγους ευθιξίας, ενέργειες αυτού του είδους, ποτέ δεν εξέλιπαν, έστω και ως εξαιρέσεις στον κανόνα, από τα πολιτικά θέσμια οι παραιτήσεις.
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η ίδια η παραίτηση ή και η αποδοχή της θεωρούνταν τιμητικές πράξεις είτε για τους παραιτούμενους είτε για εκείνους, τους πολιτικούς προϊσταμένους, οι οποίοι ζητούσαν τις παραιτήσεις ανταποκρινόμενοι σε απαίτηση της κοινωνίας ή εκφράζοντας ελάχιστο σεβασμό σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα».   
 Ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής, ο Σταύρος Δήμας και ο Κώστας Σημίτης είναι μόνον τρία από τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου για να επισημάνω ότι ενίσχυσαν κατακόρυφα το προσωπικό τους κύρος εγκαταλείποντας τις υπουργικές καρέκλες. Και ας μην ξεχνούμε πόσο ισχυρότεροι ήταν οι πρωθυπουργοί που απέπεμπαν που και που κάποιον από τους υπουργούς τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, μοιάζουν πλέον να αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Στη μίζερη, αντιθέτως, πραγματικότητα που βιώνουμε την τελευταία διετία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κανείς από τους κατέχοντες μικρότερα ή μεγαλύτερα αξιώματα δεν αισθάνεται να θίγεται με όσα πρωτοφανή συμβαίνουν γύρω μας και για τα οποία δεν μπορεί να μην έχουν κάποιοι τη λεγόμενη «αντικειμενική πολιτική ευθύνη». Ούτε, βεβαίως, κανείς από τους υψηλότερα ιστάμενους δεν τους ζητάει να παραιτηθούν όσο και αν υποπίπτουν σε –πολιτικά και όχι μόνον- «παραπτώματα».
Από το καλοκαίρι του 2015, οπότε συντελέστηκε η μαζική έξοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών που ακολούθησαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, θα έλεγε κανείς ότι οι εναπομείναντες στον κυβερνητικό μηχανισμό δείχνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο… σπουδαία πολιτικά μεγέθη που ό,τι και να συμβεί αυτοί δεν πρόκειται ποτέ τους να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Μπορεί να λένε και να κάνουν τα πάντα, αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Χωρίς να δίνουν ή να τους ζητούνται εξηγήσεις. Πόσω μάλλον να υφίστανται την παραμικρή  κύρωση. Σε όποιον τους ασκεί κριτική, εντός ή εκτός Ελλάδος, του κολλούν τη ρετσινιά ότι είναι «κατευθυνόμενος» ή «διαπλεκόμενος» και... καθαρίζουν.
Όχι μόνον δεν απολογούνται για την άνευ προηγουμένου εξαπάτηση των πολιτών με τις υποσχέσεις για σκίσιμο των Μνημονίων και «σεισάχθεια», ενώ εφαρμόζουν την πιο ακραία μνημονιακή λιτότητα, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Και δεν δίνουν σε κανένα λόγο ούτε τα… χαμένα εκατομμύρια από τα «πόθεν έσχες» τους ούτε για τις καταθέσεις τους που εξακολουθούν να τις έχουν στο εξωτερικό όταν η πλειονότητα των Ελλήνων στενάζει από τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν.
Αρνούνται, φυσικά, να δώσουν λογαριασμό για τα αλισβερίσια που είχαν στο παρελθόν με το δημόσιο χρήμα ή για τους διορισμούς που τώρα κάνουν. Και δεν… συγκινούνται ούτε για το «Βατερλό» στο οποίο κατέληξε η υποτιθέμενη μάχη κατά της διαπλοκής, ούτε, πολύ περισσότερο, από το διεθνές κάζο με τις αμέτρητες κωλοτούμπες και τις επιστολές υποτέλειας που ακολουθούν  τους ψευτοτσαμπουκάδες της δήθεν σύγκρουσης με τους δανειστές.
Μοιάζει ειρωνεία, αλλά από τον εκλογικό Σεπτέμβριο του 2015, το μόνο στέλεχος που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ και απώτερα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ πρώην υφυπουργός Υποδομών, ο οποίος έχασε τη θέση του επειδή σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε την… αφέλεια να παραδεχθεί δημοσίως αυτό που είναι παγκοίνως γνωστό: ότι δηλαδή «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν αλλά από αυτά που έλεγαν…»
«Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζουν», είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης «Maximum 93,6», προσθέτοντας μάλλον αφοπλιστικά: «Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογιστικά δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Δεν απέφυγε, μάλιστα, καθώς στην επικαιρότητα ήταν τότε οι κινητοποιήσεις των αγροτών που ζητούσαν τήρηση των υπεσχημένων από τον Αλέξη Τσίπρα, να κάνει το… μοιραίο λάθος που ήταν η αναγνώριση ότι (και) οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν μεταξύ αυτών που παραπλάνησε ο σημερινός πρωθυπουργός. «Όπως και ο προηγούμενος. “Ζάππειο 1”, “Ζάππειο 2”, “Ζάππειο 3”. Όπως τα “λεφτά υπάρχουν”...», απάντησε ο Παναγιώτης Σγουρίδης όταν ρωτήθηκε σχετικώς.
Αντί, όμως, η απάντηση του άμοιρου πολιτικού από την Ξάνθη να γίνει το όχημα για να προσγειωθούν στο γήπεδο της ειλικρίνειας οι εξωφρενικές κυβερνητικές (αυτ)απάτες, ο ίδιος εξωπετάχθηκε κακήν κακώς από την κυβέρνηση. «Δικαίως», ίσως, αφού πρόκειται για μια κυβέρνηση στην οποία φαίνεται πως υπάρχουν θέσεις μόνον για όσους, κατά τη δημώδη φράση που βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην επικαιρότητα των ημερών, «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…».

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

«Good Bye Euclid!»



            Φανταστείτε έναν «απομονωμένο» Έλληνα ή μια «απομονωμένη» Ελληνίδα που τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δεν είχε την ευκαιρία να ενημερώνεται από τον… «αστικό Τύπο» και τους… «διαπλεκόμενους δημοσιογράφους» για όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και στον κόσμο, αφότου η πλειονότητα των συμπατριωτών μας αποφάσισε να πει το… ηρωικό «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.
            Αν, μάλιστα, όλο αυτό το διάστημα ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα από τα non paper και τις ανακοινώσεις που με καταιγιστικό ρυθμό εκδίδονται από το Μέγαρο Μαξίμου και αναπαράγονται αυτούσια από τα φίλια μέσα ενημέρωσης, είναι πολύ πιθανό να αισθάνεται μια τεράστια κούραση από τις συνεχείς… νίκες τις οποίες καταγάγει η κυβέρνηση, κατατροπώνοντας σε καθημερινή βάση αμέτρητους… εχθρούς εντός και εκτός της χώρας.
            Με δεδομένη την επωδό «Κερδάμε, κερδάμε!», που αποπνέουν τα προπαγανδιστικά κείμενα των πολυπλόκαμων επικοινωνιακών μηχανισμών της κυβέρνησης, οι αποδέκτες τους πρέπει να έχουν πειστεί ότι εδώ και καιρό πνέουν τα λοίσθια τόσο οι εγχώριοι «πρόθυμοι» που συνιστούν την «τρόικα εσωτερικού» όσο και οι αλλοδαποί συντηρητικοί κύκλοι.
Ενδεχομένως να αναρωτήθηκαν κάποιες στιγμές πως και δεν έχει παραιτηθεί ακόμη ο Β. Σόιμπλε με τόσες… αποτυχίες που έχει καταγράψει σε τόσες πολλές συνεδριάσεις του Eurogroup. Ή μπορεί και να τους προκλήθηκε η απορία γιατί δεν δόθηκε ακόμη το Νόμπελ Οικονομίας στον Γιώργο Κατρούγκαλο που κατάφερε να μειώσει τόσο πολύ τη συνταξιοδοτική δαπάνη, χωρίς να κόψει τις συντάξεις, αφού ποτέ σε κανένα non paper ή σε άλλο κυβερνητικό ανακοινωθέν δεν έγινε αναφορά σε περικοπές.
Πιθανότατα, όμως, θα καθησυχάστηκαν διαβάζοντας την Αυγή η οποία στο πρώτο φύλλο της που κυκλοφόρησε μετά την επιστολή συγγνώμης που απέστειλε παραμονή Χριστουγέννων στους Ευρωπαίους εταίρους ο γνωστός χιουμορίστας (με τις πορτοκαλόπιττες και άλλα συναφή) υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος, πανηγύριζε πρωτοσέλιδα υπό τον τίτλο: «Ο αγώνας αποδίδει».
Πολλώ δε μάλλον που το… πανηγύρι της κυβερνητικής εφημερίδας, όπως και εκείνο των αντίστοιχων non paper του Μαξίμου και του υπουργείου Οικονομικών, συνοδευόταν από τις επισημάνσεις ότι «ξεπαγώνουν οι ρυθμίσεις για το χρέος χωρίς ανάληψη νέων δεσμεύσεων». Ρυθμίσεις για τις οποίες ποτέ δεν έμαθαν πως και γιατί «πάγωσαν». Ενώ μόνον εμμέσως πληροφορήθηκαν –αφού το αυτούσιο κείμενο δεν βρέθηκε χώρος να φιλοξενηθεί- για τις χαρακτηριζόμενες και ως «ταπεινωτικές» δηλώσεις Τσακαλώτου, ο οποίος ρητά ανέλαβε «απόλυτη δέσμευση να παραμείνουμε συμμορφωμένοι στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Μνημόνιο».
Με αυτά και με πολλά άλλα αντίστοιχα επεισόδια, μου δημιουργείται η εντύπωση πως εδώ και παρά πολύ καιρό βιώνουμε -σε πραγματικές διαστάσεις και σχεδόν μόνιμη βάση- σκηνές από τη βραβευμένη γερμανικής παραγωγής κινηματογραφική ταινία «Good Bye Lenin!» που προβλήθηκε το 2003 και έκανε πάταγο διεθνώς με την πρωτοτυπία του σεναρίου της.
Αφορούσε, για όσους δεν την είδαν, μια μεσόκοπη ανατολικογερμανίδα η οποία ήταν ταυτισμένη με το καθεστώς Χόνεκερ και έπεσε σε κώμα όταν, παραμονές της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, είδε στην τηλεόραση τον γιο της που συμμετείχε σε αντικυβερνητική πορεία να ξυλοκοπείται από αστυνομικούς.
Έπειτα από μήνες, οπότε συνήλθε από το κώμα, τα παιδιά της, ακολουθώντας ιατρικές συμβουλές για αποφυγή οποιουδήποτε σοκ που θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο για τη ζωή της, αποφάσισαν να αναπαραστήσουν στο δωμάτιο του σπιτιού τους, στο οποίο συνέχισε την ανάρρωση η μητέρα τους, ένα σκηνικό που έδειχνε ότι η Ανατολική Γερμανία δεν είχε καταρρεύσει και το καθεστώς της συνέχιζε απτόητο. Χρειάστηκε να κατασκευάσουν γι΄ αυτό τηλεοπτικές εκπομπές και δελτία με φανταστικές ειδήσεις.
Όλα έβαιναν καλώς μέχρι που η απομονωμένη γυναίκα ξέφυγε κάποια στιγμή από τον ψευδή επικοινωνιακό κλοιό που της είχαν στήσει οι δικοί της. Βγαίνοντας στον δρόμο αντίκρισε έκπληκτη να κυκλοφορούν δυτικά αυτοκίνητα και τα κτίρια να έχουν καταληφθεί από διαφημίσεις δυτικών καταστημάτων που την προβλημάτισαν.
Η «χαριστική βολή», ωστόσο, που ήρθε να την πείσει για τον κόσμο γύρω της που είχε αλλάξει, ήταν από ένα ελικόπτερο που πετούσε στον ουρανό μεταφέροντας ένα κομμάτι από κατεστραμμένο άγαλμα του αγαπημένου της Λένιν, ο οποίος είχε πλέον τεθεί εκ ποδών από την ενοποιημένη Γερμανία, χωρίς εκείνη να το έχει πληροφορηθεί.
Την ίδια έκπληξη με την ανατολικογερμανίδα ηρωίδα της ταινίας «Good Bye Lenin!», νομίζω ότι θα αισθανθούν και όλοι όσοι, εκτός από τα… επικά non paper της κυβέρνησης που μιλούν για τις «γκάφες» και τα «αυτογκόλ» της αντιπολίτευσης, η οποία «πήρε οδηγίες από τον Σόιμπλε» για να καταψηφίσει τον λεγόμενο «μποναμά Τσίπρα», μπουν στον κόπο να διαβάσουν αυτούσια την επιστολή «συμμόρφωσης» που υπέγραψε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Πολύ περισσότερο που για όσους δεν το ξεχνούν, ο Τσακαλώτος ήταν και παραμένει αρχηγός της ομάδας των «53+» που προβάλλεται και ως… αριστερή –τύφλα να έχει η ορίτζιναλ δεξιά, δηλαδή- πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε αν κάποια στιγμή βρεθεί σκηνοθέτης για να μεταφέρει σε ταινία όλα αυτά που ζούμε από την έλευση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία, πιστεύω δικαίως ο τίτλος της δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο εξής: «Good Bye Euclid!».

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Οι 22 ημέρες πριν από την κάλπη



            Αν δεν ήταν τόσο εξοργιστικά ενοχλητικό, θα μπορούσε να είναι απολαυστικά διασκεδαστικό να ακούει κανείς την «επιχειρηματολογία» με την οποία ξορκίζουν τις εκλογές οι φίλα διακείμενοι προς την κυβερνητική εξουσία αναλυτές.
            Διαχρονικοί θιασώτες απόψεων περί δυσαρμονίας της κοινοβουλευτικής σύνθεσης και της βούλησης του εκλογικού σώματος, οι οποίοι ζητούσαν κάθε τρεις και λίγο επιτακτικά «να μιλήσει ο λαός», έχουν αίφνης μεταμορφωθεί σε διαπρύσιους κήρυκες της πολιτικής σταθερότητας η οποία «δεν επιτρέπεται να διαταραχθεί επ΄ ουδενί…».
            Αλλά δεν είναι μόνον αυτός ο ισχυρισμός που προβάλλεται από τους απαρτίζοντες τη σημερινή κυρίαρχη πολιτική τάξη, καθώς και από τους διασυνδεμένους μαζί της σχολιαστές, που προκαλεί καγχασμό σε όσους όλοι δεν πάσχουν από έλλειψη μνήμης.
Γίνονται χειρότερα τα πράγματα όταν προτάσσονται οι, τάχατες, χρονοβόρες διαδικασίες για το στήσιμο της κάλπης. Και πολύ χειρότερα όταν συνοδεύονται από εκτιμήσεις του τύπου «κανείς δεν θέλει εκλογές, ούτε η αντιπολίτευση, ούτε οι πιστωτές, ούτε κανείς άλλος». Λες και όσοι τα ισχυρίζονται αυτά, ανάμεσα τους και εκφράζοντες επ΄ αμοιβή τη γνώμη τους στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, ρώτησαν έναν προς έναν τους πιστωτές ή διαθέτουν το κληρονομικό χάρισμα να «διαβάζουν» τους μύχιους πόθους των στελεχών της αντιπολίτευσης που άλλα διακηρύσσουν δημοσίως.
Τίποτε, ωστόσο, εξ αυτών δεν ισχύει. Και το μόνο σαφές που προκύπτει είναι ότι οι συγκεκριμένες εικασίες δεν εκφράζουν παρά προσπάθεια να μετατραπούν σε πραγματικότητα… ανομολόγητες επιθυμίες.
Για όποιον, άλλωστε, δεν εθελοτυφλεί και δεν εννοεί να καθυποτάξει τη λογική του στην ανάγκη για προπαγανδιστική υπεράσπιση της προσπάθειας που καταβάλλει η κυβέρνηση, για να παρατείνει τον βίο της, τα πράγματα είναι πολύ απλά: Αρκούν είκοσι δύο (22) ημερολογιακές ημέρες από τη λήψη της απόφασης για προσφυγή στις κάλπες μέχρι να εκφραστεί η βούληση των Ελλήνων πολιτών για την επόμενη διακυβέρνηση που επιθυμούν να έχουν.
Ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες. Είκοσι δύο είναι οι ημέρες που, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος και των προθεσμιών που ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία, είναι υποχρεωτικό να μεσολαβήσουν ανάμεσα στην πρόταση του πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να εκδώσει το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής και στην προσέλευση των ψηφοφόρων στα εκλογικά τμήματα.
Ας μην θεωρηθεί, πάντως, ως πρόβλεψη για τα μελλούμενα η υπόμνηση της συγκεκριμένης χρονικής  ρήτρας για τη διενέργεια των εκλογών. Διότι, κακά τα ψέματα, όσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκονται όσοι προσπαθούν να πείσουν πως θα χαθεί χρόνος για το στήσιμο της κάλπης, όταν γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες της προσχηματικής δήθεν διαπραγμάτευσης, που ισοδυναμεί με ροκάνισμα του χρόνου, άλλο τόσο αυταπατώνται όσοι «διαβάζοντας» τους κυβερνητικούς τακτικισμούς άγονται στο συμπέρασμα ότι η προκήρυξη των εκλογών είναι ζήτημα ολίγων ημερών.
Οι προπαρασκευασκευαστικές ενέργειες που «βλέπουν» πολλοί πίσω από τους έκτακτους μποναμάδες που μοιράζει ο Αλέξης Τσίπρας και τις εκτός Αθηνών περιοδείες που πραγματοποιεί, δεν είναι παρά παραπλανητικές κινήσεις με τις οποίες ο πρωθυπουργός και ο κύκλος του επιχειρούν το ακριβώς αντίθετο που είναι η αποφυγή των εκλογών, μέσω της καλλιέργειας στην κοινή γνώμη της εντύπωσης πως δήθεν δεν φοβούνται τη λαϊκή ετυμηγορία και, τάχατες, προετοιμάζονται για την έκφρασή της.
Ουσιαστικά, όμως, δεν κάνουν τίποτε άλλο από να προετοιμάζονται για ακόμη μεγαλύτερο γάντζωμα στις καρέκλες της εξουσίας και στα ωφελήματα που αυτές αποφέρουν. Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις. Ενδεχόμενο να προκηρύξει οικεία βουλήσει ο κ. Τσίπρας εκλογές δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Συγκλίνουσες πληροφορίες και εκτιμήσεις από γνωρίζοντες πρόσωπα και καταστάσεις στον πρωθυπουργικό περίγυρο, επιμένουν ότι, σε πείσμα των περί του αντιθέτου εικασιών, ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ούτε ο κύκλος που τον περιβάλει έχουν στα πλάνα τους εκλογικά σενάρια.
Είτε επειδή έχουν επίγνωση ότι οι κάλπες, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, ισοδυναμούν με πανωλεθρία, είτε διότι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι η εξουσία την οποία διαθέτουν δεν θα είναι αιώνια, πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολα θα αναλάβουν το ρίσκο μιας εκλογικής δοκιμασίας που μπορεί να διακυβεύσει τόσα μοναδικά για εκείνους προνόμια που απολαμβάνουν…
Μόνον η χρήση την οποία κάνουν στα κυβερνητικά αεροσκάφη, που τα χρησιμοποιούν ως προσωπικά lear jet, είναι ικανός λόγος για να συμπεράνει κανείς ότι δεν πρόκειται να ρισκάρουν. Και, όσο περνάει από το χέρι τους, θα κάνουν το παν για να διατηρήσουν αυτά τα «κεκτημένα». Πόσω μάλλον που οι κάλπες θα φέρουν αντιμέτωπη με το φάσμα της ανεργίας την πλειονότητα των σημερινών κυβερνητικών αξιωματούχων.
Έτσι, μάλλον δεν αναμένεται να αρχίσει σύντομα να μετρά αντίστροφα ο χρόνος των 22 προεκλογικών ημερών που απαιτείται να μεσολαβήσει από την προκήρυξη των εκλογών έως το στήσιμο της κάλπης. Αν και το πλέον πιθανό είναι ότι δεν θα φθάσουν στο 2019, όπως διατείνονται, εξίσου πιθανό πρέπει να θεωρείται ότι ο κύκλος του Μαξίμου και όσοι για ωφελιμιστικούς λόγους τους υποστηρίζουν δεν πρόκειται να πετάξουν «λευκή πετσέτα» για μια, δυό ή και περισσότερες εξευτελιστικές κωλοτούμπες που μπορεί να υποχρεωθούν να κάνουν.
Άλλωστε, οι κωλοτούμπες αποτελούν, πλέον, «παλιά τους τέχνη κόσκινο»...

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Σχέδιο «πορτοκαλόπιτα»



Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι τον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και από τους πλέον αξιόπιστους ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι από όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στο υπερεπταετές ελληνικό δράμα ο μόνος που έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει στρατηγικό σχέδιο είναι ο γερμανός υπουργός των Οικονομικών.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει τους δικούς του λόγους ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βαρουφάκης όταν δηλώνει ότι «ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο απέναντι στον Σαμαρά», αποτελεί, ωστόσο, γεγονός πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το Βερολίνο όταν αντιλήφθηκε πως η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά είχε ουσιαστικά εκμετρήσει το πολιτικό ζην, τόσο με τις επιδόσεις που είχε στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014 όσο και με τον τρόπο που αντέδρασε εν συνεχεία, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Αρκετοί είχαν διαβλέψει τότε ότι δεν ήταν διόλου τυχαία η παγωμένη υποδοχή της οποίας έτυχε από την καγκελάριο Μέρκελ στις 23 Σεπτεμβρίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς ο έλληνας πρωθυπουργός που πήγε στη γερμανική πρωτεύουσα για να ζητήσει μια ελάχιστη χείρα βοηθείας προκειμένου να καταφέρει να κλείσει το μνημονιακό πρόγραμμα και να αποπειραθεί να βγει στο οικονομικό ξέφωτο με το δεκανίκι της περιώνυμης προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Όμως, ούτε η υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια των δύο κυβερνήσεων, ούτε η επίκληση του «επαπειλούμενου κινδύνου» από την επελαύνουσα ελληνική αριστερά, έκαμψαν τις πεποιθήσεις του Βερολίνου και πιο συγκεκριμένα του κ. Σόιμπλε, ο οποίος απαίτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος, αδιαφορώντας αν αυτό θα λειτουργούσε ως «πιστοποιητικό θανάτου» για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Και, παρότι κανείς δεν το έχει παραδεχθεί, είναι σαφές -και από τις εκ των υστέρων ομολογίες του Γ. Βαρουφάκη- ότι ο βασικός λόγος που τους έκανε να αδιαφορούν για την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν ότι ουδόλως έπαιρναν τοις μετρητοίς τις παραφροσύνες οι οποίες ακούγονταν από τα ελληνικά προεκλογικά μπαλκόνια –«Go back madam Merkel». Ενώ, αντιθέτως, προεξοφλούσαν ότι οι τύποι που ανέλαβαν τις τύχες της Ελλάδος, ακόμη και αν εννοούσαν όσα έλεγαν, ήταν έτοιμοι να κάνουν κάθε συμβιβασμό και να επιδοθούν σε κάθε πιθανή και απίθανη κωλοτούμπα.
Με αυτά και με πολλά άλλα, το σχέδιο Σόιμπλε, το οποίο όπως κάθε σοβαρό σχέδιο είχε και το «plan b» του, το οποίο εκδηλώθηκε με τις (τάχατες) εναλλακτικές ιδέες που «έριχνε» ο γερμανός υπουργός αρχικώς προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο και κατόπιν προς τον Βαρουφάκη, προτείνοντας «να σας χρηματοδοτήσουμε για να μείνετε κάποια χρόνια έξω από το ευρώ και, όταν εξυγιανθείτε οικονομικά, επιστρέφετε», είναι, δυστυχώς, εκείνο που έδινε και εξακολουθεί να δίνει τον τόνο των (δυσμενών, για μας) εξελίξεων και των (ακόμη δυσμενέστερων) προοπτικών.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, ωστόσο, δεν είναι ούτε οι συμβιβασμοί ούτε οι κωλοτούμπες. Είναι το πόσο αστόχαστα εξακολουθούν να λειτουργούν και πόσο ανεπίδεκτοι μαθήσεως αποδεικνύονται όσοι απαρτίζουν τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Ενώ στην πραγματικότητα είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε ταπείνωση, αποδεχόμενοι πράγματα που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν (από το αιωνόβιο Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία έως τους αυτόματους «κόφτες» που διαιωνίζουν την επιτροπεία), προσπαθούν με διάφορα προσχηματικά τερτίπια να παραστήσουν πως δήθεν αντιστέκονται.
Βρίζουν, από τη μια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα στελέχη τους, αποκαλώντας τους «ανόητους τεχνοκράτες», και, από την άλλη, τους καλούν να… δείξουν χαρακτήρα και να υποστηρίξουν την ελληνική θέση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Ομνύουν πίστη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, αλλά την ίδια ώρα καταφεύγουν σε αχρείαστους λεονταρισμούς μοιράζοντας, χωρίς προσυνεννόηση, ψηφοθηρικούς «μποναμάδες» με την προσδοκία να πείσουν το… «πόπολο» ότι τηρούν κάποιες από τις υποσχέσεις τους.
Καταφεύγουν απερίσκεπτα στην εκτόξευση απειλών για προκήρυξη εκλογών, αγνοώντας ότι η απειλή τους μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αποκαλούν από την Κούβα «δυνάστες» τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, αλλά σπεύδουν στο Βερολίνο για να ικετέψουν την καγκελάριο Μέρκελ να αγνοήσει τις δικές της κάλπες και να ανατρέψει το μόνο συνεκτικό σχέδιο για την ελληνική κρίση, που, κακά τα ψέματα, δεν είναι άλλο από το σχέδιο Σόιμπλε.
Όποιος αμφιβάλει για τη… μοναδικότητα του σχεδίου Σόιμπλε δεν έχει παρά να ανατρέξει στην πρωτοφανή για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρονικά ομιλία με την οποία έκλεισε το περασμένο Σάββατο τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό ο έλληνας ομόλογός του, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Υπό τα «χάχανα» των κυβερνητικών βουλευτών, που λίγο αργότερα είπαν «ναι σε όλα», ο υπουργός Οικονομικών της καθημαγμένης Ελλάδας διηγούνταν από το βήμα της Βουλής ανέκδοτα για… πορτοκαλόπιτες τις οποίες του χαρίζουν γιαγιάδες, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους επειδή… κατατροπώνει τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Αθήνα.
Λέτε αν επαναλάβουν στο Βερολίνο όλα όσα είπαν στην ελληνική Βουλή τόσο ο ίδιος ο χιουμορίστας υπουργός μας, που ταξιδεύει αυτές τις ημέρες στη γερμανική πρωτεύουσα, όσο και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, να καμφθούν η Μέρκελ με τον Σόιμπλε; Καλού - κακού, ας τους πάνε πεσκέσι μερικές πορτοκαλόπιτες για να καταλάβουν ότι υπάρχουν τομείς στην Ελλάδα που έχουν εκτοξευθεί επί των ημερών του Ευκλείδη. Ο οποίος ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι, παρόλο που δυσκολεύεται ακόμη λίγο στα ελληνικά, στα ανέκδοτα τα πάει καλά και κερδίζει αφειδώς πορτοκαλόπιτες.