Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Αν το Μεταναστευτικό ήθελε τον στρατηγό του, τον βρήκε!


Δύο φορές, στη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, στην οποία πλαισίωσε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα για να παρουσιάσουν από κοινού το σχέδιο για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής- προσφυγικής κρίσης, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής δεν κατάφερε να κρύψει την προηγούμενη ιδιότητά του, εκείνη του στρατιωτικού.
Την πρώτη φορά, περιγράφοντας τις δομές διαμονής των μεταναστών και προσφύγων, χρησιμοποίησε, μάλλον εν τη ρύμη του λόγου, τον όρο «στρατωνίζονται». Kαι όταν αντελήφθη τον καγχασμό που δικαιολογημένα προκάλεσε στους δημοσιογράφους, το απέδωσε στη 42χρονη προϋπηρεσία του στις Ένοπλες Δυνάμεις, κάνοντας μάλιστα χρήση της ρήσης «το αίμα νερό δεν γίνεται».
Αλλά και στην περιγραφή του Σχεδίου την οποία έκανε εν συνεχεία δεν φάνηκε έτοιμος να αποβάλει, τουλάχιστον από τον λόγο του, τη στρατιωτική ορολογία. «Ξέρετε έχουμε -θα χρησιμοποιήσω έναν όρο από το background μου- μια επιχείρηση σε εξέλιξη», είπε σε μια αποστροφή της τοποθέτησής του. «Σε μία επιχείρηση καθημερινά αξιολογείς την κατάσταση και καθημερινά αναδιαμορφώνεις τις επιλογές σου», συμπλήρωσε.
Το Μεταναστευτικό έχει, εκ των πραγμάτων, αναδειχθεί ως το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα που δοκιμάζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι προφανείς δυσκολίες χειρισμού του, εξάλλου, αποτυπώνονται ανάγλυφα και στις παλινωδίες αναφορικά με το κυβερνητικό στέλεχος που θα έχει την ευθύνη της «καυτής πατάτας», δηλαδή της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής με τρόπο που να φαίνεται διαφορετική από όσα γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Η επιλογή της κατάργησης του αυτόνομου υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν αποδείχθηκε πολύ καλή ιδέα. Όπως και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ενώ και ο ορισμός του Γιώργου Κουμουτσάκου ως αναπληρωτή υπουργού υπό τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη μάλλον ενέτεινε τη σύγχυση, ιδίως μετά την πρωτοβουλία του τελευταίου να πάει στη Μόρια και να τα βρει όλα εν τάξει.
Στην πορεία ενεπλάκη στην υπόθεση και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, μέχρι που δόθηκε η πρωτοκαθεδρία στον υφυπουργό Στεφανή, ο οποίος ορίστηκε συντονιστής και με αυτή την ιδιότητα παρουσίασε χθες την κυβερνητική πολιτική απόντος του αναπληρωτή υπουργού που είναι αρμόδιος για τη Μεταναστευτική Πολιτική.
Το μείζον, ωστόσο, ζήτημα με το κυβερνητικό σχέδιο για το Μεταναστευτικό δεν είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θα το χειριστούν. Αν ήταν έτσι, με μια δύο ή και τρεις… δοκιμές ακόμη μπορεί να βρισκόταν ο καταλληλότερος. Πολύ περισσότερο που ο στρατηγός Στεφανής δείχνει να είναι ικανός και εργατικός.
Οι φιλόδοξοι στόχοι του κυβερνητικού σχεδίου είναι το πρόβλημα. Διότι η επίτευξή τους δεν εξαρτάται ούτε από την… επιχειρησιακή ικανότητα του στρατηγού Στεφανή. Ούτε, βεβαίως, από τη διπλωματική δεινότητα του Γιώργου Κουμουτσάκου. Εξαρτάται απολύτως από τη ροή των μετακινήσεων προς –και από- τη χώρα μας που ορίζει το καθεστώς Ερντογάν. «Εάν δεν σταματήσουν οι ροές να έρχονται με την ταχύτητα που έρχονται, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι», παραδέχθηκε ο υφυπουργός – συντονιστής.
Δυστυχώς, η πεποίθηση για βελτίωση της κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε σε κάποιους κυβερνητικούς ιθύνοντες κατά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, απεδείχθη ότι δεν ήταν παρά μια αφελής εκτίμηση.
Από την επομένη του τετ α τετ Μητσοτάκη – Ερντογάν, βοηθούσης και της φθινοπωρινής καλοκαιρίας, οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά δραματικό τρόπο τόσο στα ελληνικά νησιά όσο και στον Έβρο. Χωρίς την ίδια ώρα να δεχθούν οι Τούρκοι την παραμικρή επιστροφή, όπως προβλέπει η κοινή δήλωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση που γι΄ αυτό το σκοπό έχει δώσει ουκ ολίγα κονδύλια στην Άγκυρα.
Παρά ταύτα, ο στρατηγός Στεφανής εμφανίστηκε χθες αισιόδοξος ότι «το Ενιαίο Πρόγραμμα Επιτήρησης Θαλασσίων Συνόρων και τα μέσα που αγοράζουμε τώρα», θα «μας δώσουν τη δυνατότητα να έχουμε παρατήρηση από την ώρα που ξεκινά μια δράση από την απέναντι πλευρά». Ο ίδιος, όμως, παραδέχθηκε ότι «αυτή τη στιγμή, δεν γίνεται αυτό». Αλλά δεν εξήγησε γιατί θα γίνεται από εδώ και πέρα.
Όπως δεν εξήγησε με ποιον μαγικό τρόπο θα καταφέρει, όπως δεσμεύτηκε, να κλείσει μέσα σε έξι μήνες τις «Μόριες» του Ανατολικού Αιγαίου και στη θέση τους να δημιουργήσει εξ υπαρχής κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα με δυναμικότητα φιλοξενίας για το καθένα περισσότερων από 5000 ατόμων. Τα οποία θα διαβούν εκεί υπό ανθρώπινες συνθήκες, αλλά το γεγονός ότι δεν θα κυκλοφορούν ελεύθεροι θα στέλνει αποτρεπτικό μήνυμα σε νέους απρόσκλητους επισκέπτες.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολύπτυχο και πολυσύνθετο πρόβλημα που ταλανίζει πολλές χώρες και πολλές κοινωνίες. Και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζεται όπως μια στρατιωτική επιχείρηση. Είναι καλό για την κυβέρνηση που βρήκε έναν… φιλότιμο στρατηγό, ο οποίος, ενδεχομένως από αίσθηση καθήκοντος, ανέλαβε την ευθύνη του χειρισμού του. Πλην, όμως, αν τον αφήσουν να το φέρει εις πέρας μόνος του, όπως είχαν κάνει οι προηγούμενοι κυβερνώντες με τον Γιάννη Μουζάλα, το αδιέξοδο μάλλον θα μεγαλώνει.
Όπως απεδείχθη τα προηγούμενα χρόνια ότι δεν αρκούσε η ανάθεση της ευθύνης στον έμπειρο γιατρό Μουζάλα, με προϋπηρεσία σε ανθρωπιστικές αποστολές και γνώστη της λειτουργίας των ΜΚΟ, έτσι, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί και τώρα, ότι η μεταναστευτική κρίση υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνάμεις που μπορεί να καταβάλει ο στρατηγός Στεφανής.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Όταν παίζεις «εν ου παικτοίς», αποστρατεύεσαι και πριν τα 40!


Για να μη νομίζουμε ότι έχουμε το προνόμιο στην αποκλειστικότητα της παραδοξολογίας και να μην… αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς για τα κακώς κείμενα που κατατρύχουν τις ζωές μας, ας ρίξουμε μια ματιά στην πολιτική ζωή της Ισπανίας, οι ψηφοφόροι της οποίας κλήθηκαν στις κάλπες για τέταρτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη την περασμένη Κυριακή, επειδή τον περασμένο Απρίλιο οι πολιτικές δυνάμεις δεν τα βρήκαν για να σχηματίσουν βιώσιμη κυβέρνηση, τα πράγματα έγιναν χειρότερα από πριν και το αδιέξοδο είναι, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερο.
Οι πλειοψηφούντες Σοσιαλιστές του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσες έχασαν 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας από το 28,3% στο 28% και, έτσι, από 123 έδρες, που τους έδωσαν οι κάλπες του Απριλίου, τώρα έχουν 120, σε ένα Κοινοβούλιο με 350 μέλη.
Οι βασικοί τους σύμμαχοι, οι αριστεροί Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας, με τους οποίους θέλουν να κάνουν τώρα κυβερνητική συνεργασία, έχασαν επίσης 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας κατά μιάμιση μονάδα (από 14,3% στο 12,8%) και χάνοντας επτά βουλευτές (από 42 έχουν τώρα 35).
Εκείνοι, όμως, που έπαθαν πανωλεθρία άνευ προηγουμένου είναι οι «Πολίτες» του Άλμπερτ Ριβέρα, το κεντρώας κατεύθυνσης κόμμα που διεκήρυσσε φιλελεύθερες και εκσυγχρονιστικές θέσεις οι οποίες είναι κοντινές με όσα ευαγγελιζόταν το εγχώριο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη.
Στο επτάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις απώλεσε τα 2/3(!) των ψηφοφόρων του (τους γύρισαν την πλάτη δυόμισι εκατομμύρια Ισπανοί που τους είχαν ψηφίσει τον Απρίλιο) και περιθωριοποιήθηκαν καθώς έμειναν με 10 βουλευτές (από 54), ενώ ο φέρελπις Ριβέρα οδηγήθηκε στην παραίτηση.
Τα τρία αυτά κόμματα ήταν υπεύθυνα για το γεγονός ότι η Ισπανία αδυνατεί να αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση και η πολιτική ζωή της χώρας οδηγείται από κάλπη σε κάλπη, χάρις και στην απλή αναλογική που επιτρέπει τον κατακερματισμό των δυνάμεων. Οι ψηφοφόροι τούς τιμώρησαν και τους υποχρέωσαν να επιδιώξουν την κυβερνητική συνεργασία που πριν δεν ήθελαν να συνάψουν.
Μόνον, όμως, που η κυβερνητική συνεργασία θα γίνει πλέον υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Μετά τις κάλπες του Απριλίου οι Σοσιαλιστές, οι Podemos και οι «Πολίτες» είχαν πλειοψηφία 219 εδρών. Τώρα μόλις και μετά βίας συγκεντρώνουν 165 βουλευτές. Και έτσι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί –με ή χωρίς τους «Πολίτες»- από τους Σάντσες και Ιγκλέσιας θα έχει απέναντί της μια ενισχυμένη Δεξιά και μια επελαύνουσα Ακροδεξιά.
Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του 38χρονου Πάμπλο Κασάδο ανέκαμψε εκλογικά κερδίζοντας σχεδόν τέσσερις μονάδες περισσότερες από τον Απρίλιο και, φθάνοντας στο 20,8%, ανέβασε τις έδρες του από 66 σε 88. Ενώ την ίδια ώρα το μέχρι πριν ένα χρόνο περιθωριακό VOX κέρδισε ένα εκατομμύριο επιπλέον ψηφοφόρους και με το 15,1% που απέσπασε έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη, καταλαμβάνοντας 52 έδρες (από 24 τον Απρίλιο).
Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί από όλα αυτά είναι ότι η πολιτική δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται «εν ου παικτοίς». Με άλλα λόγια, η λαϊκή ετυμηγορία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπίζεται σαν παιχνίδι το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί μέχρις ότου  επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για όσους «κρατούν το πεπόνι και το μαχαίρι».
Γενικεύοντας τον κανόνα, θα λέγαμε ότι οι αποφάσεις των πολιτικών, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεν μπορεί να λαμβάνονται ερήμην των πολιτών. Τα κόμματα παντού στον κόσμο κατεβαίνουν στις εκλογές με στόχο, αφενός να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για το οποίο ψηφίστηκαν και, αφετέρου, για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες όσων τους ψήφισαν.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσο παράλογο είναι αυτό που έγινε στην Ισπανία, όπου χρειάστηκαν να στηθούν τέσσερις φορές κάλπες για να συγκροτήσουν –παρά τους πανηγυρισμούς των ομοϊδεατών τους στη χώρα μας- μια πολύ ασταθή κυβερνητική συνεργασία, άλλο τόσο ακατανόητα είναι αρκετά από όσα διαμείβονται στην εγχώρια πολιτική σκηνή, παρόλο που εμείς τον περασμένο Ιούλιο αποφύγαμε τον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας και της αέναης επανάληψης των εκλογών.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το Mεταναστευτικό χωρίς να έχει προετοιμάσει την κοινή γνώμη και κυρίως το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος, το οποίο είχε πείσει προεκλογικά ότι οι λύσεις που είχε έτοιμες ήταν εύκολες και ανώδυνες, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων δεν λαμβάνονται εν κενώ.
Από την άλλη, δεν περνά απαρατήρητη και η αλλοπρόσαλλη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα ζητήματα που αφορούν την πάταξη της ανομίας που απασχολούν την επικαιρότητα των ημερών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να είναι το περιθωριακό κόμμα του παρελθόντος και η σύνθεση των ψηφοφόρων του, που τον κράτησαν στο 31,6%, δεν συγκινείται από κραυγές κατά του (ανύπαρκτου) «αστυνομικού κράτους».
Αν έχουν απορίες, ας ρωτήσουν τον Άλμπερτ Ριβέρα, ο οποίος από φέρελπις αστέρας που ανέβαινε κατακόρυφα στο πολιτικό στερέωμα της Ισπανίας, βρέθηκε αίφνης εκτός νυμφώνος και οδηγήθηκε σε- προσωρινή ή μόνιμη, θα φανεί- αποστρατεία, προτού καλά- καλά γίνει σαράντα χρονών, τα οποία κλείνει αύριο!

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Φτάνει πια με τα «μανιφέστα» και τα… «πραξικοπήματα»


Θα είχε ενδιαφέρον αν καταπιανόταν κάποιος από τους τηρούντες τα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων με το εγχείρημα να καταγράψει πόσες φορές από τη Μεταπολίτευση και ύστερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει την εκδήλωση «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος».
Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;