Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Αν υπήρχαν κουκουλοφόροι το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε πάει φυλακή


Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν… διασκεδαστική η απέλπιδα προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι συνδεδεμένοι μαζί τους επικοινωνιακοί μηχανισμοί να μην αποκαλυφθούν οι «κουκουλοφόροι» που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες για να εξοντωθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της προηγούμενης κυβέρνησης.
Με την τροπή, όμως, που έχουν πάρει τα πράγματα, κάθε άλλο παρά… διασκεδαστική καταλήγει να είναι η μάχη την οποία δίνουν για να μην βγουν οι κουκούλες. Είναι μια μάχη άκρως αποκαλυπτική. Είναι αποκαλυπτική τόσο για τα μέσα με τα οποία ασκήθηκε η κυβερνητική εξουσία κατά την αλήστου μνήμης υπερτετραετή θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όσο και για το γεγονός ότι η πολλαπλή εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τον προηγούμενο χρόνο δεν δίδαξε τίποτε ούτε τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό ούτε τους συνεργάτες του.
Θα περίμενε κανείς από μια πολιτική δύναμη που θέλει να περνιέται ως «προοδευτική» να έχει την παρρησία να ταχθεί, αν όχι και να πρωταγωνιστήσει, υπέρ της πλήρους διαφάνειας σε μια υπόθεση που προαναγγέλθηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών» και πλέον όλα μαρτυρούν ότι θα καταλήξει σε ένα χωρίς προηγούμενο φιάσκο για όσους ενορχήστρωσαν μια τόσο κακοφτιαγμένη σκευωρία.
Πέρασαν, άλλωστε, δύο ολόκληρα χρόνια αφότου η προηγούμενη Βουλή αποφάσισε, στηριγμένη στην ανώνυμη μαρτυρία τριών προσώπων, να παραπέμψει δέκα κορυφαίους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή ή να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των τριών «κουκουλοφόρων», ένας εκ των οποίων αυτοαποκαλύφθηκε και συνάμα αποκάλυψε την ταυτότητα των άλλων δύο.
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν έχει πλέον κανένα νόημα το δήθεν κρυφτούλι που εξακολουθεί να παίζεται για το ποιοι είναι οι υποτιθέμενοι «ανώνυμοι» μάρτυρες. Είναι πρόσωπα που τα γνωρίζει όποιος από το πανελλήνιο έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την βορβορώδη αυτή υπόθεση. Γνωρίζουν επίσης οι πάντες ότι όταν κλήθηκαν να καταθέσουν με τα κανονικά τους ονόματα δεν είχαν να εισφέρουν απολύτως τίποτε για να «δεθούν» οι κατηγορίες για δωροδοκίες πολιτικών που εκτόξευσαν πίσω από τις κουκούλες.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι είχαν πάρει τις αρχικές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» και έστειλαν στη Βουλή τον φάκελο της δικογραφίας, στον οποίο περιείχοντο οι διαβόητοι ισχυρισμοί για… τροχήλατες βαλίτσες με μαύρο χρήμα και άλλα ευφάνταστα σενάρια κινηματογραφικού τύπου, υποχρεώθηκαν να αρχειοθετήσουν τις κατηγορίες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι τις αρχειοθέτησαν αφού προηγουμένως άνοιξαν… διάπλατα τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ερεύνησαν ακόμη και τις θυρίδες όλων όσοι στοχοποιήθηκαν, χωρίς, σε πείσμα ενός ορυμαγδού δημοσιευμάτων ότι εντοπίστηκαν μίζες, να βρεθεί στους ίδιους ή σε συγγενείς τους κανένα ίχνος που να παραπέμπει σε δωροδοκία ή άλλη διάσταση διαφθοράς που να επιβεβαιώνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, τις καταθέσεις των κουκουλοφόρων.
Κατόπιν όλων αυτών, τι πιο λογικό από το να εξεταστούν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες από τα μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να καταθέσουν όσα κατέθεσαν και τα οποία κανείς άλλος δεν επιβεβαίωσε;
Αν υποθέσουμε ότι το έκαναν επειδή ήταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο ή διότι κάποιος τους υποσχέθηκε ότι θα αμειφθούν, π.χ. από το FBI, για την ψευδομαρτυρία τους, οι πρώτοι που θα έπρεπε να θέλουν την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν δεν συμμετείχε στην ενορχήστρωση, όπως πολλοί υποπτεύονται και εξαιτίας της τωρινής αντίδρασης, τότε «έπεσε θύμα απατεώνων».
Κάποιος, άλλωστε, από τα εκατοντάδες παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είναι τώρα στρατευμένα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμίσει στους «συντρόφους» της Κουμουνδούρου ότι αν το 1989 είχαν καταθέσει με κουκούλες οι ψευδομάρτυρες που είχαν εμφανιστεί να δηλώνουν ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε χρήματα σε κούτες πάμπερς», η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου θα ήταν μάλλον διαφορετική από εκείνη που, κόντρα στη βούληση πολλών στελεχών του τότε Συνασπισμού, εκδόθηκε τελικά.
Αν δεν εμφανιζόταν με τις… φάτσες τους ενώπιον του δικαστικού ακροατηρίου «μπουμπούκια», όπως ο Μαμανέας και άλλοι σωματοφύλακες του Κοσκωτά, που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων, δεν θα είχαν καταρρεύσει με πάταγο οι αρχικές καταθέσεις τις οποίες –«δασκαλεμένοι», προφανώς- είχαν δώσει στις εισαγγελικές αρχές.
Ακόμη και ο «σκληρός» Βασίλης Κόκκινος που προήδρευε του Ειδικού Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε να αποπέμψει ορισμένους εξ αυτών, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν όσα είχαν καταθέσει στην ανάκριση. Αν είχαν καταφέρει να το κάνουν από την ασφάλεια που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ανωνυμία της κουκούλας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού και ενδεχομένως και η φυλάκισή του θα ήταν αναπόφευκτες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του το άθλιο κλίμα εκείνης της εποχής και είναι τώρα νομικός παραστάτης του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, θα μπορούσε, αν ήθελε, να επισημάνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστράτευση ψευδομαρτύρων.
Αν δεν το κάνει ο παθών κ. Τσοβόλας, που πλέον δεν πολιτεύεται, ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος από τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ που βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου, για να προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα ότι στη Δημοκρατική Παράταξη, στην παράταξη του μέτρου και της λογικής, δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα ηγηθεί κάποιος ο οποίος βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσεται μια σκευωρία και, αντί να ζητάει να πέσει φως στην υπόθεση, μάχεται για να επικρατήσει το σκοτάδι.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ποιος θα πάρει τον…«Μουτζούρη» του λαϊκισμού;


Πέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στην ηγετική ομάδα της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να διανθίσει τον αλαζονικό μικρομεγαλισμό της με κάποια ελάχιστα ψήγματα αυτοκριτικής για τις λαϊκίστικες ψευδαισθήσεις και ιδεοληπτικές αυταπάτες με τις οποίες προσήλθε στην καταστροφική «διαπραγμάτευση» του 2015 που οδήγησε στον διπλασιασμό της παραμονής της χώρας στη μνημονιακή μέγγενη.
Όπως γράφεται στα μέσα ενημέρωσης, στο απολογιστικό κείμενο, το οποίο ετοίμασαν οι «σοφοί γέροντες» Γιάννης Δραγασάκης Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας και συζητήθηκε κατά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, αναγνωρίζεται πως υπήρξαν λάθος εκτιμήσεις για τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για τις δυνατότητες της Αθήνας να «εκβιάσει» με ένα πιστωτικό γεγονός.
Στο ογδόντα σελίδων κείμενο, το οποίο δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, υπάρχει παραδοχή για την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των κυβερνητικών καθηκόντων που ανέλαβε το 2015, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι είχαν παραγνωριστεί οι πραγματικές συνθήκες. Ανάμεσα στις παρερμηνείες της τότε ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, όπως αναφέρεται, ότι θεώρησε δεδομένη τη στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλων χωρών που ήταν χρεωμένες, κάτι που ωστόσο δεν συνέβη.
Όσοι εξ αρχής επισήμαιναν ότι δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κάποιος ότι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ήταν «γερμανοτσολιάδες». Και όποιος τολμούσε να προειδοποιήσει ότι «οι αγορές χορεύουν στον δικό τους σκοπό και δεν ακούν τα νταούλια των πολιτικάντηδων» λοιδωρούνταν ως «Νενέκοι». Το να περιμένει κανείς να ζητηθεί συγνώμη από τους συκοφαντηθέντες, είναι μάλλον μια πολύ μεγάλη πολυτέλεια σε μια χώρα που ο λαϊκισμός ζει και βασιλεύει, διαπερνώντας οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και κατ΄ επέκταση την ελληνική κοινωνία.
Οι όροι, για παράδειγμα, υπό τους οποίους γίνεται το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για το μείζον πρόβλημα του Μεταναστευτικού είναι απολύτως αποκαλυπτικοί για το πόσο εδραιωμένος είναι ο λαϊκισμός και πόσο έχει υποκαταστήσει τη σοβαρότητα με την οποία απαιτείται να προσεγγίζονται περίπλοκα ζητήματα με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές πτυχές και διαστάσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της ελληνικής Επικράτειας.
Πως αλήθεια μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την πρόσφατη απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Βορείου Αιγαίου να σταματήσει κάθε διάλογο με την κυβέρνηση; Όσο δίκιο και αν έχουν οι κάτοικοι της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου για το δυσανάλογο βάρος της μεταναστευτικής κρίσης που τους έχει επιμεριστεί, τόσο άστοχες είναι λαϊκίστικες αντιδράσεις αυτού του είδους από τους τοπικούς άρχοντες τους.
Αν πάψει, άραγε, ο περιφερειάρχης κ. Κώστας Μουτζούρης να μιλάει και να συνεργάζεται με τους αρμόδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους θα μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών που είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά ή θα μετριαστούν οι ροές που φθάνουν από την Τουρκία; Είναι αστείο και μόνον που σκέφτηκε κάποιος να καταφύγει σε μια τέτοια «απειλή». Καλώς ή κακώς, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα και όχι καλύτερα στην απολύτως υποθετική περίπτωση κατά την οποία θα διακοπτόταν ο διάλογος Κεντρικού Κράτους – Αυτοδιοίκησης και θα έπαυε πράγματι να εμπλέκεται η κυβέρνηση.
Άλλωστε, αν είναι αποτελεσματικό μέσο για τους Αιγαιοπελαγίτες η διακοπή του διαλόγου με την κυβέρνηση, το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους της ενδοχώρας που αντιδρούν στη μετακίνηση προσφύγων στις δικές τους περιοχές. Αν όλοι σταματούσαν να μιλούν με μιλούν όλους, εκείνοι που θα την πληρώσουν περισσότερο είναι όσοι έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Θυμάστε την ολέθρια τακτική που ακολουθούσε ο –επικρινόμενος τώρα και από τον ΣΥΡΙΖΑ- Για(ν)νης Βαρουφάκης στα Eurogroup που είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος να απομονωθεί πλήρως και να μην του μιλάει κανείς ομόλογός του; Ε, αυτό κινδυνεύει να πάθει ο κ. Μουτζούρης με τις αλλοπρόσαλλες απειλές του….
Από την άλλη, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να συνεχιστεί η απραξία το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση υποτίμησε εμφανώς το πρόβλημα και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να εμπλακεί αποτελεσματικά στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Είναι προφανές ότι και οι ίδιοι υπήρξαν θύματα του δικού τους λαϊκισμού που βολευόταν στη δογματική θεώρηση ότι για «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» και ότι η πολιτική αλλαγή θα εξαφάνιζε από τη μια στιγμή στην άλλη ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα.
Εξαιτίας αυτού ακριβώς του λόγου, θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλεται σε όλους να κινηθούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, απαιτεί, περισσότερο από ποτέ, να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ίδιο τραπέζι. Και, αντί να καταφεύγουν σε εύκολες λαϊκίστικες μεταθέσεις ευθυνών, να καταρτίσουν συνεκτικό σχέδιο και να αναζητήσουν αποτελεσματικές λύσεις που δεν εκθέτουν συνολικά τη χώρα.
Λύσεις, οι οποίες, από τη μια, θα απαλείψουν φαινόμενα όπως η «Ζούγκλα» της Μόριας, που αποτελούν προσβολή για τον δυτικό πολιτισμό, και, από την άλλη, θα στέλνουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι» ούτε θα γίνει η ανοικτή φυλακή για κάθε φτωχό, κατατρεγμένο ή τυχοδιώκτη (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) από τις δύο πολυανθρωπότερες ηπείρους που είναι η Ασία και η Αφρική.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι πολύ σοβαρά για να νομίζουν κάποιοι ότι παίζουν το παιχνίδι του «Μουτζούρη» και να περιμένουν ποιος θα μείνει τελευταίος με τον Ρήγα Μπαστούνι (τον Μουτζούρη) στο χέρι του για να θεωρηθεί ο χαμένος και να αποφασίσουν οι υπόλοιποι παίχτες για την ποινή του. Σε όποιον και αν μείνει ο «Μουτζούρης» του λαϊκισμού, χαμένοι θα είμαστε όλοι…

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί (δεν) φθάνουν ως την Ελλάδα τα «πετροδόλαρα»;

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα από το φθινόπωρο του 1981 όταν μια επανεκδιδόμενη, τότε, λαϊκή εφημερίδα, που καθιέρωσε το σχήμα ταμπλόιντ στα μέρη μας, κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο της με κεντρικό τίτλο «Έρχονται πετροδόλαρα».
Ήταν ένας τίτλος, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή στη χώρα μας και την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακολουθούσε σαφώς πιο φιλοαραβική πολιτική από την απερχόμενη κυβέρνηση, θα άνοιγαν οι κρουνοί και ένα μέρος από τα τεράστια κεφαλαιακά πλεονάσματα που συσσώρευαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου θα κατευθυνόταν προς την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες τις οποίες αποτύπωνε το εν λόγω πρωτοσέλιδο δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Παρά την έντονα φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική που χάραξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν είδε ούτε καν το… χρώμα των «πετροδόλαρων», τα οποία κινήθηκαν προς πολλές άλλες κατευθύνσεις και επενδύθηκαν σχεδόν παντού, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Οι βασιλικές οικογένειες των χωρών του Κόλπου και οι κάθε λογής σεΐχηδες και μονάρχες που νέμονταν την εξουσία στις χώρες τους, όσο εύκολα και αν έβγαζαν τα δολάρια από τις πωλήσεις του πετρελαίου –εξ ου και ο όρος «πετροδόλαρα»- δεν τα τοποθετούσαν όπου - όπου, παρά μόνο εκεί που αυτά είχαν περισσότερη σιγουριά και μεγαλύτερες πιθανότητες για να αποκομίσουν κέρδη.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα οι Άραβες «πετρελαιάδες» είναι από τους μεγαλύτερους κατόχους του υπέρογκου δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Με τα έσοδα, δηλαδή, από το πετρέλαιο οι «σεΐχηδες» αγόραζαν χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου και, όπως έλεγε μια παλαιά ελληνική διαφήμιση για επενδύσεις στους τίτλους τράπεζας που δεν υπάρχει σήμερα, «είχαν σίγουρα λεφτά και εισόδημα μεγάλο».
Κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία ακούστηκαν και άλλες φορές πολλά και ελπιδοφόρα για τις αραβικές επενδύσεις που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έφθασαν. Επανειλημμένα πήγαν και ήρθαν υπουργικές αντιπροσωπείες επιδιώκοντας, από τη μια, να πείσουν τους Άραβες κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα και, από την άλλη, ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές στον Κόλπο, όπου παρουσιαζόταν μια τεράστια (αν)οικοδομική δραστηριότητα, παράλληλα με την αλλαγή και τη σημαντική αύξηση των καταναλωτικών συνηθειών εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τα αποτελέσματα των επισκέψεων Ελλήνων αξιωματούχων, αλλά και επιχειρηματιών, υπήρξαν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αρκετές ελληνικές τεχνικές εταιρίες είχαν πάρει συμβόλαια στη Σαουδική Αραβία όπου είχαν δουλέψει κάποιες χιλιάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο. Συν τω χρόνω, όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο αντί να αυξάνεται, μειωνόταν.
Ξένοι ανταγωνιστές, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια των Βεδουίνων που είχαν σπουδάσει και είχαν ενστερνισθεί τον ρόλο της επιχειρηματικότητας, εξοβέλισαν τους Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν βρεθεί πρώτοι εκεί, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν έκαναν όλα όσα χρειάζονταν για να εδραιώσουν τη θέση την οποία είχαν κατακτήσει.
Ακόμη και τα χρόνια της κρίσης που η Ελλάδα «φθήνυνε», οι Άραβες, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλαιούχοι, έμειναν μακριά της. Η πιο σημαντική… οικονομική είδηση όλων αυτών των χρόνων από το μέτωπο των ελληνοαραβικών σχέσεων ήταν ότι το πολυτελές κέντρο διασκέδασης της Μυκόνου «Nammos» άνοιξε παράρτημα στο Ντουμπάι.
Αντιθέτως, όλα τα άλλα deals, τα οποία κατά καιρούς ακουγόταν ότι «ψήνονται», ναυάγησαν. Για παράδειγμα όταν ένας μεγαλόσχημος εγχώριος επιχειρηματίας πήγε να ιδρύσει μεγάλο ιατρικό κέντρο στα Εμιράτα, το σχέδιο του «κόπηκε» στην αξιολόγηση επειδή μαθεύτηκε ότι είχε μπλεξίματα με την Ελληνική Δικαιοσύνη για ζητήματα διαφθοράς.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εμπορίου και Επενδύσεων, που ήταν ο πρώτος επίσημος τον οποίο συνάντησε τη Δευτέρα στο Ριάντ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επενδυτική αποχή της χώρας του με το επιχείρημα ότι «η οικονομική κρίση (σ.σ.: της Ελλάδας) και μια σειρά άλλων παραγόντων είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα υπάρχει ένα σημάδι ελπίδας ότι επιστρέφουν», αλλά με έμμεσο τρόπο ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αυτόματα. Γι΄ αυτό και ζήτησε από τους συνομιλητές του να του υποδείξουν τις πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες. «Και εμείς», πρόσθεσε, «θα δημιουργήσουμε μια επιχειρηματική αποστολή για να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει αυτές τις ευκαιρίες, να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους και να αντιληφθούν ποιο είναι το νέο πλαίσιο που ευνοεί τις επενδύσεις…».
Με άλλα λόγια, ο Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε χωρίς περιστροφές το αυτονόητο που είναι ότι κανείς δεν επενδύει για την… καλή καρδιά του άλλου, παρά μόνον αν εκείνος που τον καλεί να επενδύσει, τον πείσει ότι υπάρχει ευκαιρία για να βγάλει χρήματα. Τα ίδια, πάνω – κάτω, άκουσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του και την επόμενη μέρα που είχαν επαφές με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Αμπού Ντάμπι.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι μπίζνες και εν γένει οι οικονομικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται με ψευδαισθήσεις ότι κάποιοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ή με αυταπάτες ότι θα μας έστελνε η Ρωσία… σωτήρια προκαταβολή έξι δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν αγωγό αερίου ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ιθύνοντες της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι ταξίδεψαν στην Αραβική Χερσόνησο έτοιμοι και έδωσαν τη λίστα με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ζήτησε η άλλη πλευρά. Το αν είναι έτσι, θα το μάθουμε τους προσεχείς μήνες. Και τότε ίσως θα δούμε το… χρώμα του «πετροδόλαρου». Και, ενδεχομένως, έτσι να υποχρεωθούμε να βγάλουμε και το παρενθετικό «δεν» από τον τίτλο τούτου του κειμένου.