Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Οι ανασχηματισμοί (σχεδόν ποτέ) δεν λύνουν προβλήματα


            Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διανύει το 53ο έτος της ηλικίας του και μπορεί να μην έκλεισε ακόμη χρόνο στην πρωθυπουργία, είναι, όμως, αρκετά έμπειρος πολιτικός. Θητεύει στο Κοινοβούλιο από το 2004 και άρα γνωρίζει τη νοοτροπία από την οποία διακατέχεται ο μέσος Έλληνας βουλευτής, ενώ διαθέτει και σημαντική επιπρόσθετη εμπειρία από τη μακρά παρουσία που έχει η οικογένειά του στην εγχώρια δημόσια ζωή.
            Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε, ανατρέποντας τα προγνωστικά, εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός έδειξε διάθεση να μην ακολουθήσει την «πεπατημένη» προκατόχων του, οι οποίοι με εσωτερικές μικροδιευθετήσεις και διαμοιρασμούς υπαρκτών και ανύπαρκτων οφίτσιων προσπαθούσαν να κάνουν τους λιγότερους «εχθρούς» και αδιαφορούσαν για το αν η εξουσία την οποία μοίραζαν είχε κοινωνικό αντίκρισμα.
            Τον περασμένο Ιούλιο, όταν συγκρότησε την πρώτη κυβέρνησή του, κινήθηκε, εν πολλοίς, χωρίς να τηρήσει τις γνωστές από το παρελθόν παραλυτικές ισορροπίες. Αξιοποίησε νέα στελέχη εξωκοικοινοβουλευτικά και κυρίως εξωνεοδημοκρατικά. Έδειξε να μη λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψιν του την κομματική επετηρίδα και να μην υπολογίζει πολύ στις σχέσεις βουλευτών και άλλων στελεχών με τις παλιές βαρωνίες και τα τζάκια της συντηρητικής παράταξης.
            Η τακτική που ακολούθησε μάλλον επιβραβεύτηκε από την ελληνική κοινωνία, αφού σχεδόν σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης ο ίδιος προσωπικά αλλά και το κόμμα του ενισχύουν το πολιτικό κεφάλαιο το οποίο διέθεταν την 7η Ιουλίου του 2019 όταν οι πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες και ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη με αποδοχή σταθερά μεγαλύτερη από εκείνη της παράταξής του.
            Με τον πρώτο, εξάλλου, νόμο για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», τον οποίο ψήφισε μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση, συγκέντρωσε στο Μέγαρο Μαξίμου εξουσία και πολιτική ισχύ όσο ελάχιστοι προκάτοχοί του. Το πρωθυπουργικό γραφείο αποτελεί αναμφισβήτητα το κέντρο για όλες τις αποφάσεις που αφορούν την κυβερνητική πολιτική, ακόμη και όταν αυτές τυπικά λαμβάνονται στις μηνιαίες συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.
            Οι υπουργοί, πολύ δε περισσότερο οι υφυπουργοί, έχουν πολύ μικρή ευχέρεια επιλογών στην άσκηση της πολιτικής. Ο κεντρικός έλεγχος για όλες τις νομοθετικές -και όχι μόνον- πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τα κυβερνητικά στελέχη γίνεται από το Μαξίμου. Παράλληλα το σύστημα αξιολόγησης των δράσεων ενός εκάστου υπουργού ή υφυπουργού, που λειτουργεί επίσης στο πρωθυπουργικό γραφείο, δεν αφήνει περιθώρια για αυτόνομη δράση ή άλλες εμφανείς αποκλίσεις.
            Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για ποιο λόγο τους τελευταίους μήνες πυροδοτούνται τόσο συχνά συζητήσεις για αλλαγές στη διάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι προφανές ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τα κυβερνήσεις, υπάρχουν ικανοί, λιγότεροι ικανοί, ακόμη και ανίκανοι υπουργοί και υφυπουργοί. Όπως εξίσου προφανές είναι ότι η επιτυχία ή αποτυχία του καθενός κυβερνητικού στελέχους δεν βαραίνει μόνον τον ίδιο, βαραίνει, πρωτίστως, εκείνον που τον επέλεξε.
            Με άλλα λόγια, αν ένα Υπουργικό Συμβούλιο είναι τόσο προβληματικό που χρειάζεται να υποστεί ριζικό ανασχηματισμό, τότε αυτό σημαίνει αποτυχία στη συγκρότησή του. Μια αποτυχία για την οποία δεν μπορεί να ευθύνεται περισσότερο άλλος  από εκείνον που επέλεξε τα πρόσωπα που το απαρτίζουν. Γι΄ αυτό και, όπως έχει δείξει η ιστορία των τελευταίων χρόνων, οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων, ενώ γίνονται με προθέσεις για επανεκκίνηση, συνήθως καταλήγουν σε επιβεβαίωση της πολιτικής φθοράς που έχει υποστεί ο επικεφαλής του σχήματος που χρήζει ριζικής αλλαγής.
            Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι στο εξωτερικό και κυρίως στις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι ανασχηματισμοί, δηλαδή οι μαζικές και ταυτόχρονες αλλαγές στις κυβερνητικές συνθέσεις, αποτελούν την σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι υπουργοί που επιλέγονται έχουν μπροστά τους όλο τον χρόνο για να ασκήσουν την πολιτική για την οποία ψηφίστηκε η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν. Αν αποτύχουν ή διαφωνήσουν με τον πρωθυπουργό παραιτούνται και αντικαθίστανται χωρίς να χρειάζεται ο επικεφαλής της κυβέρνησης να κάνει ανασχηματισμό.
Στη δική μας χώρα ισχύει μάλλον το αντίθετο: οι υπουργοί σπανίως παραιτούνται και σπανιότερα καρατομούνται. Για να αντικατασταθούν χρειάζεται, πάμπολλες φορές, να γίνει ανασχηματισμός είτε γιατί δεν υπάρχει η ευθιξία της παραίτησης, είτε γιατί οι πρωθυπουργοί δεν θέλουν να γίνουν δυσάρεστοι στους συνεργάτες τους και προτιμούν να τηρούν ισορροπίες μοιράζοντας τα υπουργικά χαρτοφυλάκια με ανορθολογικά κριτήρια.
Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, ένας μικρός ή μεγάλος κυβερνητικός ανασχηματισμός κάθε χρόνο. Η συνήθης δε εξέλιξη είναι ότι έπειτα από κάθε ανασχηματισμό ο αριθμός των υπουργών και των υφυπουργών να μεγαλώνει, καθώς αυξάνονται οι πιέσεις για την κατάληψη κυβερνητικών θώκων και μειώνονται τα περιθώρια που έχουν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων να μην ενδίδουν στις φιλοδοξίες για υπουργοποίηση. Ενώ ταυτόχρονα οι αδιάκοπες φήμες για επικείμενο ανασχηματισμό οδηγούν σε παραλυτικά φαινόμενα τον κρατικό και κυβερνητικό μηχανισμό που δεν λειτουργούν χωρίς την αίσθηση ενός ισχυρού πολιτικού προϊστάμενου.   
Είναι, λοιπόν, ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι κυβερνητικοί ανασχηματισμοί σχεδόν ποτέ δεν λύνουν προβλήματα. Γι΄ αυτό και προκαλεί απορίες πως ένας έμπειρος πολιτικός, όπως ο νυν πρωθυπουργός, δεν «κόβει μαχαίρι» τη συζήτηση περί επικείμενου ανασχηματισμού, προχωρώντας αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, στην άμεση αντικατάσταση όποιου υπουργού ή υφυπουργού δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί.
Τόσο δύσκολο, άραγε, είναι για τον κ. Μητσοτάκη να συνεχίσει να αποφεύγει την πεπατημένη;

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κάποιος πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες



Όσες ανακοινώσεις και αν κάνει η κυβέρνηση για την πολυθρύλητη επανεκκίνηση της οικονομίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν κάποιος αρμόδιος αξιωματούχος δεν καλέσει τους ιθύνοντες των τραπεζών για να τους υποχρεώσεις να ανοίξουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις.
Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Εκπλήσσεται κανείς από το δημοσκοπικό double score;


Καθώς το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται να ακολουθεί πλέον φθίνουσα πορεία, ίσως είναι η κατάλληλη ώρα για έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι βασικές εγχώριες πολιτικές δυνάμεις την πρωτόγνωρη αυτή δοκιμασία για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η στάση και η συμπεριφορά της κυβέρνησης είναι λίγο ως πολύ γνωστές. Και μάλλον μη αμφισβητούμενες, τουλάχιστον από την μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, επιβραβεύει τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική παράταξη.
Σχεδόν από παντού, άλλωστε, αναγνωρίζεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του κινήθηκαν εγκαίρως, κινητοποίησαν όλες τις δυνάμεις που διέθετε η χώρα, ενώ έπεισαν και τους πολίτες να ακολουθήσουν τις υποδείξεις των ειδικών.
Η συνταγή που ακολούθησαν οι κυβερνώντες ήταν πολύ απλή. Χωρίς να χρειαστεί να… εφεύρουν εκ νέου την πυρίτιδα, κατέφυγαν στους ειδικούς ζητώντας τα φώτα των γνώσεων τους. Άφησαν κατά μέρος τις κομματικές παρωπίδες που έκαναν αρκετά από τα στελέχη του χώρου τους να ζητούν μέχρι πρότινος την αποκαθήλωση του ΕΣΥ.
Αποφεύγοντας, μάλιστα, τις ακραίες υποδείξεις αντιπάλων τους για «εδώ και τώρα» επίταξη του ιδιωτικού τομέα της υγείας, προώθησαν τη συνεργασία με το δημόσιο σύστημα υγείας, αυξάνοντας τη «δύναμη πυρός» με την οποία το τελευταίο οργάνωσε την άμυνα απέναντι στην πανδημία.
Αλλά και στο οικονομικό πεδίο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες κινήθηκαν χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές. Υιοθετώντας στην πράξη τις αρχές του κεϋνσιανισμού, αναγνώρισαν χωρίς περιστροφές ότι «η αγορά δεν έχει πάντα τις λύσεις» και άπλωσαν δίχτυ προστασίας για τη διάσωση των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Αν για κάτι, λοιπόν, διακρίθηκε το κυβερνητικό επιτελείο τους τελευταίους μήνες, κακά τα ψέματα αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας στην πραγματικότητα που επέδειξαν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες.        
Από την άλλη είναι αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς τους αντιπάλους της κυβέρνησης και κατά βάση την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να… αντιπολιτεύονται την πραγματικότητα. Και για μην θεωρηθεί ότι ενέχει στοιχεία υπερβολής η συγκεκριμένη επισήμανση, ας δούμε την εξέλιξη που είχαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα.    
            Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό «Κόντρα», δήλωνε επί λέξει: «Διότι εάν είναι (η Ελλάδα) η τελειότερη στον κόσμο, τι να πούνε οι γείτονές μας, γιατί δεν είναι μόνο η Ιταλία γειτονική χώρα. Δηλαδή ο Ράμα που έχει μόνο 25 θανάτους είναι θεός. Ή ο Μπορίσοφ που έχει 35 είναι και αυτός ημίθεος. Δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Στο ανώτατο, δηλαδή, επίπεδο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητούσε ευθέως τη θετική έκβαση που όλοι έβλεπαν ότι είχε η προσπάθεια περιορισμού της υγειονομικής κρίσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ακόμη και τώρα να αποδίδουν τη πανθομολογούμενη ευνοϊκή εξέλιξη που είχε η εγχώρια καμπύλη με τα κρούσματα, αλλά και τα θύματα της πανδημίας πότε στην καλή τύχη της χώρας και πότε στη γεωγραφική της θέση.
Είναι, όμως, τα πράγματα, όπως τα… θέλουν οι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης; Οι αριθμοί, όταν δεν «μαγειρεύονται», λένε πάντα την αλήθεια. Εξετάζοντας, λοιπόν, συγκριτικά μια δεκάδα χωρών της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων βρίσκουμε τα εξής αδιαμφισβήτητα στοιχεία:
Η Τουρκία, παρόλο που άργησε πολύ καιρό να ανακοινώσει τους πρώτους προσβληθέντες από τον ιό και ο Ερντογάν πανηγύριζε για το… τουρκικό DNA, διατηρεί πλέον τα πρωτεία, έχοντας προσώρας 1.965 κρούσματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση η Σερβία με 1.318 κρούσματα ανά εκατομμύριο, στην τρίτη θέση η Βόρεια Μακεδονία με 1.196, στην τέταρτη η Ρουμανία με 1.022 και στην πέμπτη η Βοσνία με 777. Έκτη είναι η Σλοβενία με 710, έβδομη η Κροατία με 547, όγδοη η Αλβανία με 411, ένατη η Βουλγαρία με 368 και δέκατη η Ελλάδα με 282 κρούσματα για κάθε εκατομμύριο κατοίκων της χώρας.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επιδημιολόγος για να αντιληφθεί ότι η περιορισμένη εξάπλωση που είχαν τα κρούσματα στη χώρα μας ήταν προϊόν της αποτελεσματικότητας που είχαν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν. Ούτε απαιτούνται γνώσεις λοιμωξιολογίας για να αποδεχθεί κάποιος ότι η έγκαιρη ιχνηλάτηση των επαφών όσων διαπιστώθηκε ότι προσβλήθηκαν από τον ιό είναι η κατάλληλη μέθοδος για να περιοριστεί η διασπορά της πανδημίας.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες, χωρίς να είναι ούτε επιδημιολόγοι ούτε λοιμωξιολόγοι, βλέπουν την πραγματικότητα την οποία αρνείται να δει η ηγεσία και το στελεχιακό δυναμικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και γι΄ αυτό δίνουν σε όλες τις πρόσφατες μετρήσεις δημοσκοπικό double score στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο κυβερνών κόμμα.
Εκπλήσσεται κανείς;