Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

«Δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε», παραμένουν… ΣΥΡΙΖΑίοι


Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, από το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο γίνεται λόγος για «αγορασμένες ειδήσεις» και εμφανίζονται συλλήβδην οι δημοσιογράφοι να… κυνηγούν το χρήμα που τους μοιράζει η κυβέρνηση.
Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς είναι διότι στο συγκεκριμένο σποτ αποτυπώνεται ανάγλυφα όλη η αντιδημοκρατική νοοτροπία της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως τη βιώσαμε την περίοδο διακυβέρνησης από τους διαβόητους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Την εχθροπάθεια και τη μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίζονταν όσοι δημοσιογράφοι δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στην εξουσία τους; Τα non paper του Μεγάρου Μαξίμου με τα οποία στοχοποιούνταν προσωπικά όσοι υπέγραφαν ρεπορτάζ που δεν ήταν της αρεσκείας των ενοίκων του πρωθυπουργικού γραφείου; Τον αποκλεισμό των μη αρεστών μέσων από το δικαίωμα υποβολής ερώτησης στο πλαίσιο της ΔΕΘ;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς θυμίζοντας την Εξεταστική για τα δάνεια των ΜΜΕ, στην οποία κλήθηκαν επιλεκτικά πρόσωπα μόνον και μόνον για να εκτεθούν στα μάτια της κοινής γνώμης, την απόπειρα οικονομικού στραγγαλισμού στα μέσα που προασπίζονταν την ανεξαρτησία τους, το διαβόητο πόρισμα του Ινστιτούτου για τον αριθμό των καναλιών που χωρούν τάχατες στο φάσμα των συχνοτήτων ή τον απροκάλυπτο  εξοβελισμό από τις τηλεοπτικές οθόνες καναλιών που χαλούσαν το αφήγημα ότι «αφού πήραμε την κυβέρνηση, πρέπει να πάρουμε και την εξουσία».
Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά και οι περιπτώσεις αυτές που μαρτυρούν τη μανία με την οποία επιχειρούσαν να ελέγξουν την ενημέρωση είναι απλώς ενδεικτικές και αφορούν περιστατικά που είναι παγκοίνως γνωστά. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους υπόγειους εκβιασμούς και τις παρασκηνιακές ίντριγκες μέσω των οποίων εξέφραζαν τη δυσανεξία τους στην κριτική που τους ασκείτο ή επιχειρούσαν να επιβάλουν τη μονολιθικότητα στην προσέγγιση της ειδησεογραφίας, εξουθενώνοντας κάθε αντίθετη άποψη. Όποιος δεν ακολουθούσε τη γραμμή που χάραζαν τα non paper των προπαγανδιστικών μηχανισμών που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια του πρωθυπουργικού γραφείου ήταν «πράκτορας του εχθρού».   
Έχοντας, πλέον, μετακομίσει στην Κουμουνδούρου, οι ίδιοι αυτοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να κάνουν το μόνο που ξέρουν να κάνουν: να μοιράζουν τη γραμμή που έρχεται από πάνω και να προσπαθούν να την επιβάλλουν σε όλα τα μέσα και με όλες τις μεθόδους. Όσοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις δεν έχουν πρόβλημα. Όσοι δεν εννοούν να γίνουν… συνεργάσιμοι, υφίστανται τις συνέπειες, κυρίως μέσω της συκοφάντησης, αφού δεν έχουν πια στη διάθεσή τους άλλα μέσα αθέμιτου ελέγχου.
Είναι άκρως χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα με την περιβόητη «Παπαδημούπολη» που έφερε στο φως το «Θέμα», αποκαλύπτοντας με στοιχεία ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε μέσα σε δύο χρόνια 15 ακίνητα σε υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας προκειμένου να τα νοικιάσει, μέσω ΜΚΟ, σε μετανάστες και πρόσφυγες. Μη μπορώντας να αντιδράσει αλλιώς, ο ίδιος ο κ. Παπαδημούλης ξιφούλκησε κατά της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρώντας να πείσει ότι το κυβερνών κόμμα ήταν πίσω από το δημοσίευμα που είχε τις υπογραφές τριών επαγγελματιών δημοσιογράφων.
Αλλά και η ηγεσία της Κουμουνδούρου, δεν πήγε πίσω. Μπορεί να χρειάστηκε χρόνο για να αποδοκιμάσει την επιχειρηματική δραστηριότητα του στελέχους του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να μην καταφύγει στην προσφιλή τακτική της κατασκευής εχθρού. Μαθαίνουμε από τις επίσημες διαρροές ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, αφού θεώρησε το «θέμα λήξαν», επειδή ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε ότι θα διαθέσει σε… αγαθοεργίες τα καθαρά κέρδη από τις ενοικιάσεις σε ΜΚΟ και μετανάστες, συμπλήρωσε:
«Από εδώ και στο εξής, οποιαδήποτε αναπαραγωγή του θέματος συνιστά μονάχα αντιπερισπασμό της ΝΔ στην προσπάθειά της να κρύψει και να συμψηφίσει τα πραγματικά οικονομικά σκάνδαλα εκατοντάδων εκατομμυρίων που βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Και αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε». Ήρθε, δηλαδή, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει με πέντε ημέρες καθυστέρηση τις δικαιολογίες και τις αιριάσεις του κ. Παπαδημούλη για «δάκτυλο της ΝΔ».
Ε, αυτή ακριβώς τη νοοτροπία αποπνέει και το σποτ με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να χλευάσει την καμπάνια για το «Μένουμε σπίτι». Αναζητώντας άλλοθι για τη συνεχή δημοκοπική υποχώρηση που υφίστανται κατά τον ένα χρόνο που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, στοχοποιούν τους εργαζόμενους στην ενημέρωση. Επειδή αυτό είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν.
Στην περίπτωσή τους ισχύει ο αφορισμός του Ταλεϋράνδου μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων ότι «δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε». Κατά τον ίδιο τρόπο, η ΣΥΡΙΖΑϊκή ηγεσία, όσες στροφές προς το Κέντρο και αν ανακοινώνει, όσα προσωνύμια και αν προσθέτει στον τίτλο τους –όπως το βαρύγδουπο «Προοδευτική Συμμαχία»- παραμένει ίδια και απαράλλακτη. Με την ίδια αντιδημοκρατική νοοτροπία που της επέτρεπε να συνεργάζεται με την Ακροδεξιά και να στήνουν από κοινού σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων και όποιον αντιτίθετο στην εξουσία τους. 
Υ.Γ.: Και για όποιον έχει απορία γιατί στοχοποιούνται οι δημοσιογράφοι και όχι οι ιδιοκτήτες των μέσων -που στο τέλος τέλος είναι εκείνοι που εισέπραξαν τα χρήματα από την καμπάνια του «Μένουμε στο Σπίτι»- η απάντηση ίσως βρίσκεται στην γνωστή ιστορία με τη «γάτα των Ιμαλαίων». Ο μεγάλος αρχηγός συναντάται κρυφά με τους ιδιοκτήτες των μέσων και αν «τα βρουν» έχει καλώς. Αν όχι, τότε υπάρχει η στοχοποίηση και η απειλή του λουκέτου, αναλόγως με το σε πόσο δύσκολη θέση είναι ο «αντίπαλος».

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Οι ανασχηματισμοί (σχεδόν ποτέ) δεν λύνουν προβλήματα


            Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διανύει το 53ο έτος της ηλικίας του και μπορεί να μην έκλεισε ακόμη χρόνο στην πρωθυπουργία, είναι, όμως, αρκετά έμπειρος πολιτικός. Θητεύει στο Κοινοβούλιο από το 2004 και άρα γνωρίζει τη νοοτροπία από την οποία διακατέχεται ο μέσος Έλληνας βουλευτής, ενώ διαθέτει και σημαντική επιπρόσθετη εμπειρία από τη μακρά παρουσία που έχει η οικογένειά του στην εγχώρια δημόσια ζωή.
            Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε, ανατρέποντας τα προγνωστικά, εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός έδειξε διάθεση να μην ακολουθήσει την «πεπατημένη» προκατόχων του, οι οποίοι με εσωτερικές μικροδιευθετήσεις και διαμοιρασμούς υπαρκτών και ανύπαρκτων οφίτσιων προσπαθούσαν να κάνουν τους λιγότερους «εχθρούς» και αδιαφορούσαν για το αν η εξουσία την οποία μοίραζαν είχε κοινωνικό αντίκρισμα.
            Τον περασμένο Ιούλιο, όταν συγκρότησε την πρώτη κυβέρνησή του, κινήθηκε, εν πολλοίς, χωρίς να τηρήσει τις γνωστές από το παρελθόν παραλυτικές ισορροπίες. Αξιοποίησε νέα στελέχη εξωκοικοινοβουλευτικά και κυρίως εξωνεοδημοκρατικά. Έδειξε να μη λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψιν του την κομματική επετηρίδα και να μην υπολογίζει πολύ στις σχέσεις βουλευτών και άλλων στελεχών με τις παλιές βαρωνίες και τα τζάκια της συντηρητικής παράταξης.
            Η τακτική που ακολούθησε μάλλον επιβραβεύτηκε από την ελληνική κοινωνία, αφού σχεδόν σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης ο ίδιος προσωπικά αλλά και το κόμμα του ενισχύουν το πολιτικό κεφάλαιο το οποίο διέθεταν την 7η Ιουλίου του 2019 όταν οι πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες και ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη με αποδοχή σταθερά μεγαλύτερη από εκείνη της παράταξής του.
            Με τον πρώτο, εξάλλου, νόμο για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», τον οποίο ψήφισε μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση, συγκέντρωσε στο Μέγαρο Μαξίμου εξουσία και πολιτική ισχύ όσο ελάχιστοι προκάτοχοί του. Το πρωθυπουργικό γραφείο αποτελεί αναμφισβήτητα το κέντρο για όλες τις αποφάσεις που αφορούν την κυβερνητική πολιτική, ακόμη και όταν αυτές τυπικά λαμβάνονται στις μηνιαίες συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.
            Οι υπουργοί, πολύ δε περισσότερο οι υφυπουργοί, έχουν πολύ μικρή ευχέρεια επιλογών στην άσκηση της πολιτικής. Ο κεντρικός έλεγχος για όλες τις νομοθετικές -και όχι μόνον- πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τα κυβερνητικά στελέχη γίνεται από το Μαξίμου. Παράλληλα το σύστημα αξιολόγησης των δράσεων ενός εκάστου υπουργού ή υφυπουργού, που λειτουργεί επίσης στο πρωθυπουργικό γραφείο, δεν αφήνει περιθώρια για αυτόνομη δράση ή άλλες εμφανείς αποκλίσεις.
            Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για ποιο λόγο τους τελευταίους μήνες πυροδοτούνται τόσο συχνά συζητήσεις για αλλαγές στη διάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου. Είναι προφανές ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τα κυβερνήσεις, υπάρχουν ικανοί, λιγότεροι ικανοί, ακόμη και ανίκανοι υπουργοί και υφυπουργοί. Όπως εξίσου προφανές είναι ότι η επιτυχία ή αποτυχία του καθενός κυβερνητικού στελέχους δεν βαραίνει μόνον τον ίδιο, βαραίνει, πρωτίστως, εκείνον που τον επέλεξε.
            Με άλλα λόγια, αν ένα Υπουργικό Συμβούλιο είναι τόσο προβληματικό που χρειάζεται να υποστεί ριζικό ανασχηματισμό, τότε αυτό σημαίνει αποτυχία στη συγκρότησή του. Μια αποτυχία για την οποία δεν μπορεί να ευθύνεται περισσότερο άλλος  από εκείνον που επέλεξε τα πρόσωπα που το απαρτίζουν. Γι΄ αυτό και, όπως έχει δείξει η ιστορία των τελευταίων χρόνων, οι ανασχηματισμοί των κυβερνήσεων, ενώ γίνονται με προθέσεις για επανεκκίνηση, συνήθως καταλήγουν σε επιβεβαίωση της πολιτικής φθοράς που έχει υποστεί ο επικεφαλής του σχήματος που χρήζει ριζικής αλλαγής.
            Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι στο εξωτερικό και κυρίως στις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι ανασχηματισμοί, δηλαδή οι μαζικές και ταυτόχρονες αλλαγές στις κυβερνητικές συνθέσεις, αποτελούν την σπάνια εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι υπουργοί που επιλέγονται έχουν μπροστά τους όλο τον χρόνο για να ασκήσουν την πολιτική για την οποία ψηφίστηκε η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν. Αν αποτύχουν ή διαφωνήσουν με τον πρωθυπουργό παραιτούνται και αντικαθίστανται χωρίς να χρειάζεται ο επικεφαλής της κυβέρνησης να κάνει ανασχηματισμό.
Στη δική μας χώρα ισχύει μάλλον το αντίθετο: οι υπουργοί σπανίως παραιτούνται και σπανιότερα καρατομούνται. Για να αντικατασταθούν χρειάζεται, πάμπολλες φορές, να γίνει ανασχηματισμός είτε γιατί δεν υπάρχει η ευθιξία της παραίτησης, είτε γιατί οι πρωθυπουργοί δεν θέλουν να γίνουν δυσάρεστοι στους συνεργάτες τους και προτιμούν να τηρούν ισορροπίες μοιράζοντας τα υπουργικά χαρτοφυλάκια με ανορθολογικά κριτήρια.
Το αποτέλεσμα είναι να γίνεται στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο, ένας μικρός ή μεγάλος κυβερνητικός ανασχηματισμός κάθε χρόνο. Η συνήθης δε εξέλιξη είναι ότι έπειτα από κάθε ανασχηματισμό ο αριθμός των υπουργών και των υφυπουργών να μεγαλώνει, καθώς αυξάνονται οι πιέσεις για την κατάληψη κυβερνητικών θώκων και μειώνονται τα περιθώρια που έχουν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων να μην ενδίδουν στις φιλοδοξίες για υπουργοποίηση. Ενώ ταυτόχρονα οι αδιάκοπες φήμες για επικείμενο ανασχηματισμό οδηγούν σε παραλυτικά φαινόμενα τον κρατικό και κυβερνητικό μηχανισμό που δεν λειτουργούν χωρίς την αίσθηση ενός ισχυρού πολιτικού προϊστάμενου.   
Είναι, λοιπόν, ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι κυβερνητικοί ανασχηματισμοί σχεδόν ποτέ δεν λύνουν προβλήματα. Γι΄ αυτό και προκαλεί απορίες πως ένας έμπειρος πολιτικός, όπως ο νυν πρωθυπουργός, δεν «κόβει μαχαίρι» τη συζήτηση περί επικείμενου ανασχηματισμού, προχωρώντας αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, στην άμεση αντικατάσταση όποιου υπουργού ή υφυπουργού δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί.
Τόσο δύσκολο, άραγε, είναι για τον κ. Μητσοτάκη να συνεχίσει να αποφεύγει την πεπατημένη;

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Κάποιος πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες



Όσες ανακοινώσεις και αν κάνει η κυβέρνηση για την πολυθρύλητη επανεκκίνηση της οικονομίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν κάποιος αρμόδιος αξιωματούχος δεν καλέσει τους ιθύνοντες των τραπεζών για να τους υποχρεώσεις να ανοίξουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις.
Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!