Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Το «Φουρθιώτης-gate» εκθέτει το… ψοφοδεές πολιτικό σύστημα

 

Χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής, που η διαιώνισή τους εκθέτει ανεπανόρθωτα το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους ασκούν εξουσία, έφεραν στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι καταγγελίες για «τα έργα και τις ημέρες» της cult τηλεπερσόνας που ακούει στο όνομα Μένιος Φουρθιώτης.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που διάφορα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στον πολύ ευρύ χώρο της δημοσιότητας, καταφέρνουν, με μόνο εφόδιο το περίσσευμα θράσους που διαθέτουν, να προσπορίζονται ωφελήματα που δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα ούτε στις ικανότητές τους, η περίπτωση Φουρθιώτη είναι από τις πλέον προκλητικές.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση προέρχεται από τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Είτε πρόκειται για υπόγειες συναλλαγές, που, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποδειχθεί τεκμηριωμένα, είτε αφορά απλώς ψοφοδεή διάθεση που προέρχεται από πονηρές σκέψεις του τύπου «ας τα έχουμε καλά μαζί του για να μην μας βρίζει από το τηλεοπτικό βήμα που διαθέτει», το αποτέλεσμα για τις εντυπώσεις που προκαλούνται στην κοινή γνώμη είναι ένα και το αυτό.

Η διάθεση μόνιμης αστυνομικής φρουράς σε έναν παρουσιαστή περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού, ακόμη και αν δεν ήταν στην έκταση που ανέφεραν οι αρχικές καταγγελίες, αποτελεί μείζον ζήτημα από τη στιγμή που γίνεται με δαπάνες των φορολογουμένων. Πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται, οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να γνωρίζουν για τους πολλούς ανοικτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και να είχαν γνώση του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί τον συνόδευαν στις επισκέψεις σε υπουργικά γραφεία για να διεκδικήσει χρήματα με εκβιαστικές απειλές.

Τα ερωτήματα για το ποιος και γιατί έλαβε τις αποφάσεις για να φρουρείται ο κ. Φουρθιώτης δεν απαντήθηκαν. Η επίσημη δικαιολογία σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ δεν αξιολογούν χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά εκτιμούν κινδύνους» δεν είναι πειστικές. Ακόμη και όταν συνοδεύονται με επισήμανση της αρχής ότι «η ασφάλεια αποτελεί καθολικό αγαθό». Κι αυτό διότι είναι προφανές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί στον συγκεκριμένο τηλεπαρουσιαστή, όπως και σε άλλους ομοίους του οι οποίοι θέλουν bodyguards για λόγους prestige, έλειπαν από την αστυνόμευση των γειτονιών που έχουν προβλήματα αυξημένης εγκληματικότητας.

            Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραδέχτηκε ότι η φρούρηση του Μένιου Φουρθιώτη ξεκίνησε από τον Μάιο του 2020 με έναν αστυνομικό και έφτασε τον Μάρτιο του 2021 να έχει τέσσερις αστυνομικούς , εικοσιτετράωρη φύλαξη του σπιτιού του και συνοδευτικό αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα της ασφάλειας. Η αύξηση της φρουράς του τηλεπαρουσιαστή αποδόθηκε στο φορτισμένο κλίμα που υπήρχε την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της υπόθεσης Κουφοντίνα.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό Λευτέρη Οικονόμου, «τον Μάιο του 2020 είχε διατεθεί ένας αστυνομικός για την ασφάλεια του κ. Φουρθιώτη με βάση ορισμένα περιστατικά και αιτήματα που αυτός είχε επικαλεστεί. Αξιολογήθηκαν από την αρμόδια επιτροπή που προβλέπεται. Στις 12 Αυγούστου του 2020 υπήρξε ένας εμπρησμός έξω από την οικία του». Με αυτή την αφορμή, ο τηλεπαρουσιαστής θεώρησε ότι δεν φρουρείται επαρκώς και πιέζοντας αρμοδίως κατάφερε να ενισχύσει βαθμηδόν την φρουρά.

*Την 1η Νοεμβρίου 2020 αποφασίστηκε η παράταση της διάθεσης του ενός αστυνομικού και παράλληλα διατέθηκε και ένας δεύτερος για ένα τρίμηνο προκειμένου να εναλλάσσονται κάθε μέρα οι δύο αστυνομικοί.

*Στις 10 Ιανουαρίου του 2021 υπήρξε εμπρησμός του αυτοκινήτου του διευθυντή του ενημερωτικού τμήματος του Έψιλον TV. Με βάση αυτό το περιστατικό -και νέα αιτήματα που υποβλήθηκαν προς το αρχηγείο της ΕΛΑΣ για αύξηση της φρουράς- στις 13 Ιανουαρίου 2021 διατάχθηκε η διάθεση και τρίτου αστυνομικού και μιας υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας και η επιτήρηση της οικίας του.

*Τα μέτρα αυτά μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου δεν είχαν υλοποιηθεί. Στις 18 Μαρτίου, όμως, εξαιτίας της συνολικής έντασης γύρω από τις κινητοποιήσεις υποστηρικτών του Δ. Κουφοντίνα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η συνοδευτική ασφάλεια με τέταρτο αστυνομικό και ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ενώ διατάχθηκε εικοσιτετράωρη φύλαξη της οικίας του. Τότε είχαμε επίθεση σε σπίτια βουλευτών και άλλων προσώπων και απειλών που υπήρχαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την απεργία Κουφοντίνα.

Μετά τον πρόσφατο θόρυβο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απέσυρε την φρουρά και στις τοποθετήσεις του έδειξε αυτοκριτική διάθεση, αλλά και πρόθεση να δώσει λύση στο ζήτημα της φρούρησης των κάθε λογής «επωνύμων». O υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν δίστασε να πει μια μεγάλη αλήθεια που αναδεικνύει τον χρόνιο χαρακτήρα που έχουν τα νοσηρά φαινόμενα της φρούρησης με όρους… ρουσφετολογίας ή δύναμης ισχύος.

«Κάθε υπουργός προστασίας του Πολίτη τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί να πάρει κόσμο από τα “επίσημα”, όπως λέγονται και να τον βάλει σε μάχιμες αστυνομικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής, να βγάλει “την αστυνομία στους δρόμους”», δήλωσε για να προσθέσει: «Όλοι κι εγώ πρώτος, επαιρόμαστε τους δυο πρώτους μήνες ότι τα καταφέραμε και μετά γυρνάμε στα ίδια. Γιατί η πίεση της ζήτησης είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν λύνεται με διαταγές».

Αναλαμβάνοντας, όπως είπε, πλήρως την πολιτική ευθύνη και για λογαριασμό όλων όσοι είχαν το ίδιο πόστο τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν το σύστημα με το οποίο διατίθεται αστυνομική φρούρηση σε δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικοί, δικαστικοί και άλλοι, ο κ. Χρυσοχοΐδης δεσμεύθηκε δημοσίως ότι: «Θα νομοθετήσουμε τώρα με τόλμη και φαντασία και πολύ διάλογο». Συμπλήρωσε ότι «δεν θα ανακαλύψουμε τροχό», αλλά «θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν στο θέμα νωρίτερα από εμάς», προδιαγράφοντας τη συνεργασία της ΕΛΑΣ με ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης.

Εξίσου προβληματικός υπήρξε, εξάλλου, και ο τρόπος αντίδρασης της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας όταν αποκαλύφθηκε ότι μέσω εικονικών αυξήσεων στους μισθούς του, το συγκεκριμένο πρόσωπο προσπάθησε να αποσπάσει από το Δημόσιο χρήματα που δεν δικαιούνταν μέσω του προγράμματος «Συνεργασία».

Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης προχώρησε μεν σε επείγουσα νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις παράνομες απαιτήσεις του κ. Φουρθιώτη, θέτοντας πλαφόν στο ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού που μπορεί να λάβει κάποιος, πλην, όμως, δεν κατονόμασε τα πρόσωπα που τον είχαν απειλήσει. Και, πολύ περισσότερο, δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τις παρανομίες που εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. «Θα έπρεπε την ίδια ώρα να διατάξει τη σύλληψή του και τον στείλει απευθείας στον εισαγγελέα», υποστήριζαν τις προηγούμενες ημέρες συνάδελφοι του νυν κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας.

Αν και αρμόδιοι αξιωματούχοι απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής της κυβερνητικής ηγεσίας στις «εξυπηρετήσεις» προς τον Μένιο Φουρθιώτη, ωστόσο, τόσο η καθυστερημένη απόσυρση της αστυνομικής φρουράς του τηλεπαρουσιαστή όσο και η εκ των υστέρων παραπομπή στη Δικαιοσύνη της υπόθεσης με τις υπερβολικές απαιτήσεις αποζημίωσης από το υπουργείο Εργασίας, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες.

Το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα έρχονται από το παρελθόν δεν αποτελεί δικαιολογία. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ως άλλοθι η επισήμανση ότι παλαιότερα ο συγκεκριμένος τηλεπαρουσιαστής εκθείαζε από το τηλεοπτικό του βήμα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρμόδιο για τις τηλεοπτικές συχνότητες υπουργό Νίκο Παπά, ενώ ο «καναλάρχης» Φίλιππος Βρυώνης που του παρέχει τηλεοπτική στέγη είχε προσκληθεί και παρίστατο στη φιέστα… εξόδου από το Μνημόνιο που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

Πέρα από τον… καναπέ

 

Η σημειολογία της αμήχανης ορθοστασίας της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, προτού βρεθεί στον απομακρυσμένο καναπέ που της διέθεσαν οι υπηρεσίες του Παλατιού του «Σουλτάνου» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν από πολλές πλευρές άκρως αποκαλυπτική.

Όσα προσχήματα και αν επικαλέστηκαν για τις δήθεν προβλέψεις του πρωτοκόλλου και όσα προσχήματα και αν εφευρέθηκαν για την υποτιθέμενη κακή συνεννόηση των υπηρεσιών της εθιμοτυπίας, ουδείς μπορεί να παραβλέψει τα μηνύματα που εξέπεμπε η στάση του Τούρκου Προέδρου έναντι των συνδαιτυμόνων του.

Οι οποίοι –τι ειρωνεία;- τον είχαν επισκεφθεί για να του θέσουν μεταξύ άλλων το ζήτημα που έχει ανακύψει με την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης –αυτό και αν είναι ειρωνεία!- για την καταπολέμηση των διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών.

Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017. Είναι, όπως ανέφερε σχετικό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του το οποίο υποχρεώνει τα κράτη που την επικυρώνουν να ακολουθούν ενδελεχή, δεσμευτικά κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών.

Επίσημες έρευνες λένε ότι, ακόμη και στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα σε χώρες χωρίς δημοκρατική παράδοση, όπως είναι η Τουρκία. Αλλά και να αντιληφθεί γιατί ο Ερντογάν έσπευσε να ενδώσει στην απαίτηση των ακόμη πιο ακραίων από τον ίδιο –ναι, υπάρχουν και τέτοιοι!- πολιτικών εταίρων του για αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Όπως και να έχει, όμως, από τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την επίσκεψη στην Άγκυρα του διδύμου της ευρωπαϊκής ηγεσίας και το… στρογγυλοκάθισμα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δίπλα στον Ερντογάν, εκείνο που εντυπωσίασε λιγότερο ήταν η προκλητικά αγενής συμπεριφορά των γειτόνων μας. Λόγω της γειτνίασης μας, άλλωστε, εμείς οι Έλληνες έχουμε υποστεί και υφιστάμεθα, πολύ πιο θρασείες προκλήσεις από την ολιγόλεπτη ορθοστασία της προέδρου της Κομισιόν.

Το μείζον ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι παθογένειες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που αναδείχθηκαν εξαιτίας των νέο-οθωμανικών καμωμάτων της Άγκυρας. Δεν είναι μόνον ότι κανείς από το δίδυμο της ευρωπαϊκής ηγεσίας των Σαρλ Μισέλ και Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν δεν έδειξε να διαθέτει τα απαραίτητα πολιτικά ανακλαστικά άμεσης αντίδρασης μπροστά στην προσβολή που συνιστούσε η συμπεριφορά απέναντι στην επικεφαλής της Κομισιόν. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι για μια ακόμη αναδείχθηκε η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκφραστεί με μια φωνή και να δείξει την ισχύ που διαθέτει.

Ο πολυπλόκαμος –και, ως εκ τούτου, γραφειοκρατικός- μηχανισμός διακυβέρνησης της Ένωσης, σε συνδυασμό με την επιλογή των προσώπων για τις ηγετικές θέσεις που γίνεται, κατά βάση, με όρους συμβιβασμού και… ελάχιστου κοινού παρονομαστή, εμποδίζουν, δυστυχώς, την ανάδειξη στιβαρής ηγεσίας ικανής να χειρίζεται κρίσεις και να βρίσκει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν σε έναν οργανισμό 27 κρατών και εκατοντάδων –ή μήπως χιλιάδων;- κάθε είδους αντικρουόμενων συμφερόντων.

Δεν περιμέναμε βεβαίως το ταξίδι στην Άγκυρα για να διαπιστώσουμε το τεράστιο έλλειμμα αποτελεσματικής ηγεσίας που ταλανίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πριν από τον απομακρυσμένο… καναπέ, στον οποίο έβαλαν να καθίσει την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το βιώσαμε με τους ανερμάτιστους χειρισμούς των Βρυξελλών στην πανδημία του κορωνοϊού. Στο ένα και μοναδικό εγχείρημα που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας και το οποίο δεν ήταν άλλο από το κοινό εμβολιαστικό πρόγραμμα, απέτυχαν παταγωδώς.

Παρά την αδιαμφισβήτητη πολιτική και οικονομική ισχύ της, η Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκριτικά με άλλες προηγμένες χώρες, όπως, π.χ., οι ΗΠΑ ή η Βρετανία –για να μην πούμε για το Ισραήλ- αποδείχθηκε ουραγός στις προμήθειες εμβολίων και, άρα, στον αριθμό των εμβολιασμένων.

Το χειρότερο όλων, μάλιστα, είναι ότι δεν έδειξε αδράνεια, αλλά το γεγονός ότι οι προσπάθειες που κατέβαλε δεν ευοδώθηκαν, κυρίως επειδή οι φαρμακευτικές εταιρίες με τις οποίες διαπραγματεύτηκαν οι Βρυξέλλες, δεν βρήκαν απέναντι τους μια στιβαρή ηγεσία που ήταν διατεθειμένη να επιβάλει τους δικούς της όρους. Ενώ ακόμη και για να τρίξουν ελαφρώς τα δόντια στην Άγκυρα, έδειχναν μέχρι την τελευταία ώρα να περιμένουν την επίνευση της Ουάσιγκτον και διοίκησης του Τζο Μπάιντεν.

Γι΄ αυτό, λοιπόν, πέρα από τον… καναπέ του σουλτανικού Παλατιού, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επιτακτικότερο από ποτέ να (επι)δείξει την δύναμη της. Με το Ταμείο Ανάκαμψης που υιοθέτησε τον περασμένο χρόνο έκανε ένα αξιοσημείωτο βήμα προς τα εμπρός.

Απομένουν, όμως, να κάνει πολλά ακόμη ούτως ώστε να τη σέβονται και να τη φοβούνται τόσο ο Ερντογάν όσο και οι φαρμακοβιομηχανίες. Και κυρίως να την εμπιστευόμαστε τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Θα μηνύσει κανείς τον Απόστολο Δοξιάδη;

 

«Συμβολή στην καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας» θεωρεί ο κ. Βαγγέλης Καλπαδάκης, διπλωματικός σύμβουλος του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τα όσα εις βάρος του κατήγγειλε τις προηγούμενες ημέρες ο γνωστός συγγραφέας κ. Απόστολος Δοξιάδης για τον ρόλο που διαδραμάτισαν στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης στις εκδόσεις αλλά και στις απόπειρες εκδόσεων Τούρκων αντικαθεστωτικών που αναζήτησαν καταφύγιο στη χώρα μας μετά το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 κατά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι δεν ένοιωσαν την ανάγκη να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη για να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή τους ούτε ο κ. Καλπαδάκης, ο οποίος την επίμαχη περίοδο συμβίωνε με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που υπηρετούσε στην πρεσβεία της Αθήνας όσο ο «καλός της» ήταν το πρώτο διπλωματικό βιολί στο Μέγαρο Μαξίμου, ούτε κανείς από τους τότε υπουργούς (Γιάννης Μουζάλας και Δημήτρης Βίτσας) και τους λοιπούς αξιωματούχους (όπως η απόστρατη αντιστράτηγος της ΕΛΑΣ Ζαχαρούλα Τσιριγώτη ή η πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου), οι οποίοι ονομαστικά καταγγέλλονται ότι παρέβησαν τα καθήκον τους μόνο και μόνο για να μην εκτεθεί ο Αλέξης Τσίπρας με τις απαράδεκτες δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι του Τούρκου Προέδρου.

Ο κ. Δοξιάδης, από την πλευρά του, αρθρογραφώντας στον ιστότοπο «protagon.gr», δεν μασάει τα λόγια του. Μιλάει ευθέως για μια «θλιβερή και ταυτόχρονα εξοργιστική ιστορία» που «έχει στο επίκεντρό της ένα συμβάν και δύο σχέσεις». Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το συμβάν είναι «η ουδέποτε ευθέως διαψευσθείσα υπόσχεση του Τσίπρα στον Ερντογάν, ότι θα επιστρέψει τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη χώρα μας στις 16 Ιουλίου 2016 με στρατιωτικό ελικόπτερο».

Ενώ οι δύο επίμαχες σχέσεις είναι: αφενός, «η σχέση εμπιστοσύνης του Τσίπρα με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, νεαρό και άπειρο διπλωμάτη που όρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» και, αφετέρου, η «η συμβίωση του Καλπαδάκη με την τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά Μπαρουτσού, που λίγο αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ο Καλπαδάκης ανέλαβε την υψηλή του θέση, μετετέθη (σύμπτωση;) από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, σε ανώτατη θέση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, επισήμως υπεύθυνη για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά και για τις “προσφυγικές ροές”, με τη δεύτερη αρμοδιότητα σύντομα να αποκτά μακάβρια σημασία. Και, βέβαια, φτάνοντας στην Αθήνα, η Μπαρουτσού άρχισε να συζεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της».

Ο γνωστός συγγραφέας, ο οποίος ήταν η ψυχή της ομάδας των Ελλήνων πολιτών που έδωσαν σκληρό αγώνα για να μην παραδοθούν σιδηροδέσμιοι οι Τούρκοι αξιωματικοί που κατέφυγαν ικέτες στην Ελλάδα, φέρνει στο φως δύο αποκαλυπτικές συναντήσεις που είχε ο ίδιος την περίοδο που δόθηκαν οι σκληροί δικαστικοί αγώνες για να αποτραπεί η έκδοση των «Οκτώ». Η περιγραφή την οποία κάνει είναι τόσο λεπτομερώς παραστατική που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση των λεγομένων του. «Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου “μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα”, “αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει”, “αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου”, και άλλα τέτοια», γράφει ο κ. Δοξιάδης.

Ο δεύτερος τον οποίο συνάντησε ήταν –οποία… έκπληξη!- ο κ. Καλπαδάκης. «Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές», αναφέρει ο συγγραφέας, προσθέτοντας: «Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: “Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!”». Και συνεχίζει: «Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο…».

Η τακτική αυτή του κ. Δοξιάδη υποχρέωσε, όπως ο ίδιος περιγράφει, τον κ. Καλπαδάκη να αλλάξει συμπεριφορά: «…Σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, “ο Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ”. “Ε, ας θυμώσει”, του είπα εγώ. “Δεν είναι έτσι απλό”, συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. “Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες”. Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. “Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;”, ρώτησα. “Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς”…», αναφέρει ο συγγραφέας. Και συμπεραίνει ότι «οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Μπαρουτσού…».

Με τον κ. Δοξιάδη δεν γνωριζόμαστε προσωπικώς. Έχουμε επικοινωνήσει τηλεφωνικώς μία και μόνη φορά όταν στις 12 Ιανουαρίου 2017 δημοσίευσα σε αυτήν εδώ τη στήλη κείμενο υπό τον τίτλο «Αδιανόητο ανοσιούργημα». Ήταν ένα κείμενο που στηριζόταν σε off the record ενημέρωση από εγκυρότατη πηγή, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας είχε «εκμυστηρευθεί» σε πολιτικό αρχηγό της τότε αντιπολίτευσης την πρόθεσή του «να εκδοθούν τελικώς στην Τουρκία οι έξι  που υπήρξαν αξιωματικοί και να παρασχεθεί άσυλο μόνον στους δύο άλλους που ήταν υπαξιωματικοί». Γι΄  αυτό τον λόγο, μάλιστα, είχε μεθοδευτεί ο διαχωρισμός των υποθέσεων των Οκτώ παρόλο που ήταν πανομοιότυπες.

Στο καταληκτικό υστερόγραφο του κειμένου μου έγραφα τα εξής: «Είναι μάλλον η πρώτη φορά που γράφω ένα κείμενο με την ελπίδα και τη διακαή επιθυμία να διαψευστεί…». Μετέφερα στον κ. Δοξιάδη όσα μου επέτρεπε η δέσμευση του off the record που είχα αναλάβει έναντι της πηγής μου. Και έκτοτε παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον –και με αγωνία (γιατί να το κρύψω;) που μου προκαλούσαν οι αμφιβολίες αν έπρεπε να μιλήσω πιο ανοικτά- τον μαραθώνιο δικαστικό αγώνα που έδωσαν ο κ. Δοξιάδης και λίγοι ακόμη ενεργοί πολίτες με πραγματικές ευαισθησίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι ίσως περιττό να σημειώσω ότι το νικηφόρο αποτέλεσμα που έφεραν οι τιτάνιες προσπάθειές τους κατά της έκδοσης των Οκτώ με χαροποίησε αφάνταστα, αν και κάποιοι άλλοι πολίτες της γείτονος δεν είχαν την ίσια καλή τύχη, αφού, όπως καταγγέλλεται, παραδόθηκαν παρανόμως στα όργανα του Ερντογάν. Θα με… χαροποιούσε επίσης αν κάποιος από τους ονομαστικά καταγγελλόμενους μήνυε τον κ. Δοξιάδη για να ανοίξει ο φάκελος των παράνομων παραδόσεων. Κάτι τέτοιο, όμως, φαντάζει απίθανο. Και μάλλον θα μείνουμε μόνον με τους ισχυρισμούς του κ. Καλπαδάκη ότι όποιος δεν ενδίδει στους λεονταρισμούς του Σουλτάνου είναι… υπόλογος «για καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας».

Που την έμαθαν, άραγε, αυτή τη… διπλωματική μαεστρία οι θιασώτες του διαβόητου δόγματος της… «good diplomacy»;