Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάιντεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάιντεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Το «χούι», η «ενέργεια» και τα… νεκροταφεία των αναντικατάστατων

«Το χούι της πολιτικής εγκαταλείπει τον πολιτικό έξι μήνες μετά τον θάνατο του…», είναι ένα από τα αποφθέγματα που χρησιμοποιούνται στην εγχώρια δημόσια ζωή για να περιγράψουν την προσκόλληση που επιδεικνύουν πολλοί συνάνθρωποι μας οι οποίοι, γοητευμένοι από την αίσθηση (συχνά και ψευδαίσθηση) εξουσίας που δίνει η ενασχόληση με τα κοινά, δεν πτοούνται από τις αποτυχίες τους, επιμένοντας εφ΄ όρου ζωής να διεκδικούν αξιώματα και κάνοντας το παν για να καταφέρουν να μείνουν προσκολλημένοι ισοβίως στις καρέκλες τους.

Στον αντίποδα αυτής της νοοτροπίας, η οποία -κακά τα ψέματα- δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνον ελληνικό φαινόμενο, ήρθε η γενναία απόφαση της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν να ανακοινώσει ότι δεν θα ζητήσει την ανανέωση της θητείας της επειδή αισθάνεται ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα αποθέματα ενέργειας για εργαστεί με τους ίδιους ρυθμούς για ακόμη τέσσερα χρόνια.

«Είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε για όσο μπορούμε και μετά έρχεται η ώρα», είπε η 42χρονη Άρντερν. «Και για μένα ήρθε η ώρα. Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά. Και ξέρω ότι δεν έχω πια αρκετή ενέργεια για να αντεπεξέλθω» συμπλήρωσε η Νεοζηλανδή πολιτικός η οποία όταν πριν από τέσσερα χρόνια ανέλαβε τα ηνία της χώρας της ήταν μια από τις νεότερες ηγέτες στον πλανήτη και εξακολουθεί να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ορισμένοι έσπευσαν να αποδώσουν την απόσυρση της κ. Άρντερν στις αρνητικές δημοσκοπήσεις για την παράταξη των Εργατικών, της οποίας ηγείται, που βλέπουν το φως ενόψει των επόμενων εκλογών στην απομακρυσμένη αυτή χώρα της Ωκεανίας που είναι προγραμματισμένες για τον προσεχή Οκτώβριο.

Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η σημειολογία τόσο της πρωτοβουλίας της όσο και των δηλώσεών της δεν παύει να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αυτογνωσίας και εξανθρωπισμού της πολιτικής.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των πολιτικών οι οποίοι θεωρούν την Πολιτική ισόβιο «επάγγελμα». Και, ως εκ τούτου, μέχρι το βαθύ γήρας δεν εννοούν να παραδώσουν οικειοθελώς τη σκυτάλη ακόμη και όταν είναι πασιφανές ότι έχει εξαντληθεί προ πολλού όχι μόνον η… ενέργειά τους, αλλά και η πίστωση χρόνου που τους έχουν διαθέσει οι πολίτες.

Είναι άκρως χαρακτηριστική η επιμονή του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ, που αμφότεροι διάγουν το ύστερο μέρος της όγδοης δεκαετίας της ζωής τους, να αποτελέσουν το δίδυμο των μονομάχων οι οποίοι θα διεκδικήσουν το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ για την περίοδο 2024-2028.

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δείχνουν να αρκούνται σε όσα -θετικά ή αρνητικά- είχαν να προσφέρουν στην πρώτη θητεία τους.

Ο Αμερικανός νυν Πρόεδρος Μπάιντεν έχει γεννηθεί το 1942 και εξελέγη πρώτη φορά Γερουσιαστής το 1973, δηλαδή επτά χρόνια προτού να έρθει στον κόσμο η υπό παραίτηση Νεοζηλανδή πρωθυπουργός. Αλλά και ο προκάτοχός του, που θέλει να πάρει ρεβάνς και να τον διαδεχθεί στον Λευκό Οίκο, δεν πάει πίσω.

Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ γεννήθηκε το 1946 και, εφόσον (παρ΄ ελπίδα!) πετύχει να επανεκλεγεί, θα μείνει στον Λευκό Οίκο έως ότου θα οδεύει προς τα 83 έτη της ζωής του, σχεδόν τα διπλάσια από τον χρόνο παραίτησης της κ. Άρντερν.

Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική και εν γένει στην ενασχόληση με τα κοινά δεν μπορεί να μπαίνει ένα συγκεκριμένο όριο ηλικίας πάνω από το οποίο δεν θα μπορεί κάποιος να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο για να αναλάβει κάποιο αξίωμα.

Από την άλλη, όμως, ισχύει και το «ουδείς αναντικατάστατος». Ή, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαετία Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους».

Η νοοτροπία του αναντικατάστατου, από την οποία εμφορούνται πολλοί άνθρωποι σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι μάλλον εντονότερη στην πολιτική ζωή η οποία αποτελεί έναν κατ΄ εξοχήν χώρο στον οποίο αναζητούν ρόλους ύπαρξης κάθε λογής φιλόδοξοι, ου μην αλλά και ματαιόδοξοι που συμπεριφέρονται ως εάν ο κόσμος ολόκληρος να περιστρέφεται γύρω τους.

Στις εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν σε λίγους μήνες στη χώρα μας, το πιθανότερο είναι ότι μεταξύ των πολιτικών αρχηγών που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο μόνον ένας θα είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Όλοι οι άλλοι θα έχουν κατά τεκμήριο ηττηθεί αφού δεν θα έχουν ευοδωθεί οι στόχοι τους οποίους έχουν θέσει.

Πόσοι, αλήθεια, εξ αυτών θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νεοζηλανδής πρωθυπουργού; Το πιθανότερο είναι ότι ουδείς θα κάνει κάτι ανάλογο. Παρόλο που όλοι τους -συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος σε λίγες μέρες συμπληρώνει τα 44 του- είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από την Τζασίντα Άρντερν.

Εκτός και αν στην Ελλάδα υπάρχουν και αναντικατάστατοι… εκτός νεκροταφείων.

Λέτε;

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Αν δεν πιάσει τόπο το… «GFY», ας δοκιμάσουν κατάρες ή βουντού!

Δεν ξέρω -και ειλικρινά δυσκολεύομαι πολύ να φανταστώ- τι είναι εκείνο που κάνει έναν αυτοαποκαλούμενο αριστερό της εποχής μας να εμφανίζεται διαρκώς ως θυμωμένος και να… αγανακτεί τόσο πολύ ώστε να εξαπολύει χυδαίες ύβρεις κατά των αντιπάλων του.

Η δυσκολία μου γίνεται μεγαλύτερη από το γεγονός ότι, λόγω ηλικίας ή και αναγνώσεων, έχω υπόψη μου αυθεντικούς αριστερούς οι οποίοι ήταν έτοιμοι να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά -και το έβαλαν όταν χρειάστηκε- για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους χωρίς ποτέ να καταφύγουν σε ύβρεις ακόμη και όταν ήταν αντιμέτωποι με σκληρόπετσους στρατοδίκες και αδίστακτους βασανιστές.

Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι, για παράδειγμα, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης, ο Αμπατιέλλος, ο Λουλές, ο Κάππος κι τόσοι άλλοι οι οποίοι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσουν -και μάλιστα στον δημόσιο λόγο τους- το ρήμα «γαμ…» δίπλα στα ονόματα των κυβερνητών της εποχής τους είτε ήταν ο Πλαστήρας, ο Παπάγος ή ο Καραμανλής, που είχαν εκλεγεί από την τότε πλειοψηφία του λαού, είτε επρόκειτο για τους σφετεριστές της εξουσίας όπως ήταν οι δικτάτορες.

Ακόμη και για σε όσους δεν… έβλεπαν φωτοστέφανα γύρω από τις κεφαλές τους, οι αριστεροί των προηγούμενων δεκαετιών ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν, στη μεγάλη πλειονότητα τους, άνθρωποι που απέπνεαν ήθος, ανιδιοτέλεια και σοβαρότητα που απείχαν παρασάγγες από την υποκριτική σοβαροφάνεια πολλών από τους τότε κρατούντες. Η κοσμιότητα της συμπεριφοράς τους δεν μείωνε σε τίποτε την αγωνιστικότητά τους. Τουναντίον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς.

Η μαχητικότητα και η αγωνιστικότητα που επεδείκνυαν υπήρξαν παροιμιώδεις. Και δεν ήταν μόνον ότι αναγνωρίζονταν από φίλους και αντιπάλους. Ήταν, πολύ περισσότερο, ότι δημιουργούσαν πρότυπα τα οποία ακολουθούσαν αρκετοί από τις νεότερες γενιές ακόμη και όταν το οικογενειακό τους υπόβαθρο κινούνταν σε άλλες κομματικές κατευθύνσεις.

Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην τα τελευταία χρόνια. Αρχής γενομένης από την πρώτη μνημονιακή περίοδο και τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων», όπου έγινε ο συμφυρμός με την Ακροδεξιά, οδηγηθήκαμε βαθμιαία σε αυτό που προσφυώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε αποκαλέσει «εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής».

Απότοκο, προφανώς, αυτής της κατάστασης είναι το σύνθημα «Μητσοτάκη γαμ…» που άρχισαν, κυρίως μέσα από το Διαδίκτυο, να λανσάρουν ήδη από το περασμένο καλοκαίρι πρόσωπα συνδεδεμένα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν άργησε να περάσει και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στη ΔΕΘ το φώναζαν οι συγκεντρωμένοι έξαλλοι οπαδοί του Κασιδιάρη, ενώ ακούστηκε και στις περισσότερες μαζώξεις των αντιεμβολιαστών.

Το ότι υιοθετήθηκε από αρθρογράφο της «Αυγής», έστω και με την… αγγλική του εκδοχή (το περίφημο «GFY»), αποτέλεσε μια ακόμη… ποιοτική αναβάθμιση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν έτυχε της παραμικρής αποδοκιμασίας από εκείνους που στο παρελθόν διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ακόμη και για γελοιογραφίες που δεν ήταν της αρεσκείας τους.

Όσο αστείο, πάντως, κι αν είναι να βλέπει κανείς την… αμερικανιά, όπως είναι το «GFY» (Go Fuck Yourself!), διατυπωμένη από τη γραφίδα ενός αμετανόητου… σοβιετόφιλου, το φαινόμενο καθίσταται πολύ σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για αντιγραφή συμπεριφοράς που στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει οι ακραίοι «τραμπιστές» που στρέφονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατά του Προέδρου Τζο Μπάιντεν.

Το «fuck Joe Biden» αποτελεί το αγαπημένο σύνθημα των οπαδών του ανεκδιήγητου Αμερικανού πρώην Προέδρου. Και αυτός μόνον θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην το ενστερνίζεται κανείς. Εκτός πια και αν είναι εξίσου αφιονισμένος και διψασμένος για εξουσία όσο και οι θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν πάρει τα πράγματα στη χώρα μας, αν καθυστερήσουν κι άλλο οι εκλογές, ίσως δεν θα αργήσει η ώρα που το «Μητσοτάκη γαμ…» θα ακουστεί και μέσα στη Βουλή. Άλλωστε, τόσο άλλα ακούγονται το τελευταίο διάστημα. Εκτός και αν, με την απελπισία που φαίνεται να επικρατεί σε κάποια έδρανα, εκτιμηθεί ότι, αφού δεν πιάνει τόπο το «GFY», να αρχίσουν να δοκιμάζουν τις… κατάρες ή τα… βουντού ως πλέον αποτελεσματικές μεθόδους για να ανατρέψουν τους δύσκολους συσχετισμούς…

Λέτε να το δούμε μετά το επόμενο… δημοσκοπικό κύμα;

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….       

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Ο σταυρός και η σημαία που… κολλάνε με τα εμβόλια;

 

 

            Πλημμύρισαν το Σύνταγμα και η Ομόνοια την περασμένη Πέμπτη από ένα πλήθος συμπολιτών μας που αισθάνθηκε την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί για την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει αφενός την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού για κάποιες ελάχιστες κατηγορίες εργαζομένων και αφετέρου να θεσπίσει περιορισμούς για την πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους διασκέδασης και αναψυχής όσων επιμένουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι.

            Το παράδοξο δεν είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι –τέσσερις με πέντε χιλιάδες κατά τα φαινόμενα και τους επίσημους υπολογισμούς- σηκώθηκαν από τους καναπέδες για να διατρανώσουν την αντίθεσή τους απέναντι σε έναν «αόρατο εχθρό», που προφανώς δεν είναι ο ιός που έχει αναστατώσει στις ζωές όλων, αλλά κάτι αδιόρατο που το αποκαλούν «νέα τάξη πραγμάτων», «τσιπάκι του Μπιλ Γκέιτς», «παγκόσμιο πείραμα», «χούντα Μητσοτάκη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Ανάλογες κινητοποιήσεις, άλλωστε, έχουμε δει σε πολλές άλλες γωνιές του πλανήτη με αντίστοιχα συνθήματα – εξαιρουμένου, βεβαίως, εκείνου για τη… «χούντα Μητσοτάκη» που προσαρμόζεται στις τοπικές παραλλαγές («χούντα Μακρόν», «χούντα Μπάιντεν» και πάει λέγοντας….).     

Είναι, όμως, μεγάλο παράδοξο να βλέπει κανείς τους συμμετέχοντες σε αυτές τις… λαοσυνάξεις να κραδαίνουν ελληνικές σημαίες και σταυρούς, λες και είχαν βγει στους δρόμους για να υπερασπιστούν την πατρίδα και τη θρησκεία. Από την άλλη, ωστόσο, αυτή η παραδοξότητα αποτελεί ίσως και την καλύτερη απόδειξη για το πόσο συγκεχυμένα είναι τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων οι οποίοι αντιδρούσαν παλαιότερα στα περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση της πανδημίας, πατώντας τις μάσκες στο Σύνταγμα, και κάνουν τώρα το ίδιο με τη δαιμονοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος.

Διότι, ακόμη και αν οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος θέλει να δείξει στοιχειώδη κατανόηση προς όσους προτάσσουν την -αναμφίβολα υπερβολική- ανησυχία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, σίγουρα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλογη σύνδεση τους με τον πατριωτισμό και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός εκάστου. Οι μισοί και παραπάνω Έλληνες που έχουν ήδη εμβολιαστεί -5.364.957 έκαναν ήδη τουλάχιστον τη μία δόση- δεν είναι ούτε λιγότερο πατριώτες, ούτε λιγότεροι Χριστιανοί από εκείνους οι οποίοι για δικούς τους λόγους –φόβο, ανασφάλεια, παραπληροφόρηση ή απλή εμμονή- διστάζουν ή αρνούνται να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα.

Έχουν γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί περισσότερα για τον υποτιθέμενο διχασμό που προκαλούν οι αποφάσεις για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Ορισμένοι διατείνονται ότι τα μέτρα διαχωρισμού φουντώνουν το «κίνημα» του αρνητισμού. Η διεθνής εμπειρία, ωστόσο, που θα πρέπει να αποτελεί τη σταθερή πυξίδα για την ερμηνεία όσων συμβαίνουν και στη χώρα μας, δεν επιβεβαιώνει αυτές τις εικοτολογίες. Σχεδόν παντού στον κόσμο –από το Ισραήλ έως τη Βρετανία και από τη Γαλλία έως τις ΗΠΑ, για να αναφερθούμε κυρίως σε χώρες που έχουν επάρκεια εμβολίων- παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: ο ρυθμός προόδου των εμβολιασμών φρενάρει περίπου όταν εμβολιάζεται ο μισός πληθυσμός της κάθε χώρας.

Με άλλα λόγια, όπως σε πολλές άλλες παραμέτρους που αφορούν την πανδημία του κορωνοϊού, έτσι και στον αναγκαίο καθολικό εμβολιασμό που θα μπορούσε να μας απαλλάξει από αυτή τη μάστιγα, ουδείς έχει βρει τη χρυσή συνταγή. Από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, της… Κούβας συμπεριλαμβανομένης, οι ίδιες τάσεις κυριαρχούν και, λίγο ως πολύ, οι ίδιες νοοτροπίες επικρατούν. Πάνω κάτω, τα ίδια προβλήματα καλούνται να επιλύσουν οι κυβερνήσεις και με τον ίδιο ανορθολογισμό βρίσκονται αντιμέτωποι οι πολίτες που πασχίζουν να προστατευθούν από την επέλαση του απειλητικού ιού.

Παρά ταύτα, θα είναι λάθος να πιστέψει κάποιος ότι οι παραδοχές αυτές οδηγούν στην παραίτηση από τον διπλό συλλογικό αγώνα που χρειάζεται να δώσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, αφενός, για να περιοριστούν οι συνέπειες από το επιδημιολογικό φορτίο, που θα όλα δείχνουν ότι θα αργήσει να μας απαλλάξει από την παρουσία του, και, αφετέρου, για να πειστεί ο σκληρός πυρήνας των αρνητών ότι η πανδημία δεν απειλεί ούτε την πατρίδα ούτε τη θρησκεία του καθενός μας. Απειλεί τις ζωές όλων μας και περισσότερο εκείνων που παραμένουν πεισματικά ανεμβολίαστοι.

Το καλύτερο που έχουν να κάνουν όσοι αντιδρούν είναι να υποστείλουν τις σημαίες και τους σταυρούς και να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Κανείς δεν πρόκειται να τους εμβολιάσει με το ζόρι. Οπότε μπορούν να παραμείνουν ανεμβολίαστοι χωρίς να παριστάνουν τους πατριώτες ή να επικαλούνται τα θεία. Εκείνο, όμως, που δεν μπορούν να αποφύγουν, τόσο οι ίδιοι οι αρνητές όσο και οι κάθε είδους «δικαιωματιστές», που δηλώνουν αλληλέγγυοι, μιλώντας εν ονόματι, δήθεν, της αποφυγής του διχασμού, είναι η αναγνώριση ότι στις οργανωμένες κοινωνίες επικρατεί μια άγραφη, αλλά καθοριστική για τη συμβίωσή μας, συνθήκη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων.

Επειδή, λοιπόν είναι πλέον πασιφανές ότι η «ελευθερία» όσων επιμένουν να μη θέλουν να εμβολιαστούν πλήττει βάναυσα έως θανάσιμα την ελευθερία όλων όσοι εμβολιαστήκαμε, οι αρνούμενοι δεν έχουν παρά να συμβιβαστούν με αυτή τη συνθήκη. Ή εμβολιάζονται ή περιορίζονται. Τόσο απλά, τόσο καθαρά!