Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάιντεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπάιντεν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Από τους αρνητές της πανδημίας φθάσαμε στους αρνητές των… τυφώνων


              Με αφορμή τον τυφώνα «Μίλτον» που χτύπησε τα προηγούμενα 24ωρα την Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών, οι απανταχού της υφηλίου «ψεκ» απέκτησαν το καινούργιο τους ίνδαλμα που είναι ο λεγόμενος «υπολοχαγός Νταν» ο οποίος αγνοώντας τις προειδοποιητικές εκκλήσεις των αρχών παρέμεινε εντός του ιστιοφόρου του που ήταν δεμένο στον κόλπο της Τάμπα.

                «Μούφα ο τυφώνας», «σκηνοθετημένος ο Μίλτον», «κινδυνολογούν για να κερδίσει η Κάμαλα Χάρις τις εκλογές του Νοεμβρίου», «δεν έκανε τίποτε ο Μπάιντεν για να μας προστατεύσει επειδή ξόδεψε όλα τα λεφτά για τους μετανάστες», απεφάνθη ένα μεγάλο μέρος του κοινού το οποίο παρακολουθούσε από την ασφάλεια του καναπέ του τη live streaming μετάδοση στο Tik tok που έκανε μέσα από την καμπίνα του σκάφους τους ο ιδιόρρυθμος αυτός ναυτάνθρωπος. Ο οποίος, χάρις στην παράλογη ανυπακοή του, κέρδισε μεγάλη δημοσιότητα μεταξύ των αρνητών της λογικής που τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και πληθύνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

                Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τυφώνας δεν ήταν εν τέλει τόσο καταστροφικός όσο προέβλεπαν οι αρχικές προγνώσεις των ειδικών επιστημόνων, κάνει ορισμένους να παραβλέπουν συνειδητά ότι οι επιπτώσεις θα ήταν πολύ πιο καταστροφικές αν οι αρχές δεν είχαν λάβει προληπτικά μέτρα και δεν καλούσαν τον κόσμο να απομακρυνθεί από τις περιοχές που ήταν πιθανό να πλήξει. Είναι τέτοια μάλιστα η διαστροφή της πραγματικότητας που αγνοούν ότι, παρά τα μέτρα, κάποιοι συνάνθρωποι μας έχασαν τη ζωή τους, πολύ περισσότεροι είδαν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται και εκατομμύρια νοικοκυριά ταλαιπωρήθηκαν μένοντας για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα χωρίς ηλεκτρισμό.   

Διαβάζοντας τα επικριτικά σχόλια όσων ανακαλύπτουν σκοπιμότητες πίσω από κάθε προειδοποίηση των αρχών για επερχόμενους κινδύνους από φυσικές καταστροφές, μου έρχονται κατά νου οι τερατολογίες που -μην μου πείτε ότι τις ξεχάσατε;- ακούγονταν τους πρώτους μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού. Για τις… κούκλες που ενταφιάζονταν και τους συγγενείς των νεκρών που παρίσταναν ψευδώς τους τεθλιμμένους επειδή τους επιδοτούσε η… νέα τάξη πραγμάτων που ήθελε να κάνει κοινωνικό πείραμα με τα lockdown. Αλλά και διότι στόχευε να μας φυτέψει με τα εμβόλια και τις μάσκες τσιπάκια ώστε να μας αποσπάσει τα προσωπικά δεδομένα που εμείς στο μεταξύ εκθέταμε οικειοθελώς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.          

                Ο ανορθολογισμός, η συνωμοσιολογία και ο λαϊκισμός είναι πολύ παλαιά φαινόμενα τα οποία αιώνες τώρα αντιστρατεύονται τις λογικές και επιστημονικές εξηγήσεις των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Από τις δικές μας λιτανείες κατά της ανομβρίας, που τις βλέπουμε να γίνονται ακόμη και το 2024, έως τους χορούς της βροχής, ένα έθιμο που ακολουθούσαν πολλοί αρχαίοι λαοί, από την Αίγυπτο των Φαραώ έως τους Ινδιάνους της Αμερικής, οι άνθρωποι κατέφευγαν στη μεταφυσική για να ερμηνεύσουν και να ξορκίσουν τα μετεωρολογικά φαινόμενα.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, η πρόγνωση του καιρού είχε πολύ μεγάλες αβεβαιότητες, καθώς βασιζόταν στην παρατήρηση και στη μνήμη, πλην, όμως, αδυνατούσε να προβλέψει τις ακραίες και απότομες αλλαγές των μετεωρολογικών συνθηκών που ήταν ζωτικής σημασίας για τη γεωργική παραγωγή, τα εμπορικά ταξίδια, τη ναυσιπλοΐα, αλλά και τις πολεμικές αναμετρήσεις. Ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης θεώρησε σωστό να μαστιγώσει τη θάλασσα όταν στο πέρασμα του Ελλήσποντου μια αναπάντεχη καταιγίδα κατέστρεψε ένα μέρος του στόλου του.  

Η πρώτη απόπειρα για να δημιουργηθούν προγνωστικά μοντέλα ήταν τα αποκαλούμενα «μερομήνια», ένα πρωτόλειο σύστημα πρόγνωσης του καιρού που λάμβανε υπόψη όσα συμβαίνουν τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου, όπως το πως κινούνται τα σύννεφα, πως πετούν τα πουλιά, πως φυσά ο άνεμος, και εν γένει παρατηρήσεις που από κάποιους αυτόκλητους ειδικούς θεωρούνταν καλοί ή κακοί οιωνοί.

Χρειάστηκε να αναπτυχθεί η επιστήμη των υπερυπολογιστών, στους οποίους διοχετεύθηκε ένας πολύ μεγάλος όγκος δεδομένων από τις καιρικές συνθήκες που επικράτησαν επί σειρά πολλών ετών, για να δημιουργηθούν τα σύγχρονα προγνωστικά μοντέλα. Μοντέλα τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα να ανοίγουμε τους προσωπικούς μας υπολογιστές και τα κινητά μας τηλέφωνα και να έχουμε μια σχετικά αξιόπιστη εικόνα για τις  μετεωρολογικές συνθήκες της περιοχής μας ή οποιασδήποτε άλλης σε χρονικό βάθος περίπου δέκα ημερών.

Στο ερώτημα, ωστόσο, αν οι μετεωρολογικές προγνώσεις είναι ακριβείς, η προφανής απάντηση είναι η εξής: ναι, εφόσον υπάρχουν συναφή δεδομένα. Διότι, για παράδειγμα, όταν εκδηλώνεται ένα τόσο ισχυρό καιρικό φαινόμενο, όσο ήταν εκείνο του «Dianel» που έπληξε την Θεσσαλία στις 4 Σεπτεμβρίου 2023, δεν μπορεί να γίνει εφικτή η πρόβλεψή του από τη στιγμή που δεν υπάρχουν προηγούμενα αντίστοιχα στοιχεία.

Η κλιματική κρίση, εξάλλου, που τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και πιο απειλητική, δυσκολεύει εκτός από την καθημερινότητα όλων μας και τις δυνατότητες τις οποίες έχει η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα για να κάνει προβλέψεις που να επιβεβαιώνονται. Σε αυτή ακριβώς την εγγενή δυσκολία επενδύουν οι κάθε λογής αρνητές της λογικής για να στηρίξουν το αφήγημα της αμφισβήτησης της επιστημονικής γνώσης και των εργαλείων που αυτή χρησιμοποιεί.

Στα καθ΄ ημάς βιώνουμε συχνά πυκνά την κριτική επειδή το «112» ηχεί συχνότερα αφότου αποδεικνύεται ότι ελλοχεύει πραγματικός κίνδυνος. Μου συνέβη προσωπικά τις προηγούμενες μέρες όταν, ενώ κινούμουν στην λεωφόρο Κηφισίας στην Αθήνα, έλαβα στο κινητό μου προειδοποιητικό μήνυμα για φωτιά που είχε εκδηλωθεί σε ακατοίκητο κτήριο στον Πειραιά και εξαιτίας της είχε προκληθεί καπνός που ήταν επικίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία.

Όπως και στη Φλόριντα που δεν επιβεβαιώθηκαν τα χειρότερα σενάρια, σε τέτοιες περιπτώσεις προκύπτει το ερώτημα για το τι είναι προτιμότερο: Να δεχόμαστε μηνύματα ακόμη και όταν η απειλή για την υγεία ή τη ζωή μας δεν επιβεβαιώνεται; Ή οι αρχές να περιμένουν πρώτα να έρθουν τα χειρότερα και κατόπιν να δρουν καλώντας τους πολίτες να απομακρυνθούν από τις περιοχές που ελλοχεύουν κίνδυνοι;

Για τους λογικούς ανθρώπους νομίζω ότι δεν υπάρχει δίλημμα. Είναι προτιμότερο να λάβουν μέτρα προφύλαξης από απειλές που δεν επιβεβαιώνονται παρά να βρεθούν αντιμέτωποι με έναν κίνδυνο για τον οποίο δεν είχαν προειδοποιηθεί. Για τους αρνητές της λογικής και άρα και των… τυφώνων, τα πράγματα είναι αλλιώς.

Αν μάλιστα, όπως είναι και το πιθανότερο, ψηφίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ, θα εμπνέονται από τον «υπολοχαγό Νταν» και θα παραμένουν ατάραχοι (;) μέσα στα ιστιοφόρα τους…

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Το «χούι», η «ενέργεια» και τα… νεκροταφεία των αναντικατάστατων

«Το χούι της πολιτικής εγκαταλείπει τον πολιτικό έξι μήνες μετά τον θάνατο του…», είναι ένα από τα αποφθέγματα που χρησιμοποιούνται στην εγχώρια δημόσια ζωή για να περιγράψουν την προσκόλληση που επιδεικνύουν πολλοί συνάνθρωποι μας οι οποίοι, γοητευμένοι από την αίσθηση (συχνά και ψευδαίσθηση) εξουσίας που δίνει η ενασχόληση με τα κοινά, δεν πτοούνται από τις αποτυχίες τους, επιμένοντας εφ΄ όρου ζωής να διεκδικούν αξιώματα και κάνοντας το παν για να καταφέρουν να μείνουν προσκολλημένοι ισοβίως στις καρέκλες τους.

Στον αντίποδα αυτής της νοοτροπίας, η οποία -κακά τα ψέματα- δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνον ελληνικό φαινόμενο, ήρθε η γενναία απόφαση της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν να ανακοινώσει ότι δεν θα ζητήσει την ανανέωση της θητείας της επειδή αισθάνεται ότι δεν διαθέτει τα ανάλογα αποθέματα ενέργειας για εργαστεί με τους ίδιους ρυθμούς για ακόμη τέσσερα χρόνια.

«Είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε για όσο μπορούμε και μετά έρχεται η ώρα», είπε η 42χρονη Άρντερν. «Και για μένα ήρθε η ώρα. Ξέρω τι χρειάζεται αυτή η δουλειά. Και ξέρω ότι δεν έχω πια αρκετή ενέργεια για να αντεπεξέλθω» συμπλήρωσε η Νεοζηλανδή πολιτικός η οποία όταν πριν από τέσσερα χρόνια ανέλαβε τα ηνία της χώρας της ήταν μια από τις νεότερες ηγέτες στον πλανήτη και εξακολουθεί να ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ορισμένοι έσπευσαν να αποδώσουν την απόσυρση της κ. Άρντερν στις αρνητικές δημοσκοπήσεις για την παράταξη των Εργατικών, της οποίας ηγείται, που βλέπουν το φως ενόψει των επόμενων εκλογών στην απομακρυσμένη αυτή χώρα της Ωκεανίας που είναι προγραμματισμένες για τον προσεχή Οκτώβριο.

Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η σημειολογία τόσο της πρωτοβουλίας της όσο και των δηλώσεών της δεν παύει να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αυτογνωσίας και εξανθρωπισμού της πολιτικής.

Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των πολιτικών οι οποίοι θεωρούν την Πολιτική ισόβιο «επάγγελμα». Και, ως εκ τούτου, μέχρι το βαθύ γήρας δεν εννοούν να παραδώσουν οικειοθελώς τη σκυτάλη ακόμη και όταν είναι πασιφανές ότι έχει εξαντληθεί προ πολλού όχι μόνον η… ενέργειά τους, αλλά και η πίστωση χρόνου που τους έχουν διαθέσει οι πολίτες.

Είναι άκρως χαρακτηριστική η επιμονή του Τζο Μπάιντεν και του Ντόναλντ Τραμπ, που αμφότεροι διάγουν το ύστερο μέρος της όγδοης δεκαετίας της ζωής τους, να αποτελέσουν το δίδυμο των μονομάχων οι οποίοι θα διεκδικήσουν το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ για την περίοδο 2024-2028.

Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δείχνουν να αρκούνται σε όσα -θετικά ή αρνητικά- είχαν να προσφέρουν στην πρώτη θητεία τους.

Ο Αμερικανός νυν Πρόεδρος Μπάιντεν έχει γεννηθεί το 1942 και εξελέγη πρώτη φορά Γερουσιαστής το 1973, δηλαδή επτά χρόνια προτού να έρθει στον κόσμο η υπό παραίτηση Νεοζηλανδή πρωθυπουργός. Αλλά και ο προκάτοχός του, που θέλει να πάρει ρεβάνς και να τον διαδεχθεί στον Λευκό Οίκο, δεν πάει πίσω.

Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ γεννήθηκε το 1946 και, εφόσον (παρ΄ ελπίδα!) πετύχει να επανεκλεγεί, θα μείνει στον Λευκό Οίκο έως ότου θα οδεύει προς τα 83 έτη της ζωής του, σχεδόν τα διπλάσια από τον χρόνο παραίτησης της κ. Άρντερν.

Είναι αλήθεια ότι στην πολιτική και εν γένει στην ενασχόληση με τα κοινά δεν μπορεί να μπαίνει ένα συγκεκριμένο όριο ηλικίας πάνω από το οποίο δεν θα μπορεί κάποιος να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο για να αναλάβει κάποιο αξίωμα.

Από την άλλη, όμως, ισχύει και το «ουδείς αναντικατάστατος». Ή, όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ, ο οποίος διετέλεσε επί δεκαετία Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους».

Η νοοτροπία του αναντικατάστατου, από την οποία εμφορούνται πολλοί άνθρωποι σε διάφορους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι μάλλον εντονότερη στην πολιτική ζωή η οποία αποτελεί έναν κατ΄ εξοχήν χώρο στον οποίο αναζητούν ρόλους ύπαρξης κάθε λογής φιλόδοξοι, ου μην αλλά και ματαιόδοξοι που συμπεριφέρονται ως εάν ο κόσμος ολόκληρος να περιστρέφεται γύρω τους.

Στις εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν σε λίγους μήνες στη χώρα μας, το πιθανότερο είναι ότι μεταξύ των πολιτικών αρχηγών που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο μόνον ένας θα είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής. Όλοι οι άλλοι θα έχουν κατά τεκμήριο ηττηθεί αφού δεν θα έχουν ευοδωθεί οι στόχοι τους οποίους έχουν θέσει.

Πόσοι, αλήθεια, εξ αυτών θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Νεοζηλανδής πρωθυπουργού; Το πιθανότερο είναι ότι ουδείς θα κάνει κάτι ανάλογο. Παρόλο που όλοι τους -συμπεριλαμβανομένου του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος σε λίγες μέρες συμπληρώνει τα 44 του- είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από την Τζασίντα Άρντερν.

Εκτός και αν στην Ελλάδα υπάρχουν και αναντικατάστατοι… εκτός νεκροταφείων.

Λέτε;

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Αν δεν πιάσει τόπο το… «GFY», ας δοκιμάσουν κατάρες ή βουντού!

Δεν ξέρω -και ειλικρινά δυσκολεύομαι πολύ να φανταστώ- τι είναι εκείνο που κάνει έναν αυτοαποκαλούμενο αριστερό της εποχής μας να εμφανίζεται διαρκώς ως θυμωμένος και να… αγανακτεί τόσο πολύ ώστε να εξαπολύει χυδαίες ύβρεις κατά των αντιπάλων του.

Η δυσκολία μου γίνεται μεγαλύτερη από το γεγονός ότι, λόγω ηλικίας ή και αναγνώσεων, έχω υπόψη μου αυθεντικούς αριστερούς οι οποίοι ήταν έτοιμοι να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά -και το έβαλαν όταν χρειάστηκε- για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους χωρίς ποτέ να καταφύγουν σε ύβρεις ακόμη και όταν ήταν αντιμέτωποι με σκληρόπετσους στρατοδίκες και αδίστακτους βασανιστές.

Μου είναι αδύνατο να σκεφτώ ότι, για παράδειγμα, ο Πλουμπίδης, ο Μπελογιάννης, ο Αμπατιέλλος, ο Λουλές, ο Κάππος κι τόσοι άλλοι οι οποίοι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια θα διανοούνταν να χρησιμοποιήσουν -και μάλιστα στον δημόσιο λόγο τους- το ρήμα «γαμ…» δίπλα στα ονόματα των κυβερνητών της εποχής τους είτε ήταν ο Πλαστήρας, ο Παπάγος ή ο Καραμανλής, που είχαν εκλεγεί από την τότε πλειοψηφία του λαού, είτε επρόκειτο για τους σφετεριστές της εξουσίας όπως ήταν οι δικτάτορες.

Ακόμη και για σε όσους δεν… έβλεπαν φωτοστέφανα γύρω από τις κεφαλές τους, οι αριστεροί των προηγούμενων δεκαετιών ενέπνεαν σεβασμό. Ήταν, στη μεγάλη πλειονότητα τους, άνθρωποι που απέπνεαν ήθος, ανιδιοτέλεια και σοβαρότητα που απείχαν παρασάγγες από την υποκριτική σοβαροφάνεια πολλών από τους τότε κρατούντες. Η κοσμιότητα της συμπεριφοράς τους δεν μείωνε σε τίποτε την αγωνιστικότητά τους. Τουναντίον, μπορεί να ισχυριστεί κανείς.

Η μαχητικότητα και η αγωνιστικότητα που επεδείκνυαν υπήρξαν παροιμιώδεις. Και δεν ήταν μόνον ότι αναγνωρίζονταν από φίλους και αντιπάλους. Ήταν, πολύ περισσότερο, ότι δημιουργούσαν πρότυπα τα οποία ακολουθούσαν αρκετοί από τις νεότερες γενιές ακόμη και όταν το οικογενειακό τους υπόβαθρο κινούνταν σε άλλες κομματικές κατευθύνσεις.

Η εικόνα αυτή άλλαξε άρδην τα τελευταία χρόνια. Αρχής γενομένης από την πρώτη μνημονιακή περίοδο και τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων», όπου έγινε ο συμφυρμός με την Ακροδεξιά, οδηγηθήκαμε βαθμιαία σε αυτό που προσφυώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε αποκαλέσει «εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής».

Απότοκο, προφανώς, αυτής της κατάστασης είναι το σύνθημα «Μητσοτάκη γαμ…» που άρχισαν, κυρίως μέσα από το Διαδίκτυο, να λανσάρουν ήδη από το περασμένο καλοκαίρι πρόσωπα συνδεδεμένα με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν άργησε να περάσει και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος. Στη ΔΕΘ το φώναζαν οι συγκεντρωμένοι έξαλλοι οπαδοί του Κασιδιάρη, ενώ ακούστηκε και στις περισσότερες μαζώξεις των αντιεμβολιαστών.

Το ότι υιοθετήθηκε από αρθρογράφο της «Αυγής», έστω και με την… αγγλική του εκδοχή (το περίφημο «GFY»), αποτέλεσε μια ακόμη… ποιοτική αναβάθμιση. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που δεν έτυχε της παραμικρής αποδοκιμασίας από εκείνους που στο παρελθόν διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ακόμη και για γελοιογραφίες που δεν ήταν της αρεσκείας τους.

Όσο αστείο, πάντως, κι αν είναι να βλέπει κανείς την… αμερικανιά, όπως είναι το «GFY» (Go Fuck Yourself!), διατυπωμένη από τη γραφίδα ενός αμετανόητου… σοβιετόφιλου, το φαινόμενο καθίσταται πολύ σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για αντιγραφή συμπεριφοράς που στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει οι ακραίοι «τραμπιστές» που στρέφονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο κατά του Προέδρου Τζο Μπάιντεν.

Το «fuck Joe Biden» αποτελεί το αγαπημένο σύνθημα των οπαδών του ανεκδιήγητου Αμερικανού πρώην Προέδρου. Και αυτός μόνον θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην το ενστερνίζεται κανείς. Εκτός πια και αν είναι εξίσου αφιονισμένος και διψασμένος για εξουσία όσο και οι θαυμαστές του Ντόναλντ Τραμπ.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν πάρει τα πράγματα στη χώρα μας, αν καθυστερήσουν κι άλλο οι εκλογές, ίσως δεν θα αργήσει η ώρα που το «Μητσοτάκη γαμ…» θα ακουστεί και μέσα στη Βουλή. Άλλωστε, τόσο άλλα ακούγονται το τελευταίο διάστημα. Εκτός και αν, με την απελπισία που φαίνεται να επικρατεί σε κάποια έδρανα, εκτιμηθεί ότι, αφού δεν πιάνει τόπο το «GFY», να αρχίσουν να δοκιμάζουν τις… κατάρες ή τα… βουντού ως πλέον αποτελεσματικές μεθόδους για να ανατρέψουν τους δύσκολους συσχετισμούς…

Λέτε να το δούμε μετά το επόμενο… δημοσκοπικό κύμα;

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Η Αλιστράτη και το ξεστράτισμα

Η υπόθεση με τους δύο γονείς από την Αλιστράτη Σερρών που για δεύτερη συνεχή χρονιά δεν στέλνουν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο επειδή διαφωνούν με τις μάσκες και τη διενέργεια διαγνωστικών τεστ για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτελεί ίσως την επιτομή για το ξεστράτισμα στο οποίο έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία.

Ένα ζευγάρι αποφάσισε να αυθαιρετήσει εις βάρος των παιδιών του, στερώντας τους το αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα της Παιδείας και καταδικάζοντάς τα όχι μόνον στην αμάθεια αλλά και σε κοινωνική απομόνωση. Παρά ταύτα, τα πολυποίκιλα όργανα της ελληνικής Πολιτείας που είχαν την αρμοδιότητα να παρέμβουν για να σταματήσουν την απάνθρωπη και αναμφισβήτητα παράνομη συμπεριφορά τους, δεν συγκινήθηκαν.

Μέχρις ότου το ίδιο το ζευγάρι βγει στην τηλεόραση για να διατυμπανίσει την… αντιστασιακή του δράση, ουδείς αισθάνθηκε την ανάγκη να αντιδράσει. Ούτε οι φορείς της εκπαίδευσης, που είναι οι πρώτοι που θα έπρεπε να κινητοποιηθούν. Ούτε οι υπηρεσίες της κοινωνικής πρόνοιας, που, από κοινού με τις τοπικές αρχές, έχουν υποχρέωση να παρεμβαίνουν όταν οι γεννήτορες καταπατούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των παιδιών τους. Ούτε οι αστυνομικές και οι εισαγγελικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να επιβλέπουν την εφαρμογή των νόμων και να οδηγούν τους παραβάτες ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Δυσκολεύεται κάποιος να φανταστεί ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκει και η Ελλάδα, θα μπορούσαν δύο άνθρωποι επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα να παραβιάζουν τόσο κατάφωρα τη νομιμότητα χωρίς να συγκινείται κανείς. Αν είχαμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο απλώς διέλαθε της προσοχής των θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, ίσως δεν θα είχε τη σημασία που προσλαμβάνει εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτελεί μάλλον μια γενικευμένη κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αλλά κυρίως κατά τη διάρκειά της, είναι πολλά τα γεγονότα που μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ιδιότυπο «αβδηριτισμό» που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα δημόσια πράγματα στη χώρα μας. Από την εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης έως την τήρηση των νόμων που σωρηδόν ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην πράξη όλα φαίνεται να... επαφίενται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, σε ένα μάλλον μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι μπορεί μεν να υφίστανται περιορισμοί και να θεσπίζονται σωρηδόν νέες υποχρεώσεις, αυτό, όμως, δεν χρειάζεται να συνοδεύονται από συνέπειες ή κυρώσεις για όσους τους παραβιάζουν.

Οι γονείς, για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένοι να μεριμνούν για να παρακολουθούν τα παιδιά τους τα σχολικά μαθήματα, αλλά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται σε αυτή την υποχρέωσή τους, τούτο δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια συνέπεια ή κύρωση. Όχι τόσο για λόγους τιμωρητικούς, όσο για παιδευτικούς.

Τα περισσότερα ζητήματα, εξάλλου, σε αυτή τη χώρα αντιμετωπίζονται με μια χαρακτηριστική χαλαρότητα και έναν «ωχαδερφισμό» που συχνά γίνεται παραλυτικός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ένα μέρος του πολιτικού κόσμου υποστήριζε μεν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για το υγειονομικό προσωπικό, πλην, όμως, εξέφραζε έντονη διαφωνία με το καθεστώς της διαθεσιμότητας στο οποίο τέθηκαν όσοι επέμεναν να μείνουν ανεμβολίαστοι.

Τι είδους υποχρεωτικότητα, άραγε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μια τέτοια περίπτωση; Ενδεχομένως όσοι το πρότειναν να είχαν κατά νου ένα είδος… εθελοντικής υποχρεωτικότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, αν ήταν εφικτό να λειτουργήσει θα το είχαν εφαρμόσει και κάπου αλλού στον πλανήτη.

Όπως σε καμία άλλη χώρα δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η προκλητική πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Γρεβενών να αφαιρεί προκλητικά και μπροστά στις κάμερες τις μάσκες των πιστών που τον πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του. Η πράξη του ήταν, χωρίς αμφιβολία, παράνομη και καταδικαστέα, αλλά ουδείς από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει θέση και να αποδοκιμάσει τη συμπεριφορά του που βάζει σε κίνδυνο τους εκκλησιαζόμενους οι οποίοι κατά τεκμήριο ανήκουν στις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Αντίστοιχης λογικής είναι και οι πιο πρόσφατοι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους χαρακτηρίζεται «ρατσιστικό» και «διχαστικό» επιχείρημα να γίνεται λόγος για «πανδημία των ανεμβολίαστων», επειδή οι τελευταίοι μπορεί να… νιώσουν άβολα. Παρόλο που η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές από ξένους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν (που, όπως και να έχει, δεν τον λες και ρατσιστή), μόνον στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης.

Είναι και αυτό ένα ακόμη επεισόδιο στο σίριαλ του ξεστρατίσματος που βιώνουμε αρκετά χρόνια. Και το οποίο οι συνθήκες της πανδημίας επανέφεραν στο προσκήνιο. Στο τέλος- τέλος, η έλλειψη σεβασμού στους κανόνες, που αποτελεί προστάδιο της ανομίας, έχει πολλές μορφές, ενώ συχνά ισχύει η αρχαιοελληνική ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα»…

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….