Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Να σηκώσει το χέρι όποιος κατέχει τη χρυσή συνταγή

 

Στους ανά την ελληνική επικράτεια καφενέδες που πλέον είναι κυρίως ηλεκτρονικοί ή ψηφιακοί, αφού τους έχουν υποκαταστήσει οι… εμβριθείς αναλυτές των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών πρωινάδικων, που ανταγωνίζονται σκληρά με τους… ομότεχνους τους που ξημεροβραδιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα προβλήματα της πανδημίας είναι τόσο απλά που μπορεί να επιλυθούν στο άψε σβήσε.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο πολλοί είναι οι εγχώριοι δημοσιολόγοι που έχουν έτοιμες τις λύσεις, σε βαθμό που να σε κάνουν να απορείς πως και γιατί δεν τους έχουν καλέσει ακόμη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να δώσουν τα φώτα τους. Σε ολόκληρο τον πλανήτη, άλλωστε, ηγέτες και λαοί προβληματίζονται, ενώ επιστήμονες και ερευνητές πονοκεφαλιάζουν για το τι μέλλει γενέσθαι με ένα φαινόμενο το οποίο συμβαίνει μια φορά σε κάθε αιώνα.

Με εξαίρεση κάποιους λίγους ψεκασμένους αρνητές, παντού στον κόσμο ουδείς ισχυρίζεται ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια ή διαθέτει τη χρυσή συνταγή για να εξαφανιστεί η επέλαση του ιού. Στη χώρα μας, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Πολιτικοί και πολιτικολογούντες, δημοσιογράφοι και δημοσιογραφούντες, γιατροί που οι γνώσεις τους για τις λοιμώξεις πρέπει να έχουν σταματήσει στην περίοδο που ήταν φοιτητές, αλλά και διάφοροι άλλοι ακόμη πιο άσχετοι με το πανδημικό φαινόμενο, παρελαύνουν ολημερίς από τις οθόνες μας αναμασώντας τετριμμένες αμπελοφιλοσοφίες που τις εμφανίζουν ως φαεινές ιδέες.

Εκφράζονται συνήθως αυτάρεσκα και με απόλυτες βεβαιότητες. Δεν έχουν ερωτήματα ή αμφιβολίες για όσα εκστομίζουν ή γράφουν στις αναρτήσεις τους. Έχουν άποψη για όλα: για τη μεταδοτικότητα του ιού και τις μεταλλάξεις του, για τις μάσκες και την προστασία που (δεν;) παρέχουν, για τα εμβόλια και την αποτελεσματικότητά τους, για τους λόγους για τους οποίους, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, έχουν αποτύχει τα lockdown, τα οποία αποτελούν τον κανόνα που, λιγότερο ή περισσότερο, εφαρμόζονται σε όλη την υφήλιο.

Η προσέγγισή τους είναι, ως επί το πλείστον, αρνητική. Η γκρίνια, εξάλλου, όπως και το στείρο «όχι», έχουν εξ ορισμού μια υπεροχή που δεν είναι άλλη από την ευκολία. Ευκολία η οποία χάνεται όταν πρέπει να διατυπώσει κανείς εναλλακτική πρόταση σε όλα εκείνα με τα οποία δηλώνει ότι διαφωνεί. Στο εύλογο, για παράδειγμα, ερώτημα «τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει;», η πιο συχνή και μάλλον αμήχανη απάντηση που, εκ πρώτης, δίνεται είναι του τύπου… «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια».

Η συνέχεια είναι πιο αποκαρδιωτική, καθότι οι υποτιθέμενες ιδέες που παραθέτουν, όταν πιέζονται να αντιτάξουν κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι παρά ένα συμπίλημα ανερμάτιστων αντιφάσεων, ιδεοληπτικών εμμονών και διακίνησης λαϊκιστικών ψευδολογιών. Ολοφύρονται για την ύφεση, αλλά ζητούν να μην προχωρήσει το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας. Επισημαίνουν την εκτίναξη του χρέους αλλά θέλουν να γίνουν απεριόριστες προσλήψεις στο δημόσιο και να δοθούν ατελείωτα επιδόματα προς όλους.

Θεωρούν βασική αιτία για τη διασπορά του ιού τις μετακινήσεις με τις αστικές μεταφορές, αλλά δεν τους απασχολεί ο συγχρωτισμός στα συλλαλητήρια και στις πορείες. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον «θάνατο του εμποράκου», αλλά αντιτίθενται σφόδρα στο άνοιγμα του λιανεμπορίου, «αφού τα κρούσματα είναι περισσότερα από εκείνα που προκάλεσαν το κλείσιμό του». Πολέμησαν λυσσαλέα τα ανοιχτά σχολεία αλλά ψέγουν και την ψυχρή τηλεκπαίδευση. Με λίγα λόγια… δεν τους πιάνεις πουθενά.

Ας το πούμε για άλλη μια φορά για όσους και όποιους δεν εθελοτυφλούν: Όχι, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με τη διαχείριση της πανδημίας στη χώρα μας. Και λάθη έγιναν. Και παραλείψεις σημειώθηκαν. Και παλινωδίες διαπιστώθηκαν. Τα περιορισμένα, για παράδειγμα, τεστ εμπόδισαν την έγκαιρη ιχνηλάτιση του πραγματικού αριθμού των κρουσμάτων και επέτρεψαν την ανεξέλεγκτη διασπορά. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι τα λάθη, οι παραλείψεις και οι παλινωδίες διαμόρφωσαν μια υγειονομική και οικονομική κατάσταση δυσχερέστερη από εκείνη που αντιμετώπισαν άλλες χώρες.

Όλα δείχνουν ότι δεν απέχουμε πολύ από το τέλος αυτής της μεγάλης περιπέτειας που διαρκεί ήδη 13 μήνες. Και σε πείσμα της δικαιολογημένης κούρασης που όλοι αισθανόμαστε, αλλά και της μεμψιμοιρίας που από ορισμένες πλευρές εκπέμπεται, ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι ότι η Ελλάδα δεν τα πήγε άσχημα στη μάχη κατά του κορωνοϊού. Όποιος, πολιτικός ή πολίτης, διαφωνεί επειδή πιστεύει ότι ο ίδιος γνωρίζει τη χρυσή συνταγή, η οποία δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα, δεν έχει παρά να… σηκώσει το χέρι για να λάβει τον λόγο. Και να ακουστεί στα… πέρατα της οικουμένης. Όπου, άλλωστε, λίγο ως πολύ, όλοι τα ίδια κάνουν. Σε Ανατολή και Δύση. Σε Βορρά και Νότο!

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Όταν ο Μπάιντεν μιλάει για… Νεάντερταλ, εμείς τι να πούμε;

 

Σε… «λογική του Νεάντερταλ» απέδωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν την απόφαση που έλαβαν οι κυβερνήτες δύο Πολιτειών του αμερικανικού Νότου να καταργήσουν την υποχρέωση των πολιτών τους να φορούν μάσκες όταν κυκλοφορούν δημοσίως.

Δεν εκπλήσσεται μάλλον κανείς από τη διαπίστωση ότι οι περί ων ο λόγος κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή εκλέχθηκαν στους θώκους τους με τη σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ούτε προφανώς από το γεγονός ότι στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου οι Πολιτείες τους έδωσαν άνετη πλειοψηφία στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θρηνούν τον τελευταίο χρόνο πάνω από 511.000 θύματα του κορωνοϊού και παρότι έχουν ήδη χορηγηθεί περισσότερες από 100 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, τα κρούσματα σε καθημερινή βάση εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, φθάνοντας κοντά στις 50 χιλιάδες.

Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, όμως, φαίνεται ότι αυτά είναι… λεπτομέρειες. Και γι΄ αυτό δεν αρκούνται μόνον στα μάλλον βεβιασμένα ανοίγματα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, σπεύδουν να καταργήσουν και τη χρήση της μάσκας, κάτι που, δεδομένων των επιδημιολογικών συνθηκών, μόνον ως προϊόν ιδεοληπτικής εμμονής ή σε λαϊκίστικης προσέγγισης μπορεί να ερμηνευθεί.

Ο Τζο Μπάιντεν κινείται στον αντίποδα. «Είναι κρίσιμο, κρίσιμο, κρίσιμο, να ακούτε την επιστήμη: πλένετε τα χέρια σας, με ζεστό νερό, συχνά», είπε απευθυνόμενος στους πολίτες των συγκεκριμένων Πολιτειών και κατ΄ επέκταση σε όλους τους Αμερικανούς. «Φοράτε μάσκα και τηρείτε τις αποστάσεις», συμπλήρωσε για να καταλήξει: «Το ξέρω ότι το ξέρετε. Θα ήθελα να το ξέρουν και κάποιοι από τους εκλεγμένους αξιωματούχους μας».

Δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι στις τόσο απλοϊκές, τουλάχιστον από μια πρώτη ανάγνωση, προτροπές του Αμερικανού Προέδρου συμπυκνώνεται η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την πρόοδο από την συντήρηση, η γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια και την πίστη στην επιστήμη από την προσκόλληση στον τσαρλατανισμό.

Κρίνοντας και εξ ιδίων, είναι προφανές ότι η παρατεταμένη περίοδος των περιορισμών έχει προκαλέσει μεγάλη κόπωση στους πολίτες ολόκληρης της υφηλίου. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος από αυτό που δώδεκα μήνες τώρα συμβαίνει και στη χώρα μας. Όλοι μας έχουμε κουραστεί με τις πρωτοφανείς συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης που βιώνουμε, με τις μάσκες που πρέπει να φοράμε και με τις κεραίες μας που πρέπει να τις έχουμε συνεχώς ανοικτές για να μην πλησιάσουμε κανέναν και μη μας πλησιάσει κανείς.

Τα ερωτήματα, ωστόσο, που ανακύπτουν για κάθε εχέφρονα άνθρωπο είναι τα εξής: Ποια είναι η εναλλακτική μας; Ακόμη και αν οι αρμόδιες αρχές και η κυβέρνηση δεν τα έχουν κάνει όλα καλά –που δεν τα έχουν κάνει!- δικαιολογείται οποιοσδήποτε να μην τηρεί τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και να μην φορά σωστά τη μάσκα του; Συνιστά η αδιαμφισβήτητη κούραση όλων μας επαρκή λόγο για να διοργανώνονται κορωνοπάρτι ή να γίνονται διαδηλώσεις χωρίς τη στοιχειώδη τήρηση αποστάσεων;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετά από τα μέτρα που λαμβάνονται δεν διεκδικούν τον χαρακτηρισμό «έξυπνα». Ακόμη, όμως, και αν καλοπροαίρετα συμφωνήσει κανείς με εκείνους που τα χαρακτηρίζουν «χαζά», δύσκολα θα αρνηθεί ότι είναι περισσότερο… χαζή η τάχατες εξυπναδίστικη κριτική την οποία δέχονται.

Από τον πρόσφατο ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο «δεν μπορεί ο κορωνοϊός να κολλάει μόνον σε όσους απομακρύνονται περισσότερο από δύο χιλιόμετρα από το σπίτι τους», τα παραδείγματα ανείπωτης βλακείας που μπορεί να παρατεθούν είναι πολλά. Με κορυφαίο ίσως το δήθεν «επιχείρημα» σύμφωνα με το οποίο «αφού όχι μόνον δεν εξαλείφθηκαν τα κρούσματα, αλλά παραμένουν πολλά, το lockdown απέτυχε και άρα δεν έχει νόημα να συνεχίζεται».

Υπάρχουν, δυστυχώς, γύρω μας ευάριθμοι συμπολίτες μας οι οποίοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το αίτιο από το αιτιατό μιας πράξης ή ενός φαινομένου. Δεν είναι λίγοι για παράδειγμα εκείνοι που όταν βλέπουν τροχονόμο σε μια διασταύρωση που υπάρχει μποτιλιάρισμα οχημάτων, εξάγουν το συμπέρασμα ότι η παρουσία του εκεί προκάλεσε το πρόβλημα και όχι το αντίθετο, ότι δηλαδή ο τροχονόμος βρέθηκε εκεί επειδή υπήρχε πρόβλημα.

Για πολλά χρόνια η Ελλάδα αδυνατούσε να βρει βηματισμό εξόδου από την οικονομική κρίση επειδή η πλειονότητα των Ελλήνων είχε πειστεί ότι το Μνημόνιο ήταν εκείνο που έφερε την πτώχευση και όχι το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, εξαιτίας της πτώχευσης που προηγήθηκε η χώρα δεν είχε, όπως αποδείχθηκε και από τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν την ίδια πολιτική, άλλη σανίδα σωτηρίας από την ένταξή της στα Μνημόνια που ήταν η μόνη οδός για την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης.

Όποιος δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι το όριο των δύο χιλιομέτρων ή η απαγόρευση μετακίνησης με αυτοκίνητο για λόγους σωματικής άσκησης είναι μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό του συνωστισμού σε χώρους που γίνονται μαζικές συναθροίσεις, είναι αδύνατο να σκεφθεί σε τι κατάσταση θα ήμασταν αν δεν είχαν κηρυχθεί τα lockdown.

Με παρόμοιο σκεπτικό, άλλωστε, οι κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή κατήργησαν την υποχρεωτικότητα της μάσκας, υποχρεώνοντας τον Πρόεδρο Μπάιντεν να τους καταμαρτυρήσει… «λογική του Νεάντερταλ». Εμείς, η σιωπηλή πλειοψηφία που επιμένουμε να τηρούμε όσο μπορούμε τα μέτρα, για τους «δικούς μας» διαμαρτυρόμενους τι μπορούμε, άραγε, να πούμε;