Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανασχηματισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανασχηματισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ανασχηματισμός σε μια «κανονική» χώρα



Αν ο Αλέξης Τσίπρας ήταν «κανονικός» πρωθυπουργός σε μια «κανονική» χώρα, αυτήν την περίοδο, καθώς συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον σχηματισμό της κυβέρνησής του και ετοιμάζεται, κατά τα φαινόμενα, ο πρώτος ανασχηματισμός της, θα έκανε μια μάλλον αυτονόητη κίνηση: θα αξιολογούσε ένα προς ένα τα κυβερνητικά στελέχη, πριν πάρει τις οριστικές αποφάσεις του για το ποιους θα διατηρήσει στις θέσεις τους και ποιους θα στείλει στα σπίτια τους.
            Αν ήθελε, μάλιστα, να είναι ακριβοδίκαιος και να μην αδικήσει κανέναν, θα έκανε, προς την ίδια κατεύθυνση, μια επιπλέον κίνηση που θα ήταν να ζητήσει από καθέναν υπουργό και υφυπουργό να γράψει σε μια κόλλα χαρτιού τα επιτεύγματα της 12μηνης θητείας του. Και για την ακρίβεια, θα καλούσε τον καθένα να απαριθμήσει τα προβλήματα στον τομέα της αρμοδιότητάς του που έλυσε σε αυτό διάστημα. Έτσι ώστε να φανεί η αποτελεσματικότητα ενός εκάστου και πόσο δικαίωσε τον τίτλο του «υπουργού» που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «υπηρέτης του λαού».
            Θα είχε, δε, τεράστιο ενδιαφέρον όλα αυτά τα απολογιστικά γραπτά των υπουργών και των υφυπουργών να έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Και, έτσι, να πληροφορούμαστε όλοι εμείς οι άγρια φορολογούμενοι έλληνες πολίτες για το κατά πόσο αξίζουν οι θυσίες στις οποίες υποβαλλόμαστε προκειμένου να συντηρηθεί όλος αυτός ο κυβερνητικός μηχανισμός. Με τους συμβούλους, τους μετακλητούς και τους αποσπασμένους υπαλλήλους, όπως και τους λοιπούς κάθε λογής παρατρεχάμενους που στελεχώνουν τα υπουργικά γραφεία.
            Ποιός, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μάθει πόσα κρεβάτια σε εντατικές νοσοκομείων κατάφερε να ανοίξει ο «πολύς» Παύλος Πολάκης στα διαλείμματα των διαδικτυακών καβγάδων που στήνει σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή; Ποιός δεν έχει απορία αν προχώρησε το σχέδιο της Θεανώς Φωτίου για τις συνταγές με τα γεμιστά και τις μαρμελάδες. Ή αν απέδωσε το εγχείρημα του Δημήτρη Μάρδα για εξεύρεση επενδυτών στα hot spot με τους Σύρους πρόσφυγες;
Θα είχε αξία να μαθαίναμε πόσες αποκρατικοποιήσεις απέτρεψε ο Πάνος Σκουρλέτης και πόσες φορές βούρκωσε ο Χρίστος Σπίρτζης. Πόσους επενδυτές έφερε ο Γιώργος Σταθάκης και αν αυτοί που έδιωξε ήταν λιγότεροι ή περισσότεροι. Πόσους φίλους απέκτησε η Ελλάδα τον ένα χρόνο που έχει επικεφαλής της διπλωματίας της τον Νίκο Κοτζιά. Τι άλλο εκτός από τη γκάφα με το Ολοκαύτωμα έκανε όλο αυτό το διάστημα ο υφυπουργός Θεοδόσης Πελεγρίνης. Πόσα φουγάρα άναψε η αρμόδια για τη Βιομηχανία Θεοδώρα Τζάκρη και αν είναι εκείνη που πρέπει να τιμηθεί από το βουλγαρικό κράτος για την ανάπτυξη που τους πήγε. Τι πρόσφερε στη Μακεδονία και στη Θράκη η Μαρία Κόλλια – Τσαρούχα. Και πόσο καλά πέρασε το κυβερνητικό του δωδεκάμηνο ο Γιάννης Μπαλάφας, και αν αδικήθηκε η Μαρίνα Χρυσοβελώνη που μπήκε αργότερα στο κυβερνητικό σχήμα.
Πέραν, όμως, από την πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με κάποιες από τις ουκ ολίγες διασκεδαστικές φιγούρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ –του… «χιουμορίστα» υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου μη εξαιρουμένου- θα είχε ειλικρινά μεγάλη σημασία αν ο κ. Τσίπρας αποφάσιζε να περάσει από κρησάρα τους συνεργάτες του στο υπουργικό συμβούλιο. Άλλωστε, με δεδομένο ότι, δυστυχώς, το μοναδικό σχέδιο για τη χώρα εξακολουθεί να είναι το Μνημόνιο και μόνο το Μνημόνιο, το έργο του θα ήταν είναι μάλλον πολύ εύκολο.
            Παίρνοντας μία προς μία τις μνημονιακές δεσμεύσεις, που ανέλαβε μετά το «Όχι» που έπεισε τον ελληνικό λαό να ψηφίσει στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, ο πρωθυπουργός θα μπορούσε χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες να βρει τι έκαναν οι υπουργοί του, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που, έστω σέρνοντας τα πόδια τους, προωθούν που και που καμία μεταρρύθμιση για να μη χάσουμε τις δόσεις των ευρωπαϊκών δανεικών. Και στους άλλους που βάζουν εμπόδια σε κάθε τι που δεν έχει βόλεμα για φίλους και κολλητούς.  
Παρά ταύτα, δεν πρέπει να τρέφονται αυταπάτες. Διότι το πιθανότερο είναι ο κ. Τσίπρας δεν θα μπει στον κόπο να αξιολογήσει όσους πλαισιώνουν την κυβέρνησή του. Και δεν θα το κάνει επειδή τα κριτήρια με τα οποία σχημάτισε τις δύο πρώτες κυβερνήσεις του είναι όμοια και απαράλλακτα με εκείνα με τα οποία πολιτεύθηκαν όλοι όσοι εκείνος επέλεξε να έχει στο υπουργικό συμβούλιο: δηλαδή η παρέα, το κολλητηλίκι και η ικανοποίηση της πελατείας.
Στον αντίλογο, τον οποίο θα σπεύσουν ορισμένοι να προβάλλουν με το επιχείρημα ότι δεν είναι πρωτοφανή τα φαινόμενα αυτού του είδους, η απάντηση είναι απλή: Όντως, μπορεί κανείς να βρει αρκετές ομοιότητες με καταστάσεις του παρελθόντος. Δύσκολα, ωστόσο, θα βρει ιστορική αντιστοίχηση σε όλον αυτόν τον ακραίο συνδυασμό αρνητικών στοιχείων που συνθέτουν το υφιστάμενο κυβερνητικό σχήμα. Και που, κατά πάσα βεβαιότητα, θα συνθέτουν και αυτό που, αργά ή γρήγορα, θα το αντικαταστήσει.
Κακά τα ψέματα, άλλωστε, η χώρα θέλει ακόμη χρόνο για να επιστρέψει στην κανονικότητα. Στη νέα, βεβαίως, κανονικότητα που θα προκύψει ως γενικά παραδεκτή αναγκαιότητα οψέποτε κλείσουν οι λογαριασμοί με το παρελθόν και γίνει εθνικό συλλογικό όραμα το νέο ξεκίνημα.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Μετρημένες οι μέρες της νέας κυβέρνησης



Σπεύδουν ορισμένοι να προεξοφλήσουν τις επερχόμενες εξελίξεις που θεωρούν ότι θα κινηθούν ευθύγραμμα και δεν θα επηρεαστούν από όσα δραματικά επισυνέβησαν το τελευταίο -πυκνό σε γεγονότα- δεκαπενθήμερο, όπως και όσα προοιωνίζονται οι αποφάσεις που ελήφθησαν ή θα φέρουν αστάθμητοι παράγοντες που ενδεχομένως ούτε να τους υποψιαστούμε μπορούμε στην παρούσα, πολύπλοκη από κάθε άποψη, περίοδο που διανύουμε.
Στην πολιτική τίποτε δεν είναι τελεσίδικο, όπως καλά γνωρίζουν ακόμη και όσοι δεν ενστερνίζονται την άποψη του Βρετανού πρωθυπουργού της μεταπολεμικής περιόδου Χάρολντ Γουίλσον ότι «μια εβδομάδα στην πολιτική είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα», άποψη που εκφράστηκε σε μια εποχή που αναμφίβολα ο κόσμος κινούνταν πολύ πιο αργά και οι άνθρωποι ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν ότι οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου μιας μικρομεσαίας χώρας του πλανήτη, όπως είναι η Ελλάδα, θα αποτελούσε παγκόσμιο θέαμα σε απευθείας μετάδοση.
Μας χωρίζουν μόλις δύο εβδομάδες από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται γύρω μας σε τίποτε δεν θυμίζει τη διθυραμβική ατμόσφαιρα που προκάλεσε το αποτέλεσμα του σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης που πίστεψε, επειδή έτσι ήθελε ή έτσι τον έπεισαν, ότι με την επικράτηση του «Όχι» θα λυνόταν δια μιας όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα, θα εξαφανιζόταν τα μνημόνια και θα άνοιγαν οι ουρανοί για να… βρέξουν χρήματα.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, το ελληνικό Κοινοβούλιο παρέσχε κατ΄ αρχήν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα την εξουσιοδότηση να ανατρέψει το δημοψηφισματικό «Όχι» και να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε υποχρέωση, δηλαδή να αναλάβει τις ευθύνες του και να καταλήξει σε συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για την παραμονή σε ευρωπαϊκή τροχιά.
Ακολούθησε η «ιστορική» Δευτέρα 12 Ιουλίου κατά την οποία ο κ. Τσίπρας έκανε, επιτέλους, εκείνο που αρνιόταν επί σχεδόν πέντε μήνες, αγόμενος και φερόμενος από απίθανους τύπους που είχε επιλέξει για συνεργάτες του, με προεξάρχοντα τον αποπεμφθέντα υπουργό Οικονομικών. Άφησε πίσω του τα παιχνίδια και έδωσε τα χέρια με τους εταίρους της χώρας, τους μοναδικούς, άλλωστε, διαθέσιμους, έστω και αν είναι με το αζημίωτο, να μας δανείσουν για να μην κάνουμε στάση πληρωμών όχι μόνο προς το εξωτερικό αλλά κυρίως προς τα εσωτερικό.
Η συνέχεια δόθηκε με την οριακή ψηφοφορία της 15ης Ιουλίου επί του πρώτου κύματος των προαπαιτούμενων για να ανοίξει ο δρόμος για το νέο πρόγραμμα που θα συνοδεύει τη δανεική σύμβαση που αιτηθήκαμε, κατά την οποίο επιβεβαιώθηκε επαυξημένο το ρήγμα στο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ με τη διαφοροποίηση πλειάδας κυβερνητικών βουλευτών.
 Διαφοροποίηση που δεν αποκλείεται να διευρυνθεί στην επερχόμενη νέα σκληρή δοκιμασία που συνιστά το δεύτερο κύμα μέτρων το οποίο θίγει κοινωνικές ομάδες με ισχυρή επιρροή, όπως οι αγρότες, οι θεμιστοπόλοι (δικηγόροι και δικαστές) και άλλοι.
Η απροθυμία, εξάλλου, στελεχών του μεγαλύτερου κόμματος της συμπολίτευσης να συμμετάσχουν στο κυβερνητικό σχήμα που ήταν μάλλον ένας από τους παράγοντες που υποχρέωσαν τον κ. Τσίπρα να καταφύγει σε τόσο αποκαρδιωτικές -ακόμη και για τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του- επιλογές συγκρότησης του υπουργικού του συμβουλίου, συνιστά μάλλον την πιο απτή απόδειξη ότι το πολιτικό αποθεματικό που μέχρι πρότινος διέθετε ο αρχηγός –για πόσο άραγε ακόμα;- του ΣΥΡΙΖΑ βαίνει μειούμενο με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Γι΄ αυτό και παρά την προσπάθεια που καταβάλει ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης να εμφανίσει εικόνα παγιωμένης πρωθυπουργικής υπεροχής, οι μέρες και οι εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μέχρι την οριστική υπογραφή του νέου προγράμματος δεν θα είναι ανέφελες για τον κ. Τσίπρα και όσους γύρω του σχεδιάζουν έναν γρήγορο εκλογικό γύρο που θα ξαναφέρει στο Μαξίμου την ίδια ομάδα που κινεί τώρα τα νήματα.
Θα αποδειχθεί, πιθανότατα, ότι «πλανώνται πλάνην  οικτρά» αν θεωρούν ότι οι πρόωρες κάλπες θα γίνουν σε ανάλογο με το σημερινό κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη θετική ψήφο που δίνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στα μέτρα που εισηγείται η κυβέρνηση, καλύπτοντας, έτσι, τις απώλειες που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα στελέχη του καταφεύγουν στην παγκόσμια παραδοξότητα που συνιστά ο ισχυρισμός του τέως υπουργού Παναγιώτη Λαφαζάνη σύμφωνα με τον οποίο «καταψηφίζουμε το μνημόνιο και στηρίζουμε την κυβέρνηση».
Οι αποστάσεις που μάλλον εσκεμμένα τηρεί η αντιπολίτευση από τον φόβο μήπως ο κ. Τσίπρας δεν αντέξει και επιχειρήσει… ηρωική έξοδο από του Μαξίμου προτού να υπογράψει το νέο πρόγραμμα δεν θα διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Η πρωθυπουργική επιλογή, άλλωστε, να πορευθεί ως επικεφαλής κυβέρνησης μειοψηφίας, δίνει έρεισμα στην εκτίμηση όσων από το στελεχιακό δυναμικό της αντιπολίτευσης υποστηρίζουν ότι «το κόστος μιας –υποτίθεται- ανανεωμένης κυβέρνησης με πρόσωπα όπως ο Χαϊκάλης, ο Πολάκης ή ο Βερναρδάκης μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί εξίσου βαρύ με το τίμημα που πληρώνει η χώρα από τα έργα και τις ημέρες της Βαλαβάνη και, πολύ περισσότερο, του Βαρουφάκη».
Το μόνο βέβαιο στην από κάθε άποψη αβέβαιη περίοδο που ζούμε είναι ότι τα «υλικά» που απαρτίζουν την κυβέρνηση που σχημάτισε ο κ. Τσίπρας, την καθιστούν εξ ορισμού θνησιγενή.
Γι΄ αυτό και –ας μου επιτραπεί η πρόβλεψη ότι- οι μέρες αυτής της κυβέρνησης θα είναι μετρημένες. Και πολύ γρήγορα θα χρειαστεί να δώσει τη θέση της σε μιαν άλλη κυβέρνηση, που θα είναι είτε «υπηρεσιακή» για να πάει τη χώρα στις εκλογές είτε «οικουμενική» για να δώσει τη μάχη για την έξοδο από την κρίση.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…