Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακώστα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπακώστα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Γιατί δεν βρίσκει υποψηφίους ο ΣΥΡΙΖΑ


Η δυστοκία που παρατηρείται στην αγωνιώδη προσπάθεια να βρεθεί υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ που θα κατέλθει στον Δήμο Αθηναίων δεν είναι παρά μόνον η «κορυφή του παγόβουνου» πίσω από την οποία δεν μπορεί να κρυφθεί η στελεχιακή γύμνια που χαρακτηρίζει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Όσο και αν οι πολυπλόκαμοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που έχουν τεθεί στην υπηρεσία της κυβέρνησης πασχίζουν να πείσουν για το αντίθετο, γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μια περίκλειστη λέσχη στελεχών, η οποία, παρά τον εμπλουτισμό της από διάφορους θεσιθήρες που μετακινήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο του ανοδικού κύματος, δεν κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στο ευρύ κοινωνικό σώμα.
Παρά τις αναμφίβολες εκλογικές επιτυχίες τις οποίες είχε αρχικά στις δίδυμες κάλπες του 2012, που τον έφεραν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και εν συνεχεία στις αναμετρήσεις του 2015, που του έδωσαν την διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να γίνει το μεγάλο και μαζικό κόμμα που θα υποκαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ και θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο «αντίπαλον δέος» απέναντι στη ΝΔ στο παραδοσιακό παιχνίδι της δικομματικής εναλλαγής.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές που διεξήχθησαν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή τον Μάιο του 2014, ήταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι το φουντωμένο δένδρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Η σχετικά άνετη επικράτησή του στην κάλπη των ευρωεκλογών, δεν είχε την ίδια εξέλιξη στις κάλπες για τους Δήμους και τις Περιφέρειες που έγιναν ταυτόχρονα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υποψήφιοι που είχαν το χρίσμα της Κουμουνδούρου κατέγραψαν χαμηλές έως πολύ χαμηλές επιδόσεις. Και έτσι στα δύο όργανα εκπροσώπησης των δύο αυτοδιοικητικών βαθμίδων, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, οι ΣΥΡΙΖΑίοι «τοπικοί άρχοντες» ήταν μειοψηφία.
Ένας από τους λόγους της αποτυχίας τους ήταν η αλαζονεία του μικρομεγαλισμού από τον οποίο διακατείχοντο τότε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλαζονεία η οποία μαζί με το διχαστικό πνεύμα ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία εφόρμησαν για να πάρουν όλες τις εξουσίες: στην αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, στη Βουλή και όπου αλλού –Δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές, μέσα ενημέρωσης και επιχειρήσεις- μπορούσαν να βάλουν πόδι με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα.
Κατά έναν πρωτοφανώς απαράδεκτο τρόπο, είχαν μοιράσει τους πολίτες σε «μνημονιακά μιάσματα» και «αντιμνημονιακούς οσίους». Όποιον κατέτασσαν στη δεύτερη κατηγορία, είχε καλώς. Όποιος, από την άλλη, υποστήριζε λογικά πράγματα, όπως αυτά που και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν ενάμισι χρόνο αργότερα, ήταν δακτυλοδεικτούμενος, τον στοχοποιούσαν και, αν δεν έκανε δήλωση αντιμνημονιακής νομιμοφροσύνης, μέχρι και την… καλημέρα του έκοβαν.
Αυτά το 2014. Τότε που η σημερινή υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα ήταν για τα φίλα προσκείμενα στην Κουμουνδούρου μέσα ενημέρωσης η… «Ζαρούλια της ΝΔ». Τότε που είχε βγει απαγορευτικό συνεργασίας με στελέχη του ΠΑΣΟΚ που δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στους επελαύνοντες προς την εξουσία παραγοντίσκους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι είχαν μεθύσει από την ξαφνική έξοδό τους από το περιθώριο στο οποίο τους κατέτασσαν επί δεκαετίες οι ψηφοφόροι.
Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, αν εξαιρέσει κανείς τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις που εφευρίσκονται για να δικαιολογηθούν οι κωλοτούμπες, τίποτε άλλο δεν θυμίζει το παρελθόν. Οι άλλοτε «συφοριασμένοι» ΠΑΣΟΚοι έχουν γίνει… πολύφερνες νύφες. Σε Δήμους και Περιφέρειες όλης της επικράτειας, όποιος διαθέτει ακόμη και την παραμικρή προϋπηρεσία με «πράσινο» συνδυασμό, ή μπορεί να πάρει χρίσμα από το ΚΙΝΑΛ, βλέπει τους ΣΥΡΙΖΑίους να σπεύδουν αυτοβούλως να στοιχηθούν πίσω του.
Αντιστρέφοντας συνήθειες δεκαετιών έχουμε φθάσει στο απίστευτο σημείο αντί να ζητούν χρίσματα οι υποψήφιοι, αυτά να τους προσφέρονται από την Κουμουνδούρου, οι άνθρωποι της οποίας, επειδή στις περισσότερες περιοχές δεν βρίσκουν υποψηφίους, ψάχνουν να… κρυφτούν πίσω από προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ υποψηφίους.
Το αστείο, μάλιστα, είναι ότι προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία τους και να αποφύγουν τη συντριπτική ήττα που όλα δείχνουν ότι περιμένει τους δικούς τους υποψηφίους, ισχυρίζονται πως δήθεν άλλαξαν τακτική και δεν θα δώσουν χρίσματα αυτοί που έχριζαν υποψηφίους ακόμη και όταν με το ζόρι περνούσαν το κατώφλι του 3% σε πανελλαδική βάση. 
«Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική των κομματικών χρισμάτων στις αυτοδιοικητικές», δηλώνει ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης. «Είναι μια λογική παλαιάς κοπής, που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης», υποστήριξε από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για να… χρίσει(!) υποψήφια για τον δεύτερο Δήμο της χώρας την υφυπουργό Κατερίνα Νοτοπούλου. Η τελευταία, άλλωστε, επιστρατεύθηκε για να καλύψει -εκούσα, άκουσα- το κενό που δημιούργησε η απόφαση του νυν δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη να μην διεκδικήσει νέα θητεία, παρά τη στήριξη που έλαβε από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος εγκαινίασε πρώτος την τακτική του «παίζουμε κρυφτούλι πίσω από τους ΠΑΣΟΚους».
Η επιλογή αυτή του κ. Τσίπρα δεν ήταν τυχαία. Είναι αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της ψυχρολουσίας που επεφύλαξε στους Έλληνες η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Όπου στήνονται κάλπες, από τους φοιτητές ως τους τραπεζοϋπαλλήλους και από τους δικηγόρους και τους γιατρούς έως τους εκπαιδευτικούς και άλλους δημοσίους υπαλλήλους, οι ΣΥΡΙΖΑϊκές δυνάμεις υφίστανται καταποντισμό σε βαθμό που η Κουμουνδούρου κινδυνεύει να μείνει με μικρότερα ερείσματα στους μαζικούς χώρους από εκείνα που είχε όταν ήταν στο 3%.
Τα ρουσφέτια και οι κάθε είδους μικροεξυπηρετήσεις, η παρεοκρατία και ο νεποτισμός και γενικώς η αναπαραγωγή όλων των παλαιοκομματικών μεθόδων στην οποία επιδόθηκε η τετραετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να αντιστρέψουν την πορεία. Η ανικανότητα και η αναποτελεσματικότητα ανεπάγγελτων, κατά βάση, ανθρώπων, οι οποίοι επί χρόνια το μόνο που είχαν μάθει ήταν να κάνουν κριτική, δεν μπορούσαν μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα να ανατραπούν.
Γι΄  αυτό δεν βρίσκουν υποψηφίους. Και γι΄ αυτό εκείνοι οι… τολμηροί, οι οποίοι μπορεί εν τέλει να βρεθούν, θα πρέπει να ετοιμάζονται για πολύ δυνατό… «μαύρισμα»!

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιο ΠΑΣΟΚ και ποια ΝΔ ορέγονται οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Στη χώρα της… φαιδράς πορτοκαλέας, όπως έγραφαν οι σχολιαστές του προηγούμενου αιώνα για να περιγράψουν τις νεοελληνικές παραδοξότητες, ένα αυτοδιοικητικό αίτημα δεκαετιών, όπως είναι η οικονομική αυτοτέλεια των Δήμων και των Περιφερειών, για την υιοθέτηση του οποίου πρωτοστατούσε η Αριστερά, βαφτίζεται αίφνης «ταξικό» και «νεοφιλελεύθερο» μέτρο μήπως και έτσι ξεμπερδέψουν μια και έξω οι κυβερνώντες με τις προτάσεις που διατυπώνουν οι πολιτικοί αντίπαλοι τους.
Στην εποχή, άλλωστε, που το «κατόπιν ενεργειών μου» γνωρίζει μέρες δόξης λαμπρές και τα πολιτικά γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών συναγωνίζονται ποιο θα εκδώσει πρώτο ανακοίνωση για να διεκδικήσει μερίδιο από τη δόξα της διαμεσολάβησης για να δοθούν μερικά ψυχία στον δήμο της… Κολοπετινίτσας, προτάσεις, όπως αυτή που διατύπωσε την περασμένη Κυριακή ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την εκχώρηση των εισπράξεων από τον ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι «επικίνδυνες».
Είναι τόσο επικίνδυνες που έκαναν τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και άλλους εκλεκτούς ΣΥΡΙΖΑίους να ζητήσουν από τους δημάρχους να ξεσηκωθούν για να μην ισχύσουν. Δικαίως του λόγου, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αναλογιζόμενος τους πραγματικούς κινδύνους για το πελατειακό κράτος που συνιστούν οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής.
Αν κάθε υποψήφιος δήμαρχος ξέρει ποια είναι τα οικονομικά δεδομένα της θητείας για την οποία διεκδικεί να εκλεγεί, πώς θα μπορέσει να τάξει… γεφύρια σε ποτάμια που δεν υπάρχουν; Ενώ άμα δεν ξέρει, μπορεί να… τάζει τον ουρανό με τα άστρα, προβάλλοντας τις σχέσεις του με κάθε λογής... Κουρουμπλήδες της πολιτικής μα ζωής με τους οποίους θα… ανταλλάσσουν «κουκιά». Και από κοινού θα διαιωνίζουν ένα άθλιο σύστημα που θα κρατάει αιωνίως καθηλωμένη τη χώρα. 
Η παθιασμένη υπεράσπιση του πελατειακού κράτους σε όλα τα επίπεδα (με προσλήψεις και μονιμοποιήσεις από τα «παράθυρα» και με κάθε είδους διευθετήσεις υπέρ των «ημετέρων») δεν είναι το μοναδικό κρούσμα που συνθέτει μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να γυρίσουν το ρολόι της Ιστορίας πίσω στον χρόνο.
Αγγίζει, αν δεν ξεπερνάει κιόλας, τα όρια του παρανοϊκού διπολισμού να βλέπει και να ακούει κανείς πολιτικούς που πήραν την εξουσία με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», από τη μια, να εξιλεώνουν, εντάσσοντάς τα στην κυβέρνησή τους πρόσωπα τα οποία εξέβρασε το παλαιό καθεστώς, και, από την άλλη, να εμφανίζονται ως κληρονόμοι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένα στις συνειδήσεις των πολιτών.
Όσο έκοβε εισιτήρια το έργο με τα αντιμνημονιακό παραμύθι, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Πάνος Καμμένος θεωρούσαν αποσυνάγωγο όποιον, εντός ή εκτός Ελλάδος, σχετιζόταν με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία που ήταν συνώνυμα του απόλυτου κακού. Στις τοπικές εκλογές του 2014, για παράδειγμα, όποιο αυτοδιοικητικό στέλεχος δεν έδινε γη και ύδωρ στον κάθε ΣΥΡΙΖΑίο της περιοχής του, καθυβριζόταν ως «Γερμαντοτσολιάς».
Μετά την μνημονιακή μετάλλαξη, όμως, που υπέστησαν στα χρόνια που απολαμβάνουν τις καρέκλες της εξουσίας, όλα δείχνουν διαφορετικά. Ο Τσίπρας, ο οποίος «τρουπώνει» κάθε τρεις και λίγο στους ευρωσοσιαλιστές, τους οποίους κάποτε στηλίτευε, τώρα εκθειάζει τους εκλεγμένους με το ΠΑΣΟΚ περιφερειάρχες, όπως τον Σταύρο Αρνατουτάκη στην Κρήτη και τον Απόστολο Κατσιφάρα στη Δυτική Ελλάδα, τους οποίους θέλει να στηρίξει μπας και διασωθεί σε τουλάχιστον ένα από τα πολλά εκλογικά ναυάγια που τον περιμένουν στις επερχόμενες κάλπες.  
Στην πρόσφατη επέτειο από τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974» προβεβλημένοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ κόντεψαν να… κάψουν περισσότερο λιβάνι από την ίδια την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά. Και μην παραξενευτείτε αν σε λίγες μέρες που είναι και η επέτειος από την ίδρυση της ΝΔ, ο Πάνος Καμμένος και η Κατερίνα Παπακώστα να διατάξουν τελετές και παρελάσεις, αφού, ως γνωστόν, επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους ρόλους συνεχιστών και αυθεντικών  εκφραστών της… καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας.
Αλήθεια, όμως, ποιο ΠΑΣΟΚ ορέγονται να υποκαταστήσουν οι ΣΥΡΙΖΑίοι του Αλέξη Τσίπρα που πολύ πριν παρομοιάσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Πινοσέτ, έκαναν, χρόνια πριν, το ίδιο με τον Γιώργο Παπανδρέου; Και ποια Νέα Δημοκρατία θεωρούν ότι μπορούν να υποκαταστήσουν οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου που προτού να συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ φλέρταραν στην Ευρώπη με τύπους σαν τον Νάιτζελ Φάρατζ και τώρα εγκαλούν το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι στεγάζει… ακροδεξιούς;
Αν κρίνει κανείς από τα πρόσωπα τα οποία προσεταιρίστηκαν παλαιότερα ή δέχθηκαν πρόσφατα στις τάξεις τους, είναι σαφές ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι παρά η στελεχιακή «λεηλασία» εκείνων που υποτίθεται ήθελαν να εξαφανίσουν πολιτικά. Οι συνεργασίες, εξάλλου, τις οποίες έκαναν, δεν εντάσσονται σε κανέναν κώδικα αξιών. Δεν τήρησαν ούτε καν τη υποτιθέμενη διακηρυγμένη δέσμευσή τους ότι δεν θα δέχονταν όσους ψήφισαν Μνημόνια.
Αλλά πώς να το τηρήσουν όταν οι ίδιοι ψήφισαν το τρίτο και χειρότερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνια; Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι η πλειονότητα όσων συμπορεύτηκαν ως τώρα μαζί τους είναι από την κατηγορία εκείνων οι οποίοι ευθύνονται που η χώρα οδηγήθηκε στη μνημονιακή μέγγενη. Και όχι από εκείνους που προέταξαν τα πολιτικά τους στήθη για να αποτρέψουν τα χειρότερα και την… άλα Βενεζουέλα πλήρη χρεοκοπία που μας ανέμενε με τις τερατώδεις υποσχέσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφική εμβάθυνση για να αντιληφθεί κανείς ότι βρισκόμαστε στη φάση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Εξού και οι ρεβεράντζες προς το πάλαι ποτέ καταδικασμένο «παλαιό» που όλως αιφνιδίως έγινε περιζήτητο, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει υπουργός ακόμη και η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Το θέμα είναι αν θα βρεθούν αφελείς ναυαγοσώστες που θα αναλάβουν την πολιτική διάσωση των πιο ακραίων αμοραλιστών που γνώρισε τούτος  ο τόπος…

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…