Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΗΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΗΠΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Οι δημοσκοπήσεις ευνοούν τους τολμηρούς!

             Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επί 75 συναπτά έτη, τόσο ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών, όσο και το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων που ζουν εκεί, παρουσίαζαν ανοδικές τάσεις. Η πορεία αντιστράφηκε για πρώτη φορά το 2020, τη χρονιά, δηλαδή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, πέρυσι το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών πολιτών μειώθηκε κατά ένα χρόνο και οκτώ μήνες σε σύγκριση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο. Για την ακρίβεια, από τα 78,8 έτη που ήταν το 2019 ο μέσος όρος ζωής όσων ζουν στις ΗΠΑ, το 2020 υποχώρησε στα 77.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επιπλέον θάνατοι που προκάλεσε η λοίμωξη Covid-19, η οποία έγινε η τρίτη αιτία θανάτου μετά τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σε συνδυασμό με τους πρόσθετους περιορισμούς στη μετανάστευση που συνόδευσαν την πανδημία, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμείνει την πρώτη χρονιά της πανδημίας σχεδόν στάσιμος ο αμερικανικός πληθυσμός. Ο οποίος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, αντιμετωπίζει τα πολυσήμαντα φαινόμενα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης.

Στα δύο χρόνια τώρα που επελαύνει η πανδημία οι ανθρώπινες απώλειες σε όλο τον πλανήτη έχουν ξεπεράσει τα 5,4 εκατομμύρια. Και δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, η μακάβρια λίστα με τους θανάτους θα μακρύνει πολύ ακόμη, παρά τη μεγάλη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης που συντελέστηκε αυτό το διάστημα, κυρίως με τα εμβόλια, δευτερευόντως με κάποια θεραπευτικά σχήματα που έσωσαν αρκετές ζωές και ενδεχομένως με τα πολυαναμενόμενα χάπια που μπαίνουν οσονούπω στη μάχη.

Αναλογιζόμενος κανείς το βαρύτατο τίμημα το οποίο έχουν πληρώσει σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλες οι χώρες της υφηλίου, δεν μπορεί παρά να απορεί με τη συμπεριφορά τόσων συνανθρώπων μας που έχουν τη δυνατότητα να εμβολιαστούν και δεν το κάνουν. Όπως δεν μπορεί και να μην εκπλήσσεται από το γεγονός ότι τα ζητήματα της πανδημίας εξακολουθούν να γίνονται στη χώρα μας αντικείμενο οξείας κομματικής αντιπαράθεσης.

Από το ξέσπασμα της πανδημίας έως τώρα, σχεδόν δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχει καταγραφεί μια διαφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Από τις μάσκες και τα παγούρια των μαθητών, έως την καθιέρωση της περιορισμένης υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών και τους περιορισμούς στην κυκλοφορία των πολιτών, από το lockdown και το click away έως τα SMS και τα κίνητρα για τον εμβολιασμό των νέων, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα σημείο στο οποίο να συνέπεσαν οι απόψεις και οι εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.

Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο ό,τι και να έχει κάνει ως τώρα η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν χάνει την ευκαιρία να καταγράψει την αντίρρηση ή τη διαφωνία της όταν δε ασκεί οξεία κριτική ή δεν εξαπολύει ανηλεή πολεμική. Όμως, όσο προφανές είναι ότι η κυβέρνηση δεν τα έκανε όλα σωστά, αφού και λάθη έγιναν και ατολμίες εμφανίστηκαν και παλινωδίες παρατηρήθηκαν, εξίσου βέβαιο είναι ότι ούτε η αντιπολίτευση κατείχε την απόλυτη αλήθεια ή γνώριζε τη χρυσή συνταγή που θα αναχαίτιζε την πανδημία και θα εξαφάνιζε κρούσματα, νοσηλείες και ανθρώπινες απώλειες.    

Η αλήθεια είναι ότι και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκαν διαφωνίες και συγκρούσεις για τα περιοριστικά μέτρα και τα εμβολιαστικά προγράμματα. Μόνον, όμως, που οι περισσότερες κυβερνήσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, χειρίστηκαν την πανδημία, ήρθαν αντιμέτωπες με ακραίες ομάδες αρνητών και όχι με κανονικές πολιτικές δυνάμεις που άσκησαν παλαιότερα κυβερνητικά καθήκοντα ή φιλοδοξούν βάσιμα να ασκήσουν στο μέλλον.  

Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, δεν είναι κακό ούτε η διαφωνία ούτε η κριτική. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι και τα δύο είναι μέσα στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης, η οποία έχει υποχρέωση να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύει τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις των κυβερνώντων. Έχει, ωστόσο, σημασία πως εκφράζεται η διαφωνία και πως διατυπώνεται η κριτική.

Ένα σοβαρό, για παράδειγμα, ερώτημα είναι αν η συμπαράταξη με τους αντιεμβολίαστους υγειονομικούς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ή πυροδοτεί το κύμα των αρνητών. Για να μην πούμε για το λάθος μήνυμα που εκπέμπεται με τον επίμονο ισχυρισμό για προσλήψεις όταν είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό από τις ειδικότητες (εντατικολόγοι και πνευμονολόγοι) που είναι αναγκαίες για να λειτουργήσουν καλύτερα οι ΜΕΘ.

Δεν θα είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κάποιος ότι μόνον ένα μέρος από τον χρόνο που αφιερώθηκε τις τελευταίες εβδομάδες στους καβγάδες για τις ΜΕΘ αν είχε χρησιμοποιηθεί σε μια διακομματική προσπάθεια για να ενισχυθεί η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα όσων συμπολιτών μας εξακολουθούν να διστάζουν ή φοβούνται, τότε οι υφιστάμενες ΜΕΘ θα αρκούσαν για να νοσηλεύσουν όσους τις χρειαζόταν, παρότι έχουν εμβολιαστεί.

Κατόπιν αυτού είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει ο Αλέξης Τσίπρας αν ηγείτο του αγώνα υπέρ των εμβολιασμών. Πάντως, ο αρχηγός των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ, που στηρίζει τα περιοριστικά μέτρα που παίρνει ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και δεν αρέσουν στα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, έχει περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.

Εκτός και αν μας που πουν ότι πρόκειται κι εκεί για… συνωμοσία των «πετσομένων» δημοσιογράφων και δημοσκόπων που σπρώχνουν τον Στάρμερ, όπως υποτίθεται ότι κάνουν εδώ με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Όπως και να έχει, πάντως, ο νεοεκλεγείς αρχηγός του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δείχνει να τολμάει, αφού, όπως διαβάζουμε στο «Θέμα» που κυκλοφορεί, τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο Δημόσιο.

Και μπράβο του, διότι, εκτός του ότι προοδευτικοί πολίτες είναι οι λογικοί πολίτες, συμβαίνει στις κάλπες να προσέρχονται οι ζωντανοί και όχι οι… τεθνεώτες!

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….       

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Ο σταυρός και η σημαία που… κολλάνε με τα εμβόλια;

 

 

            Πλημμύρισαν το Σύνταγμα και η Ομόνοια την περασμένη Πέμπτη από ένα πλήθος συμπολιτών μας που αισθάνθηκε την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί για την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει αφενός την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού για κάποιες ελάχιστες κατηγορίες εργαζομένων και αφετέρου να θεσπίσει περιορισμούς για την πρόσβαση σε κοινόχρηστους χώρους διασκέδασης και αναψυχής όσων επιμένουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι.

            Το παράδοξο δεν είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι –τέσσερις με πέντε χιλιάδες κατά τα φαινόμενα και τους επίσημους υπολογισμούς- σηκώθηκαν από τους καναπέδες για να διατρανώσουν την αντίθεσή τους απέναντι σε έναν «αόρατο εχθρό», που προφανώς δεν είναι ο ιός που έχει αναστατώσει στις ζωές όλων, αλλά κάτι αδιόρατο που το αποκαλούν «νέα τάξη πραγμάτων», «τσιπάκι του Μπιλ Γκέιτς», «παγκόσμιο πείραμα», «χούντα Μητσοτάκη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Ανάλογες κινητοποιήσεις, άλλωστε, έχουμε δει σε πολλές άλλες γωνιές του πλανήτη με αντίστοιχα συνθήματα – εξαιρουμένου, βεβαίως, εκείνου για τη… «χούντα Μητσοτάκη» που προσαρμόζεται στις τοπικές παραλλαγές («χούντα Μακρόν», «χούντα Μπάιντεν» και πάει λέγοντας….).     

Είναι, όμως, μεγάλο παράδοξο να βλέπει κανείς τους συμμετέχοντες σε αυτές τις… λαοσυνάξεις να κραδαίνουν ελληνικές σημαίες και σταυρούς, λες και είχαν βγει στους δρόμους για να υπερασπιστούν την πατρίδα και τη θρησκεία. Από την άλλη, ωστόσο, αυτή η παραδοξότητα αποτελεί ίσως και την καλύτερη απόδειξη για το πόσο συγκεχυμένα είναι τα πράγματα στο μυαλό των ανθρώπων οι οποίοι αντιδρούσαν παλαιότερα στα περιοριστικά μέτρα για την εξάπλωση της πανδημίας, πατώντας τις μάσκες στο Σύνταγμα, και κάνουν τώρα το ίδιο με τη δαιμονοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος.

Διότι, ακόμη και αν οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος θέλει να δείξει στοιχειώδη κατανόηση προς όσους προτάσσουν την -αναμφίβολα υπερβολική- ανησυχία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, σίγουρα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλογη σύνδεση τους με τον πατριωτισμό και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός εκάστου. Οι μισοί και παραπάνω Έλληνες που έχουν ήδη εμβολιαστεί -5.364.957 έκαναν ήδη τουλάχιστον τη μία δόση- δεν είναι ούτε λιγότερο πατριώτες, ούτε λιγότεροι Χριστιανοί από εκείνους οι οποίοι για δικούς τους λόγους –φόβο, ανασφάλεια, παραπληροφόρηση ή απλή εμμονή- διστάζουν ή αρνούνται να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα.

Έχουν γραφεί πολλά και έχουν ειπωθεί περισσότερα για τον υποτιθέμενο διχασμό που προκαλούν οι αποφάσεις για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Ορισμένοι διατείνονται ότι τα μέτρα διαχωρισμού φουντώνουν το «κίνημα» του αρνητισμού. Η διεθνής εμπειρία, ωστόσο, που θα πρέπει να αποτελεί τη σταθερή πυξίδα για την ερμηνεία όσων συμβαίνουν και στη χώρα μας, δεν επιβεβαιώνει αυτές τις εικοτολογίες. Σχεδόν παντού στον κόσμο –από το Ισραήλ έως τη Βρετανία και από τη Γαλλία έως τις ΗΠΑ, για να αναφερθούμε κυρίως σε χώρες που έχουν επάρκεια εμβολίων- παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο: ο ρυθμός προόδου των εμβολιασμών φρενάρει περίπου όταν εμβολιάζεται ο μισός πληθυσμός της κάθε χώρας.

Με άλλα λόγια, όπως σε πολλές άλλες παραμέτρους που αφορούν την πανδημία του κορωνοϊού, έτσι και στον αναγκαίο καθολικό εμβολιασμό που θα μπορούσε να μας απαλλάξει από αυτή τη μάστιγα, ουδείς έχει βρει τη χρυσή συνταγή. Από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, της… Κούβας συμπεριλαμβανομένης, οι ίδιες τάσεις κυριαρχούν και, λίγο ως πολύ, οι ίδιες νοοτροπίες επικρατούν. Πάνω κάτω, τα ίδια προβλήματα καλούνται να επιλύσουν οι κυβερνήσεις και με τον ίδιο ανορθολογισμό βρίσκονται αντιμέτωποι οι πολίτες που πασχίζουν να προστατευθούν από την επέλαση του απειλητικού ιού.

Παρά ταύτα, θα είναι λάθος να πιστέψει κάποιος ότι οι παραδοχές αυτές οδηγούν στην παραίτηση από τον διπλό συλλογικό αγώνα που χρειάζεται να δώσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, αφενός, για να περιοριστούν οι συνέπειες από το επιδημιολογικό φορτίο, που θα όλα δείχνουν ότι θα αργήσει να μας απαλλάξει από την παρουσία του, και, αφετέρου, για να πειστεί ο σκληρός πυρήνας των αρνητών ότι η πανδημία δεν απειλεί ούτε την πατρίδα ούτε τη θρησκεία του καθενός μας. Απειλεί τις ζωές όλων μας και περισσότερο εκείνων που παραμένουν πεισματικά ανεμβολίαστοι.

Το καλύτερο που έχουν να κάνουν όσοι αντιδρούν είναι να υποστείλουν τις σημαίες και τους σταυρούς και να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Κανείς δεν πρόκειται να τους εμβολιάσει με το ζόρι. Οπότε μπορούν να παραμείνουν ανεμβολίαστοι χωρίς να παριστάνουν τους πατριώτες ή να επικαλούνται τα θεία. Εκείνο, όμως, που δεν μπορούν να αποφύγουν, τόσο οι ίδιοι οι αρνητές όσο και οι κάθε είδους «δικαιωματιστές», που δηλώνουν αλληλέγγυοι, μιλώντας εν ονόματι, δήθεν, της αποφυγής του διχασμού, είναι η αναγνώριση ότι στις οργανωμένες κοινωνίες επικρατεί μια άγραφη, αλλά καθοριστική για τη συμβίωσή μας, συνθήκη σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία των άλλων.

Επειδή, λοιπόν είναι πλέον πασιφανές ότι η «ελευθερία» όσων επιμένουν να μη θέλουν να εμβολιαστούν πλήττει βάναυσα έως θανάσιμα την ελευθερία όλων όσοι εμβολιαστήκαμε, οι αρνούμενοι δεν έχουν παρά να συμβιβαστούν με αυτή τη συνθήκη. Ή εμβολιάζονται ή περιορίζονται. Τόσο απλά, τόσο καθαρά!

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Δικαιολογεί κωδωνοκρουσίες η αλλαγή στον Λευκό Οίκο;

«Χρειάζεται να γνωρίσεις τα χειρότερα για να εκτιμήσεις πόσο καλά ήταν αυτά που είχες», λέει μια γνωστή λαϊκή ρήση που ταιριάζει απόλυτα με τα αισθήματα της τεράστιας ανακούφισης που όλα δείχνουν ότι προκάλεσε σε κάθε γωνιά του πλανήτη η πρόσφατη αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεν είναι υπερβολή να επισημάνει κάποιος ότι η πραγματικότητα την οποία βιώσαμε κατά την τετραετία που διήρκεσε ο καταστροφικός για πολλούς τομείς της παγκόσμιας ζωής τυφώνας που άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ μετέτρεψε σε ζητούμενα πολλά από τα δεδομένα της μεταπολιτικής περιόδου.

Γι΄ αυτό και έπειτα από όλα αυτά κάποιες αυτονόητες διαπιστώσεις που κάνει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, όπως, για παράδειγμα, ότι η Δημοκρατία «είναι πολύτιμη» και «εύθραυστη» μοιάζουν με βάλσαμο στις μεγάλες πληγές που άνοιξε ο προκάτοχός του με αποκορύφωμα την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος και την άφρονα κινητοποίηση του όχλου των υποστηρικτών του που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο.

Οι αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του τέως «πλανητάρχη», οι ανερμάτιστες συμμαχίες του με τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες και ηγετίσκους της διεθνούς σκηνής, όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε προνομιακή πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, η αποθέωση του λαϊκισμού, ο ακατάσχετος ρατσισμός και η συνεχής αντιστροφή της πραγματικότητας υπήρξαν φαινόμενα χωρίς προηγούμενο. Και δημιούργησαν καταστάσεις οι οποίες δίχασαν βαθιά την αμερικανική κοινωνία, βρήκαν μιμητές και σε άλλα σημεία του πλανήτη και έθεσαν συχνά σε μεγάλη δοκιμασία την παγκόσμια σταθερότητα.

Οι οπαδοί του απελθόντος Αμερικανού Πρόεδρου ισχυρίζονται –άλλοι προσχηματικά και άλλοι αφελώς- ότι επί της θητείας του δεν έγιναν νέοι πόλεμοι και αυτός υποτίθεται πως είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ δήθεν στοχοποιήθηκε από τις… συστημικές δυνάμεις. Παραβλέπουν, όμως, ότι ο ίδιος πρωταγωνίστησε σε κινήσεις και ανέλαβε πρωτοβουλίες που οι συνέπειες τους ήταν κατά πολύ χειρότερες από τη συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις της πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμης.

Μόνο και μόνο η αποχώρηση της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη αρχικώς από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και πιο πρόσφατα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, εν μέσω της μεγαλύτερης πανδημίας του τελευταίου αιώνα, υπήρξαν δύο άκρως χαρακτηριστικές πράξεις στις οποίες μόνον ένας παράφρων ηγέτης θα μπορούσε να είχε προχωρήσει. Άλλωστε, τα 400 χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού που θρηνούν ως τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον υψηλότερο αριθμό νεκρών από οποιαδήποτε άλλη αιτία που είχαν από την ίδρυσή τους.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, διότι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προσεγγίσεων, μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αναγνωρίζει ότι, κατά την τετραετία Τραμπ, οι ΗΠΑ από ηγέτιδα δύναμη παγκοσμίως κινδύνευσαν να μετατραπούν σε μια απομονωμένη χώρα που επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο μόνον όταν επιβαλλόταν από τα συμφέροντα της οικογένειας του ίδιου του Προέδρου και ενός στενού πυρήνα υποστηρικτών του. Τα αλισβερίσια ανάμεσα στους γαμπρούς του πλανητάρχη και του νεοσουλτάνου της Άγκυρας λένε πολλά.

Δεν υπάρχει, εξάλλου, αμφιβολία ότι η οικονομική άνθηση που γνώρισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν πρόσκαιρη, καθώς δεν χρειάζεται να έχει κανείς εξειδικευμένες γνώσεις στα οικονομικά για να αντιληφθεί ότι ο απομονωτισμός μακροπρόθεσμα βλάπτει συνολικά το παγκόσμιο εμπόριο και άρα μειώνει την παραγωγή αγαθών και περιορίζει την προσφορά υπηρεσιών με τελικό αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι.

Το 1976, όταν εξελέγη 39ος Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Δημοκρατικός Τζίμυ Κάρτερ, στην Ελλάδα και κυρίως στην Κύπρο ξέσπασαν πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, καθώς η πρόσφατη τότε τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο που έγινε επί των ημερών της ρεπουμπλικανικής διοίκησης των Νίξον και Φορντ είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι η δυτική υπερδύναμη θα πρωταγωνιστούσε στις προσπάθειες για την έξωση των κατοχικών δυνάμεων του Αττίλα από το νησί.

Οι κωδωνοκρουσίες για την εκλογή του Κάρτερ απεδείχθησαν, εν τέλει, υπερβολικές, καθώς, ως γνωστόν, ο Αττίλας είναι ακόμη στην Κύπρο. Και είναι αλήθεια ότι έκτοτε οι Έλληνες δεν παρασυρθήκαμε σε ανάλογες αυθόρμητες εκδηλώσεις σε καμία από τις επόμενες κούρσες για την αμερικανική προεδρία. Συνηθίσαμε να κρατάμε μικρό καλάθι έπειτα από κάθε εναλλαγή στον Λευκό Οίκο. Και μάλλον πολύ καλά κάναμε!

Υπό αυτή την έννοια, ίσως η ανάληψη των καθηκόντων από τον 46ο Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να μην αποτελεί σοβαρό λόγο για να τρέξουμε να χτυπήσουμε τις καμπάνες, είναι όμως σίγουρα αφορμή για να ανασάνουμε βαθιά και να χαρούμε που επέστρεψαν η λογική και η κανονικότητα στην παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα.

Διότι, όπως και να το κάνουμε, τα τραυματικά βιώματα που άφησαν πίσω τους ο Τραμπ και ο «τραμπισμός» κάνουν εκ προοιμίου συμπαθέστατο τον Μπάιντεν. Και δίχως αμφιβολία δημιουργούν βάσιμες προσδοκίες ότι ο κόσμος μας μπορεί να γίνει –λίγο, έστω- καλύτερος.