Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντιεμβολιαστές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντιεμβολιαστές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μια σύγκριση Ελλάδας - ΗΠΑ ή όταν υπάρχουν και άλλοι… σαν και μας

 

            Περπατώντας αυτές τις μέρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζει ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού ανάμεσα στη χώρα μας και στις ΗΠΑ.

            Η αμερικανική μεγαλούπολη, που δικαιολογημένα διεκδικεί τον τίτλο της μητρόπολης του κοσμοπολιτισμού, δείχνει να αφήνει σιγά σιγά πίσω της το βαρύ χτύπημα που δέχτηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από το μεγάλο πανδημικό κύμα που στοίχισε τις ζωές σε πολλούς ανθρώπους. Δεν συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο σε ολόκληρη τη μεγάλη αυτή χώρα, γι΄ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε τελεσιγραφικά να εφαρμοστεί υποχρεωτικός εμβολιασμός σε όλη τη χώρα, πριν πάρει την απόφαση να άρει από το Νοέμβριο τους περιορισμούς για να εισέλθει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες με μόνη προϋπόθεση την επίδειξη εμβολιαστικού πιστοποιητικού.   

            Παρότι υπάρχουν ξενοδοχεία και καταστήματα που παραμένουν ακόμη κλειστά, αφού εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί στην έλευση τουριστών από το εξωτερικό, η ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στην μεταπανδημική εποχή. Οι άνθρωποι έχουν στην  πλειονότητά τους συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι πρέπει να εμβολιαστούν, όπως επίσης και ότι για κάποιον καιρό ακόμη θα ζουν με περιορισμούς.

Στους δρόμους της πόλης, οι κάτοικοι και οι λιγοστοί επισκέπτες, κυκλοφορούν σχεδόν όλοι με τις μάσκες, χωρίς, ωστόσο, οι περισσότεροι να τις φορούν. Τις έχουν, όμως, μαζί τους διότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλουν να μπουν σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, είτε πρόκειται για κατάστημα ή γραφείο, είτε για σχολείο ή εστιατόριο.    

            Βρέθηκα έξω από παιδικούς σταθμούς και είδα με πόση τάξη οι γονείς πήγαιναν τα νήπια τους τα οποία φορούσαν όλα τις μάσκες τους πριν φθάσουν στην πόρτα του σχολείου. Στην είσοδο τα υποδέχονταν οι υπεύθυνοι, τα θερμομετρούσαν και τα οδηγούσαν στις τάξεις τους. Εν ολίγοις όλα κινούνταν σα να μην υπήρχε η παραμικρή ιδιαίτερη κατάσταση. Ούτε φασαρίες, ούτε υστερικές απειλές για μηνύσεις και αυτόφωρα που χρειάζεται να παρέμβουν εισαγγελείς και υπουργοί για να αποκατασταθεί η κοινή λογική.

            Επισκέφθηκα εστιατόρια και η εικόνα ήταν ακριβώς ίδια και στη συμπεριφορά των ενηλίκων, για τους οποίους ισχύει υποχρέωση εμβολιασμού προκειμένου να βρεθούν σε εσωτερικούς χώρους για ποτό ή φαγητό. Με το που μπαίνεις δείχνεις το πιστοποιητικό εμβολιασμού σου σε υπάλληλο που είναι επιτετραμμένος γι΄ αυτό και αφού ελέγξει τα στοιχεία της ταυτότητάς σου, παίρνεις το «ΟΚ» για να πάρεις θέση σε τραπέζι. Κανείς δεν διαμαρτύρεται, κανείς δεν φωνάζει και όλα βαίνουν καλώς.

            Δεν ξέρω αν είναι παρήγορο για τη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η καλή εικόνα της Νέας Υόρκης δεν είναι αντιπροσωπευτική για το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση πάνω από το 70% του πληθυσμού της και άρα είναι πολύ κοντά στην επίτευξη τείχους ανοσίας αν υπολογιστεί και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν νοσήσει.

            Στο σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, τα πράγματα είναι σχεδόν όπως στη χώρα μας. Με βάση τα στοιχεία από την έγκυρη ιστοσελίδα «ourworldindata» στην Ελλάδα έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση το 62% του πληθυσμού, ποσοστό που για τους πλήρως εμβολιασμένους υποχωρεί στο 58%. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ, όπου πάντως, οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν νωρίτερα, έχει μέχρι τώρα εμβολιαστεί το 63% του πληθυσμού, εκ του οποίου μόνον το 54% είναι πλήρως εμβολιασμένο.

            Το ενδιαφέρον είναι ότι σε πάρα πολλές αμερικανικές Πολιτείες, τα ποσοστά εμβολιασμού είναι κάτω του 50%. Με μια απλή περιήγηση στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνει κανείς ότι οι μεσοδυτικές Πολιτείες, που αποτελούν την αποκαλούμενη «βαθιά Αμερική» η οποία στις δύο τελευταίες πανεθνικές κάλπες ψήφισε φανατικά τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι αυτές που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα.

Στον αντίποδα Πολιτείες με παραδοσιακή εκλογική συμπεριφορά υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως η Βοστώνη ή η Καλιφόρνια, η εικόνα προσομοιάζει με εκείνη της Νέας Υόρκης. Σε αδρές γραμμές, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, όπως και στον διαχωρισμό που παρατηρήθηκε στις κάλπες του 2016 και του 2020 για την προεδρική εκλογή στην οποία οι λιγότερο μορφωμένοι και οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επέλεγαν Τραμπ και όχι Χίλαρι Κλίντον ή Τζο Μπάιντεν, έτσι και τώρα δείχνουν μεγαλύτερη σπουδή για να εμβολιαστούν όσοι είναι περισσότερο μορφωμένοι και λιγότερο θρησκευόμενοι.

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν γίνει αξιόπιστες μετρήσεις σχετικά με το ακριβές profile όσων αρνούνται, διστάζουν ή φοβούνται να εμβολιαστούν, δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να μη βρίσκει ομοιότητες με την εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και εκεί, άλλωστε, έτσι και στα καθ΄ ημάς, το ποσοστό των εμβολιασμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην πρωτεύουσα είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνο που συναντάται στην περιφέρεια και κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα.

Χωρίς να αποτελεί γενικό κανόνα και ούτε να λείπουν οι εξαιρέσεις, η αλήθεια είναι ότι και στη χώρα μας όσο πιο πολύ θρησκευόμενος και λιγότερο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην θέλει να εμβολιαστεί. Στην Ελλάδα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο στην Αμερική, να γίνει ο διαχωρισμός εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων με βάση τις επιλογές τους στην κάλπη. Αλλά με μια αναζήτηση στον περίγυρό μας βρίσκουμε ότι το… κίνημα των αντιεμβολιαστών είναι μεν πολυσυλλεκτικό, αλλά τροφοδοτείται από τα άκρα του πολιτικού άξονα, έχοντας εντονότερη –αλλά όχι αποκλειστικά- την ακροδεξιά προέλευση.

Καλόν είναι να τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν, πολύ περισσότερο που, εφόσον στηθούν οι επόμενες κάλπες πριν από το οριστικό τέλος της πανδημίας, θα έχει ενδιαφέρον πως θα συμπεριφερθούν στην κάλπη όλοι αυτοί οι αρνητές των εμβολιασμών. Οι οποίοι –τι παράδοξο αλήθεια;- είναι οι ίδιοι που νωρίτερα αμφισβητούσαν την πανδημία και μάχονταν το lockdown και τις μάσκες.

Για να μην αισθανόμαστε, πάντως, «έθνος ανάδελφον», πρέπει να ξέρουμε ότι τα ίδια πιστεύουν σχεδόν αντίστοιχα ποσοστά και στην πατρίδα του… Μπιλ Γκέιτς. Αν αυτό, ωστόσο, αποτελεί παρηγοριά, είναι άλλη μεγάλη κουβέντα….       

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Έχουν, τελικά, μεγάλη δύναμη οι «ψεκασμένοι»

 Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του. Το ποσοστό των εμβολιασμένων στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι τόσο χαμηλό, που τα όρια για την επίτευξη του πολυαναμενόμενου τείχους ανοσίας δεν πρόκειται να τα προσεγγίσουμε προτού στις περισσότερες σοβαρές χώρες του πλανήτη κηρυχθεί το τέλος της πανδημίας.

Δυστυχώς, όμως, με τους ρυθμούς που πάμε, αφού μόλις και μετά βίας φθάνει τις 20 χιλιάδες ο μέσος ημερήσιος όρος όσων από τα εκατομμύρια των ανεμβολίαστων προσέρχονται για να εμβολιαστούν, η μακάβρια λίστα με τους ανθρώπους που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό θα συνεχίσει να μακραίνει.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην πρώτη φάση της εξάπλωσης της πανδημίας, κατά την οποία η κυβέρνηση υπερηφανευόταν για την αποτελεσματική άμυνα που είχε κάνει, μήνα με τον μήνα οι επιδόσεις της χώρας μας κατρακυλούν σε όλο και χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης.

Μια κατρακύλα για την οποία η μόνη εξήγηση είναι η χαμηλή προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα. Καθημερινά καταγράφονται απώλειες ζωών δεκάδων ανθρώπων, οι συντριπτικά περισσότεροι από τους οποίους αφορούν συνανθρώπους που αρνούνταν ή δίσταζαν να εμβολιαστούν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παντού στον κόσμο υπάρχουν αρνητές των εμβολίων ή άνθρωποι που φοβούνται ή δεν πείθονται για την αποτελεσματικότητά τους. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι η χώρα μας αν δεν κατέχει τα παγκόσμια πρωτεία, είναι σίγουρα στην κορυφή της λίστας των θεωρούμενων προηγμένων χωρών που έχουν μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αμφισβητούν την επιστημονική γνώση και συμπεριφέρονται ανορθολογικά.

Από έρευνες που έγιναν κατά το παρελθόν είχε διαπιστωθεί ότι περίπου το 30% των συμπατριωτών μας ενστερνίζονταν (ή απλώς «φλέρταραν» με) τις απίθανες θεωρίες συνωμοσίας που ήθελαν κάποιες αόρατες δυνάμεις να ψεκάζουν τη χώρα μας προκειμένου ο… ανυπότακτος λαός της να αποδεχθεί τα Μνημόνια και να χάσει την εθνική του ταυτότητα.

Είναι αλήθεια ότι πάνω σε αυτές τις γελοίες δοξασίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές -και όχι μόνον…- καθώς ακόμη και πολιτικά στελέχη που ήταν προφανές ότι δεν πίστευαν σε τέτοιες αηδίες, έκλειναν το μάτι σε όλους εκείνους που έκτοτε συνηθίσαμε να λέμε «ψεκασμένους» με σκοπό να τους έχουν αφιονισμένους ώστε όχι μόνον να τους αποσπούν την ψήφο τους αλλά να τους ποδηγετούν γενικότερα.

Ας μην αυταπατώμεθα, λοιπόν, αυτά τα δύο με τρία εκατομμύρια των Ελλήνων «ψεκασμένων» δεν εξαφανίστηκαν. Είναι δίπλα μας και είναι παντού. Πρέπει, λοιπόν, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ζουν ανάμεσά μας και αποτελούν τη βασική «δεξαμενή» από την οποία προέρχεται το ισχυρό κύμα των αρνητών των εμβολίων με το οποίο, περισσότερο από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι κάθε λογής ταγοί τούτου του τόπου (πολιτικοί, πνευματικοί, συνδικαλιστικοί, θρησκευτικοί και πάει λέγοντας) σιωπούν, το φαινόμενο της άρνησης της πραγματικότητας θα παραμένει αναλλοίωτο. Συνάνθρωποί μας θα συνεχίσουν να χάνουν αδίκως τις ζωές τους. Και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θα εξακολουθήσει να δοκιμάζεται αφού η συμπεριφορά των «ψεκασμένων» θα εμποδίζει την επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, όπως η Δανία και η Πορτογαλία, έχουν αρχίσει να απολαμβάνουν.

Η πρώτη και κύρια ευθύνη για να αναλάβει δράση, ώστε να αλλάξει η δυσμενής πραγματικότητα, ανήκει αναμφίβολα στην κυβέρνηση, η οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να δείχνει την αποφασιστικότητα που εμφάνισε στις πρώτες φάσεις της πανδημίας. Για παράδειγμα, οι έλεγχοι για την τήρηση των εναπομεινάντων περιοριστικών μέτρων έχουν ατονήσει σε βαθμό εξαφανίσεως.

Την ίδια ώρα, η επέκταση της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στους εργαζόμενους στο Δημόσιο αναβάλλεται από εβδομάδα σε εβδομάδα. Οι ένστολοι και οι ιερωμένοι παραμένουν στο απυρόβλητο και ειδικά οι δεύτεροι έχουν αφεθεί ασύδοτοι να προπαγανδίζουν τις πιο ακραίες και επικίνδυνες θεωρίες  των «ψεκασμένων» αντιεμβολιαστών.

Είναι προφανές ότι επικράτησε ο φόβος για το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» και οι κυβερνώντες διστάζουν να κάνουν όλα όσα επιτάσσει το καθήκον τους. Τη στάση αδράνειας που τηρούν τη διευκολύνει σίγουρα και το γεγονός ότι δεν εκδηλώνεται πίεση από καμία άλλη πλευρά.

Ούτε κάποια από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ούτε άλλος συλλογικός φορέας της κοινωνίας αισθάνθηκε μέχρι στιγμής την ανάγκη να πάψει να είναι ουδέτερος θεατής μιας κατάστασης που έχει βαρύ κόστος πρωτίστως σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε συνολική κοινωνική ευημερία.

Κάποια στιγμή φάνηκε ότι το Κίνημα Αλλαγής, οι οπαδοί του οποίου καταγράφονται στις περισσότερες μετρήσεις ως οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του ορθού λόγου, είχε τάση να κινηθεί προς την κατεύθυνση που επιτάσσει η λογική, αλλά η διάθεση που έδειξε να ηγηθεί της καμπάνιας υπέρ των εμβολιασμών δεν είχε την ανάλογη συνέχεια, ίσως και λόγω της εσωτερικής μάχης για την ηγεσία.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι, εν τέλει, οι «ψεκασμένοι» έχουν μεγάλη δύναμη. Και εξ αυτού ουδείς θέλει να τους κακοκαρδίσει. Πόσω μάλλον να συγκρουστεί μαζί τους. Βλέπεις αυτοί ψηφίζουν, ενώ οι νεκροί… στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων!