Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κορωνοϊός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κορωνοϊός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Ζητείται… φαντασία στην εμβολιαστική εκστρατεία

 

Η περιφερειακή ενότητα Θεσπρωτίας παρουσιάζει εδώ και αρκετές μέρες σχεδόν μηδενικά νέα κρούσματα μολύνσεων από κορωνοϊό, παρότι βρίσκεται σε ένα κομβικό γεωγραφικό σημείο με δύο πύλες εισόδου από το εξωτερικό: τη χερσαία από την Αλβανία, που άνοιξε εκ νέου πρόσφατα, έπειτα από αρκετούς μήνες που παρέμεινε κλειστή, και τη θαλάσσια από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας που δέχεται καθημερινά πληθώρα επιβατών και οχημάτων τόσο από την Ιταλία όσο και από την Κέρκυρα.

Στο προφανές ίσως ερώτημα γιατί δεν εκτινάχθηκαν τα κρούσματα μετά τα πρόσφατα ανοίγματα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, η απάντηση πιθανότατα βρίσκεται στα στοιχεία που αφορούν την πορεία του εμβολιαστικού προγράμματος. Όποιος ρίξει μια ματιά στους πίνακες που δημοσιεύονται από την Εθνική Εκστρατεία Εμβολιασμού βρίσκει ότι η Θεσπρωτία είναι στην κορυφή των περιοχών με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμών και βεβαίως είναι πολύ πάνω από το μέσο όρο της ελληνικής επικρατείας.

Με έναν πληθυσμό, ο οποίος είναι από τους πλέον γηρασμένους πανελλαδικά και στην τελευταία απογραφή έφθανε στους 43.587 κατοίκους, είχαν γίνει μέχρι προχθές συνολικά 42.854 εμβολιασμοί. Εξ αυτών οι 18.961 ήταν πλήρεις, δηλαδή με τις δύο δόσεις, που σημαίνει ότι έχει καλυφθεί εμβολιαστικά σχεδόν το 44% του πληθυσμού. Ενώ μία τουλάχιστον δόση έχουν λάβει 25.103 Θεσπρωτοί, που σημαίνει ότι πήγε στα εμβολιαστικά κέντρα της περιοχής ποσοστό που αντιστοιχεί στο 58% του πληθυσμού του συγκεκριμένου νομού.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης οι επιδόσεις που καταγράφονται στις όμορες περιφερειακές ενότητες είναι πολύ κατώτερες: στην απέναντι Κέρκυρα, η οποία περιμένει να ζήσει από τον τουρισμό, οι εμβολιασμένοι με μία δόση μόλις περνούν το 50%, στην κοντινή Πρέβεζα είναι κάτω από 44%, στα Ιωάννινα μόλις πέρασαν το 42%, ενώ ουραγός είναι η Άρτα, όπου εκείνοι οι οποίοι έχουν κάνει μια εμβολιαστική δόση μόλις και μετά βίας φθάνουν στο 35%, καθώς σε έναν πληθυσμό 67.877 ατόμων που έχει ο νομός έχουν προσέλθει στα εμβολιαστικά κέντρα μόλις 23.702 Αρτινοί.

Μιλώντας ευρύτερα κανείς, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι με βάση τον αριθμό των διαθέσιμων εμβολίων, το ελληνικό εμβολιαστικό πρόγραμμα δεν έχει πάει άσχημα μέχρι στιγμής. Αν και, επί του συνόλου του πληθυσμού, το ποσοστό όσων έχουν εμβολιαστεί με τουλάχιστον μια δόση είναι κοντά στο 44%, αποτελεί παρήγορο γεγονός ότι στους μεγαλύτερης ηλικίας συμπολίτες μας, δηλαδή στους πάνω από 60 ετών, που κατά τεκμήριο αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους αν πληγούν από τον ιό, έχουν μέχρι στιγμής εμβολιαστεί σχεδόν τρεις στους τέσσερις.

Καθώς, όμως, τα διαθέσιμα εμβόλιμα αυξάνονται, όλα δείχνουν ότι ο ρυθμός προσέλευσης στα εμβολιαστικά κέντρα δεν είναι αντίστοιχος. Αν δεν υποχωρεί, σίγουρα δεν επιταχύνεται όσο απαιτείται για να επιτευχθεί το πολυπόθητο τείχος ανοσίας. Το φαινόμενο, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Σχεδόν σε όλες τις χώρες, από το Ισραήλ έως τις ΗΠΑ και από την Πορτογαλία έως το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας συνανθρώπων μας οι οποίοι, αν δεν αρνούνται, οπωσδήποτε διστάζουν να εμβολιαστούν.

Κακά τα ψέματα, όμως, μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν έχει βρει τη χρυσή συνταγή που να μπορεί να κάμψει αυτό τον πυρήνα των αρνητών ή διστακτικών ο οποίος, με βάση τα νεότερα δεδομένα από τις αλλεπάλληλες μεταλλάξεις του φονικού ιού, εμποδίζει την προοπτική να αποφύγουμε μια νέα έξαρση της πανδημίας. Όσο και αν από πολλές πλευρές εκπέμπεται το μήνυμα ότι η αύξηση του ποσοστιαίου επιπέδου των εμβολιασμών είναι η μόνη λύση για να μην ξαναζήσουμε τους περιορισμούς των lockdown, η αλήθεια είναι ότι οι εμβολιαστικές καμπάνιες που έχουν εκδηλωθεί δεν βρίσκουν ανταπόκριση σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος παγκόσμιου κοινού.

Ο ιός καραδοκεί και ουδείς μπορεί να προδικάσει τι θα συμβεί όταν στο πυκνοκατοικημένο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη το καλοκαίρι θα δώσει αναπόδραστα και πάλι τη σκυτάλη στο φθινόπωρο και στον χειμώνα. Με δεδομένη και τη χαλαρότητα που αναμφίβολα δημιουργείται από μέτρα όπως η απελευθέρωση του ωραρίου και η άρση της  υποχρεωτικότητας της μάσκας σε ανοιχτούς χώρους, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός στη λοιμωξιολογία για να αντιληφθεί τους πιθανούς κινδύνους που μας περιμένουν αν το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης δεν προσεγγίσει το 80 με 90% του συνόλου των πληθυσμού.

Προς το παρόν, όχι μόνον εμείς στην Ελλάδα, αλλά και χώρες οι οποίες άρχισαν πριν από μας τους μαζικούς εμβολιασμούς δείχνουν να προσκρούουν στο τείχος που έχουν ορθώσει οι ουκ ολίγοι αμετάπειστοι στις εκκλήσεις των επιστημόνων και των κάθε λογής θιασωτών της κοινής λογικής ότι η αύξηση των εμβολιασμών μειώνει τόσο τη λοίμωξη όσο τη βαριά νόσηση από τον ιό, τις διασωληνώσεις καθώς επίσης και τους θανάτους.

Επειδή, όμως, για πολλούς και διάφορους λόγους, που έχουν να κάνουν και με την… υπερπληροφόρηση της εποχής στην οποία ζούμε, δεν πρόκειται να εκλείψουν τα… πνεύματα αντιλογίας, οι ανά την υφήλιο πολυποίκιλες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τον αγώνα για την ανάσχεση τη πανδημίας πρέπει να εξαντλήσουν όλα τα αποθέματα φαντασίας που διαθέτουν για να κάνουν αποδοτικές τις επικοινωνιακές καμπάνιες για τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή στα εμβολιαστικά προγράμματα.

Ζητείται φαντασία, λοιπόν!

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Μαστίγιο ή καρότο για τους αρνητές;

 

Ο 66χρονος γιατρός από την Πάφο που έχασε αυτές τις μέρες τη ζωή του από τον κορωνοϊό ήταν ένας παθιασμένος αρνητής των εμβολιασμών, όπως μαρτυρούν οι δεκάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις οποίες έκανε όλους τους προηγούμενους μήνες. Ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες, οπότε είχε ανοίξει η συζήτηση για την έκδοση του Ευρωπαϊκού Πιστοποιητικού για τους εμβολιασμένους, ο λόγος του γινόταν όλο και πιο ακραίος.

Από τη στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατός του, αρκετοί φίλοι, συνάδελφοι και ασθενείς του τεθνεώτος μιλούν με θερμά λόγια για εκείνον, εκθειάζοντας τον χαρακτήρα και την επιστημοσύνη του. Διατρέχοντας, ωστόσο, κανείς τη δημόσια διαδικτυακή δραστηριότητά του δεν διακρίνει τίποτε περισσότερο από ένα απλό αναμάσημα των γνωστών συνομωσιολογικών θεωριών που -της Ελλάδας μη εξαιρουμένης- συναντώνται σχεδόν σε όλες τις χώρες του πλανήτη.

Η διαφωνία του, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, δεν αφορούσε μόνον στα εμβόλια που δεν πρέπει να γίνονται επειδή οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν να γίνονται χωρίς, υποτίθεται, να προηγηθούν οι απαραίτητες δοκιμές. Με την ίδια ένταση ξιφουλκούσε κατά των περιοριστικών μέτρων και καταφερόταν ενάντια των φαρμακευτικών, εν γένει, εταιριών, που προτίμησαν να λανσάρουν εμβόλιο και όχι φάρμακο κατά της Covid-19, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της Κίνας, του Μπιλ Γκέιτζ, του Σόρος αλλά και –που το θυμήθηκε άραγε;- του ιδρύματος Ροκφέλερ.

«Όλοι αυτοί», σύμφωνα με τον μακαρίτη γιατρό, «θέλουν να πουλήσουν την πραμάτεια τους που είναι τα εμβόλια». Και, όπως υποστήριζε, για να πείσουν τον πληθυσμό να εμβολιαστεί, επέλεξαν «τον συνεχή εγκλεισμό, την οικονομική πίεση και την ψυχολογική φθορά». Επειδή, όμως, διέβλεπε προφανώς ότι η «επιχειρηματολογία» του μπορεί να μη συγκινούσε τον μέσο Κύπριο, στον οποίο απευθυνόταν, συμπλήρωνε ότι τα lockdown επιβλήθηκαν με σκοπό «ο κόσμος να πάψει να ασχολείται με τα σκάνδαλα της κυβέρνησης» του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αναδείχθηκε νικήτρια από τις κάλπες που στήθηκαν στη Μεγαλόνησο τις μέρες που ο άμοιρος γιατρός δοκιμαζόταν σκληρά στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Λευκωσίας.

Στον αντίποδα της θλίψης που ίσως δικαιολογημένα εκφράζουν οι άνθρωποι που τον είχαν γνωρίσει, δεν λείπουν, δυστυχώς, και όσοι έκαναν, μάλλον χαιρέκακα, λόγο για «δίκαιη τιμωρία» του. Και αυτό διότι, όπως υποστηρίζουν, όχι μόνον αρνήθηκε να εμβολιαστεί ο ίδιος, αλλά, λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, απέτρεψε και πολλούς συνανθρώπους του να κάνουν το εμβόλιο. Είναι αλήθεια ότι η στάση των υγειονομικών έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από εκείνη των υπολοίπων αρνητών, αφού επηρεάζει πολλούς ανθρώπους οι οποίοι είτε αρνούνται είτε διστάζουν και μεταθέτουν για το μέλλον για τον εμβολιασμό τους.

Καλώς ή κακώς, το φαινόμενο των αρνητών της πανδημίας, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν σε αρνητές των εμβολιασμών, δεν περιορίζεται σε κάποιες περιοχές του πλανήτη, ούτε βρίσκει πιστούς σε ορισμένες κατηγορίες συνανθρώπων που να ορίζονται αποκλειστικά και μόνον από το μορφωτικό τους επίπεδο. Καθώς ο αριθμός των διαθέσιμων εμβολίων αυξάνεται, διαπιστώνεται ότι σε όλη την υφήλιο υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας του πληθυσμού ό οποίος παραμένει δύσπιστος στις επανειλημμένες εκκλήσεις τόσο των κυβερνήσεων όσο και των καθ΄ ύλην αρμόδιων επιστημόνων να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα.

Ακόμη και σε χώρες που ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα από τις υπόλοιπες τους εμβολιασμούς, όπως είναι η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 20 έως 40% δεν δείχνει προθυμία να εμβολιαστεί παρά το γεγονός ότι όλα τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι νοσηλευόμενοι λόγω κορωνοϊού προέρχονται πλέον κατά συντριπτικό ποσοστό από τις τάξεις των ανεμβολίαστων.

Από τη μια οι καμπάνιες στις οποίες επιδίδονται οι κάθε λογής ψεκασμένοι ζηλωτές, από την άλλη η υπερπροβολή την οποία βρίσκουν σε μέσα ενημέρωσης κάποια μεμονωμένα περιστατικά παρενεργειών που εμφανίζονται σε εμβολιασμένους, δημιουργούν το υπόστρωμα στο οποίο καλλιεργούνται οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί σε ανθρώπους που, υπό άλλες συνθήκες, θα έσπευδαν να εμβολιαστούν. Οι περισσότεροι εξ ημών, άλλωστε, έχουμε εμβολιάσει τα παιδιά μας και δεν διανοηθήκαμε να επικαλεστούμε τις… ανύπαρκτες διατάξεις του Συντάγματος για να μην προσκομίσουμε στο σχολείο τα σχετικά πιστοποιητικά.

Όπως και να έχει, πάντως, από τα μέχρι τώρα δεδομένα προκύπτει ότι τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς το ποσοστό όσων διστάζουν, αποφεύγουν ή και αρνούνται πεισματικά να εμβολιαστούν είναι τέτοιο που ορθώνει εμπόδιο στην οικοδόμηση του πολυπόθητου τείχους ανοσίας το οποίο θα αποτρέψει ένα νέο κύμα επέλασης του ιού. Μαζί με αυτή τη δυσοίωνη διαπίστωση ανακύπτουν και τα ερωτήματα για το δέον γενέσθαι προκειμένου να απαλλαγούμε άπαξ δια παντός από τα περιοριστικά μέτρα που δοκίμασαν τις αντοχές όλων μας. Το δίλημμα, λοιπόν, που από πολλές πλευρές τίθεται είναι το εξής: Μαστίγιο ή καρότο για τους αρνητές;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι εδώ που φθάσαμε αποτελεί μονόδρομο η σκληρή επιβολή ειδικών περιορισμών προς όσους, ενώ μπορούν, αρνούνται να εμβολιαστούν. Άλλοι, ωστόσο, αντιτείνουν ότι προέχουν η πειθώ, τα κίνητρα, ακόμη και τα… δώρα που κάποιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, παρέχουν σε όσους πάνε και εμβολιάζονται. Θεωρούν ότι έτσι, μαζί με τη δύναμη του παραδείγματος, θα καμφθούν, συν τω χρόνω, οι δισταγμοί όλων και περισσοτέρων.

Η συζήτηση διεθνώς μόλις άνοιξε και το πιθανότερο είναι ότι θα πάρει αρκετό χρόνο έως ότου ληφθούν οριστικές αποφάσεις.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το «παράδοξο» των δημοσκοπήσεων: Άλλος κυβερνά και άλλος φθείρεται

 Η μια μετά την άλλη, όλες οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν τη μοναδική… παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην τρέχουσα περίοδο: η κυβερνητική παράταξη, αντί να φθείρεται από την άσκηση της διακυβέρνησης, ενισχύει το πολιτικό της κεφάλαιο, διευρύνοντας το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ποιο είναι το… παράδοξο; Το γεγονός ότι ακόμη και όταν έφθασε στην κορύφωσή της η διπλή κρίση –υγειονομική και οικονομική- που βιώσαμε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο που επέλαυνε ο κορωνοϊός, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αύξησαν την απόσταση που τους χώριζε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν για το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και οδηγεί στην ενίσχυση της δημοφιλίας των κυβερνώντων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, μόλις η κρίση αρχίσει να ξεπερνιέται, η… πλαστή αποδοχή, την οποία απολαμβάνουν οι ασκούντες εξουσία, σιγά σιγά υποχωρεί. Το τοπίο γρηγορότερα ή αργότερα ξεδιαλύνεται. Τα πραγματικά διλήμματα επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι προτιμήσεις των πολιτών απαλλάσσονται από τις επιδράσεις της συγκυρίας. Και ο καθένας εισπράττει τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεων του τόσο στη διάρκεια της κρίσης όσο πριν αλλά και έπειτα από αυτή. Η παράδοση της εξουσίας στην οποία υποχρεώνεται αυτές τις μέρες ο επί δωδεκαετία πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εμβολίασε νωρίτερα από ολόκληρο τον πλανήτη τους συμπατριώτες του, είναι άκρως χαρακτηριστική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όποιος δεν εθελοτυφλεί διαπιστώνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι στην εγχώρια πολιτική σκηνή τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία θα ήθελε η αντιπολίτευση. Σε πείσμα, εξάλλου, των δαιμονολογικών θεωρήσεων ότι τάχατες τα λεγόμενα «συστημικά» -ή και… «πετσωμένα» αποκληθέντα- μέσα ενημέρωσης διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, οι πολίτες κάνουν τις δικές τους επιλογές αποδοκιμάζοντας τους φορείς των μηδενιστικών απόψεων που κυριάρχησαν μέσα στην πανδημία, αλλά και πριν από αυτήν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης που δόθηκε για την αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας απειλής έγιναν και στη δική μας χώρα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες. Από την άλλη, όμως, ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατείχε τη συνταγή της απόλυτης αλήθειας που οδηγούσε στην αποτελεσματική αντίδραση. Με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, εξάλλου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη τα ίδια πρωτόκολλα ίσχυσαν και πάνω κάτω τα ίδια περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση της πανδημίας που έγινε στη χώρα μας δεν υστερούσε εμφανώς από τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν άλλες χώρες. Αν δεν ήμασταν μεταξύ των καλύτερων, όπως αυτάρεσκα υποστηρίζουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σίγουρα δεν ήμασταν μεταξύ των χειρότερων, όπως χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα διατείνονται κάποιοι φανατικοί της απέναντι όχθης. Άλλωστε, παρά τις μεγάλες παθογένειές του, όπως το γερασμένο ιατρικό προσωπικό, οι δυσανάλογα λίγοι νοσηλευτές, ο πολυκερματισμός και η απουσία αξιολόγησης προσωπικού και δομών, το Εθνικό Σύστημα Υγείας άντεξε. Ενώ και η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, υπέμεινε με καρτερία τις δυσκολίες, κατανοώντας την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο φάνηκε να κατανοεί η κοινωνία, δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επιδοθεί σε μια ισοπεδωτική κριτική, η οποία την απομάκρυνε από την πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, αντί να γίνεται συμμέτοχη στην αισιόδοξη προοπτική ότι η ατομική ευθύνη ενός εκάστου ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγων άμυνας στην πανδημία, επιδόθηκε σε έναν ατελέσφορο πόλεμο αμφισβήτησης της πραγματικότητας ότι οι ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης είναι πεπερασμένες.

Η αλληλουχία, για παράδειγμα, των αρνητικών δηλώσεων για το εμβολιαστικό πρόγραμμα υπήρξε μόνον ένα από τα «βατερλώ» στο οποίο κατέληξε η ευκολία της άσκησης κριτικής χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυσε με τις ασταμάτητες γκρίνιες για το άνοιγμα των σχολείων ή τη χρήση της μάσκας, τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα lockdown, όπως και τη θερμή συνηγορία στις συναθροίσεις, αν όχι και την υποκίνησή τους.

Με αυτά και με πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχο λόγο έχει η δυσκολία να αναγνωριστούν τα πάμπολλα λάθη και οι άπειρες αστοχίες των οποίων γίναμε μάρτυρες όσο ήταν στα πράγματα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, αντί να κλείνει, όπως είναι το πλέον σύνηθες σε αντίστοιχες χρονικές συγκυρίες. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά, αφού δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο κατά το οποίο κυβερνών κόμμα να διευρύνει στο μέσον της κυβερνητικής του θητείας το προβάδισμα που κατέχει.

Το πλέον αξιοσημείωτο ίσως είναι ότι η διεύρυνση του προβαδίσματος δεν προέρχεται τόσο από την αύξηση της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος όσο από την υποχώρηση της απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια, άλλος κυβερνά κι άλλος φθείρεται. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία μας. Αφού η καλή αντιπολίτευση υποχρεώνει την κυβέρνηση είτε να γίνεται καλύτερη είτε να ετοιμάζεται να της παραδώσει τα ηνία.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Σε ποια «κανονικότητα» θα μας… επιστρέψει το τέλος της πανδημίας;

 

Θα χρειαστεί μάλλον πολύς ακόμη χρόνος για να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα αναφορικά με τις επιπτώσεις που θα επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού τόσο στην καθημερινότητα όλων μας όσο και ευρύτερα στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που  αφήνει πίσω της η τεράστια αυτή δοκιμασία που επηρέασε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί για τις συνέπειες είναι αναμφισβήτητα  το γεγονός ότι η πανδημία είναι ακόμη εδώ και, όπως όλα δείχνουν, οι περιορισμοί που μας επέβαλε θα μας συνοδεύουν για αρκετό διάστημα, έστω και αν είναι πιο χαλαροί. Εξ ου και από τα μέχρι στιγμής δεδομένα το μόνο βέβαιο είναι ότι το αύριο που μας περιμένει θα είναι διαφορετικό από το χθες.

Ως εκ τούτου, μάλλον σωστά πράττουν όσοι απορρίπτουν τον ισχυρισμό περί «επιστροφής στην κανονικότητα» που θα επιφέρει το τέλος της πανδημίας. Και αντ΄ αυτού προτιμούν τον όρο «νέα κανονικότητα» που αποτυπώνει ίσως καλύτερα τις προοπτικές που διανοίγονται και οι οποίες, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα διαφέρουν σημαντικά από τον κόσμο που άφησε πίσω της η εμφάνιση του κορωνοϊού τον Νοέμβριο του 2019 στην Κίνα και τον Φεβρουάριο του 2020 στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.

Όπως και να έχει, πάντως, νομίζω ότι έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά κάποια πρώτα ενδεικτικά στοιχεία που θα χαρακτηρίζουν τον νέο κόσμο που αργά ή γρήγορα θα ανατείλει όταν θα περάσει σε δεύτερο πλάνο η πανδημία. Το πρώτιστο από αυτά νομίζω ότι είναι ο θρίαμβος τον οποίο κατήγαγε η επιστημονική γνώση απέναντι στον συνασπισμό δυνάμεων που συνέπτυξαν ο διεθνής κομπογιαννιτισμός με την παγκόσμια ημιμάθεια.

Χρειάζεται, άλλωστε, να εθελοτυφλεί πλέον κανείς για να μην αναγνωρίσει ότι η λύση του δράματος, το οποίο βιώνει όλος ανεξαιρέτως ο πλανήτης, έρχεται μόνον μέσα από τους μαζικούς εμβολιασμούς. Οι χώρες που έχουν προχωρήσει γρήγορα τα εμβολιαστικά τους προγράμματα βλέπουν τα κρούσματα, τις νοσηλείες αλλά και τους θανάτους να υποχωρούν με ραγδαίους ρυθμούς, γεγονός που τους επιτρέπει να προχωρούν με μεγαλύτερη ταχύτητα στο άνοιγμα των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό, συμπέρασμα που έχει προκύψει ως τώρα είναι ο θρίαμβος του συλλογικού έναντι του ατομικού. Είτε προσεγγίζει κανείς την πανδημία από υγειονομική είτε από οικονομική σκοπιά, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι και στις δύο διαστάσεις του προβλήματος οι μόνες αποτελεσματικές λύσεις προκύπτουν από τη συνολική κοινωνική δράση που πολλές φορές απαιτεί παγκόσμια κινητοποίηση.

Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να παραβλέψει ότι όσοι στα πέρατα της οικουμένης προσβλήθηκαν από τον ιό, είτε ήταν πλούσιοι, είτε φτωχοί, αναζήτησαν νοσηλεία για την Covid-19 στα δημόσια συστήματα υγείας; Και ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αν δεν άνοιγαν τα κρατικά «πουγκιά», με τρόπο που ποτέ στο παρελθόν δεν έχει γίνει, οι οικονομίες όλων των χωρών θα είχαν καταρρεύσει; 

Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση και η συντονισμένη συλλογική δράση αποτέλεσαν τους δύο αποφασιστικούς παράγοντες που συνέβαλαν στον έλεγχο της πανδημίας. Τα όσα προηγήθηκαν τους τελευταίους 18 μήνες που συμβιώνουμε με αυτόν τον απειλητικό εφιάλτη δείχνουν ότι οι συνέπειες για την ανθρωπότητα θα ήταν ανυπολόγιστα δυσμενέστερες αν είχαν κερδίσει το παιχνίδι οι αμφισβητίες της επιστήμης και οι θιασώτες των ατομικών λύσεων.

Ακόμη και τώρα, άλλωστε αν οι προηγμένες οικονομικά χώρες, οι οποίες προνομιακά εμβολιάζουν τους πληθυσμούς τους, δεν μεριμνήσουν για να προμηθευτούν ικανές ποσότητες εμβολίων και τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη, ο κορωνοϊός δεν πρόκειται να υποχωρήσει και οι συνέπειες της πανδημίας δεν θα περιοριστούν μόνον εκεί. Βαρύτατες επίσης θα είναι οι συνέπειες αν το κράτος αποσύρει τη στήριξή του στην απασχόληση και στο επιχειρείν με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο με τον οποίο την παρείχε όταν ξέσπασε η πανδημία.

Γι’ αυτό και εφόσον επιθυμούμε όντως να αποδειχθεί βιώσιμη η «νέα κανονικότητα», η οποία θα προκύψει στη μετα-Covid περίοδο, δεν μπορεί παρά να απορρίψουμε τις αντιεπιστημονικές δοξασίες και τους αντικοινωνικούς ατομισμούς. Και να κάνουμε οδηγούς μας την επιστημοσύνη και το συλλογικό πνεύμα. Μόνον έτσι τα παθήματα της πανδημίας θα μας γίνουν μαθήματα.