Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρέσπες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρέσπες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Όποιος σέρνεται δεν πέφτει!


            Στο ερώτημα «αν πέφτει η κυβέρνηση» το οποίο τίθεται από πολλές πλευρές μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που δεν ξεδιάλυνε τα πράγματα, η πλέον κατάλληλη απάντηση είναι μάλλον ο γνωστός αστεϊσμός, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος σέρνεται δεν πέφτει».
Για δυσερμήνευτους με πολιτικά κριτήρια λόγους, οι οποίοι μόνον με ψυχολογικές προσεγγίσεις μπορούν να αναλυθούν, ο κ. Τσίπρας δείχνει αποφασισμένος να συρθεί ως τις κάλπες, αγνοώντας πλήρως τη ζημιά που προκαλεί στον τόπο, στο κόμμα του και, εν τέλει, στον ίδιο του εαυτό του η προσήλωση που επιδεικνύει στον στόχο της διατήρησης της εξουσίας.
Διότι αν πραγματικά είχε στοιχειώδη σεβασμό στην προσωπική του πολιτική υπόσταση και στη δημοκρατική θεσμική λειτουργία, θα ανέμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που είναι σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τη λαϊκή βούληση όσο και με τον κυβερνητικό εταίρο που επέλεξε το 2015 να πορευθούν μαζί, θα προσέφευγε στις κάλπες για να αποφασίσουν οι πολίτες για το τι μέλλει γενέσθαι.
Έτσι τουλάχιστον θα έπραττε οποιοσδήποτε πραγματικός ηγέτης, ανεξαρτήτως αν προερχόταν από τη Δεξιά, το Κέντρο ή την Αριστερά. Θα κήδονταν –και λόγω ηλικίας, στην προκειμένη περίπτωση- της υστεροφημίας του και θα επιζητούσε τη λαϊκή ετυμηγορία ακόμη και αν πιθανολογούσε βάσιμα ότι θα ήταν καταδικαστική. Άλλωστε, πάντα υπάρχει η δεύτερη ευκαιρία στην πολιτική και την παίρνει όποιος δείχνει ηγετικά χαρακτηριστικά στην πρώτη. 
Αντ΄ αυτού, όμως, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να προκαλέσει τον συγκυβερνήτη του Πάνο Καμμένο, λέγοντας του από τον τηλεοπτικό αέρα ότι «θα μετρηθούμε στη Βουλή». Και τον προκάλεσε τώρα, αφού νωρίτερα με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο… εκμαύλισε όσα από τα στελέχη του είναι επιρρεπή στην εξουσιολαγνεία.
Ανενδοίαστα, έδειξε στο πανελλήνιο ότι είναι διατεθειμένος να φθάσει μέχρι του σημείου διαλύσει τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες –τους ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων- προκειμένου να κερδίσει μερικές εβδομάδες ή λίγους επιπλέον μήνες στις καρέκλες της εξουσίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι όλη η υπόθεση της δήθεν «ιστορικής» συμφωνίας με τα Σκόπια ξεκίνησε ως ΣΥΡΙΖΑϊκό παίγνιο για τη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού;
Είχε, εξάλλου, το θράσος ο κ. Τσίπρας να ισχυρίζεται –στη συνέντευξη στο «Open»- ότι «εγώ δεν κάνω συμφωνίες κάτω από το τραπέζι», λίγες μέρες αφού είχε δεχθεί στο Μαξίμου βουλευτή άλλου κόμματος ο οποίος, όλως τυχαίως, συμπορεύεται πλέον μαζί του.
Όπως και άλλοι που ενώ εξελέγησαν ως αντιπολιτευόμενοι ξαφνικά ανέβλεψαν το φως το αληθινό και θέλουν –γιατί άραγε;- να διατηρήσουν στα πράγματα μια εξουσία που από καιρό έχει απωλέσει την απήχησή της στο εκλογικό σώμα το οποίο δείχνει να αναμένει την ώρα που θα την καταδικάσει.
Και το ακόμη θρασύτερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας, ενώ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πήρε στη δική του κοινοβουλευτική ομάδα βουλευτές από άλλα κόμματα, ο ίδιος έχει διαπράξει όχι μόνον κάτι ανάλογο, αλλά και κάτι πολύ βαρύτερο: έδωσε χαρτοφυλάκιο υφυπουργού στην εκλεγμένη με την αξιωματική αντιπολίτευση Κατερίνα Παπακώστα, με την οποία δεν είχε καμία ιδεολογική συγγένεια, αφού μάλιστα οι ΣΥΡΙΖΑίοι την αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ».
Η αμοραλιστική κυνικότητα που απέπνεε η όλη εμφάνιση του κ. Τσίπρα στις τηλεοπτικές οθόνες, δεν μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από αμήχανους ισχυρισμούς του τύπου «δεν έχω άγχος και αγωνία» ή «δεν είμαι ο Ιησούς που περπάτησε στη θάλασσα»!
Διότι και έκδηλο άγχος είχε και τον… θαυματοποιό προσπάθησε να παραστήσει, κυρίως όταν παραδεχόταν ως μοναδικό του λάθος ότι «δεν τα πήγα καλά στις επιλογές προσώπων». Με άλλα λόγια, οι άλλοι φταίνε. Και όπως τώρα δεν θέλει να βλέπει ούτε ζωγραφιστούς τον Γιάνη Βαρουφάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αύριο ίσως να αποκηρύξει, εκτός από τον Καμένο, και τον «Ρασπούτιν» που έστησε τη σκευωρία με τη Novartis.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αν επέμενε η Έλλη Στάη να της εκμυστηρευθεί και τη μοναδική αδυναμία του χαρακτήρα του, να της έλεγε πως είναι η… μετριοφροσύνη που διακρίνει μια πολιτική διάνοια του δικού του διαμετρήματος. Εκτός, εννοείται, από την υπερβολική… φιλαλήθεια που τον διακρίνει…
Γι΄ αυτό, προφανώς, και είναι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται να πέσει. Αποφάσισε να συρθεί. Μέχρι να σαπίσει!

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ψάξε, ψάξε, δεν θα τη βρεις (την… κάλπη του Οκτωβρίου)



«Ψάχνω να βρω ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο…», δήλωσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο λόγος του οποίου, ως γνωστόν, αποτελεί… απαράβατο συμβόλαιο. Και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να… υποθέσουμε ότι δεν ανακοίνωσε ακόμη την ημερομηνία επειδή δεν του χάρισε κάποιος ένα ημερολόγιο του 2019 ώστε να δει πότε πέφτει Κυριακή για να στήσει την κάλπη.
Πέρα από την ατελείωτη πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με την εγνωσμένη πλέον (αν)αξιοπιστία του κ. Τσίπρα, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο νυν πρωθυπουργός «κάνει παιχνίδι» με τον χρόνο των εκλογών, επιχειρώντας να παραπλανήσει τους αντιπάλους του.
Τα ίδια και χειρότερα έκανε το καλοκαίρι του 2015 όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές πιάνοντας στον ύπνο τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης από τα οποία είχε νωρίτερα υφαρπάσει συναίνεση στο δικό του τρίτο –και χειρότερο- Μνημόνιο. Στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις που έγιναν στο Προεδρικό Μέγαρο μετά το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάει στις κάλπες.
Δέκα μέρες, όμως, αφότου, είπαν το «ναι» τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καλύπτοντας τις απώλειες από τις μεγάλες διαρροές κυβερνητικών βουλευτών, ο κ. Τσίπρας προκήρυσσε εκλογές, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον αρχηγό της ΝΔ Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο οποίος περίμενε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να συζητήσουν τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή…
Με το πολιτικό «ξέπλυμα» που του έκαναν τόσο ο κ. Μεϊμαράκης, όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης με τη Φώφη Γεννηματά, ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και, φυσικά, κέρδισε ξανά αφού, παρά τα capital controls και τις υπόλοιπες πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας οι πειραματισμοί του ανεκδιήγητου κυβερνητικού «asset» που άκουγε στο όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, οι ίδιοι οι αντίπαλοι της είχαν απενοχοποιήσει την επικίνδυνα ανερμάτιστη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απονέμοντάς στα στελέχη της πιστοποιητικά πολιτικής «κανονικότητας».
Από τότε, ωστόσο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και το πιθανότερο είναι ότι οι παθόντες εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στους μαθόντες, ούτως ώστε να μην πατήσουν και πάλι τη μπανανόφλουδα που φαίνεται να θέλει ο κ. Τσίπρας να βάλει κάτω από τα πόδια όσων δεν βολεύονται με την προκήρυξη των εκλογών.
Όσο και αν το 2019 δεν είναι 2015, όλα δείχνουν ότι το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει στην πιθανότητα να βρεθούν ξανά «χρήσιμοι ηλίθιοι» που θα διευκολύνουν τους κυβερνητικούς τακτικισμούς, υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και στρώνοντας το χαλί στον πρωθυπουργό για να αποφασίσει ο ίδιος την πιο βολική ημερομηνία των εκλογών, την οποία θα ορίσει με τη βούλα του «άτρωτου».          
Όπως και να έχει, με την κατάθεση στο Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τυχόν κυβέρνηση μειοψηφίας που θα στηρίζεται στην ανοχή του Πάνου Καμμένου, όπως φαίνεται ότι είναι ο νέος σχεδιασμός που λανσάρει το πρωθυπουργικό γραφείο, δεν πρόκειται να αντέξει πέραν του Μαΐου. Σκεφθείτε μόνον τον κ. Καμμένο χωρίς τις στολές παραλλαγής. Ή τους μετακλητούς υπαλλήλους που συνδέονται μαζί του να αφήνουν τις κυβερνητικές θέσεις για την ουρά του ταμείου ανεργίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνον η τύχη των στελεχών των ΑΝΕΛ που θα καθορίσει τον χρονικό ορίζοντα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης μειοψηφίας. Είναι, πολύ περισσότερο, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσει η παράταση της πολιτικής αστάθειας από το γάντζωμα στην εξουσία μιας κυβέρνησης που όχι μόνον δεν θα διαθέτει τη «δεδηλωμένη» της Βουλής, αλλά θα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τη βούληση των Ελλήνων πολιτών. Αν τώρα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων καθιστούν αδύνατο τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, φανταστείτε τι θα γίνει όταν το τιμόνι της χώρας θα έχει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η προειδοποίηση, άλλωστε, που απηύθυνε τις προηγούμενες ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν σαφής: «Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)», υποστήριξε. Και προέβλεψε: «Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Για όσους δεν πείθονται από τον αντίλογο που επεχείρησαν να αρθρώσουν… προσωπικότητες του δημόσιου βίου όπως η κυρία Ράνια Σβίγκου, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο κ. Σημίτης είναι ο πολιτικός ο οποίος στα 15 χρόνια που πέρασαν αφότου παρέδωσε οικειοθελώς την πρωθυπουργία μιλάει μόνον όταν έχει κάτι να πει. Και το σημαντικότερο είναι ότι στις σπάνιες παρεμβάσεις του μιλάει ανυστερόβουλα και περιγράφει εξελίξεις που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνονται.     
 Τον Δεκέμβριο του 2008 υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που από το βήμα της Βουλής προειδοποιούσε για τους κινδύνους προσφυγής στο ΔΝΤ όταν οι τότε κυβερνώντες επαίροντο αρειμανίως για τη θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και πέντε χρόνια αργότερα όταν στην κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ «έβλεπαν» οικονομικό success story, ο πρώην πρωθυπουργός με την ευθυκρισία που τον χαρακτηρίζει διατύπωνε τις ενστάσεις του.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», έλεγε στο «Πρώτο Θέμα» (13.10.2013), που είχε συνομιλήσει μαζί του. «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία», συμπλήρωνε. Διαπίστωνε σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά επεσήμαινε πως «για τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020». Ενώ αναφερόμενος στους εταίρους και δανειστές, έλεγε προφητικά: «Θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό…».
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, ούτε αυταπάτες ούτε ψευδαισθήσεις. Οι θέσεις και οι απόψεις τις οποίες με παρρησία διατυπώνει ο κ. Σημίτης, παίρνοντας το… ρίσκο να δυσαρεστήσει την κυρία Σβίγκου, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου. Γι΄ αυτό και όσο και αν ψάξει ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να βρει ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο. Η διακυβέρνησή του είναι υπονομευμένη από τις ίδιες τις αποφάσεις του. Και ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Εκείνο που όλα μαρτυρούν ότι δεν ξέρει είναι το πότε θα αποδειχθεί λιγότερο πικρό το ποτήρι της ήττας που θα πιει: τον Μάιο  για να το πιεί μια κι έξω, ή, με δόσεις, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα;
Διότι, αν αφήσει την κάλπη για τον Οκτώβριο, τότε μάλλον δεν θα βρει ούτε την ψήφο του…

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Με τις «Πρέσπες» επιστρέφει ο χειρότερος παλαιοκομματισμός όλων των εποχών


«Το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ηλικία, αλλά έχουν να κάνουν με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδρομής του καθενός μας», υποστήριξε σε μια πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Η σπάνια αυτή έκλαμψη ειλικρινούς προσέγγισης της πραγματικότητας από τον κ. Τσίπρα, ωστόσο, δεν είχε, δυστυχώς, ίχνος αυτοκριτικής, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ενθυμούμενος ότι μόλις πρόσφατα στενοί συνεργάτες του κατέφευγαν σε προπαγανδιστικού τύπου δικαιολόγηση των λαθών του με επίκληση του γεγονότος ότι «είναι μόλις 44 ετών»...
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια λεκτική αποστροφή που είχε ως στόχο να αντλήσει μια ακόμη αφορμή για να επιτεθεί κατά των αντιπάλων του.
Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ο 36χρονος εκπρόσωπος της κυβέρνησής του Δημήτρης Τζανακόπουλος αξιοποιούσε τη δική του παρουσία στην κρατική τηλεόραση, στην οποία εμφανιζόταν –προφανώς κατ΄ απαίτησή του- μόνος του για να ισχυριστεί το εξής αμίμητο: «Ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει εξηγήσεις σε ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο για τα περί συναλλαγής στο Μακεδονικό».
Θα ήταν άξια καγχασμών και χλευασμού η συγκεκριμένη «ατάκα» του κ. Τζανακόπουλου, αν δεν επρόκειτο για ένα μνημείο δουλοπρέπειας. Δουλοπρέπεια η οποία επιβεβαιώνεται και με την παρασκηνιακή προσπάθεια που φαίνεται ότι καταβάλλεται για να βρεθεί τις επόμενες μέρες στην Αθήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου, όπως αναφέρουν όλες οι πληροφορίες αλλά και οι διαρροές από την ίδια την κυβέρνηση, να ασκήσει πιέσεις για την έγκριση από την ελληνική Βουλή της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών.   
Μένει, βεβαίως, να δούμε τι πραγματικά θα γίνει κατά την εδώ επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ. Αλλά, όπως και να έχει, ξεπερνά ακόμη και τα πιο υψηλά μεγέθη πολιτικού αμοραλισμού που έχουν κατακτήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βλέπει κανείς τους κυβερνητικούς ιθύνοντες μιας ευρωπαϊκής χώρας να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για αλλαγή των διαμορφωμένων εδώ και καιρό εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στην πιθανολογούμενη διάθεση των ξένων να… τιμωρήσουν τις ηγεσίες της αντιπολίτευσης επειδή υποστήριξαν κάτι που ασπάζεται η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, όπως μαρτυρούν όλες αναμφισβήτητα οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Ούτε στις πιο μαύρες εποχές του Εμφυλίου –όταν παιζόταν η παραμονή της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης- δεν είχαν επενδυθεί τόσες ελπίδες στις παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα για να… νουθετήσει τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις. Διότι -προσέξτε!- ο κ. Τζανακόπουλος δεν κάλεσε τους Ευρωπαίους να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης περί ανταλλαγής του Σκοπιανού με τη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Μίλησε, αντιθέτως, για «εξηγήσεις που θα δώσει» ένας Έλληνας πολιτικός αρχηγός σε ξένες ηγεσίες.
Όπως αποδείχθηκε, μάλιστα, η προσδοκία της… τιμωρίας του αρχηγού της ΝΔ δεν ήταν προϊόν μόνον της έμπνευσης του κυβερνητικού εκπροσώπου. Το Μέγαρο Μαξίμου μας πληροφόρησε ότι ο κ. Μητσοτάκης… φοβήθηκε να πάει στις Βρυξέλλες. Ενώ επίσης από διαρροές του πρωθυπουργικού γραφείου μάθαμε ότι ο –go back κυρία Μέρκελ- Αλέξης Τσίπρας έκανε, εν τέλει, τα παράπονα του στον… Πιέρ Μοσκοβισί!
Δεν είναι, πάντως, μόνον το «κάρφωμα» στους Ευρωπαίους που καταδεικνύει ότι το συνονθύλευμα που μας κυβερνά μπορεί να καταφύγει σε κάθε είδους παλαιοκομματική μεθόδευση, αδιαφορώντας για το πόσο καταγέλαστοι γίνονται στα μάτια της εγχώριας και της διεθνούς κοινής γνώμης εξαιτίας του πάθους με το οποίο προσπαθούν να παραμείνουν προσκολλημμένοι στις καρέκλες της εξουσίας.
Χρειάζεται να πάει κάποιος πολύ πίσω σε θολές ή σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας –από αυτές που υποτίθεται στηλιτεύουν κάθε τρεις και λίγο οι ΣΥΡΙΖΑίοι- για να βρει αντίστοιχο παράδειγμα με το πρωτοφανές «αλισβερίσι» που βλέπουμε να εκτυλίσσεται προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να εγκριθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο η Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι δύσκολο, κατ΄ αρχάς, να ξεχαστεί ότι πίσω από την ανεξήγητη σπουδή της κυβέρνησης να «κλείσει» το Σκοπιανό άρον άρον και χωρίς ενημέρωση της Βουλής και των κομμάτων, υποκρυπτόταν η προσπάθεια να προκληθεί ρήγμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αναμοχλεύοντας πάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά η συντηρητική παράταξη. 
 Όταν, όμως, δεν κατάφεραν να διεμβολίσουν τη Νέα Δημοκρατία, δεν δίστασαν να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης σχεδόν όλων των μικρότερων κομμάτων. Οι άνθρωποι που στηλίτευαν ως αποστασία κάθε διαφοροποίηση βουλευτή και κατηγορούσαν ως «αργυρώνητο» όποιον έδειχνε διάθεση να συνταχθεί με τη γραμμή άλλου κόμματος, όπως στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του 2014, δεν έχουν πρόβλημα να «ψαρέψουν» δεξιά και αριστερά υπουργούς και βουλευτές.
Τη μια επιστρατεύουν τον Φώτη Κουβέλη, τον οποίο στην προηγούμενη πολιτική περίοδο αποκαλούσαν «κουρέλι», την άλλη επιβραβεύουν με θέση υφυπουργού την Κατερίνα Παπακώστα που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ». Ενώ κινούν παρασκηνιακά τα νήματα, κρατώντας ουσιαστικά σε καθεστώς αιχμαλωσίας τρία κόμματα –το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων-, απειλώντας τα με διάλυση, αφού αρκεί η μετακίνηση ενός βουλευτή από καθένα εξ αυτών για να πάψουν να αναγνωρίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής.
Συνοψίζοντας κανείς τα πρωτοφανή αυτά φαινόμενα, τα οποία, κακά τα ψέματα, λίγο απέχουν από όσα παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσονται στα γειτονικά Σκόπια, δεν μπορεί να μην εκφράσει αποτροπιασμό για την οπισθοδρόμηση της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που θεωρούσαμε ότι με το τέλος της δικτατορικής περιόδου και κυρίως με τον ευρωπαϊκό δρόμο στον οποίο την οδήγησαν αρχικώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και εν συνεχεία ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι υπόλοιποι πρωθυπουργοί που τους διαδέχθηκαν, είχε αφήσει πίσω τον αμοραλιστικό παλαιοκομματισμό.
Δυστυχώς, όμως, ο παλαιοκομματισμός είναι εδώ και τον ξαναζούμε στις χειρότερες εκδοχές του. Μάλλον διότι, όπως αναγνώρισε και ο κ. Τσίπρας «το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν με την ηλικία». Κρίμα!

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι


Πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου επέλεξαν να αντιπαρατεθούν με την αξιωματική αντιπολίτευση παραπέμποντας στα γεγονότα του 1963 και στο τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη.
Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ η υπογραφή της συμφωνίας με τη γειτονική ΠΓΔΜ έδωσε το έναυσμα στους κυβερνητικούς προπαγανδιστές να γυρίσουν και πάλι το ρολόι του χρόνου πίσω στη δεκαετία του ’60, παραλληλίζοντας το «όπου φύγει φύγει» των συνεργατών του Πάνου Καμμενου με την…  «Αποστασία» του 1965.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αναλογίες που επιχειρήθηκαν ήταν παντελώς ανιστόρητες, αφού ούτε η επίθεση στον Μπουτάρη προσομοιάζει με τη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε το φυλλορρόημα των βουλευτών των ΑΝΕΛ μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο γεγονός με την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου και τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή.
Παρά ταύτα οι κυβερνώντες επιμένουν στους ισχυρισμούς τους που είναι βέβαιο ότι προκαλούν καγχασμό ακόμη και στους ελάχιστους εναπομείναντες φανατικούς οπαδούς τους.
Για την τακτική τους αυτή υπάρχουν δύο ερμηνείες: Η μία θέλει να είναι προϊόν απόγνωσης καθώς η καταφυγή στο παρελθόν είναι μια βολική λύση για όσους δεν διαθέτουν στη φαρέτρα τους πειστικά επιχειρήματα για να αντιπαρατεθούν για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας,.
Η δεύτερη ερμηνεία που δίδεται στην εμμονή των κυβερνητικών στην τακτική της παρελθοντολογίας σχετίζεται με τα γνώριμα στοιχεία των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις, τις θέσεις και τις απόψεις των ανθρώπων που με τόση ευκολία βρέθηκαν πριν από τριάμισι χρόνια στην εξουσία.
Αφού επιβραβεύτηκαν όταν έλεγαν στους πολίτες ότι «οι δανειστές θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», γιατί να μην υποστηρίξουν τώρα ότι συντόνισαν τις δυνάμεις τους ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ για να ανατρέψουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να κάνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό;
Όταν η πλειονότητα των Ελλήνων επικρότησε τον ισχυρισμό του Αλέξη Τσίπρα ότι «εμείς θα χτυπάμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν», γιατί να μην πιστέψουν κάποιοι τον Πάνο Καμμένο που καταγγέλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι «κινδυνεύει το Πολίτευμα» από την επίσκεψη στο γραφείο ενός βουλευτή του δύο – τριών κουκουλοφόρων από τις τάξεις των φιλοκυβερνητικών «αντεξουσιαστών»;
Κακά τα ψέματα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήρθαν στην εξουσία υποτιμώντας βάναυσα τη νοημοσύνη των ανθρώπων που τους ψήφισαν. Και αυτό, όπως φαίνεται, είναι το μόνο που ξέρουν. Και το μόνο που μπορούν να κάνουν. Πανηγυρίζουν για πράγματα, όπως η διευθέτηση του χρέους, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπονται αφού τα υποτιθέμενα επιτεύγματά τους είναι κατώτερα και των υποσχέσεων και των προσδοκιών τους.
Διακηρύσσουν την υποτιθέμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια την ίδια ώρα που υπογράφουν ταπεινωτικές υποχρεώσεις για αέναη επιτροπεία. Τους βάζουν οι δανειστές να ψηφίσουν και να ξαναψηφίσουν τις επερχόμενες νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο κι εκείνοι δεν έχουν πρόβλημα να υποσχεθούν ψευδώς πως δεν θα εφαρμοστούν.
Δεν δυσκολεύονται ακόμη και να καταφύγουν σε παρανοϊκά σχήματα όπως η δήθεν ικανοποίηση της απαίτησης των ΑΝΕΛ να ψηφιστεί από 180 βουλευτές η συμφωνία των Πρεσπών για να μπορέσουν να την καταψηφίσουν ο Πάνος Καμμένος και οι βουλευτές του χωρίς να ρίξουν την κυβέρνηση!
Είναι ζήτημα κοινής λογικής να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής περί τα κοινοβουλευτικά θέσμια ότι, δεδομένων των συσχετισμών, ο μόνος τρόπος για να περάσει η συμφωνία –με τη συνδρομή ή μη διάφορων «προθύμων» από την αντιπολίτευση- και να μην πέσει η κυβέρνηση είναι να εγκριθεί η συμφωνία από την πλειοψηφία των παρόντων. Να μην τεθεί, με άλλα λόγια, ζήτημα αυξημένης πλειοψηφίας που ούτως ή άλλως δεν προβλέπεται.
Ο,τιδήποτε άλλο -και σίγουρα η αποδοχή από το Μέγαρο Μαξίμου της απαίτησης των ΑΝΕΛ για αυξημένη πλειοψηφία- οδηγεί σχεδόν αυτομάτως στην πτώση της κυβέρνησης. Ισχύει, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που υποτίθεται ότι επιδιώκουν οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι ισχυρίζονται με απύθμενο θράσος ότι δεν ψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας επειδή θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ώστε να μην περάσει, τάχατες, η συμφωνία την οποία υπέγραψαν και υποστηρίζουν με σθένος οι κυβερνητικοί τους εταίροι, οι ΣΥΡΙΖΑίοι.
Αν αναρωτιέστε γιατί τα λένε όλα αυτά, ενώ ξέρουν ότι πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα έρθουν αντιμέτωποι με τις νέες αυτές ψευδαισθήσεις που προσπαθούν να καλλιεργήσουν στην κοινή γνώμη, η απάντηση είναι μάλλον απλή: Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι.