Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προεδρία Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προεδρία Δημοκρατίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Προαναγγελία παράδοσης ή power game;



Για όσους στοιχειωδώς παρακολουθούσαν τις δηλώσεις που έκανε το τελευταίο διάστημα ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η εξέλιξη με την επίσπευση της προεδρικής εκλογής δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία». Και ας διέψευδε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, όποιον τον ρωτούσε, δημόσια ή κατ΄ ιδίαν, αν είχε στο μυαλό του τη φυγή προς τις εκλογές όταν επανειλημμένως έλεγε ότι η όποια συμφωνία με τους πιστωτές θα τεθεί στην κρίση του ελληνικού λαού.
Εξίσου σαφές ήταν για όσους είχαν γνώση των τεκταινομένων στο πρωθυπουργικό μέγαρο ότι «κάτι ετοίμαζε» ο Αντώνης Σαμαράς, όταν συχνά, τελευταία, έλεγε σε συνομιλητές του «περνάω τις χειρότερες μέρες της ζωής μου», χωρίς να κρύβει την κούραση που τον βάρυνε, ακόμη και όταν κατευόδωνε τους επισκέπτες του γραφείου του με το αισιόδοξο μήνυμα «εγώ θα το γυρίσω το παιχνίδι».
Αυτές οι δύο εικόνες εξηγούν, ως ένα βαθμό, το υψηλό ρίσκο που ανέλαβαν ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος με την απόφασή τους να ορίσουν την προεδρική εκλογή πριν από την όποια συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόφαση που είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες.
Κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι η πρωτοβουλία που πήραν δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εκβιασμού προς τους βουλευτές που δεν θέλουν εκλογές για να πειθαναγκαστούν να ψηφίσουν Πρόεδρο ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες κάλπες και να μην πάνε σπίτι τους ή στις δουλειές του (όποιοι έχουν τέτοιες…) ενάμιση χρόνο νωρίτερα.
Άλλοι πάλι μίλησαν για μια καλοστημένη «παγίδα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία, μέχρι πρότινος, υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση και τα μέτρα θα πάρει και εκλογές θα υποχρεωθεί να προκηρύξει, προεξοφλώντας ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι θα συνέχιζαν να κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» και αφού θα έβγαζαν το κάρο από τη λάσπη, λοιδωρούμενοι από τους «ατσαλάκωτους» θα τους παρέδιδαν και το όχημα της εξουσίας.
Τι από τα δύο είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Πρόκειται, όντως, για μια ουσιαστική προαναγγελία παράδοσης της διακυβέρνησης στην αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με την καυτή «πατάτα» της επαναδιαπραγμάτευσης της όποιας συμφωνίας συνομολογηθεί ως τις 18 Οκτωβρίου με τους εταίρους και πιστωτές; Ή, απλώς, είμαστε μάρτυρες ενός πολύ σκληρού power game στο οποίο αποφάσισαν να παίξουν, ίσως και εκ του ασφαλούς, δύο έμπειροι πολιτικοί, οι οποίοι ξέρουν με ποιους αναμετρώνται;
Από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα το επόμενο εικοσαήμερο θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Αν, πραγματικά, παλέψουν για να ανατρέψουν τους  αριθμητικούς συσχετισμούς που είναι εις βάρος τους, αφού, κακά τα ψέματα, η περίφημη «προεδρική πλειοψηφία», υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν υπάρχει, τότε θα δείξουν ότι δεν έχουν στόχο να παραδώσουν την εξουσία για να αποφύγουν τα δύσκολα που έχουν μπροστά τους.
Η γκάμα των κινήσεων που μπορούν να κάνουν για να ανατρέψουν τα δυσμενή δεδομένα είναι μεγάλη. Από το να ανοίξουν το κλειστό σύστημα εξουσίας που έχει εγκαθιδρυθεί στο Μέγαρο Μαξίμου, μέχρι να κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση και να καλέσουν σε διάλογο για το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου –και όχι μόνον- τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και κυρίως εκείνους των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Πάνο Καμμένο και της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, οι οποίοι δεν ευνοούνται από τις κάλπες «εξπρές» που θα στηθούν εφόσον η παρούσα Βουλή δεν εκλέξει τον επόμενο Ανώτατο Άρχοντα.
Αντιθέτως, αν συνεχίσουν να μένουν απαθείς στις εκκλήσεις που ήδη έγιναν από πολλές πλευρές για συναινετικά ανοίγματα είτε προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας για τον χρόνο των εκλογών, είτε προς τον σχηματισμό, εφόσον υπάρχουν οι απαραίτητες δυνάμεις, μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού με ευρύτερη στήριξη, θα φανεί ξεκάθαρα ότι αποφάσισαν να παραδώσουν την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, θα πρόκειται για μια πράξη… αντεκδίκησης απέναντι στον τρόπο που πολιτεύθηκε ως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας, ενδεχομένως, κατά νου ότι θα πάρουν πολύ σύντομα την ρεβάνς μπροστά στα αδιέξοδα που θα σωρεύσει στη νέα εξουσία η σύγκρουση της εύκολης υποσχεσιολογίας με την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Μπορεί μια τέτοια στάση να μοιάζει δικαιολογημένη, κυρίως από την πλευρά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν νομίζω ότι είναι… δίκαιη. Στο βαθμό, φυσικά, που υπάρχει δικαιοσύνη στην Πολιτική.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Καραμανλής – Παπανδρέου: Σιωπή ή ρεβάνς;



            Όταν ερωτάται για την κρίση και τους υπαιτίους που οδήγησαν σε αυτή, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, αν και παραμένει βαθειά διχασμένη, σε δύο ονόματα πολιτικών επικεντρώνεται: σε εκείνο του Κώστα Καραμανλή, που κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κορυφώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ξεκίνησε η ύφεση, καθώς και σε εκείνο του Γιώργου Παπανδρέου, επί των ημερών της διακυβέρνησης του οποίου η χώρα αποκλείστηκε από τις αγορές και εκούσα-άκουσα οδηγήθηκε στο Μνημόνιο.
            Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί ο καθένας να έχει για το ποιος από τους δύο συνεχιστές των δύο ισχυρότερων πολιτικών «δυναστειών» της μεταπολεμικής Ελλάδας φταίει περισσότερο ή λιγότερο για την κρίση, σε μια διαπίστωση δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει: ότι ακολούθησαν και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως και για να προασπίσουν την υστεροφημία τους και την ενδεχόμενη μύχια βούληση για να επανακάμψουν στο προσκήνιο, όπως λογικά συμπεραίνεται από το γεγονός ότι διατηρούν τις βουλευτικές έδρες τους.
            Ο Κώστας Καραμανλής έχει επιλέξει την απόλυτη σιωπή. Επί πέντε χρόνια ούτε στη Βουλή, ούτε πουθενά αλλού δεν έχει ανοίξει το στόμα του για να υπερασπιστεί τη διακυβέρνησή του, παρά τις κατά καιρούς βολές που δέχεται. Στήριξε και στηρίζει την παράταξή του, συμμετέχει στις επετειακές και άλλες εκδηλώσεις της και αποφεύγει να δημιουργεί προβλήματα στον διάδοχό του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και όταν ο τελευταίος είχε ανοιχτά στραφεί κατά παλαιών συνεργατών του.
Ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επηρεάζει μεγάλο αριθμό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, υπερψήφισε, αν και θα μπορούσε να τα ανατρέψει με ένα νεύμα, όλα ανεξαιρέτως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης που συμμετέχει το κόμμα του, φθάνοντας μέχρι του σημείου να πει –και ο ίδιος- «ναι» ακόμη και στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2013 που κατατέθηκε επί υπουργίας Γιάννη Στουρνάρα και συνιστούσε έναν ηχηρά επιβεβαιωτικό κόλαφο για τα τρομακτικά ελλείμματα που παρέδωσε η κυβέρνησή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, από την άλλη, δείχνει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική τακτική, παρότι κι αυτός τα τρία χρόνια που παρήλθαν από την παράδοση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο, δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, του οποίου παραμένει μέλος. Μιλάει, ωστόσο, αλλού, σε ξένα πανεπιστήμια, σε παρουσιάσεις βιβλίων και μέσω ανακοινώσεων που εκδίδονται επ΄ ονόματί του, όπως οι τελευταίες που ακολούθησαν τη συνάντηση με τον διάδοχό του Ευάγγελο Βενιζέλο με τις οποίες ζητεί έκτακτο συνέδριο και αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν συμμετέχει στις εκδηλώσεις του κόμματός του, το οποίο, εξάλλου, κατηγορεί ότι δεν προωθεί τη… «συμμετοχή», δικαιολογούμενος, συνήθως, ότι έχει σοβαρές απασχολήσεις στο εξωτερικό. Οργανώνει δικές του εκδηλώσεις, στις οποίες οι άνθρωποί του γιουχάρουν τον διάδοχό του κι ο ίδιος επικαλείται «τα γυρίσματα του καιρού». Καταψηφίζει, χωρίς να εξηγήσει το «γιατί», κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, παρόλο που όταν ήταν εν τη «βασιλεία» του δεν ανεχόταν διαφοροποιήσεις και έφθασε ως τη διαγραφή, για ελάσσονος σημασίας διαφωνία, του προκατόχου του Κώστα Σημίτη.
Όπως για τον βαθμό ευθύνης ενός εκάστου εκ των δύο βασικών πρωταγωνιστών της κρίσης, που τα «νωπά» ακόμη γεγονότα της περιόδου 2004-2010, δεν επιτρέπουν τελεσίδικες ετυμηγορίες, σε όσους τουλάχιστον δεν αναζητούν έναν και μόνον «αποδιοπομπαίο τράγο», έτσι, αν ακόμη όχι περισσότερο, δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς ποιος από τους δύο πρωθυπουργούς δικαιώνεται για τα μετέπειτα: εκείνος που απλώς σιωπά ή ο άλλος που θέλει να πάρει την… εκδικητική ρεβάνς;        
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι είναι προφανείς κάποιες διαπιστώσεις για τα αποτελέσματα που έχουν η πορεία που ο καθένας από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς χάραξε και ακολουθεί, είτε η πορεία αυτή αποτελεί προϊόν προσωπικής ιδιοσυγκρασίας και μόνον, είτε οφείλεται στην «ποιότητα» των ανθρώπων που τους περιτριγυρίζουν και τους επηρεάζουν.  
Το βέβαιο είναι ότι ο «σιωπηλός» Κώστας Καραμανλής εξακολουθεί να απολαμβάνει τον σεβασμό και την εκτίμηση όχι μόνον των πολυπληθών οπαδών, μελών και στελεχών που έχουν παραμείνει στο κόμμα που ίδρυσε ο θείος του και ηγήθηκε ο ίδιος, αλλά και ευρύτερων δυνάμεων της Κεντροδεξιάς –και όχι μόνον- παράταξης, σε βαθμό που να συζητείται -στα σοβαρά!- ακόμη και ως ένας από τους επικρατέστερους που πριν ή μετά τις εκλογές θα αναρριχηθούν στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Το ακριβώς αντίθετο μάλλον συμβαίνει με τον «θορυβώδη» Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος, κακά τα ψέματα, ακόμη και αν ξανάπαιρνε το «δαχτυλίδι» για να επιστρέψει στο αποδεκατισμένο κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, μάλλον δεν θα εύρισκε οπαδούς, μέλη ή στελέχη για να ηγηθεί. Οι περισσότεροι φίλοι του, άλλωστε, έχουν, ακολουθώντας, ίσως, το δικό του παράδειγμα, εγκαταλείψει το σκάφος και έχουν ανοίξει πλώρη για άλλες πολιτείες. Ενώ οι λίγοι που έχουν απομείνει πίσω για να… «μαζέψουν τα ασυμμάζευτα», μάλλον δεν έχουν διάθεση να ακούν αδιαμαρτύρητα εγκλήσεις για (ψευδεπίγραφη) «συμμετοχή», με τις οποίες επιχειρείται να αποκρυβεί το αίσθημα της εκδικητικής όσο και (αυτο)καταστροφικής ρεβάνς.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Γιατί όχι διαπραγματευτής για το χρέος ο Δ. Παπαδημούλης;

            Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υψηλόβαθμο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεντρώνει, δηλαδή, στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες που -τυπικά τουλάχιστον- δίνουν αυξημένο κύρος στον λόγο του. Υπό αυτή την έννοια, οι παρεμβάσεις που κάνει και οι προτάσεις που διατυπώνει, έστω και αν γίνονται μέσω του twitter, το λογικό είναι να αναμένει κανείς ότι είναι προϊόν συλλογικής επεξεργασίας του πολιτικού φορέα στον οποίο ανήκει.
            Ο κ. Παπαδημούλης, ο οποίος εδώ και καιρό εγκαλεί την κυβέρνηση ότι δεν στέργει σε μια συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανε ένα επιπλέον βήμα, προδιαγράφοντας και την ατζέντα μιας πιθανής τέτοιας επαφής, προτείνοντας να περιλαμβάνει απόπειρα συνεννόησης για τρία καίρια ζητήματα: την εκλογή Προέδρου, την απομείωση (sic) του χρέους και τον ορισμό της ημερομηνίας των επόμενων εκλογών.
            Χωρίς, μάλιστα, να περάσει το περιοριστικό όριο των 140 χαρακτήρων που απαιτεί το twitter, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε την πρότασή του ως «απάντηση» στην τρόικα που δεν «βιάζεται να γυρίσει και απαιτεί», αποφεύγοντας, έτσι, να δώσει αντιπολιτευτικό «χρώμα» στην παρέμβασή του.
            Υπό κανονικές συνθήκες, λοιπόν, η παρέμβαση του κ. Παπαδημούλη θα έπρεπε να προκαλέσει πολιτικό σεισμό, αφού, ανεξαρτήτως προθέσεων, η πρότασή του αποτελεί πανθομολογουμένως την ενδεδειγμένη λύση για τον «γόρδιο δεσμό» της πολιτικής αβεβαιότητας στην οποία είναι προσδεμένη η χώρα.
Αν, όντως, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου, όπως εκφράζονται από τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατάφερναν να υπερβούν τα μικροπάθη που τους χωρίζουν και δέχονταν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό περιβάλλον της χώρας.
Δυστυχώς, όμως, αν εξαιρέσει κανείς το κλισέ για πρόταση – «βόμβα» στο οποίο κατέφυγαν κάποιες πρώτες διαδικτυακές αναρτήσεις, η πρόταση του κ. Παπαδημούλη αντιμετωπίστηκε ως «μη γενόμενη» τόσο από την κυβέρνηση, η οποία αυτάρεσκα πορεύεται «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αρκείται στη δημοσκοπική υπεροχή που της εξασφαλίζουν οι ατελείωτες κυβερνητικές γκάφες και περιμένει την εκπλήρωση της θεωρίας του «ώριμου φρούτου», αδιαφορώντας αν αυτό μπορεί να αποδειχθεί… σάπιο.
Η ευθύνη, βεβαίως, ανήκει πρωτίστως στην πλευρά της κυβέρνησης και στον κ. Σαμαρά προσωπικά. Εκείνος είναι που θα περίμενε κανείς να σπεύσει να αδράξει την ευκαιρία που του δίνεται από την πρόταση του κ. Παπαδημούλη και να καλέσει τον κ. Τσίπρα αφενός να συμφωνήσουν στο πρόσωπο το οποίο, συναινετικά, όπως επιβάλει το Σύνταγμα, θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και αφετέρου να διαπραγματευθούν από κοινού τη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους. Εφόσον, μάλιστα, διευθετηθούν οι δύο αυτές μείζονες εκκρεμότητες ποιος, αλήθεια, θα είχε αντίρρηση κατόπιν να στηθούν και οι κάλπες;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, έχει κάνει το τελευταίο διάστημα αρκετά αξιοσημείωτα βήματα προς την κατεύθυνση της συναίνεσης. Και ανεξάρτητα αν τα βλήματα αυτά είναι, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, μέρος ενός νέου επικοινωνιακού σχεδιασμού, η κυβέρνηση δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη στο βολικό δόγμα της «ανεύθυνης αντιπολίτευσης», το οποίο, άλλωστε, δεν αποδίδει πλέον.
Πριν από δύο βδομάδες ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αναγνώρισε την ανάγκη της συνεννόησης για τον επόμενο Πρόεδρο. Και έρχεται τώρα ένα σημαίνον στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητήσει το ίδιο για το χρέος, χωρίς, μάλιστα, να απαιτεί να γίνει αυτό μετά τις εκλογές.
Γιατί, αλήθεια δεν καλεί ο κ. Σαμαράς τον κ. Παπαδημούλη στο γραφείο του να τον ορίσει επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για το χρέος, δεσμευόμενος ότι μόλις επιτύχει την αναδιάρθρωση –ακόμη καλύτερα αν φθάσει στη διαγραφή που επιμένει το κόμμα του- θα προκηρυχθούν και εκλογές;
Αν η πρόταση του κ. Παπαδημούλη είναι «μπλόφα», εκείνος και το κόμμα του θα εκτεθούν. Αν την εννοεί πραγματικά τόσο το καλύτερο για όλους. Ή, λέτε, ότι όλα αυτά να είναι πολύ καλά για να είναι αληθινά σε μια χώρα που η πολιτική συνεννόηση –ακόμη και στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων…- είναι «είδος εν ανεπαρκεία»;

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Το «δίλημμα του φυλακισμένου» στην προεδρική εκλογή

             Ο Βύρων Πολύδωρας είναι ένας από τους πλέον ευρυμαθείς πολιτικούς και, πιθανότατα, γνωρίζει το περίφημο παράδειγμα με το «δίλημμα του φυλακισμένου» από την περιώνυμη Θεωρία Παιγνίων που ξεκίνησε από τα Μαθηματικά αλλά τυγχάνει ευρείας εφαρμογής και στις Θεωρητικές Επιστήμες, μηδέ εξαιρουμένης της Πολιτικής.  
            Αλλά, ακόμη και αν δεν το είχε κατά νου, όταν προ ολίγων ημερών δήλωνε ότι αν βρεθούν οι 179 της προεδρικής πλειοψηφίας, τότε εκείνος θα μπορούσε να ήταν ο 180ος, είναι βέβαιο ότι η πολιτική εμπειρία που τον διακρίνει ήταν εκείνη που κατηύθυνε την αναλυτική του σκέψη προς το «δίλημμα του φυλακισμένου».
            Σπεύδω, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις από όσους τυχόν δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι το «δίλημμα του φυλακισμένου», να διευκρινίσω ότι πρόκειται για μια εφαρμογή -ένα παράδειγμα, αν θέλετε- που εξετάζει τις στρατηγικές επιλογές λογικά σκεπτόμενων «παικτών» που εμπλέκονται σε ανταγωνιστικές καταστάσεις, όπως είναι η εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή ή η προκήρυξη πρόωρων εκλογών εξαιτίας της αδυναμίας συγκέντρωσης της απαιτούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
            Στη βασική εκδοχή του, το παράδειγμα αναφέρεται σε δύο άτομα που συλλαμβάνονται ως ύποπτοι διάπραξης εγκλημάτων και οι διωκτικές αρχές που δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να τους κατηγορήσουν, τους ανακρίνουν χωριστά και χωρίς μεταξύ τους επικοινωνία τους και τους διατυπώνουν την πρόταση ότι όποιος ομολογήσει και ενοχοποιήσει τον συνεργό του θα αφεθεί ελεύθερος, ενώ εκείνον που θα αρνηθεί την ενοχή του τον περιμένει σκληρή τιμωρία (π.χ. 12ετής φυλάκιση).
            Οι δύο κρατούμενοι ξέρουν, επίσης, ότι, αν ομολογήσουν και οι δύο, η ποινή τους θα είναι μειωμένη (π.χ. από 4 χρόνια έκαστος), αφού θα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι συνεργάστηκαν με τις αρχές. Ενώ αν μείνουν και οι δύο «σιωπηλοί», με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν εναντίον τους, θα πέσουν ακόμη πιο «μαλακά» (π.χ. θα τιμωρηθούν από έναν χρόνο φυλάκιση ο καθένας).
            Υπό αυτές τις συνθήκες, η καλύτερη επιλογή και για τους δύο κρατούμενους είναι να κρατήσουν την ίδια ακριβώς στάση: είτε να μη μιλήσει κανείς τους, κάτι, όμως, που ο ένας δεν ξέρει αν θα το ακολουθήσει και ο άλλος, είτε να μιλήσουν και οι δύο για να αποφύγουν –ο καθένας για λογαριασμό του- τη βαριά ποινή που περιμένει εκείνον που θα εξακολουθεί να δηλώσει «αθώος» ενώ ο συνεργός του θα έχει ομολογήσει. 
            Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και στην περίπτωση του κ. Πολύδωρα, αλλά και των υπολοίπων 45 βουλευτών από τους ανεξάρτητους, τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμένου και τους ΔΗΜΑΡίτες, που αποτελούν το «μήλον της έριδος» ανάμεσα στη συγκυβέρνηση που, ξεκινώντας από τα 155 υπέρ της προεδρικής εκλογής, θέλει να φθάσει στους 180, και στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία, έχοντας σίγουρα τα 99 «όχι» (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Χ.Α.) επιδιώκει να φθάσουν τουλάχιστον στους 121 όσοι επιλέγουν πρόωρες κάλπες.
            Το δίλημμα, λοιπόν, που έχουν ο καθένας από τους ένθεν κακείθεν διεκδικούμενους 46 βουλευτές είναι αν η στάση που, εν τέλει, θα τηρήσουν θα είναι η καλύτερη για τους ίδιους. Διότι, αν κάποιος σπεύσει από τώρα και ταχθεί υπέρ της μιας ή της άλλης κατάστασης, χωρίς, προηγουμένως, να έχει εξασφαλίσει ότι θα είναι με το στρατόπεδο που θα κερδίσει στη διελκυστίνδα, κινδυνεύει να εκτεθεί διπλά: αφενός χάνοντας την όποια διαπραγματευτική δυνατότητα διαθέτει και αφετέρου μένοντας «εκτός νυμφώνος».
            Ισχυρό, εν προκειμένω, είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν όσοι, χωρίς να έχουν συνδιαλλαγεί με κανέναν, είναι έτοιμοι να μην ψηφίσουν Πρόεδρο, ενώ μέσα τους θα εύχονται να βρεθούν οι 180 για να παραταθεί η θητεία της Βουλής, ούτως ώστε οι ίδιοι να έχουν τον χρόνο για να προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα πολιτικά τους βήματα.
            Εξίσου, όμως, ισχυρό, αν όχι ακόμη ισχυρότερο, είναι το δίλημμα όσων κλίνουν προς το να ψηφίσουν Πρόεδρο, αλλά την ίδια ώρα φοβούνται ότι μπορεί να εκτεθούν επειδή άλλοι συνάδελφοί τους δεν θα το κάνουν και, έτσι, δεν θα αποφευχθούν οι εκλογές και δεν θα παραταθεί η κοινοβουλευτική τους παρουσία, ενώ θα τους βαραίνει και η υποψία της συνδιαλλαγής.
            Από τη δύσκολη διλημματική θέση, πάντως, μπορεί να βγάλει αρκετούς η -μάλλον «σοφή»- πρόνοια του Συντάγματος για τις τρεις ψηφοφορίες και με δυνατότητα, μάλιστα, αλλαγής κάθε φορά των υποψηφίων που θα προταθούν από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Κι αυτό επειδή, όπως έχει αποδειχθεί στη μαθηματική Θεωρία των Παιγνίων, στα διαδοχικά «παίγνια» είναι πιο ευχερής η (κατά Nash, από το όνομα του επιστήμονα που επινόησε τη Θεωρία) ισορροπία, ενώ αυξάνεται και η πιθανότητα εξεύρεσης της βέλτιστης λύσης.
            Όσο για το ποια θα αποδειχθεί ως βέλτιστη λύση στην προκείμενη εφαρμογή της συγκεκριμένης Θεωρίας στην Πολιτική, δεν μπορεί παρά να το μάθουμε τον Φεβρουάριο. Και, κατά πάσα πιθανότητα, στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία που όλοι οι «παίκτες» θα αναπτύξουν τις στρατηγικές τους, προσπαθώντας να μαντέψουν και τις στρατηγικές των άλλων.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Οι εκλογές και το Μαξίμου

Βούιξαν και πάλι χθες οι διάδρομοι της Βουλής από τις φήμες για προσφυγή στις κάλπες μόλις κυκλοφόρησε η είδηση για τις επικείμενες παραιτήσεις των τριών γενικών γραμματέων που προτίθενται να θέσουν υποψηφιότητα με τη Νέα Δημοκρατία στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Είναι απίστευτο πόσο επιδραστικό μπορεί να αποδειχθεί το μείγμα της άγνοιας με την ανασφάλεια που διακατέχει ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού –ου μην αλλά καιτου δημοσιογραφικού δυναμικού- με αποτέλεσμα να λέγονται και να γράφονται -ακόμη και πρωτοσέλιδα- απερίγραπτες μπουρδολογίες που, ενώ δεν είναι παρά φαντασιώσεις, πασάρονται ως σοβαρές πολιτικές αναλύσεις από δήθεν γνωρίζοντες τα παρασκήνια της εξουσίας.
Θα είχε ενδιαφέρον να κατέγραφε κανείς πόσες φορές έχουν τεθεί σε… εκλογική ετοιμότητα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατά τα τελευταία δυόμισι χρόνιαπου μας χωρίζουν από τις προηγούμενες εκλογές, όπως μας θύμισαν οι παραιτήσεις των «γαλάζιων» γενικών γραμματέων, οι οποίοιπροτίθενται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους πριν παρέλθει το δεκαοκτάμηνο που απομένει για την ολοκλήρωση της τετραετούς θητείας της παρούσας Βουλής. Κι αυτό διότιμόνον έτσι δεν θα έχουν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, κώλυμα εκλογιμότητας και θα μπορούν να είναι υποψήφιοι στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές προκηρυχθούν εφεξής.
Στοιχειώδη, λοιπόν, γνώση αν είχε κανείς των συνταγματικών διατάξεων δεν θα θεωρούσε τις περί ων ο λόγος παραιτήσεις ως ένδειξη επικείμενου εκλογικού αιφνιδιασμού. Πολύ περισσότερο που οι φερόμενοι ακόμη ως υπό παραίτηση γενικοί γραμματείας, όντας στελέχη με δεσμούς με την κυβερνητική ηγεσία και το πρωθυπουργικό περιβάλλον, μάλλον δεν θα πρόδιδαν τον υποτιθέμενο αιφνιδιασμό.
Εξίσου τραγελαφικές είναι, εξάλλου, και οι αναλύσεις που θέλουν τη σημερινή κυβέρνηση να προσφεύγει στις κάλπες για να επιδιώξει την αποκαλούμενη «αριστερή παρένθεση» στοχεύοντας κατόπιν στην ανατροπή του ΣΥΡΙΖΑ την άνοιξη επ΄ ευκαιρία της προεδρικής εκλογής,κατ΄ αντιστροφή, δηλαδή, της απειλή για μη ψήφισης κανενός υποψήφιου που επισείει στην παρούσα φάση η αξιωματική αντιπολίτευση.
Όσοι διακινούν αυτού του είδους τα σενάρια τα οποία κυκλοφορούν σε διάφορες παραλλαγές –και μάλιστα με συγκεκριμένες, μεταβαλλόμενες κάθε φορά, εκλογικές Κυριακές-, αγνοούν, πέραν από την κοινή πολιτική λογική που θέλει κάθε κυβέρνηση να εξαντλεί μέχρι τελευταίας ρανίδος το… μέλι της εξουσίας, δύο πολύσοβαρούς λόγους που αποτελούν μάλλον ανυπέρβλητη τροχοπέδη στους υποτιθέμενους σχεδιασμούς για κυβερνητικό εκλογικό αιφνιδιασμό.
Ο πρώτος λόγος είναι συνταγματικός και έχει να κάνει με την ευχέρεια –τη μοναδική ίσως που διαθέτει- του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει την πρόωρη διάλυση της Βουλής «για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (άρθρο 41).
Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν έχει πολλές φορές παρακαμφθεί το Σύνταγμα με την προσχηματική επίκληση διαφόρων «εθνικών θεμάτων» (συνήθως το… πολύπαθο Κυπριακό, αλλά και διάφορα άλλα) που οδήγησαν σε πρόωρες κάλπες. Στην παρούσα φάση, όμως, δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς από τον Κάρολο Παπούλια, που βρίσκεται στο τέλος της δεκαετούς θητείας του, να κάνει δεκτό ένα τέτοιο κυβερνητικό αίτημα.  
Ο δεύτερος λόγοςπου εμποδίζει την απρόσκοπτη ξαφνική προσφυγή στις κάλπες είναι πολιτικός και σχετίζεται με το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση αποτελείται από δύο κόμματα και άρα πρέπει να συμπέσουν τα συμφέροντά τους και να ζητήσουν από κοινού τη διάλυση της Βουλής, κάτι που δεν διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα, καθώς Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν, σε αυτό το ζήτημα, συγκλίνοντα συμφέροντα.
Εφόσον, λοιπόν, δεν συμφωνήσουν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών που μπορεί να μη μακρύνουν, αφού η σημερινή Βουλή, σε περίπτωση κυβερνητικής κρίσης, δύσκολα θα μπορέσει να δώσει άλλη κυβερνητική λύση, αλλά η κατάληξη θα είναι η ανάθεση της διενέργειας των εκλογών σε υπηρεσιακή κυβέρνηση.  
Σε κάθε περίπτωση και με εξαίρεση την προκήρυξη εκλογών λόγω αδυναμίας εκλογής νέου Προέδρου Δημοκρατίας, το διακύβευμα της προσφυγής σε πρόωρες εκλογές για τους κυβερνώντες είναι η παράδοση του Μεγάρου Μαξίμου σε υπηρεσιακό πρωθυπουργό και των υπουργείων σε υπηρεσιακούς υπουργούς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μόνον όποιος αρέσκεται να τρέφει αυταπάτες –ή απλά αναμασά όσα του σερβίρουν- μπορεί να ενστερνίζεται σενάρια για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες με κυβερνητική πρωτοβουλία πριν από τους πρώτους μήνες του 2015 που θα αποδειχθεί αν η σημερινή Βουλή μπορεί ή όχι να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Υ.Γ. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ακόμη και ο Κώστας Καραμανλής, που, «κουρασμένος» ων, είχε αποφασίσει να παραδώσει τη διακυβέρνηση, τις εκλογές τις έκανε από το Μαξίμου;