Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

«Πέστε να έρθουν… ψυχολόγοι είναι σοβαροί οι λόγοι…»


            Αν ισχύει η γνωστή λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», τότε νομίζω ότι ο Πάνος Καμμένος, το… μικρό «αδελφάκι» του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε τον πιο εύστοχο σχολιασμό για τα δρώμενα στο πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι «τη διοίκηση του φρενοκομείου την ανέλαβαν οι τρόφιμοι».

            Με την ιδιότητά του «ως τέως κυβερνητικός εταίρος», την οποία, άλλωστε, επικαλέστηκε, ο αρχηγός των ΑΝΕΛ ξέρει ίσως περισσότερο από κάθε άλλον τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που συνθέτουν το ετερόκλητο συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑίων, το οποίο δεν είναι τυχαίο ότι στο σύνολό του και χωρίς καμία εξαίρεση, επέλεξε τον κ. Καμμένο και τους συν αυτώ για να μοιραστούν την εξουσία που τόσο απροσδόκητα κλήθηκαν να διαχειριστούν τον Ιανουάριο του 2015.

Είναι πλέον παγκοίνως γνωστό ότι ενώ υπήρχαν και άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να συνεργαστεί με τον κ. Καμμένο στο πλαίσιο της υποτιθέμενης αντιμνημονιακής συμφωνίας που είχαν συνάψει όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση και έστηναν από κοινού σκευωρίες με δήθεν απόπειρες χρηματισμού στελεχών των ΑΝΕΛ, οι οποίες -τι ζήσαμε αλήθεια!- αποκαλύπτονταν τάχατες σε τηλεοπτικά πρωινάδικα από ηθοποιούς που διακονούσαν την τέχνη της κωμωδίας.

Η φαρσοκωμωδία έγινε πλήρης εν συνεχεία, όταν όλοι μαζί οργάνωσαν το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα το οποίο απετέλεσε το απαραίτητο προπέτασμα καπνού για να ακολουθήσει το παγκόσμιο ρεζίλι με τη μεγαλύτερη «κωλοτούμπα» όλων των εποχών που έκαναν εκχωρώντας στους δανειστές της χώρας το σύνολο της δημόσιας περιουσίας την οποία ουδείς από τους προκατόχους τους είχε διανοηθεί να παραχωρήσει: ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου, ούτε ο Λουκάς Παπαδήμος, ούτε ο Αντώνης Σαμαράς, οι οποίοι έχασαν την εξουσία με τη ρετσινιά του «μνημονιακού», είχε ενδώσει στις απαιτήσεις των δανειστών στις οποίες ενέδωσε το ντουέτο των Τσίπρα και Καμένου.

Ο Πάνος Καμμένος, λοιπόν, ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον με ποιους συνεργάστηκε τα χρόνια που συγκυβέρνησε με το σύνολο των ΣΥΡΙΖΑίων. Κάποιοι, άλλωστε, από όσους σήμερα εξεγείρονται, επειδή ο νέος αρχηγός τους Στέφανος Κασσελάκης ενστερνίζεται φιλελεύθερα ιδεολογήματα, όταν κατείχαν υπουργικούς θώκους δεν είχαν πρόβλημα να υπηρετούν σε θέσεις εντεταλμένων και υφισταμένων του αρχηγού των ΑΝΕΛ. Τον έβλεπαν να επιδίδεται σε ένα ατελείωτο λαϊκίστικο κρεσέντο, «σταυρώνοντας», άλλοτε, τα αεροπλάνα και καθιστώντας, σε άλλες φάσεις, εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας τον Αρχιεπίσκοπο, χωρίς ουδείς εξ αυτών, που κατά τα άλλα παρίσταναν τους ανεξίθρησκους, να διαμαρτύρεται. 

Για παράδειγμα, ο Νίκος Φίλης, ο οποίος τώρα… ανέβηκε στα κεραμίδια της Κουμουνδούρου -και δικαίως ίσως- κατά των αλλοπρόσαλλων θέσεων, απόψεων και πρωτοβουλιών του κ. Κασσελάκη, είχε καταπιεί αμάσητες τις εναντίον του προσκλήσεις από τον κυβερνητικό εταίρο του κόμματός του και παρέδωσε αδιαμαρτύρητα το υπουργείο Παιδείας από το οποίο εκπαραθυρώθηκε επειδή, καλώς ή κακώς, είχε γίνει στόχος θρησκευτικών κύκλων. 

Για να μην πούμε για τον Δημήτρη Βίτσα που μια χαρά υπηρέτησε ως αναπληρωτής του κ. Καμμένου στο υπουργείο Άμυνας. Ή, πολύ χειρότερα, για τον Πάνο Σκουρλέτη, ο οποίος, αν και υπηρέτησε ως υπεύθυνος Τύπου αλλά και γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, ανακάλυψε τώρα τον άθλιο ρόλο που διαδραματίζει ο εσμός των διαδικτυακών τρολ της Κουμουνδούρου που όλα τα προηγούμενα χρόνια επιδίδονταν σε δολοφονίες χαρακτήρων των αντιπάλων του Αλέξη Τσίπρα, αλλά τώρα περιέλαβαν όσους δεν συντάσσονται με την ομάδα που περιβάλλει τον κ. Κασσελάκη.      

Άρα, μετά λόγου γνώσεως, ο κ. Καμμένος παρομοιάζει τα προσφάτως τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ με τις καταστάσεις που ισχύουν στα φρενοκομεία. Απόντος, άλλωστε, του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος διοικούσε με πυγμή και χωρίς αντιρρήσεις το… φρενοκομείο της Κουμουνδούρου, τώρα οι «τρόφιμοι», οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν σε καταστολή, χάρις της προοπτικής να αναλάβουν και πάλι την εξουσία, τελούν πλέον σε κατάσταση υπερδιέγερσης, διεκδικώντας τη… διοίκηση του Ιδρύματος που τούς στεγάζει. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν ο νέος αρχηγός τους, τον οποίο η πλειοψηφία εξέλεξε επειδή φάνταζε ικανός να τους επαναφέρει στην Εδέμ της εξουσίας, δικαίωνε τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα είχε γίνει αποδεκτός από όλους αυτούς που νέμονταν την εξουσία χάρις στον συνεταιρισμό που είχαν συνάψει με τον Πάνο Καμμένο. 

Επειδή, όμως, όλα μαρτυρούν το αντίθετο, ότι δηλαδή ο κ. Κασσελάκης όχι μόνον δεν υπηρετεί το αφήγημα της επιστροφής στην εξουσία, αλλά το υπονομεύει, είναι απλώς ζήτημα πολύ λίγου χρόνου που, όπως και πάλι πρεσβεύει η λαϊκή σοφία, τα ανεμομαζέματα να γίνουν διαβολοσκορπίσματα. 

Σε κάθε περίπτωση, για να θυμηθούμε τον «χρησμό» του γνώστη της ΣΥΡΙΖΑϊκής πραγματικότητας Πάνου Καμμένου, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν ψυχίατροι και ψυχολόγοι… 

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

«Πράκτορες από άλλο επάγγελμα»



Έχουν φίλους; Γείτονες; Γονείς; Παιδιά; Τα ερωτήματα αφορούν στους κυβερνώντες. Και αν η απάντηση, σε κάποια έστω από αυτά, είναι καταφατική, ανακύπτει μια ακόμη μεγαλύτερη απορία: Δεν τους λέει κανείς πόσο γελοιοποιούνται με αυτά που λένε και κυρίως με αυτά που κάνουν;
Η περίπτωση, για παράδειγμα, του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου είναι απολύτως ενδεικτική. Ανέλαβε καθήκοντα στον κυβερνητικό ανασχηματισμό του περασμένου Οκτωβρίου, όταν, εξαιτίας των πειραματισμών του, εκπαραθυρώθηκε ο Νίκος Φίλης. Ο οποίος με τη σειρά του είχε παραλάβει το χαρτοφυλάκιο από τον Αριστείδη Μπαλτά που επίσης είχε βρεθεί εκτός υπουργείου αφού είχε επιδοθεί σε κάθε είδους ασκήσεις ιδεοληπτικών εφαρμογών στο πολύπαθο σώμα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος ότι ο κ. Γαβρόγλου , όντας ο τρίτος κατά σειρά υπουργός των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στον συγκεκριμένο τομέα, θα ήταν πιο προσεκτικός από τους προκατόχους του που εγκατέλειψαν τόσο άδοξα το πόστο τους. Και, γι΄ αυτό, θα απέφευγε τις βαρύγδουπες εξαγγελίες προτού μετρήσει ποια από αυτά που έλεγε το κόμμα του προεκλογικά είναι εφαρμόσιμα και ποια όχι. Πώς θα το μετρούσε; Απλά, απλούστατα: αν δεν είχε εικόνα ο ίδιος, θα ζητούσε να του ετοιμάσουν μια έκθεση με το τι συμβαίνει διεθνώς και τι είχαν προσπαθήσει να κάνουν οι προηγούμενοι υπουργοί Παιδείας.
Τίποτε, όμως, από όλα αυτά δεν έκανε ο κ. Γαβρόγλου. Εθισμένος με τις μεγαλοστομίες που αστόχαστα –αφού ήταν βέβαιο ότι ποτέ δεν θα εφαρμόζονταν όσα έλεγαν- εκστόμιζε επί χρόνια ο πολιτικός χώρος από τον οποίο προέρχεται, μόλις ανέλαβε τον υπουργικό θώκο έβαλε στόχο να καταργήσει τις Εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήταν ένας στόχος που ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά όλων όσοι δεν είχαν –και κυρίως όσων δεν ήθελαν να αποκτήσουν- ευκρινή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας.
Χωρίς μελέτη, λοιπόν, έσπευσε να ανακοινώσει «αναμόρφωση του Λυκείου σε βάθος τριετίας, όπου θα παρέχεται ένα ισχυρό εθνικό απολυτήριο, ο βαθμός του οποίου θα ανοίγει χωρίς εξετάσεις την πόρτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Η πολιτική του αυταρέσκεια δεν του επέτρεψε να ρωτήσει έναν από τους προκατόχους του γιατί δεν το έκανε εκείνος. Και δεν τον άφησε ούτε καν να αναρωτηθεί γιατί κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε εφαρμόσει αυτή την τόσο απλή λύση που έμοιαζε με το «αυγό του Κολόμβου»: καταργείς τις εξετάσεις, μπαίνουν οι μαθητές στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ της αρεσκείας τους και ούτε… γάτα ούτε ζημιά!
Μέχρι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγε τον περασμένο Μάιο στο υπουργείο Παιδείας για να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα στον σχεδιασμό Γαβρόγλου για κατάργηση των εξετάσεων. Φαίνεται, όμως, πως μόλις πήγαν να υλοποιήσουν την εξαγγελία βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Οι ίδιοι που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες επικαλούνταν ως άλλοθι τη «βαθμοθηρική πίεση» των γονέων που έχουν παιδιά στο Δημοτικό ώστε να επιβάλουν κλήρωση για τον σημαιοφόρο στις παρελάσεις, έπρεπε να νομοθετήσουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με μόνο κριτήριο τον βαθμό του απολυτηρίου...
Και, ω του θαύματος, ο υπουργός Παιδείας ανέκρουσε πρύμναν. «Δεν μιλήσαμε ποτέ για κατάργηση των Πανελλαδικών, αλλά για κατάργηση των εξετάσεων έτσι όπως αυτές έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών», ισχυρίζεται τώρα ο Κ. Γαβρόγλου. Ο οποίος έπειτα από μήνες παλινωδιών, αντί της κατάργησης, ανακοινώνει διπλές εξετάσεις: και τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο. «Δεν μπορεί άλλωστε να υπάρξει εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς εξετάσεις», αποφαίνεται, αναγνωρίζοντας –επιτέλους- το αυτονόητο, το οποίο δικαιολογούνται να αγνοούν μόνον άνθρωποι που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα τούτης της χώρας.
Το μεγάλο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι ο κ. Γαβρόγλου δεν αποτελεί την εξαίρεση μεταξύ των προσώπων που έχουν επιλεγεί για να ασκήσουν κυβερνητικά καθήκοντα. Ο κατάλογος με τους αξιωματούχους που αγνοούν προκλητικά την πραγματικότητα είναι μακρύς. Και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιλαμβάνει σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο που έχει σχηματίσει ο κ. Τσίπρας. Ποιον να ξεχωρίσει κανείς; Τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος «βλέπει» ξενοδόχους να βάζουν φωτιές στα ορεινά της Ζακύνθου και αγνοεί ότι οι καμμένες εκτάσεις κηρύσσονται αναδασωτέες και αυτό δυσχεραίνει την οικοδόμηση τους; Ή τον υπουργό Ναυτιλίας που τη μια θέλει πλοία με σημαία Αγίου Όρους και την άλλη φαντάζεται νησί με αφορολόγητα;
Όπως καν έχει, πάντως, είναι απορίας άξιον αν όλα αυτά γίνονται με σκοπιμότητα, τη σκοπιμότητα της ψηφοθηρικής εξαπάτησης. Ή αν απλώς πρόκειται για ανθρώπους άσχετους με την πραγματικότητα. Αν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με… «πράκτορες από άλλο επάγγελμα», όπως έλεγε για τέτοιες περιπτώσεις ο φίλος μου Βασίλης Σ. Με πολιτικούς οι οποίοι έχουν πέσει «θύματα» της αυταπάτης, των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων που επί δεκαετίες οι ίδιοι καλλιεργούσαν.
Υπήρξε άλλωστε, αρκούντως αποκαλυπτική η κυνική ομολογία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα που είπε δημόσια ότι, μόλις έφυγε από το γραφείο του ο διευθύνων σύμβουλος της «Παπαστράτος», ο οποίος τον επισκέφθηκε για να του ανακοινώσει την πρόθεση της εταιρίας του να επενδύσει στη χώρα, εκείνος ρώτησε τον στενό του συνεργάτη Δ. Τζανακόπουλο: «Είσαι σίγουρος ότι δεν μας κοροϊδεύει;». Αποκάλυψε, με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας ότι για τον ίδιο και τους συνεργάτες του, η πρώτη σκέψη που κάνουν όταν έχουν κάποιον απέναντι τους είναι ότι κοροϊδεύει. Γιατί άραγε; Επειδή, προφανώς, για αυτούς η κοροϊδία είναι, κατά το πως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «έξις δευτέρα φύσις»…

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Αλίμονο στην πραγματικότητα!



            Στις κανονικές χώρες που διαθέτουν κανονικές κυβερνήσεις οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου είναι κάτι το σύνηθες. Και παρά ταύτα οι επικεφαλής τους προετοιμάζονται γι΄ αυτές, πολύ περισσότερο όταν φωνάζουν τις κάμερες για να κάνουν πανηγυρικές διακηρύξεις.
Στη χώρα μας που το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει τόσο σπάνια -μια φορά το εξάμηνο και αν…-, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς είναι οι συνεδριάσεις του κορυφαίου αυτού θεσμικού οργάνου να ήταν τουλάχιστον καλά οργανωμένες και ακόμα καλύτερα προγραμματισμένες οι ομιλίες του πρωθυπουργού.
Επειδή, όμως, η Ελλάδα ούτε κανονική χώρα είναι –γιατί αν ήταν διοικούμενοι και διοικούντες δεν θα συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρονται-, ούτε κανονική κυβέρνηση διαθέτει –γιατί αν διέθετε η συντριπτική πλειονότητα όσων κάθονται τώρα σε υπουργικούς θώκους ούτε στον προθάλαμο των υπουργικών γραφείων δεν θα πλησίαζαν-, όλα γίνονται στο πόδι και τίποτε δεν είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού σχεδιασμού.
Στο «τσάτρα πάρτα» αποφασίζεται ότι η αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει το ντεκόρ για να εκφωνήσει ο πρωθυπουργός  έναν… «δεκάρικο» που συνέταξε στο «άψε σβήσε» ο λογογράφος του, κοτσάροντας διάφορους εξυπνακισμούς, για «βιολιά», «παράφωνους σκοπούς» και «μουσικές» που «είμαστε πια σε θέση, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, να συνθέσουμε εμείς».
Υπό αυτή την έννοια, η κολοσσιαία γκάφα με την πρωθυπουργική αναγγελία της επελθούσας ανάπτυξης που διαψεύστηκε πριν καν τελειώσει το πανηγύρι το οποίο στήθηκε στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, δεν συνιστά «απλή αστοχία υλικού», όπως μπορεί να συμπεράνει όποιος θελήσει να την απομονώσει από τα συμφραζόμενα που συγκροτούν τον ιδιότυπο τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθείται τους τελευταίους 26 μήνες.
Είτε αντιμετωπιστεί ως συμπτωματικό γεγονός η διάψευση των πρωθυπουργικών βερμπαλισμών από την ΕΛΣΤΑΤ, στην οποία κανείς από την κυβέρνηση δεν σκέφθηκε να απευθυνθεί προτού να συνταχθεί το κείμενο της επίμαχης ομιλίας, είτε υιοθετηθεί το σενάριο που θέλει πίσω από όλα αυτά να κρύβεται το χάσμα που χωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου από το υπουργείο Οικονομικών, μικρή σημασία.
Άλλωστε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που αναδύεται από τη σπουδή του Αλέξη Τσίπρα να καταφύγει στον επικό ισχυρισμό ότι «μετά από επτά χρόνια σχεδόν καταστροφικής ύφεσης, η χώρα έχει επιστρέψει ήδη σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» είναι το συμπίλημα από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις που παρουσιάζεται άλλοτε ως προεκλογικό πρόγραμμα και τώρα ως κυβερνητικό σχέδιο.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι η πραγματικότητα διαψεύδει τη μια με την άλλη τις εκτιμήσεις τους, όπως ευθαρσώς ομολόγησε πρόσφατα ο τέως υπουργός Νίκος Φίλης στο ανώτερο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, οι κυβερνώντες απτόητοι εξακολουθούν να υποτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών οι οποίοι τους έδωσαν την πλειοψηφία επειδή πίστεψαν τα πιο απίθανα πράγματα που έχουν πει ποτέ πολιτικοί.
Τι να ξεχωρίσει κανείς; Το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» του παρελθόντος; Ή τις πρόσφατες προπαγανδιστικές αρλούμπες για «την απομόνωση του Σόιμπλε» και «το τέλος της λιτότητας» που κηρύχθηκε από την ΕΡΤ μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και τη συμφωνία της ελληνικής πλευράς –διά στόματος του «αριστερού»… συνιστωσιάρχη Ευκλείδη Τσακαλώτου- να μειωθεί το αφορολόγητο και να περικοπούν οι συντάξεις.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, δυστύχημα δεν είναι αυτές καθεαυτές οι διαψεύσεις των κυβερνητικών εκτιμήσεων. Είναι, πολύ περισσότερο, η άρνησή τους -ή μήπως η αδυναμία από την πολυετή άσκηση στην ευκολία του να λες ό,τι νά ‘ναι- να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα κανένα από τα παθήματα να μη γίνεται μάθημα. Και να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά η ίδια τακτική της διαστροφής της πραγματικότητας.
Είδατε, για παράδειγμα, να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη για τα όσα απατηλά υποστήριξε ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο περί της ανάπτυξης; Κανείς απολύτως. Υπήρξε κάποια διαρροή για επίπληξη εκείνου ή εκείνων που μπορεί να τον παρέσυραν σε αυτό το μνημειώδες ατόπημα που πλήττει την αξιοπιστία του; Ούτε κατά διάνοια.
Ακούστηκε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας να απολογείται ή, έστω, να εκφράζει τη λύπη του όταν την επομένη και την μεθεπομένη εμφανίστηκε δημοσίως; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το μόνο για το οποίο φρόντισαν όσοι τον περιβάλουν ήταν να μιλήσει σε «προστατευμένο» περιβάλλον για να μην πέσει σε κανέναν… ενοχλητικό δημοσιογράφο που θα τον ρωτούσε σχετικά;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά. Διότι έπειτα από δύο χρόνια διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όλοι πλέον ξέρουμε ότι, από την εποχή που στη χώρα αποθεωνόταν η βαρουφάκειος «δημιουργική ασάφεια», το μοναδικό δόγμα στο οποίο παραμένουν σταθεροί οι άνθρωποι που απαρτίζουν τη σημερινή εξουσία είναι τούτο: Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλίμονο στην πραγματικότητα!
Υ.Γ.: Για να μην τα βλέπουμε όλα… μαύρα, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε και κάτι θετικό που συνέβη επί των ημερών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: το ποσοστό όσων πιστεύουν πως «μας ψεκάζουν» υποχώρησε και από το 33,3% που το είχε βρει η εταιρία μετρήσεων Metron Analysis τον Οκτώβριο του 2013, τον Φεβρουάριο του 2017 ο ερευνητικός οργανισμός «διαΝΕΟσις» το κατέγραψε στο 26,5%. Είναι και αυτό μια κάποια πρόοδος. Δεν συμφωνείτε;

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Οι οικονομικοί δείκτες είναι… ξεροκέφαλοι



            Όσο ενοχλητικό και αν είναι το πρωινό ξύπνημα όταν γίνεται από τους ήχους των μαστόρων που καλουπώνουν στο διπλανό οικόπεδο για να κτίσουν μια καινούργια οικοδομή, η σκέψη και μόνο ότι –επιτέλους!- κάτι κινείται στην οικονομία είναι παρηγορητική.
Η παρηγοριά, ωστόσο, δεν κρατάει πολύ, γιατί καθώς ξεκινάς την ενημέρωση της ημέρας «σκοντάφτεις» πάνω στην είδηση που λέει: «Έπεσε πάλι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Η αβεβαιότητα “ρίχνει” εμπόριο και κατασκευές». Πρόκειται για είδηση που στηρίζεται στα στοιχεία του Ινστιτούτου Βιομηχανικού Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με τα οποία «μετά την πρόσκαιρη σταθεροποίησή του στις 95,1 μονάδες στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχωρεί σημαντικά τον Φεβρουάριο, στις 92,9 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε και τον προηγούμενο Νοέμβριο».
Κι όσο και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει αυτό το «καμπανάκι», δεν είναι εύκολο να το κάνει, αφού έρχεται την επομένη από την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι εκροές των καταθέσεων τον μήνα Ιανουάριο έφθασαν στα 1,567 δισ. ευρώ και συνολικά οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2001. Πίσω στην ίδια χρονιά, δηλαδή στο 2001, πρέπει να πάει κανείς για να βρει τόσο αρνητικό ισοζύγιο στην απασχόληση -απολύσεις έναντι προσλήψεων- όσο σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Εργάνης» που με καθυστέρηση επέτρεψε η κυβέρνηση να ανακοινωθούν τις προηγούμενες ημέρες.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως απολύτως τυχαία και εντελώς συμπτωματική την αρνητική τροχιά που πήραν οι τρεις αυτοί τόσο σημαντικοί δείκτες. Με παροιμιώδη αμεριμνησία και απόσταση από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι αισθανόμαστε, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οσονούπω θα τρίβουμε τα μάτια» από την ανάκαμψη. Επικρίνοντας ως συμμάχους των εχθρών του λαού και της χώρας όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις εξακολουθητικές αυταπάτες που καλλιεργεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο ίδιος που πριν από ένα χρόνο (Star 1.3.2016) έλεγε: «Το Πάσχα θα έρθει μαζί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Βρισκόμαστε ήδη ενόψει του επόμενου Πάσχα, αλλά η… ανάσταση της ελληνικής οικονομίας μοιάζει ακόμη οραματική προοπτική. Και το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα μείνει. Για όσο τουλάχιστον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός εξακολουθούν να διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία που είχαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Την νοοτροπία που τους υπαγορεύει να κάνουν τα περισσότερα από όσα κάνουν μόνον όταν έχουν το πιστόλι στον κρόταφο και το διακύβευμα της άρνησης τους είναι η διακινδύνευση της παραμονής τους στις καρέκλες της εξουσίας.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο γεγονότα από την επικαιρότητα των ημερών, που είχαν ως πρωταγωνιστή τον τέως υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, μαρτυρούν ότι η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος αργεί. Και ενδεχομένως δεν θα έρθει ποτέ. Πόθεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Από το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι «άναψαν κόκκινο», απαγορεύοντας(!) την κατάθεση ερώτησης για τα εξοπλιστικά που προωθούσε ο κ. Φίλης, δεν είχαν καμία δυσκολία να εγκρίνουν άλλη ερώτηση, με συνυπογράφοντα τον ίδιο, που αφορούσε στις αρχαιολογικές έρευνες που πρέπει να προηγηθούν προτού να αρχίσουν τα έργα ανάπλασης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ο δικαιολογητικός ισχυρισμός πως δήθεν δεν ήταν κυβερνητική επιλογή η απαίτηση να καθυστερήσει και άλλο η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό, κατέρρευσε υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο κανονισμός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ –κόντρα στη ρητή συνταγματική επιταγή σύμφωνα με την οποία «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»- δεν επιτρέπει στα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να καταθέτουν ερωτήσεις χωρίς… άδεια «άνωθεν». Άρα, για ό,τι λένε και ό,τι κάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβερνητική ηγεσία που, κατά τα φαινόμενα, είναι εκείνη που δίνει ή δεν δίνει το «πράσινο φως» για τις πρωτοβουλίες των βουλευτών.
Με αυτά και με πολλά άλλα, λοιπόν, η χώρα παραμένει καθηλωμένη. Επειδή η ηγεσία της κυβέρνησης δεν εννοεί να απαλλαγεί από την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης πως δήθεν διαπραγματεύεται. Παρόλο που έχει αποδειχθεί περίτρανα ως τώρα ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί μόνον σε ήττες και διαψεύσεις έχει οδηγήσει. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα διηνεκή capital controls ή το διαβόητο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων; Τις περικοπές των συντάξεων που έγιναν και αυτές που έρχονται ή τους «κόφτες» και τη διαιώνιση των στόχων για υψηλά πρωτογενή ελλείμματα που αφαιρούν για πολλά χρόνια την δημοσιονομική διαχείριση από την ελληνική πολιτική τάξη;
Βλέπετε, οι… άτιμοι δείκτες που είτε αφορούν στο γενικό οικονομικό κλίμα είτε καταγράφουν το ύψος των καταθέσεων και τα επίπεδα της απασχόληση είναι… ξεροκέφαλοι. Και δεν υπακούουν στις κυβερνητικές εντολές. Ούτε επηρεάζονται από την κυβερνητική προπαγάνδα για το «τέλος της λιτότητας». Γι΄ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, τον πρωινό μας ύπνο δεν θα τον διακόπτουν ήχοι μαστόρων. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο απαιτείται για να σταλεί το ειλικρινές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία πήρε και πάλι μπροστά. Με ιδιωτικές επενδύσεις. Και όχι με διορισμούς στο δημόσιο και περισσότερα συσσίτια που φαίνεται να είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο μακιαβελισμός των Θρησκευτικών



            Έχουν φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ στην υποκρισία και στο ψέμα τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα κυβερνητικά στελέχη, που θαρρεί κανείς πως τους έχουν γίνει δευτέρα φύσις. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα καταφεύγουν σε τόσο προφανείς αναλήθειες που αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα που υποκρύπτει αυτό το διαρκές «δεν είναι αυτό που νομίζετε» στο οποίο καταφεύγουν και όταν δεν υπάρχει λόγος για να αρνούνται την πραγματικότητα.   
«Δεν έχω διαβάσει την πολυσέλιδη επιστολή που έστειλε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης όταν στην προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση πήρε τον λόγο για να τοποθετηθεί πολλές ώρες αφότου είχε γίνει γνωστό το περιεχόμενο των θέσεων που είχε εκθέσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας στους πολιτικούς αρχηγούς για το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση.
«Εξ όνυχος τον λέοντα» θα σκεφθεί, ενδεχομένως, κάποιος. Είναι, όμως, μια ενδεικτική περίπτωση για τη μόνιμη τακτική –την λες και εμμονή!- των ανθρώπων που πλαισιώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην παραδέχονται την αλήθεια. Είτε πρόκειται για την αλήθεια που σχετίζεται με μεγάλα ζητήματα, όπως το Μνημόνιο που υπέγραψαν, ή την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων με κατάληξη στους ιδιώτες, τις συντάξεις που κατακρεουργήθηκαν και το ΕΚΑΣ που εξαφανίστηκε.
Είτε αφορά, απλώς, τη διαμόρφωση της πραγματικότητας για καθημερινά ζητήματα, όπως ότι, όσοι από τους κυβερνώντες μπορούν, στέλνουν –οι περισσότεροι, μάλλον- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία του εσωτερικού και στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ή ότι συμπεριφέρονται όπως ακριβώς, αν όχι και χειρότερα, οι προκάτοχοι τους όταν είναι να υπερασπιστούν προσωπικά ή κομματικά προνόμια κάθε είδους (δάνεια, διορισμούς, κ.ο.κ.).  
Το εξοργιστικό στην περίπτωση του ισχυρισμού του υπουργού Παιδείας, ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι πως ο κ. Φίλης δεν είναι ένας αμελής τύπος από εκείνους που μπορεί να πιστέψεις ότι απλώς αδιαφόρησε για τις θέσεις της Ιεραρχίας. Το απέδειξε με το ότι ήταν εφοδιασμένος μέχρι και με τα -από κάθε άποψη- απαράδεκτα φυλλάδια του μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιου. Το πάθος, άλλωστε, με το οποίο υπερασπίστηκε τις απόψεις του για το επίμαχο ζήτημα μαρτυρά ότι πήγε στη Βουλή προετοιμασμένος και έτοιμος για να δώσει συνέχεια σε μια ανώφελη σύγκρουση που ο ίδιος επέλεξε να έχει με την Ιεραρχία.
Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι όταν ο υπουργός Θρησκευμάτων εξαπολύει επίθεση στην Εκκλησία για τη στάση που είχε ο κλήρος σε ανώμαλες περιόδους, όπως η Κατοχή και η χούντα, στοχεύει ειλικρινά σε αλλαγές στα Θρησκευτικά. Αλλαγές που, όποιος εχέφρων πολίτης πάρει στα χέρια του κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία, δεν θα έχει την παραμικρή δυσκολία να συμφωνήσει ότι είναι επιβεβλημένες.
Όπως και κάθε άνθρωπος με ανοικτό πνεύμα θα συμφωνήσει μάλλον με τη κατεύθυνση ότι «τα Θρησκευτικά από ομολογιακό μάθημα γίνονται μάθημα γνώσεων θρησκειών». Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν είναι κανείς πιστός, όταν συνοδεύεται με την προσθήκη ότι θα δίνεται «βεβαίως προτεραιότητα στην ορθοδοξία, με ό,τι σημαίνει αυτό που είναι ένα ευρύτερο θέμα», όπως ακριβώς δήλωσε ο υπουργός Παιδείας στη Βουλή.
Ποιά σχέση, όμως, έχει η κατεύθυνση αυτή με το «τι έκαναν οι δεσποτάδες» στο παρελθόν; Πως σχετίζονται τα δύο ζητήματα; Το ένα αφορά το σχολείο του σήμερα και του αύριο, ενώ το άλλο είναι αντικείμενο της ιστορίας που μπορεί να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και στην αντιπαράθεση, αλλά χωρίς συσχετισμό με τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Εκτός πια και αν αλλάζουμε τα Θρησκευτικά όχι επειδή είναι ώριμο αίτημα της εποχής, αλλά γιατί πρέπει να… τιμωρηθεί η Εκκλησία για τη στάση της στο παρελθόν.
Είναι αλήθεια ότι ο υπουργός Παιδείας έχει μια μανία με το παρελθόν. Αν τον ακούσει κανείς να μιλάει, τον «συλλαμβάνει» να «τσαλαβουτάει» στα θολά νερά της ιστορίας, ψαρεύοντας επιχειρήματα χωρίς συγκεκριμένο έρμα. Εκεί που επικαλείται τη Ρόζα Ιμβριώτη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ξάφνου πετιέται στον Γεώργιο Ράλλη και στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Καμιά φορά θυμάται και τον Κώστα Σημίτη, του οποίου, όμως, ούτε το όνομα δεν ψέλλισε όταν αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση για τις ταυτότητες που ο πρώην πρωθυπουργός έφερε εις πέρας χωρίς να βάλει την ουρά στα σκέλια όπως κάνουν οι ομοτράπεζοι του κ. Φίλη στο υπουργικό συμβούλιο που δηλώνουν: «Εμείς δεν θα συμφωνήσουμε σε τίποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Ιεραρχίας»!        
Είναι ακριβώς αυτό το «τσαλαβούτημα» που υποψιάζει ορισμένους ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πολιτικό χειρισμό από έναν υπουργό Παιδείας που θέλει να δώσει λύση σε υπαρκτά εκπαιδευτικά προβλήματα, ένα από τα οποία –και πάντως όχι από τα μεγαλύτερα- είναι και αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Και, μάλλον ευλόγως, αναρωτιούνται μήπως δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν απλό πολικάντικο τακτικισμό που βρήκε στο πρόσωπο του υβριστή του, μητροπολίτη Αιγιαλείας, το έρεισμα του «βολικού εχθρού» που αναζητούσε.
Αν, πάντως, έτσι γίνεται κανείς «αριστερός» και «προοδευτικός», τότε μάλλον τύφλα να έχει ο Νικολό Μακιαβέλι…

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χωρίς τσίπα!




Ποιον να πάρεις; Και ποιον να αφήσεις; Για τους υπουργούς που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας τα ερωτήματα που με απασχολούν, καθώς αισθάνομαι ότι τα κυβερνητικά στελέχη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που φαίνεται να είναι όλοι τους «κατ΄ εικόνα και καθ‘  ομοίωση» εκείνου ο οποίος τους διόρισε και είναι ο πρώτος διδάξας τις παλινωδίες.
Ιδίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, παρατηρείται μια απόλυτη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών που διέπουν τους κυβερνώντες. Σαν να τους πέρασε ο Αλέξης Τσίπρας από μια εξονυχιστική «οντισιόν» και να τους επέβαλε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι λένε, λίγο ως πολύ, με την ίδια ευκολία, τα ίδια, πάνω κάτω, ψέματα: «η τρόικα εσωτερικού που, σε αγαστή συνεργασία με την ψυχορραγούσα διαπλοκή, δεν μας αφήνει να κυβερνήσουμε», «το κακό ΔΝΤ που μας εμποδίζει να αλλάξουμε την Ευρώπη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Το εξοργιστικότερο, μάλιστα, είναι ότι δε δείχνουν να διαθέτουν ίχνος πολιτικής ευθιξίας, τέτοιο που, όπως ισχύει διεθνώς, επιβάλει -σε έναν, έστω- να αναλάβει κάποιος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την εξακολουθητική εξαπάτηση στην οποία επιδίδονται.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να μην ξεχάσει; Τον Δρίτσα ο οποίος ξεφτιλίζεται με τα «είπα – ξείπα» για την παραχώρηση του ΟΛΠ στους Κινέζους; Ή τον Μάρδα που ανακαλύπτει πρόσφυγες επενδυτές μέσα από το ψαχτήρι της google;
Τον Κοντονή που ταπεινώνεται μπροστά στους παράγοντες του ποδοσφαίρου που μπαίνουν στο Μαξίμου από την πίσω πόρτα; Ή τον Τόσκα, ο οποίος δηλώνει ότι, ως δάσκαλος στρατηγικής, εντοπίζει τους… μελλοντικούς τζιχαντιστές, αλλά αδυνατεί να ασκήσει τα στοιχειώδη καθήκοντα για τα οποία ορκίστηκε υπουργός και προτιμά να κλείνει τα μάτια για τις αρμοδιότητες προστασίας των πολιτών που του έχουν ανατεθεί;
Τον Φίλη που όσο και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να κρυφθεί πίσω από τις (ν)τροπολογίες που τον υποχρεώνουν να συνυπογράψει; Ή τον Σπίρτζη με τα κροκοδείλια δάκρια που χύνει για τις αποκρατικοποιήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι διαφωνεί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι εξαντλήσεως του υπουργικού καταλόγου, αλλά δεν έχει νόημα. Είναι, άλλωστε, τόσο πολλοί, αλλά και τόσο ίδιοι εκείνοι που, ο ένας μετά τον άλλο, γελοιοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης με όσα λένε ή κάνουν, χωρίς, όπως φαίνεται, σε κανέναν να περνάει από τον νου ότι μπορεί να αφήσει την υπουργική καρέκλα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πράξη ή μια παράλειψη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, δεν είναι τόσο ότι με όλα όσα συμβαίνουν ούτε ένας δεν νοιώθει την ευαισθησία ή και την ανάγκη να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Είναι, πολύ περισσότερο, που κανείς από την κυβερνητική ηγεσία δεν τους ζητεί να το κάνουν.
Σκεφτείτε, δηλαδή, ότι με όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους 15 μήνες, ο μόνος από τον οποίο ζητήθηκε να παραιτηθεί ήταν κείνος ο άμοιρος υφυπουργός Υποδομών Παναγιώτης Σγουρίδης που το… έγκλημα καθοσιώσεως για το οποίο πήρε την άγουσα εκτός κυβέρνησης ήταν ότι παραδέχτηκε δημοσίως πως προεκλογικά είχαν δοθεί από τον κ. Τσίπρα υποσχέσεις στους αγρότες που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν.
Για τόσες άλλες αστοχίες, ου μην αλλά και απροκάλυπτες ψευτιές που ειπώθηκαν, ακόμη και μετά τις εκλογές, δεν αποδόθηκε η παραμικρή ευθύνη σε κανέναν. Γι΄ αυτό προφανώς και δεν είναι λίγοι στην κυβέρνηση εκείνοι που συνεχίζουν να ψεύδονται ασυστόλως, όντας βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να υποστούν την παραμικρή συνέπεια.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον φοβερό και τρομερό Κατρούγκαλο ο οποίος εξακολουθεί με αβυσσαλέο θράσος να εγκαλεί τα μέσα ενημέρωσης για παραπληροφόρηση επειδή δεν καταπίνουν αμάσητη την άθλια προπαγάνδα ότι, ενώ θα περικοπεί η συνολική δαπάνη του Ασφαλιστικού κατά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ, εκείνος –ως άλλος Χριστός στον γάμο εν Κανά- θα πετύχει να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις!
Δεν σας κρύβω ότι την  ώρα που τον παρακολουθούσα στη συνέντευξη της περασμένης Τρίτης να ισχυρίζεται ότι «για το 80% των μισθωτών, οι νέες συντάξεις είναι υψηλότερες από τις σημερινές», προς στιγμήν κάμφθηκα. Σκέφθηκα ότι ίσως έγινε κάποιο θαύμα και προσήλωσα την προσοχή μου για να αντιληφθώ πως μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν, όμως, τον άκουσα να συμπληρώνει ότι «το νομοσχέδιο θα κατατεθεί την επόμενη εβδομάδα», αλλά «είμαστε σε φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής ορισμένων στοιχείων και με τους θεσμούς» και «πρόκειται να δεχθούμε προφανώς βελτιωτικές προτάσεις εκ μέρους τους», άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Έτσι, μόνο καγχασμό μού προκάλεσε η συνέχεια, όταν τον άκουσα να αρνείται συγκεκριμένα στοιχεία που του (αντι-)παρατέθηκαν, ισχυριζόμενος επί λέξει τα εξής απίθανα: «Αν είχα σκοπό να πω αριθμούς θα τους έλεγα. Απλώς να διορθώσω αυτό που είπα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα λιγότερο και από το 10% του πληθυσμού των συνταξιούχων πρόκειται να θιγούν. Και δεν πρόκειται να δώσω άλλον αριθμό, γιατί όπως σας είπα, είμαστε σε μια φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής στοιχείων».
Καταλάβατε; Συζητούμε τουλάχιστον από τον περασμένο Ιούλιο, τουλάχιστον, για τις συμφωνημένες περικοπές στο Ασφαλιστικό, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο –«μονομερώς», υποτίθεται, κατά τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς που κράτησαν λίγες μόνον ώρες-, αλλά ο αρμόδιος υπουργός που, επί τόσους μήνες, δεν «ποσοτικοποίησε» τις αλλαγές, μπερδεύεται και στην αρχή δηλώνει ότι θα αυξηθεί το 80% των συντάξεων, αλλά μετά θυμάται ότι δεν θα θιγεί το 90%.     
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί οι οποίοι, άλλοι εξ ανάγκης, επειδή έτσι το έφεραν οι συγκυρίες, και κάποιοι ενσυνείδητα, είπαν ψέματα στους Έλληνες. Προσωπικά, ωστόσο, όσο  μπορώ να θυμάμαι (ψηφίζω ο ίδιος ανελλιπώς από το 1981…), αλλά και από τα διαβάσματά μου, δεν μπορώ, ειλικρινά, να βρω –και θα είμαι ευγνώμων σε όποιον μου το υποδείκνυε- ανάλογο προηγούμενο με τέτοιας έκτασης συγχορδία διαρκών εξαπατήσεων και εξακολουθητικών διαψεύσεων.
Και το χειρότερο όλων; Χωρίς τσίπα!

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ολοταχώς για νέα… πρωτιά στη «λίστα του Χάρβαρντ»



Όποιος άκουσε τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη να βρίσκει συμβατή τη βαριά καταγγελία που εκτόξευσε ο Αλέξης Τσίπρας κατά της αντιπολίτευσης ότι, τάχατες, αρνείται την ελάφρυνση του χρέους, με τον ισχυρισμό του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη ότι «το χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2022», μάλλον δεν θα χρειαστεί να καταναλώσει ούτε κόκκο φαιάς ουσίας για να αντιληφθεί τι κρύβεται πίσω από την κακότεχνη σκηνοθεσία της καθοδηγημένης από το Μαξίμου κρίσης με το ΔΝΤ.
«Το θέμα της βιωσιμότητας έχει να κάνει με τη δανειακή σύμβαση. Δεν έχει να κάνει με την ουσία. Το χρέος πολιτικά δεν είναι βιώσιμο και το έχουμε πει», είναι ο ακριβής βερμπαλισμός με τον οποίο ο πρώην δημοσιογράφος πήρε θέση στο μέγα ζήτημα των ημερών. Και όταν, μάλιστα, ρωτήθηκε ποιον τίτλο θα έβαζε, εάν είχε παραμείνει διευθυντής στην «Αυγή», δεν είχε πρόβλημα να ισχυριστεί ότι θα ήταν ότι «ο Σταθάκης δεν θεωρεί βιώσιμο το χρέος… μετά το 2022».
Η απίστευτη διαστροφή της πραγματικότητας, που αναδύεται από τις συγκεκριμένες αναφορές του νυν υπουργού και πρώην διευθυντή της «Αυγής», δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σημασία αν η νοοτροπία αυτού του είδους ήταν ίδιον του υπουργού Παιδείας (για τον οποίο φαντάζομαι ότι τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, που κάνουν «ποινική» αξιολόγηση των απόψεων, θα είναι περήφανοι που είναι συνάδελφός τους). Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί τον κανόνα που χαρακτηρίζει σχεδόν στο σύνολό των στελεχών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
Είναι ο κανόνας που επιτρέπει σε υπουργούς που κορόιδευαν τους πολίτες ισχυριζόμενοι ότι τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου θα άνοιγαν οι τράπεζες, και τώρα, αντί να ζητούν συγνώμη, εγκαλούν αδιάντροπα και με απύθμενη θρασύτητα όλους εμάς που δεν πανηγυρίζουμε μαζί τους, επειδή, λέει, η ύφεση, στην οποία ξαναέβαλαν τη χώρα, ενώ την παρέλαβαν με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ήταν, εν τέλει μικρότερη του αναμενομένου.
Είναι προφανές ότι η δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, αλαζονεία την οποία απέκτησαν από το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους η ψοφοδεής, όπως αποδείχθηκε, «διαπλοκή» τούς παραδόθηκε αμαχητί, δεν τους αφήνει να δουν την πραγματικότητα, όπως είναι, και όχι όπως προσπαθούν να τη «φτιασιδώσουν» οι πολυποίκιλοι επικοινωνιακοί μηχανισμοί που είτε προσφέρθηκαν να τους υπηρετούν είτε έστησαν οι ίδιοι.
Δεν είναι, πάντως, να εκπλήσσεται κανείς καθώς όλοι αυτοί δεν είναι παρά υπουργοί που μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα του οποίου ο επικεφαλής αρνείται το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να ζητεί Εξεταστική Επιτροπή για όσα οι μέχρι πρότινος συνεργάτες του τού καταμαρτυρούν. Και φθάνει, όντας πρωθυπουργός της Ελλάδας, μέχρι του σημείου να προτρέπει τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων να καταθέσουν, λέει, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν τους ζήτησε να καταθέσουν το αίτημά τους στη… Μπούντεσταγκ, τώρα που φαντασιώνεται ότι συγκυβερνά με την Άνγκελα Μέρκελ την Ευρώπη και δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε τον Τόμσεν να τη διαλύσει».
Εκτός από έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, όλα τούτα μαρτυρούν επιπλέον ότι το διεθνές ρεζίλι στο οποίο υποβάλουν διαρκώς τη χώρα, δεν τους πτοεί. Εξακολουθούν να βαυκαλίζονται ότι δήθεν διαπραγματεύονται ενώ ουσιαστικά κωλυσιεργούν με μόνο στόχο να παραμείνει ευπώλητος ο… σανός με τον οποίο ταΐζουν όσους -όλο και λιγότερους, όπως δείχνουν οι μετρήσεις- συνεχίζουν να τους πιστεύουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο «κουτσαβακισμός» του περασμένου Σαββατοκύριακου, με την τεχνητή τρικυμία που προκάλεσαν, θα κοστίσει πολύ ακριβά και στους ίδιους και στη χώρα. Ο κ. Τσίπρας, με τους απίθανους χειρισμούς του, το μόνον που μπορεί να καταφέρει είναι να «κερδίσει», για δεύτερη συνεχή χρονιά, την πρωτιά στη λίστα του Χάρβαρντ με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ καιρός αφότου, ο επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου περιέγραφε με ενάργεια τους λόγους για τους οποίους είχε… απονείμει την περυσινή πρωτιά στους Έλληνες «διαπραγματευτές». Ο καθηγητής Ρόμπερτ Μονούκιν είχε δηλώσει (στην «Καθημερινή») πως εκείνο που πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του αυτός που διαπραγματεύεται -και παίζει ιδιαίτερη σημασία για το αποτέλεσμα - είναι ότι «οι διαπροσωπικές σχέσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς η διαπραγμάτευση δεν στηρίζεται σε αφηρημένες έννοιες».
Σε πείσμα του συγκεκριμένου, μάλλον αυτονόητου, κανόνα, όπως επεσήμανε ο Αμερικανός καθηγητής, τόσο ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης που «διαφήμιζε τον εαυτό του ως έξυπνο και ειδικό στη θεωρία των παιγνίων και έφτιαχνε μία κατάσταση στην οποία η τρόικα θα υπαναχωρούσε», όσο και ο κ. Τσίπρας, «είχαν καταφέρει να γίνουν μισητοί»!
Αν όλα αυτά ίσχυσαν πέρυσι, οπότε, παρά τη σχετική συγκατάβαση, αν όχι και συμπάθεια, προς τους νεόφερτους της ελληνικής εξουσίας, δεν αποφύγαμε το βαρύτερο 3ο Μνημόνιο που φορτώθηκε στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών, ας αναρωτηθεί ο οιοσδήποτε εχέφρων τι μας περιμένει τώρα που η εκβιαστική απαίτηση για έξωση του ΔΝΤ κατέληξε σε μπούμερανγκ που μάλλον μονιμοποίησε την παραμονή των στελεχών του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ύψος που θα έχει το επιπλέον τίμημα το οποίο είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα κληθούμε να καταβάλουμε, επειδή η ηγεσία της χώρας μας απεδείχθη για ανεπίδεκτη μαθήσεως, θα το πληροφορούμε τις προσεχείς ημέρες που, εκόντες άκοντες, οι δήθεν… υπερήφανοι διαπραγματευτές θα πάνε στη Βουλή και θα εκλιπαρούν για το «ναι» των βουλευτών τους, που θα τους επιτρέψει να κάνουν Πάσχα στις καρέκλες τους.
Όσο για τους ιθύνοντες του Χάρβαρντ σε θέματα διαπραγματεύσεων, θα έχουν μάλλον μια ήσυχη ακαδημαϊκή χρονιά, αφού δεν θα δυσκολευθούν να βρουν εκείνον που θα φιγουράρει στην κορυφή της λίστας με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις της τρέχουσας χρονιάς. Μπορούν από τώρα να ανακηρύξουν τον κ. Τσίπρα, ο οποίος με τη σκηνοθετημένη επίθεση κατά του ΔΝΤ, ξεπέρασε και το περιβόητο chicken game του Βαρουφάκη.