Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Qatargate. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Qatargate. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!