Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Η προεκλογική… τούρλα και οι τερατογενέσεις



            Οι προεκλογικές περίοδοι κρύβουν συχνά μεγάλες παγίδες, κυρίως για τους πολιτευόμενους με τα κόμματα εξουσίας, τα οποία, όταν δεν έχουν σαφείς και προσδιορισμένες προγραμματικές θέσεις, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο σε κάθε υποψήφιο που κυνηγάει τον σταυρό να διατυπώνει -είτε από άγνοια ή από διάθεση να μη δυσαρεστήσει κανέναν- τη δική του προσωπική άποψη επί παντός του επιστητού.
            Με αφορμή μια σειρά από απίθανες εξαγγελίες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται τις τελευταίες ημέρες ο δημόσιος διάλογος, θυμήθηκα τον απίστευτο ανταγωνισμό που είχε ξεσπάσει πριν από τις κάλπες του 2004 για τη μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που υπηρετούσαν τότε στο Δημόσιο.
Το ζήτημα είχε ανακινηθεί από την ηγεσία της τότε ελάσσονος αντιπολίτευσης, δηλαδή του Συνασπισμού, που, επικαλούμενη το ευρωπαϊκό δίκαιο, ισχυριζόταν ότι έπρεπε να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και εργαζόμενοι με ελάχιστη προϋπηρεσία που είχαν προσληφθεί για συγκεκριμένο έργο που στο μεταξύ είχε εκλείψει.
            Αρχικά, μάλιστα, τα δύο, τότε, κόμματα εξουσίας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε, και η Νέα Δημοκρατία, που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάπως διστακτικά στην υιοθέτηση του αιτήματος. Όχι από πολιτική συστολή, αλλά γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχαν ψηφίσει από κοινού την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, που προέβλεπε, πλέον, ρητά την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί χωρίς τα κριτήρια που καθόριζε το ΑΣΕΠ.
            Το Σύνταγμα και οι περιορισμοί του, όμως, αποδείχθηκαν… λεπτομέρειες μόλις τη σκυτάλη πήραν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων εξουσίας αναγνώριζαν το «δίκαιο» των συμβασιούχων στη μονιμότητα, παρότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν προσληφθεί από το «παράθυρο» και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Στο παιχνίδι μπήκαν και οι ίδιοι οι αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Καραμανλής, που διαγκωνίστηκαν επίσης ποιος θα υποσχεθεί τις περισσότερες μονιμοποιήσεις. Το ότι ήταν άγνωστο πόσοι ακριβώς ήταν οι προς μονιμοποίηση συμβασιούχοι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος με το οποίο επιφορτιζόταν το δημόσιο από το συλλήβδην «βόλεμα», ούτε που απασχόλησε κανέναν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε μετά τις εκλογές, προσπάθησε με διάφορα προσκόμματα να περιορίσει τον αριθμό των μονιμοποιήσεων, αλλά η βεντάλια των προεκλογικών υποσχέσεων είχε ανοίξει τόσο πολύ, που ήταν, πλέον, αδύνατον να μπει φρένο ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις προσώπων που είχαν διοριστεί στην αρχή συμβασιούχοι και κατόπιν μόνιμοι με πλαστά δικαιολογητικά.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιμείνουν πεισματικά οι τροϊκανοί στην ανάγκη μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων για να αναζητηθούν οι φάκελοι όσων μονιμοποιήθηκαν και να ελεγχθούν τα στοιχεία που είχαν υποβάλει, ώστε να απολυθούν κάποιοι λίγοι ως «επίορκοι» για να πάψουν να πιέζουν οι… άκαρδοι δανειστές.
Ο λογαριασμός από τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό της προεκλογικής περιόδου του 2004 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επέπεσε επί των κεφαλών μας με ό,τι ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Εκείνο, όμως, το σκληρό πάθημα, που δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε, δυστυχώς, το τελευταίο, δεν φαίνεται να έγινε μάθημα αφού τα ίδια φαινόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται…
Πάρτε το παράδειγμα με τον ΕΝΦΙΑ και τη σύγχυση που προκαλούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που για να γίνουν φιλολαϊκότεροι από τους κυβερνητικούς υπόσχονται την κατάργησή του φόρου, χωρίς, όμως, κανείς τους να είναι σε θέση να πει πότε και πως θα πάψουμε να τον πληρώνουμε. Η έλλειψη, από τη μια, σαφούς εναλλακτικού σχεδίου και η άγνοια, από την άλλη, που γίνεται προφανής από το γεγονός ότι λίγοι δείχνουν να ξέρουν ότι οι εναπομείνασες δύο δόσεις του συγκεκριμένου φόρου αφορούν υποχρέωση του 2013, ενώ από την άνοιξη θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για το 2014, οδηγεί τραγελαφικές δηλώσεις.
Ανάλογα με τη διάθεση από την οποία διακατέχεται ή την «πίεση» που δέχεται από τους συνομιλητές του, το κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που συνεντευξιάζεται λέει «το κοντό του και το μακρύ του». Κάποιοι κρύβονται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες για «Σεισάχθεια». Άλλοι «κλείνουν το μάτι» σε όσους, αν και έχουν, δεν πληρώνουν, αδιαφορώντας ότι αυτό τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό που οι ίδιοι θα κληθούν να διαχειριστούν. Οι πιο «γαλαντόμοι» τάζουν την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την υποκατάστασή του από νέο φόρο επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, το ύψος της οποίας, όμως, το προσδιορίζει ο καθένας κατά βούληση.
Αν ήταν μόνον ο ΕΝΦΙΑ, ίσως να ήταν μικρό και το συνολικό κακό. Η γενική πλειοδοσία σε ό,τι ακούγεται ευχάριστα κα το προεκλογικό «στρογγύλεμα» των θέσεων ώστε να ικανοποιούνται… όλοι ή, τέλος πάντων, όσο γίνεται περισσότεροι, επεκτείνεται, δυστυχώς, σχεδόν παντού. Και, φυσικά, δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ένα στρογγύλεμα και μια πλειοδοσία που τη συναντάμε  από την ευρυχωρία των διαβεβαιώσεων ότι δεν θα περιοριστεί το κυνήγι, ή, πολύ περισσότερο, τα συνεχή μπρος - πίσω για την παράταση του Μνημονίου, έως, ακόμη χειρότερα, τη… νέα «Κυριακή της Ορθοδοξίας» που κήρυξε, αιφνιδίως, ο Αντώνης Σαμαράς αναστηλώνοντας τις εικόνες στο δημαρχείο Φιλιατών, που, από ό,τι ξέρω, -γιατί είναι η γενέτειρά μου- κανείς («εικονομάχος» ή άλλος) δεν τις είχε κατεβάσει…
Υπομονή και κουράγιο για τις δέκα μέρες της προεκλογικής τούρλας που απομένουν. Και ελπίδα να αποφύγουμε τις επαπειλούμενες τερατογενέσεις.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Αυτοδυναμία ή όχι;



Με λιγότερο από δύο εβδομάδες να απομένουν ως τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, το (μετ)εκλογικό σκηνικό φαίνεται σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και μόνον ένα εντελώς απρόβλεπτο δραματικό γεγονός μπορεί να το μεταβάλει.
Λίγο ως πολύ, άλλωστε, όλες οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στα βασικά που είναι η ενδυνάμωση του «δικομματισμού», που μπορεί να συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό που να ξεπερνάει το 65%, και η μάχη για την τρίτη θέση, η οποία θα αποκτήσει ουσιώδη σημασία μόνον αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από το αν η σύνθεση της επόμενης Βουλής θα είναι εξακομματική, επτακομματική ή –πολύ δύσκολα- οκτακομματική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μοναδικό, ίσως, μεγάλο ζητούμενο της επερχόμενης αναμέτρησης είναι εάν το πρώτο κόμμα, που όλα –ακόμη και η… αποκαλυπτική στάση της λεγόμενης «διαπλοκής»- δείχνουν ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πετύχει, με το -πάλαι ποτέ αποκαλούμενο από τους τωρινούς διεκδικητές «καλπονοθευτικό»- μπόνους των 50 εδρών, την επιζητούμενη αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα επιτρέψει τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Τα δημοσκοπικά προγνωστικά, πάντως, δείχνουν ότι, ακόμη και αν επιτευχθεί αυτοδυναμία, αυτή θα είναι απολύτως οριακή. Στην πλέον «φιλική» για τον ΣΥΡΙΖΑ έρευνα που είδε τελευταία το φως, εκείνη της εταιρίας Public Issue που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στην «Αυγή», υπολογίζεται ότι οι έδρες που μπορεί να καταλάβει, με ποσοστό της τάξης του 38%, δεν είναι περισσότερες από 151. Έδρες οι οποίες μπορεί να γίνουν 154 αν δεν περάσουν το «κατώφλι» του 3% οι ΑΝ.ΕΛ. Ή, αντιθέτως, να μειωθούν σε 148 αν πάρει το «εισιτήριο» για την επόμενη Βουλή και το νεοπαγές «Κίνημα» του Γιώργου Παπανδρέου.
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το αν μια αυτοδύναμη πλειοψηφία, τέτοια που να επιτρέπει στο πρώτο κόμμα να εφαρμόσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμα του, είναι προτιμότερη από μια σχετική πλειοψηφία που να οδηγεί στην ανάγκη ευρύτερων κυβερνητικών συνεργασιών, οι απόψεις, ακόμη και μεταξύ πολιτικών στελεχών διαφορετικών παρατάξεων, διίστανται.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι, εάν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, ο «πειρασμός» να οδηγηθούμε, κατά το προηγούμενο του 2012, σε επαναληπτικές κάλπες θα είναι μεγάλος για μια μερίδα της ηγεσίας του διαφαινόμενου πρώτου κόμματος. Και, με δεδομένη την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης, ένας τέτοιος ενδεχόμενος πειραματισμός θα μεγιστοποιούσε τα προβλήματα και θα εξέθετε σε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους τη χώρα. 
Επίσης, οι θιασώτες της αυτοδυναμίας επιχειρηματολογούν υπέρ των «καθαρών λύσεων» που θα συμβάλουν στην άμεση εφαρμογή των προγραμματικών δεσμεύσεων της νέας κυβέρνησης και στην ταχεία προσαρμογή –η και… προσγείωση- στην πραγματικότητα, αφού τα όσα έχει να αντιμετωπίσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας ως τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και την είσπραξη των εσόδων που παρουσιάζουν, λόγω και των εκλογών, υστέρηση, δεν αφήνουν περιθώρια για χρονοτριβές που θα προκαλέσουν τυχόν διαβουλεύσεις για ένα συνεργατικό σχήμα.
Από μια άλλη οπτική, στην ίδια άποψη, υπέρ της αυτοδυναμίας, δηλαδή, κατατείνουν και ορισμένοι από αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θεωρούν ότι μια αμιγής κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει, θα αποδομηθεί μια ώρα αρχύτερα εάν δεν έχει το «άλλοθι» ότι υποχρεώνεται να συγκυβερνήσει, ειδικά στην περίπτωση που το κόμμα ή τα κόμματα με τα οποία θα υποχρεωθεί να συνάψει κυβερνητική συμμαχία δεν θα κινούνται στην ίδια (ούτω καλούμενη «αντιμνημονιακή») λογική.
Οι πλέον νουνεχείς, πάντως, αντιτείνουν ότι, πέρα από τις προεκλογικές κορώνες, οι οποίες φορτίζουν την ατμόσφαιρα των ημερών, σε αυτές τις κάλπες δίνεται η ευκαιρία να κλείσει ο κύκλος της μεγάλης πολιτικής όξυνσης που άνοιξε με τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή και να ξεκινήσει μια νέα πολιτική περίοδος, αν όχι με συναινέσεις, τουλάχιστον με συνεννοήσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Συνεννοήσεις οι οποίες έλλειψαν τα τελευταία πέντε χρόνια, παρότι το μεγαλύτερο διάστημα είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες, όμως, προήλθαν όχι από πραγματικές συγκλίσεις αλλά από επιβολές της ανάγκης.
Δεν είναι, εξάλλου, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κινηθεί στο απώτατο όριο που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις και, ελέω εκλογικού συστήματος, καταφέρει να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, η κοινωνική νομιμοποίηση που θα διαθέτει η επόμενη κυβέρνηση θα είναι, ούτως ή άλλως, μικρή. Και, σε συνδυασμό με τους αναπόφευκτους εσωτερικούς περισπασμούς που αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν, ο χρονικός ορίζοντας ενός μονοκομματικού σχήματος δεν θα είναι μακρύς.
Καθώς, λοιπόν, η ώρα της κάλπης πλησιάζει, ας τα έχουμε όλα τούτα κατά νου. Για να αποφασίσουμε ψύχραιμα. Και για τα κόμματα και για τα πρόσωπα που θα επιλέξουμε. Άλλωστε, ό,τι και αν λένε οι δημοσκοπήσεις, ό,τι και αν υποστηρίζουν οι αναλυτές, η ψήφος του καθενός μας είναι εκείνη που τελικά μετράει.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Θέλουν ευρώ το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν το ξέρουν;



Ποιος πυροδοτεί τη διογκούμενη φιλολογία για το περιβόητο Grexit; Αν πιστέψουμε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η απερχόμενη κυβέρνηση που ενορχηστρώνει την πλημμυρίδα των δημοσιευμάτων τα οποία κατακλύζουν τον διεθνή Τύπο, αφού οι Βρυξέλλες με τον πιο επίσημο τρόπο ξεκαθαρίζουν ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη».
Είναι, όμως, έτσι; Μάλλον όχι. Γιατί, αν, όντως, διέθετε τόσο μεγάλη ισχύ στη διεθνή σκηνή ο Αντώνης Σαμαράς τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και για τον ίδιο, αλλά κυρίως για τη χώρα. Θα του είχε βγει το αλήστου μνήμης success story και θα είχε πετύχει τον στόχο του Grecovery, όπως είχε προβλέψει. Και κάπως, έτσι, η Ελλάδα θα δανειζόταν, πλέον, από τις αγορές και δεν θα είχε καμία ανάγκη ούτε τα τελευταία λεφτά της τρόικας, ούτε την προληπτική πιστωτική γραμμή.
Αν είχαν γίνει όλα αυτά, οι επερχόμενες κάλπες δεν θα ήταν «Γολγοθάς» για τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του. Θα ήταν ένας εκλογικός περίπατος που θα είχε κριθεί πριν καν ξεκινήσει, αφού η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα είχε γίνει υπαρκτή πραγματικότητα. Και, πιθανότατα, οι αντίπαλοι του απερχόμενου πρωθυπουργού, που την παραμονή των ευρωεκλογών έσκιζε σελίδα τη σελίδα τα «Μνημόνια», τώρα θα… έτρωγαν τη σκόνη του.
Για όλα αυτά που δεν έγιναν και για πολλά άλλα που έγιναν, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλει σήμερα ως η επικρατέστερη κυβερνητική δύναμη που φαίνεται ότι θα αναδειχθεί πρώτη από τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας θα πάρει την πρώτη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι συνεργασίας, αφού η πιθανότητα αυτοδυναμίας είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη.
Σε πείσμα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, αλλά και παλαιότερων αμφιταλαντεύσεων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει urbi et orbi την απόφασή της να μη διασαλευτεί η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη, την οποία, άλλωστε, και παρά τα όσα έχουν συμβεί την τελευταία πενταετία, επιθυμεί η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Δεν είμαι από εκείνους που θα αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια των προθέσεων του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του στο συγκεκριμένο θέμα. Είμαι, όμως, από εκείνους που ειλικρινά απορούν γιατί οι διακηρύξεις αυτές υπονομεύονται με πομφόλυγες για… νταούλια και πεντοζάλη που θα χορεύουν οι αγορές ή, ακόμη χειρότερα, από επίμονες εξαγγελίες περί συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι οι δύο αυτές δυνάμεις απορρίπτουν διαρρήδην κάθε τέτοια προοπτική.
Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν ένα κόμμα που δηλώνει ευρωπαϊκό και «ξορκίζει» –εντάξει, με την προσχηματική προσθήκη «εκτός και αν προκληθούμε»- τις μονομερείς ενέργειες στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, να δηλώνει έτοιμο να συγκυβερνήσει με πολιτικές δυνάμεις που είναι αναφανδόν κατά της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητούν την άμεση αποδέσμευσή της;
Δεν αποκλείεται, όπως στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ που της κρατούσε ανοιχτή την πόρτα συνεργασίας μέχρι να ολοκληρωθεί η προεδρική εκλογή, να το διακηρύσσει υστερόβουλα. Ίσως να επιδιώκει, έτσι, να αποφύγει «διαρροές» προς τα αριστερά από παραδοσιακούς ψηφοφόρους που έχουν γαλουχηθεί πολιτικά με άλλα πρότυπα και αρέσκονται να ακούν να αποδίδονται όλα τα δεινά της χώρας στην ευρωπαϊκή και, εν γένει, τη «δυτική» κατεύθυνση.
Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ας μη μέμφεται τους αντιπάλους της οι οποίοι επισημαίνουν αυτή την κραυγαλέα διακηρυκτική αντίφαση. Καλώς ή κακώς, οι ίδιοι και η Ελλάδα ολόκληρη βρίσκονται κάτω από το φως των παγκόσμιων προβολέων της δημοσιότητας και στον υπόλοιπο πλανήτη παίρνουν τοις μετρητοίς τις προεκλογικές δεσμεύσεις για τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Δικαίως, λοιπόν, το Grexit βρίσκεται σε όλα τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Όταν το κόμμα που μέχρι στιγμής προηγείται στις δημοσκοπήσεις, από τη μια, ταλανίζεται εσωτερικά για το με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει τους Ευρωπαίους εταίρους και, από την άλλη, δεσμεύεται ότι θα συγκυβερνήσει με δυνάμεις που αντιμάχονται την Ευρώπη, ποιος ξένος μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτά μπορεί να είναι μόνον και μόνον για ψηφοθηρική «εσωτερική κατανάλωση»;
Κάποιος κυνικός ίσως αντιτείνει ότι στην Ελλάδα έχουμε μακρά «παράδοση» στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των προεκλογικών περιόδων. Οι ξένοι, όμως, που έχουν στραμμένα τα βλέμματα στην Αθήνα και δεν πολυκαταλαβαίνουν τις «παραδόσεις» μας, ποιον να πιστέψουν;  Τους υπεύθυνους του κόμματος για την Οικονομία Γιώργο Σταθάκη και Γιάννη Μηλιό οι οποίοι προ ολίγων εβδομάδων έλεγαν στους επενδυτές του City του Λονδίνου ότι πιθανοί μετεκλογικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ; Ή τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα της Κουμουνδούρου Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος αποκλείει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.  
            Η καθησυχαστική άμυνα που επιχειρείται να στηθεί από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δια του ισχυρισμού ότι «δεν υπάρχει θεσμική δυνατότητα να μας διώξουν από το ευρώ», φαντάζει μάλλον σαθρή. Γιατί, όντως, δεν μπορούν να μας διώξουν. Αλλά για όσο παίζουμε με τους κανόνες του ευρώ. Μια κυβέρνηση, όμως, με τη συμμετοχή -ή, έστω, την ανοχή, που είναι η τελευταία εκδοχή που λανσάρεται από την Κουμουνδούρου- του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ποιους κανόνες θα παίζει;