Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

«Έθνος ανάδελφον», αλλά…

Αναμφισβήτητα είναι πολύ ενθαρρυντικό το συναινετικό πνεύμα το οποίο εκπέμφθηκε από το Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής της περασμένης Τρίτης που συνήλθε για να συζητήσει τις προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας εξαιτίας της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.
Διαχρονικά, άλλωστε, η ελληνική πολιτική τάξη δεν μας έχει συνηθίσει στον νηφάλιο διακομματικό διάλογο και στην αποφυγή της πλειοδοσίας πατριωτισμού. Ειδικά, μάλιστα, στα χρόνια της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις υπήρξε ο κυρίαρχος κανόνας που χαρακτήριζε τη δημόσια ζωή που γινόταν άνω κάτω ακόμη και όταν, εκόντες – άκοντες, οι περισσότεροι ενστερνίζονταν τις πολιτικές των Μνημονίων.
Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, έτσι και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία στην Ελλάδα αρεσκόμεθα να χαρακτηρίζουμε «εθνικά θέματα», είναι λογικό και επιτρεπτό να υπάρχουν και να διατυπώνονται διαφορετικές οπτικές, ακόμη και διαφωνίες για τους κάθε φορά τακτικούς διπλωματικούς χειρισμούς που γίνονται ή που θα έπρεπε να γίνουν.
Το παράλογο και το ανεπίτρεπτο είναι οι κατηγορίες περί ενδοτικότητας που συχνά εκτοξεύονται από όσους είναι «έξω από τον χορό». Όπως και η συνήθης άρνηση των κυβερνώντων να ενημερώσουν την αντιπολίτευση για τις πραγματικές διαστάσεις των θεμάτων που αντιμετωπίζει η εξωτερική μας πολιτική. Ή, ακόμη χειρότερα, οι εύκολες καταγγελίες περί πατριδοκαπηλίας που εξακοντίζονται ως αντίλογος στην κριτική.
Το «Μακεδονικό» ζήτημα που ταλαιπώρησε οικτρά την πολιτική μας ζωή επί σειρά ετών είναι μια χαρακτηριστική υπόθεση, στην οποία οι μικροκομματικοί υπολογισμοί δεν επέτρεψαν τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, δηλητηρίασαν την ατμόσφαιρα, δίχασαν τους πολίτες και, εν τέλει, έβλαψαν το εθνικό συμφέρον.
Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα αν ο συμβιβασμός της Συμφωνίας των Πρεσπών που επελέγη με τους βόρειους γείτονες μας ήταν προϊόν ψύχραιμης συνεννόησης που θα είχε γίνει αποδεκτή από την πλειονότητα της κοινής γνώμης και όχι κατάληξη η οποία προήλθε από συνδυασμό ακραίου βολονταρισμού και κακώς εννοούμενου κομματικού ωφελιμισμού που κατακερμάτισε το εθνικό μέτωπο.
Είναι ευτύχημα, λοιπόν, που μόλις έναν χρόνο μετά την διχαστικά τοξική αντιπαράθεση για το «Μακεδονικό» η πολιτική τάξη της χώρας δείχνει ωριμότητα και εκφράζει σοβαρή διάθεση να συνομιλήσει, να διαβουλευθεί και να συνεννοηθεί, αποφεύγοντας τις αλληλοκατηγορίες και τις διαφωνίες για χάρη των διαφωνιών.
Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν παρά να έχουν συναισθανθεί ότι η απειλή την οποία δέχεται η χώρα μας σε αυτή τη φάση είναι ίσως η ισχυρότερη που έχει δεχθεί τα τελευταία 45 χρόνια. Στο πρόσφατο παρελθόν γίναμε μάρτυρες και άλλων προκλήσεων από τους εξ Ανατολών γείτονες.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, της Συμφωνίας που συνήψε το καθεστώς Ερντογάν με τα ενεργούμενά του στην Τρίπολη, που παριστάνουν την κυβέρνηση της πολύπαθης Λιβύης, η κατάσταση έχει φθάσει σε αυτό που θεωρείται «μη περαιτέρω».
Αν δεν κηρυχθεί άκυρη η παντελώς αγεωγράφητη επινόηση της Άγκυρας να αποκτήσει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, θα είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία των διεθνών σχέσεων που μια χώρα παραβλέπει τόσο απροκάλυπτα το διεθνές δίκαιο και καταπατά τόσο προκλητικά τα δικαιώματα γειτόνων της.
Υπό αυτή την έννοια, όλοι πλέον συνειδητοποιούν ότι οποιαδήποτε αδιανόητη απόπειρα του Ερντογάν να εφαρμόσει την παράνομη Συμφωνία που ο ίδιος υπαγόρευσε στις μαριονέτες του που εδρεύουν στην Τρίπολη, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από την Ελλάδα, η οποία, εφόσον η Άγκυρα ανοίξει την «πόρτα του φρενοκομείου», παραβιάζοντας τα ελληνικά σύνορα, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πλήξει τον επίδοξο εισβολέα.
Το τελευταίο διάστημα, είναι πολλοί και από διαφορετικές πλευρές εκείνοι που επισημαίνουν ότι σε ένα τέτοιο απευκταίο ενδεχόμενο, η χώρα μας θα είναι μόνη της. Και προειδοποιούν ότι σε ένα πιθανό θερμό επεισόδιο οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα βρουν από πουθενά συνδρομή στην υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Οι επισημάνσεις και οι προειδοποιήσεις αυτού του είδους, που θυμίζουν έντονα τη ρήση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας (1985-1990) Χρήστου Σαρτζετάκη, σύμφωνα με την οποία «εμείς οι Έλληνες είμεθα “Έθνος ανάδελφον”», δεν πρέπει να μας κάνουν να διστάζουμε, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να μας κινητοποιούν.
Το αρραγές εθνικό μέτωπο, οι σχεδιασμένες διπλωματικές πρωτοβουλίες και η διακήρυξη προς κάθε κατεύθυνση της αποφασιστικότητας να αποκρουσθεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου εις βάρος των κατοχυρωμένων από το διεθνές δίκαιο συμφερόντων μας, είναι το τρίπτυχο που μπορεί να εγγυηθεί ταυτοχρόνως τόσο την εθνική αξιοπρέπεια όσο και την ειρήνη.
Αρκεί να αποδείξουμε σε εχθρούς και φίλους ότι, εκτός από «ανάδελφο», είμαστε και Έθνος δραστήριο…

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Βγαλμένη από τις θεωρίες των «ψεκασμών», η μάχη κατά του 5G


Σε περισσότερες από μια δημοσκοπήσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια καταγράφηκε το αποκαρδιωτικό εύρημα ότι ένας στους τρεις συμπατριώτες μας απαντούσε θετικά στο ερώτημα αν «μας ψεκάζουν» για να μας επιβάλουν άνωθεν συνήθειες και συμπεριφορές, όπως η προσήλωση στο Μνημόνιο που, ωστόσο, ποτέ δεν επετεύχθη!
Τούτου δοθέντος, μάλλον δεν πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα με την πρόσφατη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καλαμάτας το οποίο καταψήφισε συμφωνία για την πιλοτική εφαρμογή του τηλεπικοινωνιακού δικτύου πέμπτης γενιάς (5G), επειδή μια ομάδα… ψεκασμένων πολιτών της περιοχής θεώρησε ότι το εν λόγω εγχείρημα είναι ένα «πείραμα που θέτει σε κίνδυνο την υγεία» όσων ζουν εκεί.
Χωρίς την παραμικρή επιστημονική τεκμηρίωση, μια δυναμική, όσο και ετερόκλητη, μειοψηφία επέβαλε τη βούλησή της σε μια ολόκληρη πόλη, παρόλο που οι ισχυρισμοί της ήταν προφανές ότι βρίσκονται σε απόλυτη σύγκρουση με την κοινή λογική αλλά και τα διεθνώς ισχύοντα.
Σε μια χρονική περίοδο που σε ολόκληρο τον πλανήτη εξελίσσεται ένας έντονος ανταγωνισμός για το ποιος θα πάρει καλύτερη θέση ή και θα αποκτήσει τα πρωτεία στη νέα τεχνολογική εποχή που διανοίγεται μπροστά μας, κάποιοι από εμμονή και ημιμάθεια επιμένουν να κρατούν τη χώρα μας στη θέση του ψηφιακού ουραγού.
Για να έχουμε μια επίγνωση της σημασίας που έχει το πέρασμα στην τεχνολογία του δικτύου πέμπτης γενιάς (5G) που θα οδηγήσει σε εκατονταπλάσιες ταχύτητες διαδικτυακής μετάδοσης δεδομένων, αρκεί ίσως η προχθεσινή ανακοίνωση του Λευκού Οίκου που εκδόθηκε για να γνωστοποιηθεί η επίσκεψη που πρόκειται να πραγματοποιήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις 7 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον.
«Ο Πρόεδρος Τραμπ θα τονίσει τη σημασία της ασφάλειας των επικοινωνιών, ειδικά σε σχέση με την (τεχνολογία) 5G…», αναφερόταν στην -κατά τα λοιπά γενικόλογη- ανακοίνωση που –τι ειρωνεία- κυκλοφορούσε την ίδια ώρα που συνεδρίαζε το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας. Και σε αυτήν δεν υπάρχει άλλο ζήτημα που να επισημαίνεται με τόση σαφήνεια, όσο το 5G, ως αντικείμενο της συνάντησης με τον Αμερικανό Πρόεδρο. Ούτε τα ελληνοτουρκικά, ούτε τα γεωπολιτικά, ούτε τα ενεργειακά.
Η μεγαλύτερη, εξάλλου, ανησυχία που εκφράστηκε από την αμερικανική πλευρά όταν πριν από έναν μήνα βρέθηκε στη Σαγκάη ο κ. Μητσοτάκης και είχε επαφές με εκπροσώπους επιχειρηματικών κολοσσών της Κίνας δεν αφορούσε τίποτε άλλο παρά την αποφυγή συμφωνιών με τις κινεζικές τηλεπικοινωνιακές εταιρίες.
Οι ΗΠΑ διόλου ενοχλήθηκαν που τα ελληνικά λιμάνια περνούν στον ολοένα και στενότερο έλεγχο της ασιατικής υπερδύναμης. Δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον που οι Έλληνες εφοπλιστές αιμοδοτούν την κινεζική ναυπηγική ζώνη με πολλά δισ. ετησίως. Ούτε φάνηκε να επηρεάζονται από τη διείσδυση στη χώρα μας του κινεζικού τραπεζικού κεφαλαίου.
Εκείνο που ήθελαν να εμποδίσουν –και το πέτυχαν!- ήταν να μην υπάρξει συμφωνία για την υιοθέτηση από την Ελλάδα της –φθηνότερης σε σχέση με τους δυτικούς ανταγωνιστές τους- τεχνολογίας 5G που προωθούν οι Κινέζοι μέσω εταιριών τους όπως η Huawei που έχει μπει στο στόχαστρο των ΗΠΑ και απετέλεσε την αιτία για τον σκληρό εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο.
Η Huawei, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο κατασκευαστή εξοπλισμού τηλεπικοινωνιακών δικτύων στον κόσμο, έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένα από Αμερικανούς αξιωματούχους απειλή τόσο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ όσο και για τις χώρες που θα αγοράσουν την τεχνολογία της κινεζικής εταιρίας, η οποία θα μπορεί, έτσι, να ελέγχει και να υπονομεύει την ασφάλεια τους.
Σε πείσμα όλων αυτών των σοβαρών διακυβευμάτων που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα, στη χώρα μας τον τόνο τον δίνουν οι κάθε λογής «ψεκασμένοι» που με τις παραληρηματικού τύπου παράλογες εμμονές τους μπαίνουν εμπόδιο στην πρόοδο και στην ανάπτυξη.
Είναι, σε γενικές γραμμές, οι ίδιοι οι άνθρωποι που στελεχώνουν με πάθος τις τάξεις του αντεμβολιαστικού κινήματος με αποτέλεσμα να επανέρχονται ασθένειες οι οποίες, χάρις στα εμβόλια, είχαν εξαφανιστεί.
Είναι, πάνω – κάτω, τα ίδια πρόσωπα που αντιμάχονται την παραγωγή ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, δημιουργώντας φανατικές ομάδες που στρέφονται κατά των ανεμογεννητριών με «επιχειρήματα» για την πρόκληση… στειρότητας σε ζώα και ανθρώπους, που προσομοιάζουν με αυτά των Καλαματιανών κατά του 5G.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ατόμων που καταπίνει αμάσητη οποιαδήποτε εύπεπτη θεωρία συνωμοσίας δίνει άλλοθι σε όσους αρέσκονται στην μανιχαϊστικού τύπου ευκολία πως «για ό,τι μας συμβαίνει δεν φταίμε ποτέ εμείς». Αντιθέτως, εκείνοι που σε όλες τις περιπτώσεις ευθύνονται είναι οι… «άλλοι».
Υπό το κράτος, άλλωστε, αυτής ακριβώς της νοοτροπίας μείναμε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα καθηλωμένοι στην κρίση, κυνηγώντας τις χίμαιρες της σεισάχθειας και αναδεικνύοντας σε «ήρωες» πολιτικούς κλόουν που μας κορόιδευαν μπροστά στα μάτια μας.
Τη… δόξα αυτών των κλόουν, που είναι ακόμη παρόντες στο προσκήνιο και σε περισσότερα από ένα κόμματα, είναι προφανές ότι ζήλεψαν και οι προερχόμενοι από πολλές παρατάξεις δημοτικοί σύμβουλοι της Καλαμάτας οι οποίοι, προασπιζόμενοι την… καρπερότητα των συμπατριωτών τους, κατεκίνησαν το «αντισυλληπτικό» 5G.
Το ότι με αυτά και με αυτά η Ελλάδα γεράζει και συρρικνώνεται πληθυσμιακά θέλει ανοικτό πνεύμα και σύνθετη σκέψη για να απασχολήσει το μυαλό όσων βολεύονται με τις θεωρίες περί «ψεκασμών».

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Πόσο πιθανός είναι ένας εκλογικός αιφνιδιασμός;


Δεν περνά σχεδόν ούτε μέρα που τουλάχιστον ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην διατυπώσει εκτίμηση ότι η κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Γιατί, άραγε, θα αποφασίσει κάτι τέτοιο μια κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν από τέσσερις μήνες με την ευρύτερη πλειοψηφία που έλαβε κάποιο κόμμα την τελευταία δεκαετία κατά την οποία έγιναν πέντε διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις;
Πέραν του γεγονότος ότι, ακόμη και αν υπήρχαν τέτοιοι σχεδιασμοί, ή έστω σκέψεις, στον στενό κυβερνητικό πυρήνα, οι τελευταίοι που θα το μάθαιναν θα ήταν οι αντίπαλοί τους, δεν περνά απαρατήρητο και το σκεπτικό που συνοδεύει τις εκλογικές «προφητείες» και το οποίο είναι κάθε φορά διαφορετικό και συχνά αντιφατικό.
Άλλοτε υποστηρίζεται, ακόμη και σε δημόσιες τοποθετήσεις του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ότι εκπονείται στο παρασκήνιο… υποχθόνιο κυβερνητικό σχέδιο αιφνιδιασμού με διπλές κάλπες, «ώστε να ισοπεδωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ».
Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάποιοι άλλοι από την ηγετική ομάδα του ίδιου κόμματος «βλέπουν» κάλπες που θα προέλθουν από συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μείζονα ζητήματα που πότε είναι τα οικονομικά και πότε το Μεταναστευτικό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εκλογική… παραφιλολογία αναπτύσσεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση παίρνει πρωτοβουλίες προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η επιλογή και η επιμονή της να τροποποιηθεί η συνταγματική διάταξη για την εκλογή Προέδρου, αποσυνδέοντάς τη διαδικασία αυτή από την προσφυγή στις κάλπες, κάθε άλλο παρά ως σχέδιο για πρόωρες κάλπες μπορεί να ερμηνευθεί από όσους σκέπτονται με όρους κοινή λογικής.
Αν πράγματι η κυβερνητική ηγεσία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά είχαν, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, σχεδιασμούς για προσφυγή στις εκλογές, τότε δεν είχαν κανένα λόγο να προχωρήσουν στην αλλαγή του Συντάγματος ώστε να εκλέγεται ο Ανώτατος Άρχοντας με χαμηλότερη πλειοψηφία από εκείνη που απαιτούνταν ως τώρα.
Θα μπορούσαν, κάλλιστα, να αφήσουν τη διάταξη ως είχε, να προτείνουν για Πρόεδρο πρόσωπο που δεν θα συγκέντρωνε σε αυτή τη Βουλή τις 180 ψήφους που χρειαζόταν για να εκλεγεί, να οδηγείτο η χώρα σε κάλπες με απλή αναλογική, που θα ίσχυαν για πρώτη και τελευταία φορά, καθώς στο μεταξύ θα άλλαζε ο εκλογικός νόμος από την τωρινή πλειοψηφία για να εφαρμοστεί στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Με δεδομένο, λοιπόν, το αδιέξοδο που θα προέκυπτε από τον κατακερματισμό των δυνάμεων, τον οποίο θα προκαλούσε η απλή αναλογική, αφού δεν θα σχηματιζόταν αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα επαναλαμβάνονταν οι εκλογές που, με βάση τους δημοσκοπικούς συσχετισμούς, θα ξαναέφερναν τη ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας.
Τα μάλλον πολύπλοκα αυτά σενάρια, ωστόσο, που επωάζονται σε μυαλά ανθρώπων που αντιλαμβάνονται την πολιτική μόνον ως παιχνίδι ίντριγκας και θεωρούν τους πολίτες – ψηφοφόρους ως μέλη αγέλης, «κάηκαν» μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι προφανές ότι έπειτα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία στόχευε στην εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας με την αφαίρεση της πλέον διαδεδομένης απειλής για προσφυγή σε πρόωρες κάλπες, οποιαδήποτε υπόνοια για εκλογικό αιφνιδιασμό μόνον σε νοσηρή πολιτική φαντασία μπορεί να αποδοθεί.
Υπό τις παρούσες, λοιπόν, συνθήκες, ακόμη και αν η κυβερνητική παράταξη κέρδιζε τις πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα προκαλούσε η ίδια, το πλήγμα που θα υφίστατο η αξιοπιστία της ηγεσίας της, αναμφισβήτητα θα καθιστούσε «πύρρειο» την ενδεχόμενη νίκη της.
Και αυτό καθώς μια τέτοια αδικαιολόγητη, ου μην αλλά και αμοραλιστική, επιλογή θα εμπεριείχε το σπέρμα της επακόλουθης ήττας που δεν θα αργούσε να καρποφορήσει.
Αν, όμως, έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί επιμένουν στην αξιωματική αντιπολίτευση να εκλογολογούν; Η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Διότι στη χώρα μας συνήθως έτσι κάνουν οι αντιπολιτεύσεις.
Όποτε δεν τους παίρνει να ζητήσουν ευθέως εκλογές, διατείνονται ότι έχουν τέτοιους σχεδιασμούς οι αντίπαλοί τους. Και στη μια και στη άλλη ο στόχος είναι ίδιος: ευελπιστούν ότι με τέτοιες μεθόδους μπορεί να κρατήσουν σε εγρήγορση το στελεχιακό τους δυναμικό.
Η συνταγή είναι κλασσική, πλην, όμως, τις περισσότερες φορές «το γλυκό δεν δένει» επειδή τα «υλικά» δεν είναι κατάλληλα. Όπως, για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση…