Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του να βγάζεις «από τη μύγα ξίγκι»



            Δεν είναι ασύνηθες στις προεκλογικές περιόδους να λέγονται από όσους πολιτεύονται και διεκδικούν την εξουσία και… «μερικές κουβέντες παραπάνω». Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς ότι μετά τις τόσες διαψεύσεις που βιώσαμε την τελευταία πενταετία, οι πολιτικοί μας ταγοί να ήταν πιο μετρημένοι, κυρίως σε μείζονα και επείγοντα ζητήματα τα οποία θα τα βρουν μπροστά τους την επομένη των εκλογών.
            Διάβαζα, για παράδειγμα, την Κυριακή τις θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για το χρέος, όπως τις διατύπωνε στην «Καθημερινή» και, ειλικρινά, αναρωτιόμουν τι είναι προτιμότερο: να τα πιστεύει όλα αυτά ο εν δυνάμει επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας ή απλά να καλλιεργεί προσδοκίες, που ξέρει ότι δεν θα εκπληρωθούν, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, θα έχει τον χρόνο για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τις βαρύγδουπες εξαγγελίες;
            Έχει ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι οι πιο πρόσφατες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτηση του χρέους απέχουν αρκετά από τις προηγούμενες που μιλούσαν για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία πλέον δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται, επειδή ενδεχομένως ακόμη και έτσι λειτουργούν ψηφοθηρικά, αφού υπαινίσσονται… ηρωική διάθεση για σύγκρουση με τους δανειστές.
            Ας δούμε, όμως, ασχολίαστα, κατ΄ αρχήν, ποιες είναι οι τωρινές θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. «Όσο το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει δυσθεώρητο, μη βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του δυσβάστακτη, τότε ούτε αξιόπιστη και βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να υπάρξει, ούτε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα για συστηματική χρηματοδότηση από τις αγορές με λογικούς όρους», αναφέρει αυτολεξεί ο κ. Τσίπρας.
            Και συμπληρώνει: «Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υπερχρέωση της Ευρωζώνης με “Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος”, με βάση τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην Ευρώπη και δημόσιας αποδοχής, όχι μόνον από προοδευτικούς οικονομολόγους και την ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά από συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως της Ιρλανδίας, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών».
            Ακόμη και αν καλόπιστα συμφωνούσε κανείς με την πρώτη επισήμανση του κ. Τσίπρα, ότι δηλαδή το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (ζήτημα, ωστόσο, για το οποίο υπάρχει ισχυρός αντίλογος), πώς θα μπορούσε να δεχθεί τη δεύτερη; Από πού, άραγε, προκύπτει ότι γίνεται αντικείμενο διαλόγου και δημόσιας αποδοχής η -πολύ ωραία, κατά τα άλλα- ιδέα του κόμματός του για την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη;
Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι «προοδευτικοί οικονομολόγοι»; Τι εκπροσωπεί η Αριστερά στην Ευρώπη και σε ποια θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων έχει βαρύνοντα λόγο; Πόσο μετράει η γνώμη του Ιρλανδού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος (χωρίς να είναι βέβαιο ότι τα έχει πει ακριβώς έτσι, αλλά και αν τα είπε –και μακάρι) δεν είναι παρά ένας από τους 18 του Eurogroup; Και γιατί επικαλούμαστε τον Ιρλανδό και όχι τον Ισπανό ομόλογό του που μας θύμισε προ ημερών ότι η –επίσης «φαλιρισμένη»- χώρα του μας έχει δανείσει 26 δισ. ευρώ και τα θέλει πίσω;
            Έχω την αίσθηση ότι και σε αυτό το ζήτημα, όπως σε αρκετά άλλα, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επιχειρούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Είναι μια ωραία και αποδοτική μέθοδος όταν είσαι στη βολή που σου εξασφαλίζει η αντιπολίτευση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο όταν βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην εξουσία. Πόσω μάλλον όταν επίκειται να βρεθείς και με τα δύο.
Γιατί είναι εύκολο, π.χ., να συγκεντρώνεις ανέξοδες υποσχέσεις στήριξης, όπως τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών που κάθε τρεις και λίγο ακούγαμε για… στρατιές διανοούμενων –τύπου Ζίζεκ- που στήριζαν τον κ. Τσίπρα, χωρίς αυτό να έχει κάποιο σπουδαίο αντίκρισμα στην πανευρωπαϊκή κάλπη.
Και, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικό να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δανειστές σε ένα διεθνές όργανο και την ώρα που μπαίνει στο τραπέζι η αναδιάρθρωση του χρέους, με πιθανή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του ήδη χαμηλού επιτοκίου, εσύ να πρέπει νωρίτερα να εξηγήσεις στους συνομιλητές σου τις –ας ελπίσουμε μόνον προεκλογικές- θεωρίες για τον ζουρνά και τον πεντοζάλη…
Μέχρι τότε, η απορία που προσωπικά θα με τρώει -για το χρέος και όχι μόνον- είναι: Πρόκειται για (σκόπιμη) προεκλογική παραπλάνηση ή διακατέχονται από (άδολη) άγνοια κινδύνου που τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν βγάζοντας «από τη μύγα ξίγκι»;

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Η προεκλογική… τούρλα και οι τερατογενέσεις



            Οι προεκλογικές περίοδοι κρύβουν συχνά μεγάλες παγίδες, κυρίως για τους πολιτευόμενους με τα κόμματα εξουσίας, τα οποία, όταν δεν έχουν σαφείς και προσδιορισμένες προγραμματικές θέσεις, αφήνουν ελεύθερο το πεδίο σε κάθε υποψήφιο που κυνηγάει τον σταυρό να διατυπώνει -είτε από άγνοια ή από διάθεση να μη δυσαρεστήσει κανέναν- τη δική του προσωπική άποψη επί παντός του επιστητού.
            Με αφορμή μια σειρά από απίθανες εξαγγελίες γύρω από τις οποίες περιστρέφεται τις τελευταίες ημέρες ο δημόσιος διάλογος, θυμήθηκα τον απίστευτο ανταγωνισμό που είχε ξεσπάσει πριν από τις κάλπες του 2004 για τη μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που υπηρετούσαν τότε στο Δημόσιο.
Το ζήτημα είχε ανακινηθεί από την ηγεσία της τότε ελάσσονος αντιπολίτευσης, δηλαδή του Συνασπισμού, που, επικαλούμενη το ευρωπαϊκό δίκαιο, ισχυριζόταν ότι έπρεπε να υπογράψουν συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και εργαζόμενοι με ελάχιστη προϋπηρεσία που είχαν προσληφθεί για συγκεκριμένο έργο που στο μεταξύ είχε εκλείψει.
            Αρχικά, μάλιστα, τα δύο, τότε, κόμματα εξουσίας, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούσε, και η Νέα Δημοκρατία, που ήταν εν αναμονή κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάπως διστακτικά στην υιοθέτηση του αιτήματος. Όχι από πολιτική συστολή, αλλά γιατί μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχαν ψηφίσει από κοινού την αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, που προέβλεπε, πλέον, ρητά την απαγόρευση των μονιμοποιήσεων υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί χωρίς τα κριτήρια που καθόριζε το ΑΣΕΠ.
            Το Σύνταγμα και οι περιορισμοί του, όμως, αποδείχθηκαν… λεπτομέρειες μόλις τη σκυτάλη πήραν τα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Ο ένας μετά τον άλλο οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων εξουσίας αναγνώριζαν το «δίκαιο» των συμβασιούχων στη μονιμότητα, παρότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν προσληφθεί από το «παράθυρο» και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια.
Στο παιχνίδι μπήκαν και οι ίδιοι οι αρχηγοί των μεγαλύτερων κομμάτων, Γιώργος Παπανδρέου και Κώστας Καραμανλής, που διαγκωνίστηκαν επίσης ποιος θα υποσχεθεί τις περισσότερες μονιμοποιήσεις. Το ότι ήταν άγνωστο πόσοι ακριβώς ήταν οι προς μονιμοποίηση συμβασιούχοι, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υπολογιστεί το οικονομικό κόστος με το οποίο επιφορτιζόταν το δημόσιο από το συλλήβδην «βόλεμα», ούτε που απασχόλησε κανέναν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε μετά τις εκλογές, προσπάθησε με διάφορα προσκόμματα να περιορίσει τον αριθμό των μονιμοποιήσεων, αλλά η βεντάλια των προεκλογικών υποσχέσεων είχε ανοίξει τόσο πολύ, που ήταν, πλέον, αδύνατον να μπει φρένο ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις προσώπων που είχαν διοριστεί στην αρχή συμβασιούχοι και κατόπιν μόνιμοι με πλαστά δικαιολογητικά.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα, να επιμείνουν πεισματικά οι τροϊκανοί στην ανάγκη μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων για να αναζητηθούν οι φάκελοι όσων μονιμοποιήθηκαν και να ελεγχθούν τα στοιχεία που είχαν υποβάλει, ώστε να απολυθούν κάποιοι λίγοι ως «επίορκοι» για να πάψουν να πιέζουν οι… άκαρδοι δανειστές.
Ο λογαριασμός από τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό της προεκλογικής περιόδου του 2004 ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επέπεσε επί των κεφαλών μας με ό,τι ακολούθησε πέντε χρόνια μετά. Εκείνο, όμως, το σκληρό πάθημα, που δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε, δυστυχώς, το τελευταίο, δεν φαίνεται να έγινε μάθημα αφού τα ίδια φαινόμενα τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται…
Πάρτε το παράδειγμα με τον ΕΝΦΙΑ και τη σύγχυση που προκαλούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που για να γίνουν φιλολαϊκότεροι από τους κυβερνητικούς υπόσχονται την κατάργησή του φόρου, χωρίς, όμως, κανείς τους να είναι σε θέση να πει πότε και πως θα πάψουμε να τον πληρώνουμε. Η έλλειψη, από τη μια, σαφούς εναλλακτικού σχεδίου και η άγνοια, από την άλλη, που γίνεται προφανής από το γεγονός ότι λίγοι δείχνουν να ξέρουν ότι οι εναπομείνασες δύο δόσεις του συγκεκριμένου φόρου αφορούν υποχρέωση του 2013, ενώ από την άνοιξη θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για το 2014, οδηγεί τραγελαφικές δηλώσεις.
Ανάλογα με τη διάθεση από την οποία διακατέχεται ή την «πίεση» που δέχεται από τους συνομιλητές του, το κάθε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που συνεντευξιάζεται λέει «το κοντό του και το μακρύ του». Κάποιοι κρύβονται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες για «Σεισάχθεια». Άλλοι «κλείνουν το μάτι» σε όσους, αν και έχουν, δεν πληρώνουν, αδιαφορώντας ότι αυτό τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό που οι ίδιοι θα κληθούν να διαχειριστούν. Οι πιο «γαλαντόμοι» τάζουν την άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την υποκατάστασή του από νέο φόρο επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, το ύψος της οποίας, όμως, το προσδιορίζει ο καθένας κατά βούληση.
Αν ήταν μόνον ο ΕΝΦΙΑ, ίσως να ήταν μικρό και το συνολικό κακό. Η γενική πλειοδοσία σε ό,τι ακούγεται ευχάριστα κα το προεκλογικό «στρογγύλεμα» των θέσεων ώστε να ικανοποιούνται… όλοι ή, τέλος πάντων, όσο γίνεται περισσότεροι, επεκτείνεται, δυστυχώς, σχεδόν παντού. Και, φυσικά, δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ένα στρογγύλεμα και μια πλειοδοσία που τη συναντάμε  από την ευρυχωρία των διαβεβαιώσεων ότι δεν θα περιοριστεί το κυνήγι, ή, πολύ περισσότερο, τα συνεχή μπρος - πίσω για την παράταση του Μνημονίου, έως, ακόμη χειρότερα, τη… νέα «Κυριακή της Ορθοδοξίας» που κήρυξε, αιφνιδίως, ο Αντώνης Σαμαράς αναστηλώνοντας τις εικόνες στο δημαρχείο Φιλιατών, που, από ό,τι ξέρω, -γιατί είναι η γενέτειρά μου- κανείς («εικονομάχος» ή άλλος) δεν τις είχε κατεβάσει…
Υπομονή και κουράγιο για τις δέκα μέρες της προεκλογικής τούρλας που απομένουν. Και ελπίδα να αποφύγουμε τις επαπειλούμενες τερατογενέσεις.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Αυτοδυναμία ή όχι;



Με λιγότερο από δύο εβδομάδες να απομένουν ως τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, το (μετ)εκλογικό σκηνικό φαίνεται σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και μόνον ένα εντελώς απρόβλεπτο δραματικό γεγονός μπορεί να το μεταβάλει.
Λίγο ως πολύ, άλλωστε, όλες οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στα βασικά που είναι η ενδυνάμωση του «δικομματισμού», που μπορεί να συγκεντρώσει αθροιστικά ποσοστό που να ξεπερνάει το 65%, και η μάχη για την τρίτη θέση, η οποία θα αποκτήσει ουσιώδη σημασία μόνον αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται κυρίως από το αν η σύνθεση της επόμενης Βουλής θα είναι εξακομματική, επτακομματική ή –πολύ δύσκολα- οκτακομματική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μοναδικό, ίσως, μεγάλο ζητούμενο της επερχόμενης αναμέτρησης είναι εάν το πρώτο κόμμα, που όλα –ακόμη και η… αποκαλυπτική στάση της λεγόμενης «διαπλοκής»- δείχνουν ότι θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πετύχει, με το -πάλαι ποτέ αποκαλούμενο από τους τωρινούς διεκδικητές «καλπονοθευτικό»- μπόνους των 50 εδρών, την επιζητούμενη αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα επιτρέψει τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης.
Τα δημοσκοπικά προγνωστικά, πάντως, δείχνουν ότι, ακόμη και αν επιτευχθεί αυτοδυναμία, αυτή θα είναι απολύτως οριακή. Στην πλέον «φιλική» για τον ΣΥΡΙΖΑ έρευνα που είδε τελευταία το φως, εκείνη της εταιρίας Public Issue που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδα στην «Αυγή», υπολογίζεται ότι οι έδρες που μπορεί να καταλάβει, με ποσοστό της τάξης του 38%, δεν είναι περισσότερες από 151. Έδρες οι οποίες μπορεί να γίνουν 154 αν δεν περάσουν το «κατώφλι» του 3% οι ΑΝ.ΕΛ. Ή, αντιθέτως, να μειωθούν σε 148 αν πάρει το «εισιτήριο» για την επόμενη Βουλή και το νεοπαγές «Κίνημα» του Γιώργου Παπανδρέου.
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει για το αν μια αυτοδύναμη πλειοψηφία, τέτοια που να επιτρέπει στο πρώτο κόμμα να εφαρμόσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμα του, είναι προτιμότερη από μια σχετική πλειοψηφία που να οδηγεί στην ανάγκη ευρύτερων κυβερνητικών συνεργασιών, οι απόψεις, ακόμη και μεταξύ πολιτικών στελεχών διαφορετικών παρατάξεων, διίστανται.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι, εάν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, ο «πειρασμός» να οδηγηθούμε, κατά το προηγούμενο του 2012, σε επαναληπτικές κάλπες θα είναι μεγάλος για μια μερίδα της ηγεσίας του διαφαινόμενου πρώτου κόμματος. Και, με δεδομένη την κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης, ένας τέτοιος ενδεχόμενος πειραματισμός θα μεγιστοποιούσε τα προβλήματα και θα εξέθετε σε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους τη χώρα. 
Επίσης, οι θιασώτες της αυτοδυναμίας επιχειρηματολογούν υπέρ των «καθαρών λύσεων» που θα συμβάλουν στην άμεση εφαρμογή των προγραμματικών δεσμεύσεων της νέας κυβέρνησης και στην ταχεία προσαρμογή –η και… προσγείωση- στην πραγματικότητα, αφού τα όσα έχει να αντιμετωπίσει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, από τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας ως τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και την είσπραξη των εσόδων που παρουσιάζουν, λόγω και των εκλογών, υστέρηση, δεν αφήνουν περιθώρια για χρονοτριβές που θα προκαλέσουν τυχόν διαβουλεύσεις για ένα συνεργατικό σχήμα.
Από μια άλλη οπτική, στην ίδια άποψη, υπέρ της αυτοδυναμίας, δηλαδή, κατατείνουν και ορισμένοι από αντίπαλους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι θεωρούν ότι μια αμιγής κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τις προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει, θα αποδομηθεί μια ώρα αρχύτερα εάν δεν έχει το «άλλοθι» ότι υποχρεώνεται να συγκυβερνήσει, ειδικά στην περίπτωση που το κόμμα ή τα κόμματα με τα οποία θα υποχρεωθεί να συνάψει κυβερνητική συμμαχία δεν θα κινούνται στην ίδια (ούτω καλούμενη «αντιμνημονιακή») λογική.
Οι πλέον νουνεχείς, πάντως, αντιτείνουν ότι, πέρα από τις προεκλογικές κορώνες, οι οποίες φορτίζουν την ατμόσφαιρα των ημερών, σε αυτές τις κάλπες δίνεται η ευκαιρία να κλείσει ο κύκλος της μεγάλης πολιτικής όξυνσης που άνοιξε με τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή και να ξεκινήσει μια νέα πολιτική περίοδος, αν όχι με συναινέσεις, τουλάχιστον με συνεννοήσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Συνεννοήσεις οι οποίες έλλειψαν τα τελευταία πέντε χρόνια, παρότι το μεγαλύτερο διάστημα είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες, όμως, προήλθαν όχι από πραγματικές συγκλίσεις αλλά από επιβολές της ανάγκης.
Δεν είναι, εξάλλου, λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κινηθεί στο απώτατο όριο που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις και, ελέω εκλογικού συστήματος, καταφέρει να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, η κοινωνική νομιμοποίηση που θα διαθέτει η επόμενη κυβέρνηση θα είναι, ούτως ή άλλως, μικρή. Και, σε συνδυασμό με τους αναπόφευκτους εσωτερικούς περισπασμούς που αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσουν, ο χρονικός ορίζοντας ενός μονοκομματικού σχήματος δεν θα είναι μακρύς.
Καθώς, λοιπόν, η ώρα της κάλπης πλησιάζει, ας τα έχουμε όλα τούτα κατά νου. Για να αποφασίσουμε ψύχραιμα. Και για τα κόμματα και για τα πρόσωπα που θα επιλέξουμε. Άλλωστε, ό,τι και αν λένε οι δημοσκοπήσεις, ό,τι και αν υποστηρίζουν οι αναλυτές, η ψήφος του καθενός μας είναι εκείνη που τελικά μετράει.