Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

«Προγηρία» ή «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια»…



Από μια πρώτη άποψη φαίνεται αδιανόητο, αλλά αυτή η κυβέρνηση είναι δεν είναι παρά μόλις 45 μέρες στην εξουσία. Δεν έχει καν συμπληρωθεί ενάμισι μήνας από τη στιγμή που πήγαμε (όσοι πήγαμε…) στις κάλπες της 20ής Σεπτεμβρίου και επιλέξαμε εκείνους που θέλαμε να μας κυβερνούν.
Οι καθημερινές  αρρυθμίες, ωστόσο, των οποίων γινόμαστε όλοι μάρτυρες, όπως και ο εντελώς ανορθόδοξος σε νέους και ορεξάτους τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται οι κυβερνώντες, παραπέμπουν σε μια κυβέρνηση που βρίσκεται πάρα πολύ χρόνο στην εξουσία και έχει υποστεί φθορά από την άσκησή της.
Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι στις 20 Σεπτεμβρίου δεν μηδενίστηκε το κοντέρ, αλλά ο χρόνος μετράει από τις 25 Ιανουαρίου και πάλι η εικόνα της κυβέρνησης σε τίποτε δεν θυμίζει ότι στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια πολύ νέα κυβέρνηση που ήρθε για να μείνει στα πράγματα.
Παρά τις… «τσαβικού» τύπου εθνολαϊκίστικες πρωτοβουλίες που σε σχεδόν όλα τα επίπεδα αναλαμβάνονται –ψευτοταξική ρητορεία, καταγγελιομανία περί διαπλοκής και διαφθοράς, δαιμονοποίηση αντιπάλων, κατασκευή εσωτερικών εχθρών, διορισμοί ημετέρων και διανομή κάθε είδους εξουσίας σε αρεστούς, απόπειρες καθυπόταξης ανεξάρτητων θεσμών και διαβολής ανεξάρτητων προσωπικοτήτων-, ο ενθουσιασμός που μέχρι την 12η Ιουλίου -και μάλλον σωστότερα την 14η Αυγούστου που ψηφίστηκε το τρίτο Μνημόνιο- συνέγειρε τις μάζες των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν πιστέψει στα θαύματα που τους είχαν υποσχεθεί, δείχνει πλέον να έχει ξεφτίσει.
Που είναι, αλήθεια, εκείνες οι μοναδικά πρωτότυπες και τόσο παράδοξες διαδηλώσεις των οπαδών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ στο Σύνταγμα που τις ονόμαζαν «ανάσες αξιοπρέπειας» (!) και στις οποίες αποθεωνόταν ο Γιάνης Βαρουφάκης; Θα είχε τεράστια κοινωνιολογική αξία μια πανεπιστημιακή έδρα να εύρισκε και να μελετούσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα όσων συμμετείχαν σε εκείνα τα συλλαλητήρια και στο μεγάλο συλλαλητήριο – ξέσπασμα που οργανώθηκε τις παραμονές του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου για να διατρανωθεί το «Όχι» που έγινε «Ναι» μια εβδομάδα αργότερα.
Ίσως έτσι θα βρισκόταν ερμηνείες για το φαινόμενο της… προγηρίας που παρουσιάζει σε όλα τα επίπεδα η κατά τα άλλα νεοσύστατη κυβέρνηση, η οποία, παρότι δεν απειλείται από την αντιπολίτευση, η οποία μοιάζει –και είναι!- παγιδευμένη στα δικά της αδιέξοδα, εμφανίζει έντονα σημάδια πρόωρης γήρανσης.
Χωρίς την παραμικρή ικμάδα νεανικής ορμής, όπως θα περίμενε κάποιος από εκείνους που μόλις πριν λίγους μήνες όντας στην αντιπολίτευση ήταν λαλίστατοι και καταγγελτικοί για όλους και για όλα, τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη δείχνουν να έχουν αποστεωθεί πολιτικά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και χωρίς υπερβολή θυμίζουν «κάτι κουρασμένα παλληκάρια», κατά τον τίτλο της ομώνυμης ταινίας του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου.
Δεν ξέρω αν οφείλεται στην πυκνότητα του πολιτικού χρόνου που τρέχει πλέον ιλιγγιωδώς και ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμα του, κάνοντας να μοιάζουν «μπαγιάτικες» ακόμη και ειδήσεις που κυκλοφορούν μέσα στην ίδια ημέρα ή αν είναι το τεράστιο βάρος της απότομης μνημονιακής μετάλλαξης που δημιουργεί αυτή την έντονη εντύπωση της προγηρίας.
Αρκεί μόνον να σκεφθεί κανείς για πόσο χρόνο ίσχυσαν και πόσο παρωχημένες ακούγονται πλέον οι παραινέσεις να ασχολούνται με τα θέματά τους και να μην… καλύπτουν τον χρόνο των τηλεοπτικών πρωινάδικων που απηύθυνε στους υπουργούς του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην πρώτη και μόνη συνεδρίαση του υπουργικού Συμβουλίου που έγινε ως τώρα.
Όποιος ανοίγει το πρωί ή και βράδυ τηλεοπτικό δέκτη θα το αντιληφθεί, «πέφτοντας» είτε πάνω στον Φίλη να βγάζει ιστορικά πορίσματα, είτε στον Μάρδα, στον Μπαλάφα, στον Αλεξιάδη, στον Πετρόπουλο, στον Σκουρλέτη, στον Κουρουμπλή και σε τόσους άλλους που μιλάνε συνήθως επί παντός επιστητού και ο καθένας έχει και τις δικές του φαεινές ιδέες για τα «ισοδύναμα» που είναι του συρμού, αλλά και ό,τι άλλο σκαρφιστεί ο καθένας τους.
Σίγουρα, δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση μοιάζει να λειτουργεί ως «σκορποχώρι». Είναι, όμως, η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο παρατηρείται τόσο πρόωρα. Γι΄ αυτό και ευλόγως αναρωτιέται κανείς: Τι θα γίνει τον επόμενο ενάμισι μήνα; Τι μας περιμένει μέχρι να συμπληρωθεί το πρώτο εξάμηνο με τη δεύτερη φορά αριστεροδεξιά διακυβέρνηση; Και σε ένα χρόνο τι άλλο θα μας έχει συμβεί; Έχει νόημα να αναρωτηθούμε για τη διετία, την τριετία ή την τετραετία που θεωρητικώς έχουν μπροστά τους;

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

«Πόσο Κατρούγκαλος είσαι πια;»



Με τον κίνδυνο να  θεωρηθώ προκατειλημμένος, σπεύδω να εξομολογηθώ ότι το πρόσωπο του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου το έχω συνδεδεμένο στη μνήμη μου με ένα πολύ αρνητικό περιστατικό, καθώς έγινε η αφορμή για μια διαφωνία και έναν καβγά με καλό φίλο και συνάδελφό μου, ο οποίος, δυστυχώς, έφυγε πολύ πρόωρα από τούτη τη μάταιη ζωή.
Ήταν κάμποσο καιρό μετά την επιβολή του πρώτου Μνημονίου που ο φίλος μου ο Κώστας, έχοντας επενδύσει τους κόπους μιας ζωής σε έναν ειδησεογραφικό ιστότοπο, είχε γίνει αποδέκτης μιας «γνωμοδότησης», σύμφωνα με την οποία το κείμενο που είχε υπογράψει η τότε κυβέρνηση με τους εταίρους και δανειστές της χώρας και είχε ψηφίσει η Βουλή των Ελλήνων προσέκρουε στο Σύνταγμα. Ήταν, εν ολίγοις, «αντισυνταγματικό» το Μνημόνιο και, άρα, επέκειτο η ακύρωσή του.
Όταν μου τηλεφώνησε ο φίλος μου για να μου αναγγείλει με καμάρι το «λαβράκι» που θα ανέβαζε σε λίγο στο σάιτ του, περίμενε από μένα, εκτός από τη συνδρομή μου στην αναπαραγωγή του σπουδαίου θέματος που θεωρούσε ότι είχε εξασφαλίσει, να... εκστασιαστώ από την αποκάλυψη την οποία πίστευε ο ίδιος ότι θα έκανε. Βλέπετε το κείμενο που είχε στα χέρια του δεν είχε δημοσιευτεί πουθενά αλλού ως τότε. Ήταν, εν ολίγοις, «αποκλειστικό».
Η μάλλον ψυχρή υποδοχή που έκανα στην «αποκάλυψη» του συναδέλφου μου, ο οποίος υπήρξε ένας επίμονος ρεπόρτερ και ένας έξοχος ερευνητής, αλλά με τα πολιτικά δεν τα πήγαινε εξίσου καλά, τον απογοήτευσε και τον θύμωσε. Σε βαθμό που δεν είχε καμία διάθεση να με ακούσει να του εξηγώ ότι από την πολύχρονη θητεία μου στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ γνώριζα ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου κρίνεται στα δικαστήρια.
«Μα, δεν καταλαβαίνεις; Έχω γνωμοδότηση που την υπογράφει ο συνταγματολόγος Κατρούγκαλος και αποδεικνύει ότι το Μνημόνιο είναι αντισυνταγματικό και κάθομαι και το συζητάω μαζί σου πριν το μπουμπουνίσω», μου είπε μάλλον οργισμένος. Και μού έκλεισε άρον άρον το τηλέφωνο για να προλάβει να αναρτήσει το συντομότερο την «αποκλειστικότητα» που νόμιζε ότι έκανε και που η αλήθεια είναι ότι πήρε μια σχετική δημοσιότητα καθώς το κίνημα των «αντιμνημονιακών», που ήταν ακόμη στα σπάργανα, αναζητούσε επιχειρήματα αλλά και καθοδηγητές.
Τότε, λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά το όνομα «Κατρούγκαλος» το οποίο, προϊόντος του χρόνου, έγινε, μέσω των πρωινάδικων, προς τα οποία του άνοιξαν τον δρόμο οι αντιμνημονιακές «γνωμοδοτήσεις», τόσο γνωστό στο πανελλήνιο που εκείνος που το έφερε εξελέγη –με σταυρό παρακαλώ!- ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού προηγουμένως πρόλαβε να συνάψει κάποιες εκατοντάδες –ή μήπως χιλιάδες;- εργολαβικά με μνημονιακά θύματα που είχαν δει τους μισθούς τους και τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται.
Ο φίλος μου που τόσο είχε παθιαστεί με την αρχική γνωμοδότηση δεν έζησε, δυστυχώς, να δει τη συνεχεία που είχε η αποκάλυψή του, καθώς το πάθος του για τη δουλειά και ο άνισος αγώνας που έδινε να ορθοποδήσει επαγγελματικά σε ένα δυσμενές περιβάλλον για τα μικρά και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης τον λύγισαν. Έτσι, μόνον από «ψηλά» μπορεί να «είδε» τη συνέχεια την οποία είχε το «πουλέν» του που έγινε υπουργός.
Στην αρχή στο Εσωτερικών, όπου διακρίθηκε για τον περιβόητο νόμο με τον οποίο επέστρεψαν στο δημόσιο όλοι οι επίορκοι που είχαν απομακρύνει οι προκάτοχοί του. Και κατόπιν στο Εργασίας, όπου από απαράμιλλος εγγυητής των συντάξεων που εμφανιζόταν πριν από τις τελευταίες εκλογές μεταβλήθηκε σε ανεπανάληπτο σφαγέα, που στο πέρασμα του δεν θα αφήσει τίποτε όρθιο. Και θα κάνει ενδεχομένως  περισσότερα και από όσα του ζητούν οι δανειστές.
Πόσο κυνικός, αλήθεια, μπορεί να είναι κάποιος ώστε να αναλαμβάνει να εφαρμόσει το ακόμη σκληρότερο μνημόνιο παρόλο που μπήκε στην πολιτική και έκανε καριέρα ως αντιμνημονιακός; Πώς μπορεί, ειλικρινά, ένας άνθρωπος που διακρίθηκε για τις δικαστικές αγωγές κατά των αλλαγών στο ασφαλιστικό και των περικοπών στις συντάξεις, να αναλαμβάνει να τα ισοπεδώνει, ο ίδιος που λίγο πριν αρνούνταν κατηγορηματικά και διέψευδε με φανατισμό ότι θα δεχόταν ποτέ να ασκήσει μια τέτοια πολιτική;
Προφανώς και δεν του αρνείται κανένας το δικαίωμα να ήθελε να γίνει υπουργός από τότε ίσως που ήταν «φοιτητοπατέρας» στη Νομική. Θα μπορούσε, αν είχε, έστω, μικρή δόση αυτοσεβασμού, να ζητήσει να πάει σε άλλο υπουργείο και να μην είναι αυτός που με τα ίδια του τα χέρια θα κάνει πράξη τον ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό Αρμαγεδδώνα.
Φαίνεται, όμως, ότι τέτοιες ευαισθησίες συνιστούν περιττή πολυτέλεια για όλους όσοι μας κυβερνούν την τελευταία περίοδο. Η εξουσία, η οποία για πολλούς εξ αυτών υπήρξε απλησίαστος πόθος μιας ζωής, είναι πλέον αυτοσκοπός που για την επίτευξή του υποτάσσονται τα πάντα.
Γι΄ αυτό και έχω την αίσθηση ότι όταν, αργά ή γρήγορα, ολοκληρωθεί η θητεία της συγκεκριμένης κυβέρνησης και του εν λόγω υπουργού, η έκφραση «Κατρούγκαλος» θα χρησιμοποιείται ως… υπερθετικό για να αποδώσει τον αμοραλισμό των πολιτικών, οι οποίοι μπορούν ανερυθρίαστα να εκλέγονται με μια σημαία, να υπηρετούν με την ίδια άνεση μια άλλη και να λένε, φυσικά, ψέματα και στις δύο περιπτώσεις.
Οι εκφράσεις «Μη γίνεσαι Κατρούγκαλος» ή «Πόσο Κατρούγκαλος είσαι πια;», νομίζω ότι εφεξής θα αποτελούν στοιχεία της πολιτικής ορολογίας.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

«Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou»



            Πέρασε μάλλον απαρατήρητη, σε σχέση τουλάχιστον με το βάρος της, η βαρύτατη καταγγελία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ευάγγελου Μεϊμαράκη για τις –«αιτήσει της ελληνικής κυβέρνησης»!- πιέσεις που ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά προς τη Νέα Δημοκρατία για να συνεχίσει να βάζει πλάτη στην κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου προκειμένου να περάσουν οι εφαρμοστικοί νόμοι του τρίτου και βαρύτερου κατά τα φαινόμενα Μνημονίου.  
«Μαθαίνω ότι χθες στη συζήτηση με την κ. Μέρκελ τής είπε ότι η αντιπολίτευση δε θα ψηφίσει το πολυνομοσχέδιο, το αδερφό κόμμα δε θα το ψηφίσει», είπε από το βήμα της Βουλής ο αρχηγός της ΝΔ και χωρίς περιστροφές απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό με διατυπώσεις και ισχυρισμούς που, υπό άλλες συνθήκες, θα προκαλούσαν πολιτική σύρραξη και συζητήσεις που θα κρατούσαν μέρες και εβδομάδες, αν όχι μήνες και χρόνια.
«Φτάσατε στο σημείο να κάνετε σαν το παιδάκι που φωνάζει τη μαμά για να μας κάνει “ντα”, να μας πει η κυρία Μέρκελ να το ψηφίσουμε…», κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΝΔ. «Εσείς ο αντι-Μερκελιστής, εσείς εκείνος ο οποίος υβρίζατε όλη την Ευρώπη, όλους τους ξένους, να τους βάλετε τώρα να μας μαλώσουνε; Ε, λοιπόν, πάει πολύ», συμπλήρωσε.
Πολύ, ξε-πολύ, στην πραγματικότητα δεν κουνήθηκε φύλλο. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που φωνασκούσε προεκλογικά το περίφημο πλέον «Go back, κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης», δεν ένοιωσε καν την ανάγκη να σχολιάσει τους ισχυρισμούς του κ. Μεϊμαράκη και, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις βαριές καταγγελίες ότι «καρφώνει» τους πολιτικούς του αντιπάλους του στο εξωτερικό.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ χαλούσε τον κόσμο κάθε φορά που έρχονταν στη δημοσιότητα φράσεις αξιωματούχων της προηγούμενης συγκυβέρνησης του τύπου «μην μας πιέζετε άλλο για επιπλέον μέτρα, γιατί θα έχετε να διαπραγματευτείτε με τον Τσίπρα…». Οι χαρακτηρισμοί «εθελόδουλοι», «Γερμανοτσολιάδες» και «προδότες»  δονούσαν την πολιτική ατμόσφαιρα.
Τα έφερε, όμως, έτσι η ζωή που η προφητεία της… σαμαροβενιζελικής διακυβέρνησης λειτούργησε σχεδόν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, που υποτίθεται ότι ήθελαν «οικεία πρόσωπα» στη διακυβέρνηση των Αθηνών, πίεσαν μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο την προηγούμενη κυβέρνηση («μας μετακινούν συνεχώς τα γκολπόστ», διαπίστωνε, όντας ακόμη στο Μαξίμου, ο Αντώνης Σαμαράς), επιταχύνοντας την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για να του επιβάλλουν στη συνέχεια ένα Μνημόνιο που οι προηγούμενοι –ακόμη και αν το δεχόταν- ούτε στον αιώνα τον άπαντα δεν επρόκειτο να περάσουν.
Για τους τυχόν… άπιστους, δεν έχει παρά να τους παραπέμψει κάποιος στις πρόσφατες συνεντεύξεις του φοβερού και τρομερού υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου και να τις συγκρίνει με εκείνες του ομολόγου του στην προηγούμενη διακυβέρνηση Γιάννη Βρούτση για να ψάξει να βρει ποιος είναι ο πούρος νεοφιλελεύθερος, ποιος ο κοινωνικά ανάλγητος, ή ποιος αντιστέκεται στους ξένους και στα Μνημόνια.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον η Μέρκελ που πιέζει τους νεοδημοκράτες να είναι υποστηρικτικοί προς τον Τσίπρα. Είναι, πολύ περισσότερο, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία η οποία, χωρίς υπερβολή, τα «δίνει όλα» για να φέρει στα νερά της τον Έλληνα πρωθυπουργό και το κόμμα του, όπως, μάλλον με έκπληξη διαπίστωσαν και όσοι άκουσαν τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό Μάσσιμο Ντ’  Αλέμα σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε η Άννα Διαμαντοπούλου στην Αθήνα.   
Καλώς ή κακώς, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες βλέπουν πόσο «υπάκουα παιδιά» είναι ο Κατρούγκαλος, ο Ευκλείδης που έχει πειστεί ότι είναι και χιουμορίστας, ο large Φίλης που δεν δίνει σημασία στις πενταροδεκάρες και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί τους στην «πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά». Βλέπουν επίσης και πόσο αποτελεσματικά… θολώνουν τα νερά με παραμύθια για δήθεν «ισοδύναμα» (που όλο τα ψάχνουν αλλά ποτέ δεν τα βρίσκουν…).
Και γι΄ αυτό, ας μην εκπλήσσεται κανείς, επενδύουν όλα τα λεφτά τους στον μεταμορφωμένο Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο δεν αποκλείεται να δούμε και να ακούσουμε στην υποδοχή του Γάλλου Προέδρου, συγκινημένος καθώς θα είναι από τις τιμές και τις φιλοφρονήσεις να θυμηθεί, αίφνης, τον ακτιβιστή εαυτό του και να αρχίσει να φωνάζει: «Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou».
Αλλά και αν (από… συστολή;) αποφύγει ο κ. Τσίπρας να πει ρητά το «Go forward…», οι εταίροι και δανειστές μας μάλλον δεν θα… παρεξηγηθούν. Ξέρουν πια πόσο συνεργάσιμος είναι. Και πόσο αποτελεσματικός. Το έχει, άλλωστε, σηματοδοτήσει με τον τρόπο που πέρασε το Μνημόνιο του παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, αλλά και μόλις πρόσφατα τα πρώτα προαπαιτούμενα. Και με τον τρόπο που ετοιμάζεται να περάσει τα επόμενα. Τα πάντα όλα. Εδώ και τώρα.
Ποιος να το περίμενε άραγε; Ίσως μόνον εκείνοι που υπονόμευαν τους προηγούμενους, βλέποντας τους να… σέρνουν τα πόδια τους και να μην επιδεικνύουν τη μνημονιακή αποφασιστικότητα που διέβλεπαν στον κ. Τσίπρα και στον περίγυρό του. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν. Go forward, λοιπόν, go…Και όποιος αντέξει!

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Τα παράλληλα σύμπαντα του κ. Τσίπρα



            Ειπώθηκαν και γράφηκαν πολλά αυτές τις μέρες για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, που αν για κάτι έκαναν αίσθηση ήταν η απαράμιλλη φλυαρία και η μοναδική αοριστία που τις διέκρινε.
Και δεν ήταν φλύαρες και αόριστες οι συγκεκριμένες δηλώσεις επειδή, όπως σχολίασαν ορισμένοι, ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του ξέμειναν από καλούς λογογράφους. Αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι ήταν, αφενός, τόσο νωπές οι μνήμες από τις προ οκταμήνου ανάλογες δηλώσεις και, αφετέρου, τόσο παρωχημένα όλα εκείνα που είχαν υποστηρίξει την προηγούμενη φορά ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπουργοί του.
Γιατί μπορεί να είναι μεγάλη η απόσταση από τις προηγούμενες αυτάρεσκα κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις «λέω να πρωτοτυπήσω και να τηρήσω τις προεκλογικές υποσχέσεις» ή «αυτή η Βουλή δεν ψηφίζει Μνημόνια» ως τις τωρινές πιο «μετρημένες» υποσχέσεις ότι «στο τέλος της τετραετίας θα έχουμε δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για μια νέα Ελλάδα που θα έχει αφήσει πίσω της την κρίση και τα μνημόνια», πλην, όμως, οι βερμπαλισμοί  και οι μεγαλοστομίες φαίνεται πως έχουν γίνει δευτέρα φύσις για την αλλοπρόσαλλο συνονθύλευμα που κυβερνά τους τελευταίους μήνες.
Ανάμεσα στις πολλές κραυγαλέες αντιφάσεις των ομιλιών που εκφώνησε ο κ. Τσίπρας στην αρχή και στο τέλος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, θέλω να σταθώ στις αναφορές του στη δημόσια διοίκηση, στην οποία έδωσε και ο ίδιος μεγάλη έμφαση. Εκείνο που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση ήταν ότι, ενώ περιέγραψε με αρκετή ακρίβεια τα φαινόμενα που αντιμετωπίζει το ελληνικό δημόσιο, ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από τις ιδεοληπτικές εμμονές του αντιπολιτευτικού παρελθόντος που εξακολουθούν να καθοδηγούν τον τρόπο σκέψης του.
Ξεκίνησε, λοιπόν, με την διαπίστωση πως «δεν υπάρχει αμφιβολία –και είναι κάτι στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι- ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής». Υποστήριξε, μάλλον σωστά, ότι η κατάσταση του ασθενούς «επιδεινώθηκε την τελευταία πενταετία με τις οριζόντιες περικοπές, τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις, την ανυπαρξία οποιουδήποτε οργανωτικού σχεδιασμού, την εκτεταμένη μικρή και μεγάλη διαφθορά, το θεσμικό χάος, την επικάλυψη αρμοδιοτήτων, τις δαιδαλώδεις διαδικασίες, τη γραφειοκρατία, την υστέρηση στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής».
Είπε στη συνέχεια ότι για την κυβέρνησή του αποτελεί «τεράστιο στοίχημα» η «εκ βάθρων μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, ώστε να μπορέσει να επιτελέσει τον οργανωτικό και αναπτυξιακό της ρόλο», συμπληρώνοντας: «Θέλουμε μια Δημόσια Διοίκηση δημοκρατική, διαφανή, αδιάβλητη, τεχνολογικά εκσυγχρονισμένη, αντιγραφειοκρατική και στο τέλος της ημέρας κοινωνικά ανταποδοτική, δίπλα στον πολίτη».
Πολύ προσγειωμένα, μάλιστα, αναγνώρισε ότι «βάζει τον πήχη πολύ ψηλά», επειδή, όπως παραδέχτηκε, «όλα αυτά είναι εύκολο να τα λες, αλλά πολύ δύσκολο να τα υλοποιήσεις, καθώς η υλοποίηση κάθε μεταρρυθμιστικού μέτρου στη Δημόσια Διοίκηση προϋποθέτει συγκρούσεις με κατεστημένες νοοτροπίες, με βαθιές πελατειακές δομές και με δίκτυα μικρών και μεγάλων εξουσιών, συγκρούσεις με ριζωμένες ιδιοτελείς πρακτικές».
Και εκεί που ετοιμάζεσαι να χειροκροτήσεις τη διάθεση να βάλει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων που αποπνέει η διαβεβαίωσή του ότι «δεν μας επιτρέπεται να κλείσουμε τα μάτια και να βαδίσουμε στην πεπατημένη», έρχεται η πρώτη ψυχρολουσία, με τον ισχυρισμό ότι «το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης έχει αδίκως λοιδορηθεί και περιθωριοποιηθεί στο πλαίσιο μίας προπαγάνδας για τη νομιμοποίηση σκληρών μέτρων λιτότητας»…
Και ακολουθεί και δεύτερη ακόμη μεγαλύτερη ψυχρολουσία: «Δεν είναι το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που ευθύνεται για την κρίση, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που οικοδόμησε, εξέθρεψε και ανέχτηκε –επιτρέψτε μου την έκφραση- αυτή τη θεσμική αναπηρία και δυσλειτουργία», ισχυρίστηκε, εν συνεχεία, ο κ. Τσίπρας, δίνοντας ένα μέτρο του πόσο ειλικρινά πίστευε όλα όσα έλεγε νωρίτερα για «πελατειακές δομές και δίκτυα» και «ιδιοτελείς πρακτικές».
Μόνον όποιος «ζει» ταυτοχρόνως σε δύο παράλληλα σύμπαντα -ένα αντιμνημονιακό κι ένα μνημονιακό- μπορεί να ισχυρίζεται ότι λοιδορείται –από ποιόν άραγε, όταν ο ίδιος μόλις πριν είχε εκστομίσει τόσο βαριές καταγγελίες;- το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης για να περάσουν οι περικοπές και –αν είναι δυνατόν…- να νομιμοποιηθούν τα σκληρά μέτρα λιτότητας!
Και όλα αυτά από τον ίδιο πολιτικό ηγέτη που, ενώ επιβάλει τα σκληρά μέτρα λιτότητας με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με επείγοντα νομοσχέδια, ανερυθρίαστα ισχυρίζεται, κλείνοντας την ομιλία του, ότι φιλοδοξία της κυβέρνησης, την οποία έφτιαξε με τον Πάνο Καμμένο, είναι «να επιστρέψουμε την εξουσία σ’ αυτούς που μας τη δίνουν, να επιστρέψουμε την εξουσία εκεί που ανήκει, να δώσουμε τη δυνατότητα στις ενεργές λαϊκές δυνάμεις να πάρουν την πρωτοβουλία για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, για τις μεγάλες τομές, για τις απαραίτητες αλλαγές σ’ αυτόν τον τόπο» (Yolo!).
Α, και μην τολμήσει κανείς να του πει το παραμικρό για το πόσο αστεία ακούγονται όλα αυτά. Γιατί θα τον… αποστομώσει με το ανεπανάληπτα μοναδικό επιχείρημα: «Κέρδισα τις εκλογές με επτάμιση μονάδες»...