Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χωρίς τσίπα!




Ποιον να πάρεις; Και ποιον να αφήσεις; Για τους υπουργούς που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας τα ερωτήματα που με απασχολούν, καθώς αισθάνομαι ότι τα κυβερνητικά στελέχη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που φαίνεται να είναι όλοι τους «κατ΄ εικόνα και καθ‘  ομοίωση» εκείνου ο οποίος τους διόρισε και είναι ο πρώτος διδάξας τις παλινωδίες.
Ιδίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, παρατηρείται μια απόλυτη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών που διέπουν τους κυβερνώντες. Σαν να τους πέρασε ο Αλέξης Τσίπρας από μια εξονυχιστική «οντισιόν» και να τους επέβαλε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι λένε, λίγο ως πολύ, με την ίδια ευκολία, τα ίδια, πάνω κάτω, ψέματα: «η τρόικα εσωτερικού που, σε αγαστή συνεργασία με την ψυχορραγούσα διαπλοκή, δεν μας αφήνει να κυβερνήσουμε», «το κακό ΔΝΤ που μας εμποδίζει να αλλάξουμε την Ευρώπη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Το εξοργιστικότερο, μάλιστα, είναι ότι δε δείχνουν να διαθέτουν ίχνος πολιτικής ευθιξίας, τέτοιο που, όπως ισχύει διεθνώς, επιβάλει -σε έναν, έστω- να αναλάβει κάποιος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την εξακολουθητική εξαπάτηση στην οποία επιδίδονται.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να μην ξεχάσει; Τον Δρίτσα ο οποίος ξεφτιλίζεται με τα «είπα – ξείπα» για την παραχώρηση του ΟΛΠ στους Κινέζους; Ή τον Μάρδα που ανακαλύπτει πρόσφυγες επενδυτές μέσα από το ψαχτήρι της google;
Τον Κοντονή που ταπεινώνεται μπροστά στους παράγοντες του ποδοσφαίρου που μπαίνουν στο Μαξίμου από την πίσω πόρτα; Ή τον Τόσκα, ο οποίος δηλώνει ότι, ως δάσκαλος στρατηγικής, εντοπίζει τους… μελλοντικούς τζιχαντιστές, αλλά αδυνατεί να ασκήσει τα στοιχειώδη καθήκοντα για τα οποία ορκίστηκε υπουργός και προτιμά να κλείνει τα μάτια για τις αρμοδιότητες προστασίας των πολιτών που του έχουν ανατεθεί;
Τον Φίλη που όσο και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να κρυφθεί πίσω από τις (ν)τροπολογίες που τον υποχρεώνουν να συνυπογράψει; Ή τον Σπίρτζη με τα κροκοδείλια δάκρια που χύνει για τις αποκρατικοποιήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι διαφωνεί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι εξαντλήσεως του υπουργικού καταλόγου, αλλά δεν έχει νόημα. Είναι, άλλωστε, τόσο πολλοί, αλλά και τόσο ίδιοι εκείνοι που, ο ένας μετά τον άλλο, γελοιοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης με όσα λένε ή κάνουν, χωρίς, όπως φαίνεται, σε κανέναν να περνάει από τον νου ότι μπορεί να αφήσει την υπουργική καρέκλα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πράξη ή μια παράλειψη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, δεν είναι τόσο ότι με όλα όσα συμβαίνουν ούτε ένας δεν νοιώθει την ευαισθησία ή και την ανάγκη να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Είναι, πολύ περισσότερο, που κανείς από την κυβερνητική ηγεσία δεν τους ζητεί να το κάνουν.
Σκεφτείτε, δηλαδή, ότι με όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους 15 μήνες, ο μόνος από τον οποίο ζητήθηκε να παραιτηθεί ήταν κείνος ο άμοιρος υφυπουργός Υποδομών Παναγιώτης Σγουρίδης που το… έγκλημα καθοσιώσεως για το οποίο πήρε την άγουσα εκτός κυβέρνησης ήταν ότι παραδέχτηκε δημοσίως πως προεκλογικά είχαν δοθεί από τον κ. Τσίπρα υποσχέσεις στους αγρότες που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν.
Για τόσες άλλες αστοχίες, ου μην αλλά και απροκάλυπτες ψευτιές που ειπώθηκαν, ακόμη και μετά τις εκλογές, δεν αποδόθηκε η παραμικρή ευθύνη σε κανέναν. Γι΄ αυτό προφανώς και δεν είναι λίγοι στην κυβέρνηση εκείνοι που συνεχίζουν να ψεύδονται ασυστόλως, όντας βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να υποστούν την παραμικρή συνέπεια.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον φοβερό και τρομερό Κατρούγκαλο ο οποίος εξακολουθεί με αβυσσαλέο θράσος να εγκαλεί τα μέσα ενημέρωσης για παραπληροφόρηση επειδή δεν καταπίνουν αμάσητη την άθλια προπαγάνδα ότι, ενώ θα περικοπεί η συνολική δαπάνη του Ασφαλιστικού κατά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ, εκείνος –ως άλλος Χριστός στον γάμο εν Κανά- θα πετύχει να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις!
Δεν σας κρύβω ότι την  ώρα που τον παρακολουθούσα στη συνέντευξη της περασμένης Τρίτης να ισχυρίζεται ότι «για το 80% των μισθωτών, οι νέες συντάξεις είναι υψηλότερες από τις σημερινές», προς στιγμήν κάμφθηκα. Σκέφθηκα ότι ίσως έγινε κάποιο θαύμα και προσήλωσα την προσοχή μου για να αντιληφθώ πως μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν, όμως, τον άκουσα να συμπληρώνει ότι «το νομοσχέδιο θα κατατεθεί την επόμενη εβδομάδα», αλλά «είμαστε σε φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής ορισμένων στοιχείων και με τους θεσμούς» και «πρόκειται να δεχθούμε προφανώς βελτιωτικές προτάσεις εκ μέρους τους», άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Έτσι, μόνο καγχασμό μού προκάλεσε η συνέχεια, όταν τον άκουσα να αρνείται συγκεκριμένα στοιχεία που του (αντι-)παρατέθηκαν, ισχυριζόμενος επί λέξει τα εξής απίθανα: «Αν είχα σκοπό να πω αριθμούς θα τους έλεγα. Απλώς να διορθώσω αυτό που είπα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα λιγότερο και από το 10% του πληθυσμού των συνταξιούχων πρόκειται να θιγούν. Και δεν πρόκειται να δώσω άλλον αριθμό, γιατί όπως σας είπα, είμαστε σε μια φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής στοιχείων».
Καταλάβατε; Συζητούμε τουλάχιστον από τον περασμένο Ιούλιο, τουλάχιστον, για τις συμφωνημένες περικοπές στο Ασφαλιστικό, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο –«μονομερώς», υποτίθεται, κατά τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς που κράτησαν λίγες μόνον ώρες-, αλλά ο αρμόδιος υπουργός που, επί τόσους μήνες, δεν «ποσοτικοποίησε» τις αλλαγές, μπερδεύεται και στην αρχή δηλώνει ότι θα αυξηθεί το 80% των συντάξεων, αλλά μετά θυμάται ότι δεν θα θιγεί το 90%.     
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί οι οποίοι, άλλοι εξ ανάγκης, επειδή έτσι το έφεραν οι συγκυρίες, και κάποιοι ενσυνείδητα, είπαν ψέματα στους Έλληνες. Προσωπικά, ωστόσο, όσο  μπορώ να θυμάμαι (ψηφίζω ο ίδιος ανελλιπώς από το 1981…), αλλά και από τα διαβάσματά μου, δεν μπορώ, ειλικρινά, να βρω –και θα είμαι ευγνώμων σε όποιον μου το υποδείκνυε- ανάλογο προηγούμενο με τέτοιας έκτασης συγχορδία διαρκών εξαπατήσεων και εξακολουθητικών διαψεύσεων.
Και το χειρότερο όλων; Χωρίς τσίπα!

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ολοταχώς για νέα… πρωτιά στη «λίστα του Χάρβαρντ»



Όποιος άκουσε τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη να βρίσκει συμβατή τη βαριά καταγγελία που εκτόξευσε ο Αλέξης Τσίπρας κατά της αντιπολίτευσης ότι, τάχατες, αρνείται την ελάφρυνση του χρέους, με τον ισχυρισμό του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη ότι «το χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2022», μάλλον δεν θα χρειαστεί να καταναλώσει ούτε κόκκο φαιάς ουσίας για να αντιληφθεί τι κρύβεται πίσω από την κακότεχνη σκηνοθεσία της καθοδηγημένης από το Μαξίμου κρίσης με το ΔΝΤ.
«Το θέμα της βιωσιμότητας έχει να κάνει με τη δανειακή σύμβαση. Δεν έχει να κάνει με την ουσία. Το χρέος πολιτικά δεν είναι βιώσιμο και το έχουμε πει», είναι ο ακριβής βερμπαλισμός με τον οποίο ο πρώην δημοσιογράφος πήρε θέση στο μέγα ζήτημα των ημερών. Και όταν, μάλιστα, ρωτήθηκε ποιον τίτλο θα έβαζε, εάν είχε παραμείνει διευθυντής στην «Αυγή», δεν είχε πρόβλημα να ισχυριστεί ότι θα ήταν ότι «ο Σταθάκης δεν θεωρεί βιώσιμο το χρέος… μετά το 2022».
Η απίστευτη διαστροφή της πραγματικότητας, που αναδύεται από τις συγκεκριμένες αναφορές του νυν υπουργού και πρώην διευθυντή της «Αυγής», δεν θα είχε και τόσο μεγάλη σημασία αν η νοοτροπία αυτού του είδους ήταν ίδιον του υπουργού Παιδείας (για τον οποίο φαντάζομαι ότι τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, που κάνουν «ποινική» αξιολόγηση των απόψεων, θα είναι περήφανοι που είναι συνάδελφός τους). Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη νοοτροπία αποτελεί τον κανόνα που χαρακτηρίζει σχεδόν στο σύνολό των στελεχών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
Είναι ο κανόνας που επιτρέπει σε υπουργούς που κορόιδευαν τους πολίτες ισχυριζόμενοι ότι τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου θα άνοιγαν οι τράπεζες, και τώρα, αντί να ζητούν συγνώμη, εγκαλούν αδιάντροπα και με απύθμενη θρασύτητα όλους εμάς που δεν πανηγυρίζουμε μαζί τους, επειδή, λέει, η ύφεση, στην οποία ξαναέβαλαν τη χώρα, ενώ την παρέλαβαν με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ήταν, εν τέλει μικρότερη του αναμενομένου.
Είναι προφανές ότι η δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, αλαζονεία την οποία απέκτησαν από το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής τους η ψοφοδεής, όπως αποδείχθηκε, «διαπλοκή» τούς παραδόθηκε αμαχητί, δεν τους αφήνει να δουν την πραγματικότητα, όπως είναι, και όχι όπως προσπαθούν να τη «φτιασιδώσουν» οι πολυποίκιλοι επικοινωνιακοί μηχανισμοί που είτε προσφέρθηκαν να τους υπηρετούν είτε έστησαν οι ίδιοι.
Δεν είναι, πάντως, να εκπλήσσεται κανείς καθώς όλοι αυτοί δεν είναι παρά υπουργοί που μετέχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα του οποίου ο επικεφαλής αρνείται το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να ζητεί Εξεταστική Επιτροπή για όσα οι μέχρι πρότινος συνεργάτες του τού καταμαρτυρούν. Και φθάνει, όντας πρωθυπουργός της Ελλάδας, μέχρι του σημείου να προτρέπει τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων να καταθέσουν, λέει, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πάλι καλά, δηλαδή, που δεν τους ζήτησε να καταθέσουν το αίτημά τους στη… Μπούντεσταγκ, τώρα που φαντασιώνεται ότι συγκυβερνά με την Άνγκελα Μέρκελ την Ευρώπη και δηλώνει ότι «δεν θα αφήσουμε τον Τόμσεν να τη διαλύσει».
Εκτός από έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, όλα τούτα μαρτυρούν επιπλέον ότι το διεθνές ρεζίλι στο οποίο υποβάλουν διαρκώς τη χώρα, δεν τους πτοεί. Εξακολουθούν να βαυκαλίζονται ότι δήθεν διαπραγματεύονται ενώ ουσιαστικά κωλυσιεργούν με μόνο στόχο να παραμείνει ευπώλητος ο… σανός με τον οποίο ταΐζουν όσους -όλο και λιγότερους, όπως δείχνουν οι μετρήσεις- συνεχίζουν να τους πιστεύουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο «κουτσαβακισμός» του περασμένου Σαββατοκύριακου, με την τεχνητή τρικυμία που προκάλεσαν, θα κοστίσει πολύ ακριβά και στους ίδιους και στη χώρα. Ο κ. Τσίπρας, με τους απίθανους χειρισμούς του, το μόνον που μπορεί να καταφέρει είναι να «κερδίσει», για δεύτερη συνεχή χρονιά, την πρωτιά στη λίστα του Χάρβαρντ με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ καιρός αφότου, ο επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος του αμερικανικού Πανεπιστημίου περιέγραφε με ενάργεια τους λόγους για τους οποίους είχε… απονείμει την περυσινή πρωτιά στους Έλληνες «διαπραγματευτές». Ο καθηγητής Ρόμπερτ Μονούκιν είχε δηλώσει (στην «Καθημερινή») πως εκείνο που πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του αυτός που διαπραγματεύεται -και παίζει ιδιαίτερη σημασία για το αποτέλεσμα - είναι ότι «οι διαπροσωπικές σχέσεις παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς η διαπραγμάτευση δεν στηρίζεται σε αφηρημένες έννοιες».
Σε πείσμα του συγκεκριμένου, μάλλον αυτονόητου, κανόνα, όπως επεσήμανε ο Αμερικανός καθηγητής, τόσο ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης που «διαφήμιζε τον εαυτό του ως έξυπνο και ειδικό στη θεωρία των παιγνίων και έφτιαχνε μία κατάσταση στην οποία η τρόικα θα υπαναχωρούσε», όσο και ο κ. Τσίπρας, «είχαν καταφέρει να γίνουν μισητοί»!
Αν όλα αυτά ίσχυσαν πέρυσι, οπότε, παρά τη σχετική συγκατάβαση, αν όχι και συμπάθεια, προς τους νεόφερτους της ελληνικής εξουσίας, δεν αποφύγαμε το βαρύτερο 3ο Μνημόνιο που φορτώθηκε στις πλάτες των Ελλήνων πολιτών, ας αναρωτηθεί ο οιοσδήποτε εχέφρων τι μας περιμένει τώρα που η εκβιαστική απαίτηση για έξωση του ΔΝΤ κατέληξε σε μπούμερανγκ που μάλλον μονιμοποίησε την παραμονή των στελεχών του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ύψος που θα έχει το επιπλέον τίμημα το οποίο είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα κληθούμε να καταβάλουμε, επειδή η ηγεσία της χώρας μας απεδείχθη για ανεπίδεκτη μαθήσεως, θα το πληροφορούμε τις προσεχείς ημέρες που, εκόντες άκοντες, οι δήθεν… υπερήφανοι διαπραγματευτές θα πάνε στη Βουλή και θα εκλιπαρούν για το «ναι» των βουλευτών τους, που θα τους επιτρέψει να κάνουν Πάσχα στις καρέκλες τους.
Όσο για τους ιθύνοντες του Χάρβαρντ σε θέματα διαπραγματεύσεων, θα έχουν μάλλον μια ήσυχη ακαδημαϊκή χρονιά, αφού δεν θα δυσκολευθούν να βρουν εκείνον που θα φιγουράρει στην κορυφή της λίστας με τις χειρότερες διαπραγματεύσεις της τρέχουσας χρονιάς. Μπορούν από τώρα να ανακηρύξουν τον κ. Τσίπρα, ο οποίος με τη σκηνοθετημένη επίθεση κατά του ΔΝΤ, ξεπέρασε και το περιβόητο chicken game του Βαρουφάκη.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

«Η αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά»



            Μεγάλη έκπληξη, αντίστοιχη με εκείνη που δοκίμασε ο πρωταγωνιστής του παιδικού παραμυθιού «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», όταν ένα μικρό παιδί αναφώνησε το περίφημο «ο βασιλιάς είναι γυμνός», πρέπει να αισθάνθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την τελευταία κοινοβουλευτική αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών.
            Στη θέση του αραχνοΰφαντου φορέματος, «που το δέρμα δε νοιώθει το άγγιγμά του», όπως, κατά τον μεγάλο Δανό παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, είχαν πείσει τον αυτοκράτορα κάποιοι αετονύχηδες από το περιβάλλον του, βρέθηκαν οι υποτιθέμενες «παρεμβάσεις» στη λειτουργία στη Δικαιοσύνη που κάποιοι έπεισαν τον κ. Τσίπρα ότι είχαν γίνει επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης και που, αν ο ίδιος τις αποκάλυπτε, το κοινό θα τις έβλεπε ως «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο» και θα τον αποθέωνε.
Δεν εξηγείται αλλιώς το αλλαζινικό ύφος με το οποίο ανέβηκε στο βήμα της Βουλής, επιχειρώντας, με στόμφο παλαιού κομφερασιέ και με ευρήματα δανεισμένα από τηλεπαιχνίδια, όπως το «επιτρέψτε μου να σας κρατήσω λίγο ακόμα σε αγωνία που, από ό,τι καταλαβαίνω, από τη στάση σας όλο αυτό το διάστημα είχατε περισσή», να δημιουργήσει σασπένς με την πλέον αργόσυρτη απαρίθμηση -δεκατριών στον αριθμό- «παρεμβάσεων».
Ενδιαμέσως, μάλιστα, και σε πείσμα της απορίας από την οποία φαινόταν να διακατέχονται περισσότερο οι δικοί του βουλευτές, που δεν έδειχναν να ενθουσιάζονται από τις «αποκαλύψεις», ο κ. Τσίπρας δεν το έβαζε κάτω και πάσχιζε να ανεβάσει το ενδιαφέρον για τα λεγόμενα του με ισχυρισμούς όπως «όλες αυτές οι παρεμβάσεις τις οποίες προανέφερα -και πραγματικά έχουν δημιουργήσει μια αναστάτωση στο εκ δεξιών μου ακροατήριο- είναι πραγματικά πταίσματα μπροστά στα αίσχη που ακολουθούν ευθύς αμέσως».
Ματαίως, όμως, αφού όλες μα όλες οι «παρεμβάσεις» -και οι πριν και οι μετά- στις οποίες αναφερόταν δεν ήταν παρά διατάξεις νόμων που όχι μόνον είχαν ψηφιστεί από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, αλλά στο σύνολό τους είχαν δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, από όπου, όπως ήταν σαφές τις είχαν αντλήσει οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα. Και μάλιστα, όπως κατέστη γνωστό από τα άμεσα ανακλαστικά της ιδίας που έκανε σχετικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, ενώ ακόμη μιλούσε ο πρωθυπουργός, ήταν έργο της τέως προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Μπορεί ορισμένες από αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις να ήταν -με την πολιτική διάσταση του όρου- «σκανδαλώδεις» ή και «προκλητικές», ωστόσο είχαν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων και, όπως συμβαίνει με όλους ανεξαιρέτως τους νόμους, η συνταγματικότητά τους κρίνεται από την ίδια τη Δικαιοσύνη και μάλιστα από τον κάθε δικαστή που ελεύθερα αποφασίζει αν θα τις εφαρμόσει ή όχι.
Κατά έναν παράδοξο λόγο, ωστόσο, ο πρωθυπουργός ήταν τόσο πεισμένος (γιατί και από ποιον άραγε;) για τους ισχυρισμούς του, που ούτε η αμήχανη υποδοχή την οποία είχαν στην αίθουσα της Βουλής οι στομφώδεις καταγγελίες του, τον πτόησε. Σαν τον παρευλάνοντα ενώπιον του κοινού αυτοκράτορα του παραμυθιού του Άντερσεν, που πίστευε ότι φορούσε «την πιο υπέροχη φορεσιά στον κόσμο», επέμεινε να διαβάζει όσα του είχε ετοιμάσει το επιτελείο του.
«Αυτές είναι πραγματικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη και όχι το γεγονός ότι μία εισαγγελέας ζήτησε να συνομιλήσει με τον αναπληρωτή υπουργό, αρμόδιο για τις υποθέσεις διαφθοράς, ο οποίος την παρακίνησε (sic!) να μην βάλει στο αρχείο μία υπόθεση που απασχολεί την κυπριακή δικαιοσύνη και, φυσικά, την ελληνική κοινή γνώμη. Αυτές είναι παρεμβάσεις, χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή και χωρίς αυταπάτες», ισχυρίστηκε.
Με λίγα λόγια, ο πρωθυπουργός έχει την πρωτότυπη άποψη και την υποστηρίζει από το βήμα της Βουλής ότι οι υπουργοί του μπορούν να «παρακινούν» εισαγγελικούς λειτουργούς, χωρίς αυτό να συνιστά παρέμβαση στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην καθολικά αναγνωρισμένη στις δυτικού τύπου δημοκρατίες διάκριση των εξουσιών. Αντιθέτως, ο ίδιος θεωρεί ως παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης τις ψηφισμένες από το Κοινοβούλιο νομοθετικές διατάξεις.
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας διάβασε όλα αυτά που είχε γραμμένα μπροστά του, χωρίς να αντιληφθεί ότι κάποιος –ακόμη και λιγότερη αφέλεια από εκείνη που είχε το μικρό παιδί του παραμυθιού που αποκάλυψε την γύμνια του βασιλιά- θα τον ρωτούσε το αυτονόητο: «Και γιατί, κύριε Τσίπρα, δεκατέσσερις μήνες αφότου αναλάβατε την εξουσία δεν καταργήσατε αυτές τις ρυθμίσεις ώστε να πάψουν να υφίστανται οι “παρεμβάσεις” στη Δικαιοσύνη;».
Άξιζε, πραγματικά, να υπάρχει μια κάμερα στην αίθουσα της Βουλής για να καταγράψει τις αμήχανες αντιδράσεις στα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ όταν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης αναρωτήθηκαν τι εμποδίζει την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να φέρει «ένα νόμο με ένα άρθρο», όπως ισχυρίζονταν για το Μνημόνιο, για να καταργήσει όλα αυτά. Έδειχναν σα να μην το είχαν σκεφτεί, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που μάλλον βάρυνε στις σκέψεις τους ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα πυρομαχικά που είχαν πέσει στην υποτιθέμενη μάχη για την καταπολέμηση της διαπλοκής είχαν αποδειχθεί απλά πυροτεχνήματα.
Η «D Day», που πομπωδώς είχαν προαναγγείλει  τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, προσομοίαζε περισσότερο με «Βατερλό», αφού η κυβέρνηση, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές επιτυχίες που κατέγραψε -με τον συνεχή θόρυβο γύρω από υπαρκτές και ανύπαρκτες λίστες και με το μονομερές κυνήγι όσων συνεργάστηκαν με την προηγούμενη κυβέρνηση και δεν έσπευσαν να δώσουν γην και ύδωρ στην παρούσα- φαίνεται πλέον να χάνει τη μάχη της ουσίας στην υποτιθέμενη αντιμετώπιση της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Όταν τα έσοδα από τις κάθε λογής εστίες διαφθοράς και διαπλοκής, που κάποιοι κάποτε πίστευαν ότι θα αρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν το διαβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αντί να αυξάνονται, μειώνονται σε σχέση με εκείνα που απέφεραν τα μέτρα τα οποία στην πλειονότητά τους ελήφθησαν επί των ημερών των προηγούμενων κυβερνήσεων, τότε, όσες παραπλανητικές καταγγελίες και αν κάνουν οι νυν κυβερνώντες, η πραγματικότητα θα βοά και θα αποκαλύπτει την αραχνοΰφαντη γύμνια του βασιλιά.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Κακά ξεμπερδέματα



Αν δείχνει κάτι η αναβολή, για μια εβδομάδα, της προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης για τη Δικαιοσύνη, είναι ο προσχηματικός και αποπροσανατολιστικός χαρακτήρας που έχει η κυβερνητική πρωτοβουλία να προκληθεί αντιπαράθεση κορυφής στη Βουλή που ήρθε ως δήθεν «ρελάνς» του Μεγάρου Μαξίμου στις βαριές καταγγελίες για πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Η επίκληση του τρομοκρατικού χτυπήματος στις Βρυξέλλες δεν είναι διόλου πειστικός λόγος για τη χρονική μετάθεση της κοινοβουλευτικής συζήτησης, διότι αν, πράγματι, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του είχαν σοβαρά πράγματα να πουν, θα το είχαν κάνει. Και κανένας –πραγματικός ή κατασκευασμένος- αντιπερισπασμός δεν ήταν δυνατόν να τους εμποδίσει.
Μόνον και μόνον, άλλωστε, που οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έσπευσαν μετά τη μετάθεση της συζήτησης των αρχηγών, η οποία επρόκειτο να γίνει την Τρίτη, να αναβάλλουν και τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που θα συζητούσε τις επίμαχες καταγγελίες, επειδή, λέει, συνέπεσε με την… παραμονή της εθνικής επετείου, δεν δυσκολεύει ούτε τους πλέον αφελείς να αντιληφθούν τις φθηνές σκοπιμότητες που υποκρύπτουν οι χειρισμοί της κυβέρνησης.
Δεν χρειάζεται, επί παραδείγματι, να είναι κάποιος ειδικά πληροφορημένος ή υπερβολικά υποψιασμένος για να αναρωτηθεί τι είναι εκείνο που συνδέει την τόσο σαφή καταγγελία μιας λειτουργού της Θέμιδας κατά ενός μέλους της κυβέρνησης με την περιώνυμη «διαπλοκή», για την οποία, όπως διθυραμβικά προαναγγέλλει ο φιλοκυβερνητικός Τύπος, προτίθεται να μιλήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Είτε, εξάλλου, γίνει την προσεχή Τρίτη η συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, είτε αναβληθεί εκ νέου, το επίδικο ζήτημα, το οποίο δεν είναι άλλο από το αν ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης περενέβη στο έργο μιας εισαγγελέως Εφετών για να επηρεάσει τη στάση της σε εκκρεμή υπόθεση, είναι εντελώς ανεξάρτητο και χρήζει διερεύνησης, όποιος και αν έχει δίκιο ή λέει όλη την αλήθεια: η εισαγγελέας ή υπουργός.
Σε μια ευνομούμενη χώρα, μάλιστα, θα περίμενε κανείς ότι η ίδια η κυβέρνηση που δίνει όρκους πίστης στη διαφάνεια θα ήταν εκείνη η οποία, μόλις είδαν το φως οι επίμαχες καταγγελίες, θα έσπευδε να ζητούσε να γίνει έρευνα. Ώστε –αν μη τι άλλο- να αποδείξει ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της στα θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών. Και –γιατί όχι;- να δείξει ότι εννοεί ότι είναι αποφασισμένη να τερματίσει το καθεστώς των παρεμβάσεων που οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι έκαναν οι προκάτοχοί τους.
Όμως, κατά έναν παράδοξο, εκ πρώτης, τρόπο, τουλάχιστον για τους ανυποψίαστους, όχι μόνον δεν μπαίνουν μπροστά για να υπερασπιστούν τη διαφάνεια, αλλά, αντιθέτως, πρωταγωνιστούν σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι συγκάλυψης που είναι αποκαλυπτικό των πραγματικών προθέσεων από τις οποίες διακατέχονται και οι οποίες τους οδηγούν στον αποπροσανατολιστικό θόρυβο.
Σε μια άλλη ανάγνωση των πραγμάτων, ωστόσο, όλα τούτα είναι συμβατά με την γενική κατεύθυνση που οι νυν κυβερνώντες, οι οποίοι δείχνουν ότι έχουν βαλθεί να ανατρέψουν όλα όσα ξέρουμε για την άσκηση της πολιτικής. Βλέπετε, το σύνηθες, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, είναι οι κυβερνήσεις να επιδιώκουν τη γαλήνη, την ηρεμία, την καταλλαγή, τη συναίνεση, σε τρόπον ώστε να καταφέρουν να πετύχουν τους στόχους τους οποίους έχουν θέσει. Εν αντιθέσει με τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις που πασχίζουν για την ένταση και την αναταραχή που υπονομεύουν όσους έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Σε παγκόσμια, λοιπόν, πρώτη και, το κυριότερο, σε πείσμα της μεταστροφής την οποία έχουν κάνει σχεδόν στα πάντα –από τις χειροπέδες που άρχισαν να φορούν στους μετανάστες ως την άδεια στους χρυσωρύχους των Σκουριών-, οι ιθύνοντες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν, αντιπολιτευόμενοι την αντιπολίτευση, να υποδαυλίζουν την ένταση και να πυροδοτούν την παραλυτική σύγκρουση.
Πρόκειται για κινήσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες υπακούουν σε μια παραλλαγή της κλασσικής ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή συνταγής για «άρτον και θεάματα» που παραδοσιακά προσφέρουν στις δύσκολες στιγμές τα κάθε λογής καθεστώτα. Όσο μάλιστα μικρότερη είναι η δόση του άρτου που μπορεί να μοιράσουν τόσο μεγαλώνουν τη δοσολογία των θεαμάτων που προσφέρουν στους υπηκόους τους.
Αυτό ακριβώς γίνεται το τελευταίο δεκατετράμηνο με την εμμονική ενασχόληση των κυβερνώντων με τη «διαπλοκή». Είναι, δε, τέτοιο το πάθος τους που δεν τους αφήνει να αντιληφθούν ότι το θέαμα που παρουσιάζουν, με τις περιβόητες «λίστες», είναι πια τόσο πολυπαιγμένο που ελάχιστα συγκινεί το φιλοθεάμον κοινό. Ίσως και επειδή οι εχέφρονες έχουν, μάλλον, βαρεθεί να ακούνε για την «διαπλοκή», η οποία, εκεί που τη μια στιγμή τού λένε ότι «ψυχορραγεί», την αμέσως επόμενη ώρα τού την παρουσιάζουν ως «εφτάψυχη» που… «Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει…».
Σε κάθε περίπτωση, όσος επικοινωνιακός κουρνιαχτός και αν σηκωθεί στο πλαίσιο του έργου υπό τον τίτλο… «Θάνατος στη διαπλοκή», οι πολίτες οι οποίοι σε λίγες μέρες θα δουν τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται για μια ακόμη φορά και τους ήδη δυσβάσταχτους φόρους να ανεβαίνουν ακόμη ψηλότερα, πολύ δύσκολα θα συγκινηθούν από την επιλεκτική στοχοποίηση ενός ή, άντε, δύο καναλαρχών.
Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο δεν θα συγκινηθούν οι πολίτες είναι εξαιτίας του ότι είναι από πενιχρά έως ανύπαρκτα τα αποτελέσματα του υποτιθέμενου αγώνα κατά της διαπλοκής, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Ορισμένοι, μάλιστα, ισχυρίζονται –και θα αποδειχθεί πολύ σύντομα αν είναι έτσι- ότι υπολείπονται αισθητά των αποτελεσμάτων που είχαν οι προηγούμενοι.
Οπότε μάλλον δεν θα αργήσει η ώρα που οι πολίτες θα θυμηθούν το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Και τότε, κατά πάσα πιθανότητα, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Ας ευχηθούμε μόνον να είναι κακά ξεμπερδέματα μόνον για την κυβέρνηση και όχι και για τη χώρα…